Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
Γεώργιος Καραϊσκάκης

Κάθε απόπειρα ανασύνθεσης βίου και πολιτείας του Γεωργίου Καραϊσκάκη (εφεξής ΓΚ) έχει να διαχειριστεί αφενός, το αγκάθι ενός βίου που φαντάζει πέρα ως πέρα μυθιστορηματικός, και, αφετέρου, την ιδιάζουσα περίπτωση μιας πολιτείας που στέκεται στα πρόθυρα μιας επαναστατικής αλλαγής. Η εξιστόρηση της ζωής του ΓΚ είναι άρρηκτα δεμένη με μια θεμελιακή αλλαγή που λαμβάνει χώρα στο χωροχρονικό γίγνεσθαι που αποκαλούμε σήμερα Ελλάδα. Έχει σημασία να κρατάει κάποιος κατά νου ότι σε άλλη Ελλάδα γεννιέται ο ΓΚ, σε άλλη ανδρώνεται, και σε άλλη πεθαίνει. Και αυτό παρά το γεγονός ότι έζησε μόνο 45 χρόνια. 

Ο συγγραφέας που αποφασίζει να καταπιαστεί με ένα τέτοιο πόνημα θα πρέπει να ιχνηλατήσει ένα εκτενές σώμα ιστορικών, και όχι μόνο, πηγών και αφού βρει τον προσανατολισμό του να αποφασίσει πώς θα προχωρήσει.
   
Θα πιαστώ από ένα σημείο που εντοπίζεται στο τελευταίο μυθιστόρημα του Κώστα Ακρίβου «Πότε Διάβολος πότε Άγγελος» και που σχετίζεται και με τον τίτλο. «Και είναι αθώος γιατί δεν έχει επίγνωση αυτής της εσωτερικής ομορφιάς του» (σ. 109). Η αθωότητα στο βλέμμα του ΓΚ· η αθωότητα που εντοπίζει και αποτυπώνει στο χαρτί ο Καρλ Κρατσάιζεν καθώς ζωγραφίζει το πορτρέτο του αγωνιστή θα πρέπει να μας βάζει σε σκέψεις. Πώς γίνεται ένας άνθρωπος που διαβιοί σε αυτή τη νησίδα αθωότητας, μέσα στο ταραχώδες σκηνικό της επανάστασης, να παρουσιάζεται «πότε άγγελος και πότε διάβολος»; Δηλαδή, το κομμάτι του διαβόλου πώς συνάδει με αυτή την αθωότητα; 

Η γλώσσα, υποστηρίζω, παίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτή την ιστορία της αθωότητας του ΓΚ. Και από τη γλώσσα θα τρυπώσω κι εγώ σε αυτή την ιστορία, όπως εξάλλου και οι δύο συγγραφείς που θα αναφερθούν στο παρόν σημείωμα. Τόσο ο Παντελής Μπουκάλας «Το Μάγουλο της Παναγιάς», όσο και ο Κώστα Ακρίβος πιάνονται στα δίχτυα της γλώσσας του ΓΚ. Ο Μπουκάλας, όπως μας εξιστορεί και στο επίμετρό του, πιάνεται από τον θρύλο για το μάγουλο της Παναγίας στο Αιτωλικό, στην εκκλησία όπου δικάζεται ο Καραϊσκάκης. Ο ΓΚ βωμολοχεί τόσο πολύ, λέει ο θρύλος, που το εικόνισμα της Παναγίας ματώνει στο μάγουλο. Ο Ακρίβος, από την άλλη, αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο για τις βωμολοχίες. Βωμολοχίες που, παραδόξως, συνιστούν ουσιαστικό κομμάτι τόσο της αγγελικότητας όσο και της διαμονικότητας του ΓΚ. 

