Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
«Γητεύοντας μεταξοσκώληκες»

«Η αλήθεια βρίσκεται ακόμη στο βιβλίο, πιστέψτε το, είναι σίγουρο. Όχι για ρομαντικούς λόγους, αλλά για έναν πολύ πραγματιστικό λόγο. Όσα δεν μπορείς να πεις στο Facebook γιατί κινδυνεύεις να τα διαβάσουν πολλοί και να τα διαδώσουν, μπορείς να τα πεις στο βιβλίο σου: να είσαι εκτενής εκεί που η σκέψη το χρειάζεται, να δώσεις ζωή σε πιθανές διαστάσεις του κόσμου που δεν σε αφορούν προσωπικά, να είσαι όσο πολιτικά μη-ορθός ζητάει η γραφή σου, να κάνεις εντέλει αυτό που κάνει η τέχνη: να μετουσιώσεις τα βάθη σου σε ύψη και πλάτη. Μη φοβάσαι, όσο γράφεις βιβλία, είσαι ασφαλής, δεν θα σε διαβάσει κανείς! Τον νου σου μόνο μην αναρτήσεις». (Μαρία Γιαγιάννου, R.I.F. - Ο θάνατος στο φέισμπουκ, Στερέωμα: 2022, σ. 64-65). 

Οι "παραδοσιακές" ιστορίες πλέον, αυτές που κάποτε θα άκουγε κάποιος από το στόμα κάποιου συγγενή, φίλου, ή απλού γνωστού, διανθισμένες και επαυξημένες πάντοτε με τις εκφραστικές και μυθοπλαστικές δυνατότητες του εκάστοτε παραμυθά, οι "παραδοσιακές" αυτές ιστορίες, στις μέρες μας, καθώς η προφορικότητα παραχωρεί τη θέση της σε μια ανεξέλεγκτη εποποιία της εικόνας και της οθόνης, εντοπίζονται σε βιβλία σαν το συγκεκριμένο του Μιχάλη Αλμπάτη (Ζαρός, 1973). Οι θεματικές βέβαια έχουν κατάτι μεταλλαχθεί, και έτσι μια ενίοτε στείρα προσκόλληση στη θρησκεία και την ηθική της –σε έναν κώδικα εργασίας, οικογένειας, τιμιότητας και γενικής ευμάρειας– έχει δώσει τη θέση της σε πιο εικονοκλαστικές, “επαναστατικές” αφηγήσεις όπου αμφισβητούνται και στηλιτεύονται ο μικροαστισμός και τα χρηστά ήθη προς όφελος μιας ζωής δοσμένης σε πάθη και έξεις που αρχίζουν και τελειώνουν στα εγκόσμια. Συγγραφείς όπως ο Χρήστος Χωμενίδης, που προτάσσουν ποικιλοτρόπως αυτό τον «κόσμο κόσμημα», φροντίζουν να διανθίζουν τα βιβλία τους με προγραμματικές κορόνες που, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, δεν κομίζουν ακριβώς κάτι νέο καθώς έχουν την καταγωγή τους σχεδόν από καταβολής μυθοπλασίας. Αναφέρω ως διάσημο παράδειγμα τον Ζορμπά από το γνωστό μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη που συνιστά χαρακτηριστική περίπτωση πληθωρικού χαρακτήρα στην οποία λοιδορείται ο άνθρωπος του μόχθου (ή, αν προτιμάτε, του «μόχτου») και του πνεύματος για να αναδειχθεί μια καλώς εννοούμενη εγωπάθεια που αποπειράται να εδραιώσει με επικούρεια ερείσματα την υπεροχή της. Ο Αλμπάτης, παρότι Κρητικός και παρότι πραγματεύεται παρόμοια θεματολογία τηρεί ευτυχώς αποστάσεις, όσο αυτό είναι δυνατό, από καζαντζακισμούς.  