Η γλώσσα είναι λοιπόν ο καθοριστικός παράγων αυτής της αξιοσημείωτης αθωότητας του Καραϊσκάκη που τον αναδεικνύει σε μια περσόνα καθαγιασμένη. Ο ΓΚ, που δεν έχει καμία σχέση ούτε με την ορθόδοξη εκκλησία και τον κλήρο, αλλά, αρχικά, ούτε και με το αντίπαλο δέος της κυβέρνησης, με το υπό σχηματισμό γκουβέρνο. Καθαγιασμένη αλλά αινιγματική περσόνα που ανάγεται σε φορέα/πομπό μιας αναμφισβήτητης σαγήνης. Ασκεί σαγήνη στους συμπολεμιστές του που τον ακολουθούν πιστά, στους δολοπλόκους της κυβέρνησης και των ξένων δυνάμεων που διακρίνουν σε αυτόν έναν άνθρωπο που δεν προτίθεται να παίξει το παιχνίδι τους, αλλά, σαγήνη και στους Τούρκους που άλλοτε τον φοβούνται και άλλοτε τον θωρούν με δέος. Η ζωή του Καραϊσκάκη έτσι όπως μας έρχεται μέσα από ιστορικές πηγές και δημοτικά τραγούδια είναι τόσο ακραία μυθιστορηματική που τελικά ο συγγραφέας θα έπρεπε να προσπαθεί να πάρει τις αποστάσεις του από αυτήν, και όχι να μπαίνει στον πειρασμό να την εμπλουτίσει. [Ο Κώστας Ακρίβος αποπειράται να κάνει ακριβώς αυτό, να πάρει απόσταση από τον μύθο του ΓΚ, εισάγοντας τον μύθο του Μήτρου Αγραφιώτη.] Αλλά ας επανέλθω στο θέμα της γλώσσας: είναι τόσο πληθωρικές οι δηλώσεις και οι συνδηλώσεις που κομίζουν οι βωμολοχίες του ΓΚ που ακόμη και ο ίδιος καταφέρνει να γαντζώνεται από αυτές και να αυτοσυντηρείται. Ο φθισικός Καραϊσκάκης τρέφεται λοιπόν από τη γλώσσα και τον θυμό του: «Αν δεν σε κράταγε η φωτιά που καίει μέσα σου, και βγαίνει ο καπνός από τ’ αυτιά και τα ρουθούνια όταν σεκλετίζεσαι κι όταν αγριεύεις, θα σε σκόρπιζε ο αέρας» (σ. 53) γράφει χαρακτηριστικά ο Μπουκάλας.

Ο Κώστας Ακρίβος κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση καθώς δουλεύει πάνω στην αποδόμηση τού μύθου της «λευκοσιδερωμένης φουστανέλας». Τόσο γλωσσικά όσο και εννοιολογικά δεν φείδεται ακροβατισμών που ως στόχο έχουν να μας προσφέρουν μια πιο ρεαλιστική απεικόνιση του ΓΚ από την εικόνα που παραδοσιακά αποκομίζει κάποιος κάθε φορά που έρχεται σε επαφή με πηγές που αναπαράγουν και διαιωνίζουν το «εθνικό αφήγημα». Είναι όμως το συγκεκριμένο βιβλίο μυθιστόρημα; Είναι ίσως ιστορικό μυθιστόρημα; Μήπως είναι μη-μυθοπλαστικό μυθιστόρημα; Καταπιάνομαι με αυτές τις ειδολογικές διακρίσεις γιατί προβληματίστηκα. Όχι γιατί αμφιβάλλω για το σκέλος της μυθοπλασίας –εξάλλου, γενικά, τείνω να διαβάζω ακόμα και την ιστορία, κατά κάποιο τρόπο, σαν μυθοπλασία– αλλά γιατί με προβλημάτισε η διάρθρωση του βιβλίου. Ο Ακρίβος αρέσκεται να στήνει τα μυθιστορήματά του με μια τακτική μωσαϊκού: όχι όμως μόνο με την έννοια της διάταξης κεφαλαίων που δεν ακολουθούν γραμμικά την πλοκή, αλλά και κεφαλαίων που δεν χαρακτηρίζονται από ειδολογική ομοιογένεια. Δηλαδή, η επιστολή ενός υψηλόβαθμου ιεράρχη στην καθαρεύουσα μπορεί να ακολουθείται από την παράθεση μηνυμάτων από το κινητό ενός εφήβου (βλ. Πανδαιμόνιο, Μεταίχμιο 2007). Στο παρόν μυθιστόρημα ακολουθείται πάλι παρόμοια τακτική: κεφάλαια που είναι γραμμένα στα νέα ελληνικά ακολουθούνται από κεφάλαια που είναι γραμμένα σε μια γλώσσα πιο κοντά σε αυτή της εποχής του ΓΚ. Όπως συναντάμε επίσης σημεία που περιέχουν ακόμα και πιο λεπτές διακρίσεις (της καθομιλουμένης των απλών ανθρώπων σε σχέση με τη γλώσσα της ελίτ της εποχής). Υπάρχει ακόμη και ένα κεφάλαιο που μιμείται τη γλώσσα «προσχεδίου εισήγησης» σε συνέδριο ψυχολογίας. Για να μην παρεξηγηθώ, τίποτα από όλα αυτά δεν είναι επί της αρχής προβληματικό. Το ερώτημα είναι κατά πόσο τελικά σηκώνουν το μυθοπλαστικό βάρος που επιθυμεί ο συγγραφέας να σηκώσουν. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, μπορεί ο Ακρίβος να είναι δεινός πλάστης πλειάδας ειδών γραφικών πειστηρίων, αλλά τελικά, μυθιστορηματικά, ο αναγνώστης του μένει να αποζητά και κάτι ακόμα που απουσιάζει.

Ο βασικός λόγος ύπαρξης του συγγραφέα είναι η επινόηση, έτσι, κι εγώ, τείνω να εκτιμώ σε έναν συγγραφέα πρωτίστως την τόλμη του να επινοεί. Και η επινόηση εδράζεται σχεδόν πάντα πάνω σε κάποια στοιχεία της "πραγματικότητας". Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης βρίζει σκαιά. Είναι ίσως το βασικό χαρακτηριστικό του· αυτό που τον προσδιορίζει πιότερο από οτιδήποτε άλλο· το χαρακτηριστικό που, όπως είπα, στηρίζει τόσο τη δαιμονικότητα όσο και την αγγελικότητά του. Ο Ακρίβος, τις βωμολοχίες, δεν τις προσπερνά έτσι απλά. Μας προσφέρει μάλιστα και ένα κεφάλαιο όπου εξετάζει, “επιστημονικά” –με τη μορφή του «προσχεδίου εισήγησης» που ήδη ανέφερα– και διάφορες ερμηνείες για τη σημασία των βωμολοχιών τού ΓΚ. Παραλείπει όμως ο συγγραφέας να σπρώξει μυθοπλαστικά τη θεματική των βωμολοχιών πιο πέρα, ενώ διαθέτει τα στοιχεία που θα δικαιολογούσαν μια τέτοια κίνηση. Τι εννοώ; Η μητέρα του ΓΚ έβριζε τους πάντες, ούσα χήρα και όμορφη που τ’ αδέλφια της την έκλεισαν σε μοναστήρι στα είκοσί της χρόνια. Η βωμολοχία στον ΓΚ θα μπορούσε να είναι απευθείας βίωμά του από τη μητέρα του (βλ., για παράδειγμα, σελ. 20-21). Αλλά αν αρχίσουμε να περπατάμε αυτό το μονοπάτι ανακαλύπτουμε κι άλλα καλούδια: η εμμονή του ΓΚ στις βρισιές με το ανδρικό όργανο προσφέρεται και για άλλες ερμηνείες που άπτονται του χαρακτήρα του. Ο ΓΚ είναι ένα παιδί τού ίμερου, της καύλας. Η μητέρα του, η καλόγρια, γκαστρώνεται από έναν οπλαρχηγό που θα φιλοξενηθεί με τα παλικάρια του στο μοναστήρι. Ως εκ τούτου, ο ΓΚ που δεν γνωρίζει ποτέ τον πατέρα του και περνάει την παιδική του ηλικία άθυρμα των ανθρώπων που τον συναναστρέφονται έχει μέσα του τη σπίθα του ίμερου που τον γέννησε. Τη γραμμή σκέψης που επιθυμεί να περάσει ο συγγραφέας, το αν τελικά γεννιέσαι ή γίνεσαι ήρωας, θα μπορούσε να τη συσχετίσει, εξάλλου μυθιστόρημα γράφει, με τη φλόγα που τον γέννησε. Και ας μην λησμονούμε ότι από την ίδια φλόγα γεννιέται και ο Μήτρος Αγραφιώτης, που είναι παιδί του ΓΚ, που γκάστρωσε με τη σειρά του τη μάνα του (έτσι πάει το μυθιστόρημα του Ακρίβου). Η διάχυτη αυτή σεξουαλικότητα δεν λογίζεται και δεν προσμετράται με τη δέουσα προσοχή ως παράγων που συνετέλεσε στις ποιότητες του χαρακτήρα του ΓΚ που χτίζει ο Ακρίβος, και που εμφανώς ψηλαφίζει και τις δικές του καταβολές.