Επιπροσθέτως, για να θέσω και μια ακόμη χρήσιμη διάκριση υπόψη του αναγνώστη, υπάρχουν μυθιστορήματα που ανοίγουν τα χαρτιά τους με μια αφοπλιστική αθωότητα, ενώ, από την άλλη, υπάρχουν μυθιστορήματα που καλλιεργούν μια αδιαφάνεια προθέσεων, θυσιάζοντας πολλές φορές τη γραμμικότητα και την προσήνεια του μύθου προς όφελος βαθύτερων νοημάτων που προσδίδουν στο έργο πιο αινιγματικές αρετές· μυθιστορήματα που ενίοτε αποζητούν επαναληπτικές αναγνώσεις για να δώσουν καρπούς. Το ιδανικό βέβαια εντοπίζεται κάπου στη μέση: σε αυτή τη λεπτή γραμμή που κείται στο μεταίχμιο σημασιολογικής διαφάνειας και αινιγματικότητας. Το βιβλίο του Αλμπάτη θα μπορούσε με μικρές αλλαγές να προσεγγίσει το ενάρετο αυτό μεταίχμιο. Θα εξηγήσω γιατί, ως έχει, αυτό δεν συμβαίνει, αλλά θα υπογραμμίσω και τις αρετές του συγκεκριμένου μυθιστορήματος που στέκεται με παρρησία στην πλευρά της ευθύτητας.

«Αρχές της δεκαετίας του 1950, σ’ ένα χωριό της κρητικής ενδοχώρας, ένα νεαρό αγόρι ανακαλύπτει, στην κηδεία κάποιου συγγενή του, πως έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Το νεαρό αυτό αγόρι, ο δεκαπεντάχρονος Φανούρης Νιδεράκης, θα συνεταιριστεί με τον θείο του και, καβάλα ο ένας σε ένα μουλάρι και ο άλλος σε ένα γαϊδούρι, θα περιοδεύσουν στην Κρήτη για να προσφέρουν με το αζημίωτο τις υπηρεσίες τους. Αν αυτό σας φαίνεται τετριμμένο –και το λέω γιατί εγώ δίστασα να διαβάσω το βιβλίο έχοντας ακούσει την περιγραφή– θα εκπλαγείτε. Ο Αλμπάτης, σε είκοσι τρία κεφάλαια, θα ξεδιπλώσει σχεδόν ισάριθμες ιστορίες νεκρών με τους οποίους θα συνομιλήσει ο Φανούριος.

Ο συγγραφέας καταφέρνει όχι μόνο να εντάξει δόκιμα το υπερφυσικό χάρισμα του ήρωά του στον μύθο αλλά κατασκευάζει σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο και από μια αυτοτελή ιστορία, έτσι όπως οι νεκροί φαίνονται να ενδημούν σε ένα είδος άτυπου κοσμικού καθαρτηρίου και να διατυπώνουν σκέψεις, επιθυμίες, προσταγές και εξομολογήσεις με μεγαλύτερη ενάργεια από όταν βρίσκονταν εν ζωή. Ο συγγραφέας αποφεύγει επαναλήψεις και κουραστικούς μανιερισμούς: σημειώνω το εύρημα της νεκροφάνειας στο «Γαλαξίες από κωλοφωτιές και η κρυφή γλύκα απ’ τη γλυκοκολοκύθα», αλλά και το αστυνομικό διήγημα, «Πιο τυχερός ο απού δεν γεννήθηκε καθόλου», που μέσα σε τριάντα μόλις σελίδες αποδελτιώνει τα αναγκαία συστατικά μιας τέτοιας ιστορίας και κάνει μέχρι και τους διδακτισμούς του ενωμοτάρχη, στο τέλος, να φαντάζουν έμπλεοι νοήματος. Σημειώνω βέβαια και το εξαιρετικό «Γητεύοντας μεταξοσκώληκες», που συνιστά ιδιότυπη εκτόνωση, αναγνώστη και ηρώων, στο σερί συνεντευξιαζομένων νεκρών. 