Η αλήθεια είναι ότι μερικά από αυτά τα στοιχεία τα συνάντησα στο βιβλίο του Παντελή Μπουκάλα που, όπως διαβάζουμε στο εξώφυλλο, συνιστά «αυτοβιογραφική εικασία του Γεωργίου Καραϊσκάκη». Γράφει λοιπόν ο Μπουκάλας για τη μητέρα του ΓΚ με λόγια που λέει ο ίδιος ο ΓΚ: «Λένε ότι τον πόθησε κι αυτή τον κυνηγό της, γι’ αυτό και βγήκα εγώ ξεφτέρι, ότι με φύτεψε ένας πόθος άπρεπος μα δυνατός, στο φως του καντηλιού [η μητέρα του ΓΚ έμεινε έγκυος σε μοναστήρι], κι όχι η κοιμισμένη συνήθεια στο σκοτάδι, κάτω απ’ τις παχιές βελέντζες, που κρύβουν και το κλάμα και τα μουγκρητά» (σελ. 14-15).

Ο Παντελής Μπουκάλας αποκαλεί το πόνημά του «αυτοβιογραφική εικασία» γιατί τοποθετεί τον ίδιο τον Καραϊσκάκη να μιλάει, μετά θάνατον, για τον εαυτό του σε έναν θεατρικό μονόλογο (υπάρχουν τρία επιπλέον πρόσωπα αλλά παίζουν τον ρόλο σκηνικών βοηθημάτων για να κατευθύνουν τον ειρμό των σκέψεων του Καραϊσκάκη). Δεν μπορούσα να αντισταθώ στον πειρασμό να διαβάσω το ένα βιβλίο μετά το άλλο, και δεν μπορούσα να μην κάνω συγκρίσεις παρότι αναγνωρίζω ότι το κάθε βιβλίο έχει το κοινό του.

Ο Μπουκάλας προσφέρει ένα εντυπωσιακό σε ρυθμό κείμενο στο οποίο ενσωματώνονται τα περισσότερα ιστορικά στοιχεία που συναντάει κανείς και στο βιβλίο του Ακρίβου. Ο Μπουκάλας σκοράρει πόντους με την αδιατάρακτη ροή και βαθιά συνοχή του κειμένου που συνδιαλέγεται με τις ιστορικές πηγές και τα δημοτικά τραγούδια, ενώ ο Ακρίβος σκοράρει με τον παράλληλο μύθο (το κατεξοχήν μυθιστορηματικό σκέλος του βιβλίου) που εξιστορεί για τον Μήτρο Αγραφιώτη. Αλλά ο Μπουκάλας τολμά να επινοήσει περισσότερα για τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του ΓΚ παρά το γεγονός ότι δεν εισάγει κάποιο παράλληλο μύθο. Έτσι, γίνεται αναφορά όχι μόνο στην ιμερική διάσταση της σύλληψης του Καραϊσκάκη, αλλά προσφέρεται και μια δραματοποιημένη αιτιολογία που ακουμπάει στη φύση των βωμολοχιών του.       

Πώς θα μιλήσεις για τις βωμολοχίες του ΓΚ; Ποιος είναι ο τρόπος για να μεταφέρει ο συγγραφέας τη θεματική αυτή στον αναγνώστη; Ο Ακρίβος επινοεί το κεφάλαιο με το «προσχέδιο εισήγησης». Βάζει έναν φανταστικό ανδρολόγο-ψυχολόγο να κάνει μια ανάλυση και να βγάζει κάποια συμπεράσματα. Με αυτό τον μεταμοντέρνο (;) τρόπο εισάγεται στο μυθιστόρημα ένα σώμα πληροφοριών. Η άκομψη παράθεση πληροφοριών κωδικοποιείται και μασκαρεύεται πίσω από ένα μεταμοντέρνο τέχνασμα (το προσχέδιο εισήγησης). Ο Μπουκάλας επιλέγει διαφορετική οδό: ενσωματώνει την ερμηνεία του στον διάλογο που κάνει ο ΓΚ με τον γραμματέα του. Βάζει τον ίδιο τον ΓΚ να σκεφτεί γιατί βωμολοχούσε καθώς ο γραμματικός του εκφέρει αντιρρήσεις και απορίες. Η λύση αυτή προκρίνεται όχι μόνο γιατί δεν διαταράσσει τη ροή του κειμένου αλλά προσφέρει και από πλευράς θεατρικότητας (ζωντάνιας, παραστατικότητας).  

Θα δώσω ένα παράδειγμα: γράφει ο Ακρίβος «Βρίζοντας ο Γ. Κ. αισθανόταν δυνατός, σαν να αντλούσε δύναμη από μέσα του. Με τον καιρό, η βωμολοχία του έγινε αυθόρμητος αυτοματισμός από την ενστικτώδη ανάγκη να ανορθωθεί ο ψυχισμός του και ταυτόχρονα να επιβληθεί στους άλλους» (σ. 158), όπως επίσης και «Ο καλώς εννοούμενος ανδρισμός και κατ’ επέκταση ο ηρωισμός του Γ.Κ. στηρίχθηκε στα εξής στοιχεία της προσωπικότητάς του: [...] πίστη στις έννοιες της ευθύτητας και της ειλικρίνειας. Αλλά και στην αυθεντικότητά του, τόσο στις πράξεις όσο και στα λόγια, η οποία αυθεντικότητα δεν έχει καμία σχέση με τον λεγόμενο καθωσπρεπισμό» (σ.159).   

Προσέξτε τώρα πώς περνάει τις ίδιες θέσεις ο Μπουκάλας: «Τα ΄λεγα και πίστευα τα ίδια μου τα λόγια. Και τ’ άκουγαν και αυτοί και πίστευαν. Με πίστευαν. Κι ας καταλάβαιναν. Ήξεραν κιόλας πώς αν δεν βγει ό,τι ήθελα με το καλό, θα βγει με το στανιό. Με τ’ αναθέματα και τις κατάρες. Με τις βρισιές, να κόβουν σαν κολοκοτρωναίικος σουγιάς. Τους πόμπευα πριν καν δειλιάσουν και το σκάσουν. “Φοβιτσιάρης το ασκέρι σαν πανούκλα το μολεύει” τους μπουμπούνιζα. Ποιος φοβιτσιάρης… Αυτά είναι για σας τους γραμματικούς και τα μυρουδικά σας. Παλιοχέστης έλεγα. Να νιώσουν πως βουλιάζουν μέσα στο σκατό» (σελ. 50-51). 

Ή εδώ: «Και τους βαφτίσαμε καβαλάρηδες ακάβαλους, για να τους φχαριστήσουμε. Μα πού στον κόσμο υπάρχουνε μουνουχισμένοι πουτσαράδες; Έτσι δε σου έλεγα τότε, κρύβοντας με την ελαφράδα την πέτρα τη βαριά στην καρδιά μας, που βλέπαμε πως δίχως καβαλαρία ήταν σαν να είχαμε βγει στο πέλαγο σαν τρύπια ψαρόβαρκα; Κι αυτό, (πειραχτικά) Δημήτριε, κι ό,τι άλλο είπα, το ‘πα στον καιρό του. Πάνω που το χρειαζόντανε τα παλικάρια μου (δειχνει τ’ άχαμνά του), το χρειάζονταν κι οι σύντροφοί μου» (σ. 48).