Ο Αλμπάτης στοχάζεται μυθοπλαστικά με ελάχιστους ακκισμούς –αναφέρω παρακάτω κάποια από τα σημεία– χωρίς άγχος για κάποιο βαθυστόχαστο συμπέρασμα και έτσι προσφέρει στον αναγνώστη τη σπάνια ψυχαγωγία του παραμυθιού. Ναι, αναμφισβήτητα οι διδακτισμοί, σε σημεία, φαντάζουν κοινότοποι και κουραστικοί: σημειώνω τα: «Τι γίνονται οι νεράιδες σαν γεράσουν», «Ο ναός της σκοτεινής σκέψης», αλλά και το «Άλλος έρχεται, άλλος φεύγει». Ακόμη όμως και αυτές οι ιστορίες διανθίζονται από μικρές πινελιές που επικεντρώνονται σε ευφάνταστες λεπτομέρειες και ανανεώνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Εκτίμησα όμως, για να συνδέσω και το απόσπασμα που ανοίγει το κείμενο, και την τόλμη του συγγραφέα να διατυπώσει από το στόμα των νεκρών αρκετές αλήθειες που ξεβολεύουν ακόμη και σήμερα – ειδικά σήμερα. 

Η ικανότητα και σύνεση του Αλμπάτη διακρίνονται όχι μόνο από αυτά που διαβάζουμε αλλά και από το πόσο ώριμα αποφεύγει τις κακοτοπιές εκμαυλιστικών Σειρήνων που θα τον έβγαζαν από τη ρότα του προς μια μυθοπλαστική Ιθάκη. Εκτίμησα πόσες φορές απέφυγε τον σκόπελο των ουκ ολίγων ερωτικών σκηνών με σύντομες, περιεκτικές περιγραφές που δεν γλιστρούσαν προς την κωμική μωρολογία του είδους (ναι, λίγο, κάπου ξέφυγε και αυτό), αλλά και τους μελοδραματισμούς που έχουν κρατηθεί στο ελάχιστο. 

 «Στα λιπόσαρκα χέρια της ήταν απλωμένο ένα δικτυωτό πρησμένων βαθυγάλαζων φλεβών, που δεν έμοιαζε τίποτα να κυλάει στο εσωτερικό τους, σαν αρτηρίες ενός ρευστού κάποτε μεταλλεύματος που ‘χει από χρόνια πια πετρώσει, με την επιδερμίδα τους γεμάτη ρωγμώσεις, τραχιές ζαρωματιές και καφετιούς λεκέδες, έχοντας πάρει με τον καιρό ένα ασημί και τεφρό επίχρισμα, μοιάζοντας με τον φλοιό ενός κατάξερου δέντρου» (σ. 46).

«Τα τζιτζίκια, αποτρελαμένα, θαρρείς, κι αυτά από την κάψα, πύκνωναν και δυνάμωναν το μυριόφαντο τραγουδητό τους που κατασκέπαζε κάθε άλλο ήχο κι έδινε στον αγριωπό ήλιο από πάνω τους την όψη ενός τεράστιου κι εκκωφαντικού κροτάλου, αφού ίσια από κει έμοιαζε όλο εκείνο το πανδαιμόνιο να πηγάζει» (σ. 81).        

«[...] κι άφησε μεμιάς να ξεχυθούν από μέσα της, σαν παγιδευμένο σμήνος μελισσών, ακατάσχετες οι λέξεις, με τον Φανούρη να επαναλαμβάνει σαν μια άγαρμπη, διστακτική ηχώ τα χειμμαρώδη της λόγια, συνειδητοποιώντας, μόνο τότε πως ο ρόλος του δεν ήταν άλλος από αυτόν ενός κρουστού που αντιλαλεί πειθήνια τους παλμούς που το δονούνε» (σ. 117).   

Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής, όπως φαίνεται και από τα παραδείγματα που παρέθεσα, ακολουθεί τη νοητική και συναισθηματική σκευή του Φανούρη. Η χρήση, και ενίοτε κατάχρηση, καλολογικών στοιχείων επιτυγχάνει, παραδόξως, μια αίσθηση κατασκευασμένης αθωότητας που δεν προέρχεται προφανώς από τον Φανούρη –εμείς, επαναλαμβάνω, διαβάζουμε μια τριτοπρόσωπη αφήγηση–, αλλά καθρεφτίζεται σε εκείνον προσδίδοντάς του τη στόφα μιας προνεωτερικής αθωότητας. Αυτό, δένει την ιστορία, τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου, και την ανάγει σε ένα κατεξοχήν παραμυθιακό αφήγημα. 

Οι σκέψεις του Φανούρη αφορμώνται δόκιμα από τις ιδιότυπες εμπειρίες που του παρέχει το χάρισμά του. Εμπειρίες που σιγά σιγά τον διαμορφώνουν από παθητικό τύμπανο/φερέφωνο των νεκρών –«[...] ενός κρουστού που αντιλαλεί πειθήνια τους παλμούς που το δονούνε» (ό.π.)– σε πρωτόλειο στοχαστή που μέσα από αφελείς και πρωτεϊκές παρατηρήσεις αποπειράται να κατανοήσει τον κόσμο και τον εαυτό του – «[...] που του είχε αποκαλύψει πόσο παράξενα και αλλόκοτα τοπία μπορεί να κρύβει στα βάθη της μια ψυχή, κάνοντάς τον να συλλογιέται με τις ώρες για το τι είναι αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν αγάπη, κάτι για το οποίο δεν είχε ποτέ ως τότε αναρωτηθεί, θεωρώντας το απλό, δεδομένο, για να ανακαλύψει πως δεν είναι καθόλου έτσι [...]» (σ. 133). Ο Φανούρης, έτσι, φανερώνεται ως γνήσιος, ακούσιος “προφήτης” μιας ιδιότυπης σωματικής πνευματικότητας που εκπηγάζει από τον θάνατο και απευθύνεται στη ζωή. Ο Φανούρης, και αυτό είναι ένα από τα ευρήματα του βιβλίου, αντλεί την όποια “σοφία” θα καρπωθεί σε αυτό το πικαρέσκο μυθιστόρημα ενηλικίωσης από την πλευρά του θανάτου που εδώ, λόγω της συνθήκης που διαφεντεύει το έργο, δεν συνιστά ένα τέλος, έρμαιο στις θρησκευτικές ή επιστημονικές εικασίες, αλλά μια απτή πραγματικότητα, προνόμιο/χάρισμα του ήρωα. Οι ιστορίες που ακούει και μεταφέρει ο Φανούρης είναι το βιός του – από αυτές πληρώνεται και από αυτές ζει. Από τις ιστορίες δεν εκμαιεύει όμως μόνο ό,τι εκμαιεύει για τη ζωή, ειδομένη ως γνώση, αλλά και ως πράξη: ο Φανούρης, για παράδειγμα, πιάνεται από την αφήγηση ενός νεκρού, από συγκεκριμένες λεπτομέρειες, και κατασκευάζει ο ίδιος τη σκαλωσιά πάνω στην οποία θα αναρριχηθεί για να γνωρίσει τον έρωτα που θα τον καθορίσει και θα τον καθοδηγήσει. Ο Αλμπάτης αποτυπώνει την ηθοπλαστική δύναμη του λόγου: ο Φανούρης δεν εμφανίζεται, απλώς, έρμαιο των λόγων του· συνιστά από πολλές απόψεις και τον πιο αφοσιωμένο ακροατή των λεγόμενών του.

Ο Αλμπάτης, έτσι, καταφέρνει να πείσει τον αναγνώστη ότι οι αλήθειες του μύθου έχουν πραγματικό αντίκτυπο στον ήρωά του παρά το γεγονός ότι σε σημεία φαντάζουν κοινότοπες. Και μάλιστα, η εμμονή σε αυτές τις κοινοτοπίες χαρίζει στο κείμενο μεγαλύτερη εσωτερική συνοχή απ' ο,τι θα συνέβαινε αν ξαφνικά ο Φανούρης βρισκόταν αντιμέτωπος με μια πιο μεστή, λογοτεχνικά και φιλοσοφικά, πραγματικότητα και τα συμπαρομαρτούντα της. Ο Φανούρης, με άλλα λόγια, ως ήρωας, εισπράττει τόσα όσα αντέχει η νοητική και συναισθηματική του σκευή. Και αυτό το τονίζω γιατί φανερώνει συνέπεια και μυθοπλαστική ευφυΐα από πλευράς συγγραφέα που δεν παρασύρεται από βερμπαλισμούς και νοηματικές ακροβασίες που θα καθιστούσαν τον ήρωα παρωδία του εαυτού του. Για αυτό, ο αναγνώστης, με τη σειρά του, βιώνει –επιτρέπει στον εαυτό του και βιώνει– διασκέδαση απέναντι σε ένα μυθιστόρημα που παρά τις όποιες ατέλειές του στέκει δόκιμα. 