Έτσι, ακόμα και αυτό το περίφημο «πότε δαίμονας πότε άγγελος» που υποτίθεται ότι πίστευε ο ίδιος ο Καραϊσκάκης για τον εαυτό του –και που ο Ακρίβος το κάνει τίτλο στο βιβλίο του– ο Μπουκάλας το συνδέει με τις βωμολοχίες και τις γενικότερες απρέπειες τού ΓΚ. Αναφέρω δύο ενδεικτικά παραδείγματα:

«Πήρα να λέω πως κυβερνάς τους Έλληνες. Να κουβαλάς στην πλάτη σου ένα δισάκι. Όλο διαόλους μέσα. Πάνω ο Χριστός. Κι ανάμεσα τους το χρυσάφι. Έτσι τους κυβερνάς. Και στανικά και με μαλαγανιές. Και με τον λόγο τον καλό και με την ξαγορά. Ν’ αμαρτάνεις τις αμαρτίες τους, και πιο βαριά από τους ίδιους. Το πιόμα, τη βλαστήμια και το ψέμα. Αλλιώς δεν σε πιστεύουν γι’ άγιο» (σ. 66). Όπως επίσης και «Σατανισμένο άγγελο να μ’ έλεγες, δε θ’ αστοχούσες. Σαν να ‘μουν στα δυο κομμένος, κι όποιο μισό νικούσε, ή με διαόλιζε και μ’ άλλαζε σε δηλητήριο ή γλύκαινε την ψυχή μου [...]» (σ. 67).  

Ο Ακρίβος αποτυγχάνει σε αυτό. Ο τρόπος του, ακόμη και όταν αναφέρεται στη ίδια θεματική, στερείται μυθιστορηματικότητας. Γράφει: «Αλλιώτικος έδειχνε τώρα ο καπιτάνος. Σα να ‘χε ξεχάσει την κάψα του να κάνει αρματολίκι στ’ Άγραφα και σα να μην είχε πάρει μέρος στο πλιάτσικο στο Μοριά. Γύρω απ΄τις φωτιές π’ ανάβαμε τα βράδια να ζεσταθούμε τον άκουγες να μιλάει όχι όπως πρωτύτερα. Τώρα έλεγε πώς θα γίνει να διώξουμε τον Τούρκο όχι μονάχα απ΄τη Ρούμελη και το Μοριά, μα και πιο πάνω απ’ τον Άσπρο. [...] Απ’ την άλλη κιόλας μέρα έδειξε με τα έργα του πόσο δίκιο είχα για τ’ άλλαγμά του» (σ. 86). Όπως επίσης «Ο καπιτάνος τ’ αποκρίθηκε πως όποτε ήθελε γινόταν άγγελος, όποτε ήθελε διάολος. Αποδώ και πέρα θα ήταν άγγελος. Σχόλασε η μάζωξη και γυρίσαμε στα κονάκια μας» (σ. 112).