Ατέλειες: η γλώσσα του Αλμπάτη, αυτή η τριτοπρόσωπη αφήγηση, ενώ διαθέτει μεστή περιγραφικότητα σε πολλά σημεία γλιστράει στην υπερβολή. Τα καλολογικά στοιχεία ξεχειλίζουν, ενώ σε σημεία, ο αναγνώστης νιώθει μια προσκόλληση σε μεταφορές και παρομοιώσεις που δίνουν την εντύπωση τόσο ακκισμού όσο και υπερπροσπάθειας.

Παραθέτω ενδεικτικά: 

«[...] με τη μυρωδιά του καθενός να εισδύει σαν αχνός στα όνειρα του άλλου, διαθλώντας τις παραστάσεις τους· μια επιθυμία μοιράσματος που, όμοια με ανεμοδούρα, φανερώνει το σθένος της έλξης ανάμεσα στους εραστές, κι απ’ την οποία, σαν η έλξη καταλαγιάσει, απομένει μονάχα το ξεφούσκωτο, βρόμικο και τραχύ πανί των άβολων εναγκαλισμών, η ενόχληση των ροχαλητών, τα αγκυλωμένα μέλη και η αποφορά των χνότων» (σ. 336).

«[...] ήταν ανακούφιση που δεν θα ‘ταν υποχρεωμένος πια να γυρνάει στις κηδείες και να δανείζει τη γλώσσα του στους νεκρούς, σπάζοντας με την ακίδα των λεξεων ένα ένα τα πυώδη σπυριά του συφοριασμένου τους βίου, τις πικρίες, τις ενοχές, τα μυστικά, τις αδιαντροπιές τους» (σ. 392).

«[...] παραχώνοντας το κουκούτσι των προσδοκιών του βαθιά στη γης, ελπίζοντας πως θα κάρπιζε σε κάποιο μακρινό και ευνοϊκό μέλλον [...]» (σσ. 392-3).

«[...] με τα ζεστά κι ευκίνητα δάχτυλά της, που τον ξέντυναν ταυτόχρονα, με μια ευκολία και μια χάρη λες και μαδούσαν μαργαρίτα, ρωτώντας “μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει”, με τον στήμονα της γύμνιας του να κραυγάζει καταφατικά κι εκείνη να τυλίγει γύρω του χέρια και πόδια, σαν ξετρελαμένη μέλισσα [...] (σ. 394).

«Αυτές οι σφαδάζουσες, αγριωπές σκηνές, θρυμματισμένες, καλειδοσκοπικές, επάλληλες, εκκρίσεις πυώδεις της ανημποριάς και του αυτοοικτιρμού του, τον κράτησαν ξυπνητό για ώρα και συνέχισαν να τον βασανίζουν ακόμα κι όταν εξαντλημένος πια αφέθηκε στον ύπνο, στολίζοντας τους εφιάλτες του με τις αποτρόπαιες εικόνες τους και διασκορπίζοντας μέσα του μυριάδες κάλυκες πόνου, κουκούλια οδύνης που απαιτούσαν τόση ένθερμη αφοσίωση για την εκκόλαψή τους, ώστε ακόμα και την αγχώδη έγνοια του για έγκαιρη αφύπνιση να υπερκεράσουν, φασκιώνοντάς τον σ’ έναν εναγώνιο λήθαργο απ' τον οποίο ίσως να μην ξύπναγε ούτε ως το μεσημέρι [...]» (σ.396).

«[...] να μάθει αν οι κατάρες της, σταλμένες μέσα απ' τον σφαλιστό τάφο, θα τον ακολουθούσαν έκτοτε σαν βυζανιάρικα κουτάβια που ικετεύουν κλαψουρίζοντας για το γάλα των ενοχών» (σ. 401).      

Όπως γίνεται αντιληπτό, ο πιο απαιτητικός αναγνώστης, μπορεί να χαμογελάσει και να ευφρανθεί σε πολλά σημεία, αλλά δύσκολα θα νιώσει βαθιά ικανοποίηση μέσα από ένα κείμενο που εξιστορεί με αυτό τον τρόπο την ιστορία ενός ήρωα. Επίσης, πέρα από τα ζητήματα της γλώσσας, το βιβλίο είναι εμπροσθοβαρές. Τα πρώτα δέκα κεφάλαια, μέσα στη σχετική αυτάρκειά τους, είναι πιο περιεκτικά και μεστά έτσι όπως ανιψιός και θείος μεταβαίνουν από χωριό σε χωριό και συνδιαλέγονται με τους νεκρούς. Στη συνέχεια, η μετάβασή τους στο Ηράκλειο και οι περιπέτειές τους εκεί, στην προσπάθεια του συγγραφέα να αρχίσει να συναρμόζει έναν πιο συνεκτικό μύθο με βάση όλα όσα έχουν προηγηθεί, αλλά και να προοικονομεί την πορεία προς το τέλος, τον κάνουν να χάνει τον βηματισμό του. Ο χαρακτήρας του Φανούρη βαραίνει, σοβαρεύει απότομα. Η ηλικία του δεν συνιστά πλέον πλεονέκτημα που συνηγορεί υπέρ των όποιων μυθοπλαστικών και γλωσσικών ατασθαλιών αλλά αρχίζει να λειτουργεί αντίστροφα. Ο Φανούρης βιώνει μια βεβιασμένη ενηλικίωση υπό το βάρος μιας ερωτικής απογοήτευσης στην ηλικία των δεκαπέντε ετών. Ναι, αυτά που έχει ζήσει δεν συνάδουν ούτε με την ηλικία του ούτε με την εποχή που εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα, αλλά και πάλι, ο ελλοχεύων μελοδραματισμός γέρνει, εκεί προς το τέλος, την πλάστιγγα αρνητικά. Το χαρτί που επιθυμεί να παίξει ο Αλμπάτης, ότι το χάρισμα συνιστά πάντοτε και μια όχι και τόσο κρυφή κατάρα, δεν καταφέρνει να αποτυπωθεί με τη δέουσα προοικονομία και προσοχή. Ο συγγραφέας, εκεί προς το τέλος, αφήνει μια χαρακτηριστική ασυμμετρία να αμαυρώσει τη συνολική εικόνα: υπερτονίζει την ερωτική απογοήτευση του Φανούρη, χωρίς να υπογραμμίζει αρκούντως το βάρος της ευθύνης που έχει επωμιστεί ο ήρωάς του σε ένα διάστημα μόλις έξι μηνών. Το τέλος έρχεται απότομα και διεκπεραιωτικά.

Θα κλείσω όμως λέγοντας ότι καμία από αυτές τις παρατηρήσεις δεν διαταράσσει τη λαμπυρίζουσα επιφάνεια του κειμένου των σχεδόν πεντακοσίων σελίδων. Ο μύθος επιτρέπει στον αναγνώστη να αφήνεται σε μια προσηνή λογοτεχνικότητα καθώς αναγνωρίζει ότι το βιβλίο παρά τις ατέλειές του παραμένει ένα διασκεδαστικό παραμύθι. Τρανή απόδειξη ότι όταν ο συγγραφέας έχει έμπνευση και δύναται να κατασκευάσει εικόνες από τα πιο απλά υλικά, ο αναγνώστης συγχωρεί γιατί παρασύρεται, όπως, για παράδειγμα, με την ιδιότυπη περιφορά του νεκρού ιχθυοπώλη μέσα από την πόλη του Ηρακλείου που δεν εξυμνεί, μέσα από τη φωνή του Φανούρη, μόνο τις προφανείς χάρες της παρελθούσας πια ζωής του αλλά και την ίδια την αποφορά της ψαραγοράς: «Έτσι μύριζε η ζωή μου! Άσχημη είναι γι' άλλους, αφόρητη, μα εγώ την αγαπώ» (σ. 295). Όταν λοιπόν ο συγγραφέας επινοεί, ο αναγνώστης συγχωρεί. Και συγχωρεί ακόμη και πέρα από εκεί που θα θεωρούσε ότι του είναι δυνατό. 

Το γνήσιο παραμύθι, ως δια μαγείας, ικανοποιεί αυταπόδεικτα.

— Μιχάλης Αλμπάτης, Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους, Νήσος: 2022, 470 σελίδες, ISBN: 9789605891572, τιμή: €18.00.