 Ο Ακρίβος συνθέτει αυτό το μωσαϊκό με τα ετερογενή κομμάτια και αφήνει τον αναγνώστη να σκεφτεί και να επινοήσει πώς είναι δυνατόν να επικοινωνούν μεταξύ τους στην πορεία για την ερμηνεία –μια ερμηνεία– της προσωπικότητας του ΓΚ. Ο Μπουκάλας, από την πλευρά του, με το στρατήγημα της αυτοβιογραφικής εικασίας, όπου βάζει τον ΓΚ να μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, επιτυγχάνει μια αληθοφανή επίφαση σκέψης για τον ήρωά του χωρίς να στερείται το κείμενο θεατρικότητας. Ο Μπουκάλας, έτσι, αποτυπώνει εξαιρετικά την αμφιθυμία και την ταλάντευση ανάμεσα στον δαίμονα και τον άγγελο. Αποτυπώνει το τι ακριβώς σημαίνει κάποιος να μην κρατιέται στα υψίπεδα του δήθεν μεγαλείου του (όπως οι ιθύνοντες των συμμάχων) αλλά να κατέρχεται, ξανά και ξανά, στο χθαμαλό επίπεδο της δράσης. Και αν μαθαίνουμε κάτι από την ιστορία της επανάστασης, αυτό είναι ότι η δράση βρωμίζει. Η αποδόμηση του μύθου της «λευκοσιδερωμένης φουστανέλας» σημαίνει ακριβώς αυτό: η δράση βρωμίζει γιατί ωθεί σε βωμολοχίες και κινήσεις που προσφέρονται για διφορούμενες ερμηνείες. Από την άλλη, στην περίπτωση του Ακρίβου, είναι στιγμές που ένιωθα ότι ο συγγραφέας έχει ενσωματώσει, βεβιασμένα, κεφάλαια στο μυθιστόρημά του (όπως το «Και αυτός μου αποκρίθηκε» αλλά και το «Εδολοφονήθη;») που θα έπρεπε να είχαν βρει τη θέση τους σε ένα επίμετρο. Έτσι, στο τέλος, ο Ακρίβος, καταλήγει να αποδυναμώνει τόσο το κομμάτι της μυθοπλασίας τού παράλληλου μύθου (τού Μήτρου Αγραφιώτη), όσο και των διανθισμένων με κριτικά σχόλια ιστορικών πηγών. Ο Ακρίβος δεν καταφέρνει να περάσει την εικασία ότι είναι οι πάσης φύσεως απρέπειες του ΓΚ, τόσο οι βωμολοχίες του όσο και οι πράξεις του, που συνιστούν τη γείωσή του που τον κρατάει στη ζωή αλλά και στην ενεργό δράση· ότι είναι δηλαδή μια σκαλωσιά οι απρέπειες από την οποία γραπώνονται τόσο ο ίδιος όσο και οι συναγωνιστές του για να συνεχίζουν την πορεία τους. 

Αναλογιστείτε ότι είναι αυτή η εγγενής βωμολοχία τού ΓΚ που φτάνει κληροδότημά του και σε εμάς, τους επιγόνους του, που χρησιμοποιούμε ουκ ολίγες από τις βωμολοχίες του με πρώτη και καλύτερη την «ας μου κλάσει τον πούτσον» για να διασκεδάζουμε, τηρουμένων των αναλογιών, τις αντιξοότητες της δικής μας καθημερινότητας αποτίοντας έστω και ανεπίγνωστα φόρο τιμής στον «καπετάνιο».  

Ένα παιδί λοιπόν, που δεν γνωρίζει πατέρα, «ο γιος της καλόγριας», που μεγαλώνει σε σπηλιά σαν αγρίμι, σχεδόν μόνος του, λιπόσαρκος, χτικιάρης, που παλεύει όλη του τη ζωή με την ασθένεια, αγράμματος, που βρίζει σκαιά εχθρούς και φίλους και ιθύνοντες και αγίους, δεν θα μπορούσε να μην είναι ο ίδιος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, το μήνυμα που κομίζει: μια αγγελική διαβολικότητα, ένας αθώος σαλός που επινοείται (στήνεται) σε αυτό το πλατό της επανάστασης και οδηγεί ενόσω οδηγεί και τον εαυτό του από το σκοτάδι της δευτέρας φύσης του, της έξεως του μπαϊρακίου –του προσωπικού συμφέροντος και των μικρόπνοων σχεδίων να κυβερνήσει τη Ρούμελη– στο μεγαλόπνοο φως μιας Ελλάδας-πατρίδας που σχεδόν ανατέλλει. 

Για να παραλλάξω τη γνωστή ρήση: αν ο Καραϊσκάκης δεν υπήρχε, θα έπρεπε να τον επινοήσουμε. Και θέλω να πιστεύω ότι το έχουμε ήδη πράξει και συνεχίζουμε, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία, να το πράττουμε.

— Κώστας Ακρίβος, Πότε Διάβολος, Πότε Άγγελος, Μεταίχμιο 2021, σελ. 256, τιμή: € 15,50, ISBN: 9786180325638.

— Παντελής Μπουκάλας, Το Μάγουλο της Παναγιάς, Άγρα 2021, σελ. 150, τιμή: € 13.90, ISBN: 9789605055004.