Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
Χαλασμένο τηλέφωνο;
Φωτό : Πάρις Ταβιτιάν
Φωτό : Πάρις Ταβιτιάν

«Είναι απόλαυση να κρύβεσαι. Aλλά είναι καταστροφή να μη σε βρουν». Με αυτό το απόφθεγμα του ψυχαναλυτή Ντόναλντ Ουίνικοτ ανοίγει το βιβλίο του Απόστολου Δοξιάδη Το τηλεφώνημα που δεν έγινε (Ίκαρος 2022). Η αλήθεια είναι ότι ασυναίσθητα, διαβάζοντας τη φράση σκέφτηκα ότι αναφέρεται σε κάποιον που κρύβεται («να κρύβεσαι») και σε κάποιους άλλους («να μη σε βρουν») που προσπαθούν να τον ανακαλύψουν. Έσφαλα όμως· στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτός που κρύβεται και αυτός που ψάχνει είναι το ίδιο πρόσωπο: ο ενήλικος Απόστολος Δοξιάδης αναζητά τον δεκατετράχρονο εαυτό του.  

Τι είναι όμως αυτό το βιβλίο, αν δεν είναι κάποιου είδους αυτοβιογραφία; Δυσκολεύομαι να το κατατάξω στην περίφημη κατηγορία της αυτομυθοπλασίας, για λόγους που θα γίνουν διακριτοί παρακάτω. Το βιβλίο είναι έντονα αυτοαναφορικό προς το πρόσωπο του Απόστολου Δοξιάδη, παρότι αναγνωρίζω και κατανοώ πλήρως ότι ο Δοξιάδης του βιβλίου, παρότι σύγχρονός του, δεν ταυτίζεται με τον Δοξιάδη που το έχει συγγράψει. Προτείνω να διαβαστεί το βιβλίο ως βιβλίο αυτοβοήθειας. Δεν χρειάζεται όμως να σας επηρεάζει αυτό αρνητικά. Εκτός της πεποίθησής μου ότι κανένας δεν δύναται να βοηθήσει κανένα, δεν μιλάμε εδώ για ένα κοινό βιβλίο αυτοβοήθειας. Ο Δοξιάδης κατασκευάζει ένα πολυσχιδές «mental note to self», και για λόγους που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε επιλέγει να το δημοσιεύσει. Θέλω να πιστεύω, και εδώ χρησιμοποιώ και στοιχεία από τις συνεντεύξεις που παραχώρησε ο συγγραφέας, ότι ο Απόστολος Δοξιάδης εισέπραξε στη δημιουργική διαδικασία του βιβλίου αυτού κάποια βοήθεια για τον ίδιο. Το ερώτημα που καλούμαι να απαντήσω είναι τι μπορεί να προσφέρει το βιβλίο αυτό σε εμάς ως αναγνώστες. Η απάντηση, πολύ φοβάμαι, δεν είναι καθόλου εύκολη.

Η αλήθεια είναι ότι διάβασα το βιβλίο δυο φορές, και αυτό, θαρρώ, είχε πάνω μου μια περίεργη επίδραση. Αναλογίστηκα ότι αν ήμουν στη θέση του Δοξιάδη, το πιθανότερο θα ήταν ότι, μετά από μια αυτοβιογραφία 1000 σελίδων (Ερασιτέχνης Επαναστάτης, Ίκαρος 2018) θα έγραφα πάλι για μένα. Γιατί; Γιατί θα μπορούσα. Γιατί θα είχα όρεξη να με αναλύσω κι άλλο. Έτσι, διαβάζοντας το βιβλίο ένιωσα ότι ήθελα κι εγώ να αναστοχαστώ τις δικές μου πράξεις. Δεν έχει σημασία που εμένα με διαβάζουν πενήντα νοματαίοι και τον Δοξιάδη χιλιάδες· σημασία έχει ότι με διαβάζω εγώ –ξανά και ξανά– στη δική μου προσπάθεια να κρατάω κι εγώ εν υπνώσει το τέρας της δικής μου ματαιοδοξίας. Ομολογώ, λοιπόν, ότι συμπεριφέρθηκα με μικροπρέπεια. Όταν διάβασα την πρώτη παρουσίαση του βιβλίου στην Καθημερινή, έγραψα, κάπως μοχθηρά ότι «[...] τίποτα δεν τονώνει περισσότερο τη μεγαλομανία του μεγαλομανούς από τις παραδοχές της ήττας του· «[...] το βιβλίο είναι ομολογία της πτώσης μου» δηλώνει ο συγγραφέας. Το παιχνίδι αυτό μοιάζει με αίθουσα κατόπτρων που εθίζει το υποκείμενο να αποζητά διαρκώς πιο ευφάνταστους τρόπους να κοιτάζει τον εαυτό του και να υπογραμμίζει το μεγαλείο της μεγαθυμίας του. τίποτα δεν τρέφει τον μεγαλομανή περισσότερο από τις παραδοχές της μεγαλομανίας του» (Ιστός, λινκ). Έγραψα λοιπόν αυτή τη σοφιστεία, που κατά κάποιο τρόπο είναι αδύνατον να διαψευστεί. Εξηγούμαι. Δεν δύναται να ξέρουμε, καθώς ο Δοξιάδης εξομολογείται στο βιβλίο την πτώση του, πού αποσκοπεί. Γιατί μπορεί, όπως μοχθηρά είπα να τονώνει αυτή η παραδοχή της πτώσης τη μεγαλομανία του, αλλά κάλλιστα μπορεί και να συνιστά ευκαιρία για αναστοχασμό και βελτίωση. Το πρόβλημα εντοπίζεται αλλού: ότι ο Δοξιάδης καταλήγει σε μια διάγνωση για τον εαυτό του και τον καλεί «να γκρεμίσει τη ματαιοδοξία του», αλλά αυτό, τελικά, για έναν συγγραφέα της ηλικίας και του βεληνεκούς του Δοξιάδη –«[...] πωλήσεις και βραβεία και επαίνους [...]» (σελ. 176)– είναι κάτι κοινότοπο που τον αδικεί. Θα ήθελα κάτι περισσότερο και μάλιστα θα αποπειραθώ να το προτείνω.   

Το βιβλίο μπορεί να μην με ικανοποιεί ως αναγνώστη –και θα εξηγήσω γιατί– αλλά έχει αρετές. Τι εννοώ; Ο Δοξιάδης εκμεταλλεύεται τη φήμη του –το συγγραφικό κεφάλαιο που του αντιστοιχεί αλλά και το γεγονός ότι κάποιοι στο άκουσμα και μόνο του ονόματός του διαολίζονται–, φήμη εξάλλου που εκμεταλλεύτηκα κι εγώ για να γράψω το μοχθηρό μου σχόλιο, και κατασκευάζει ένα βιβλίο που στέκεται κάπως σαν γρίφος, καθώς ακολουθεί τα ίχνη μιας βραβευμένης ταινίας μικρού μήκους, «Το Τηλεφώνημα», που σκηνοθετεί ο δεκατετράχρονος Απόστολος Δοξιάδης, ως εσώκλειστος σε ένα σχολείο στην Ουάσινγκτον. Η ταινία όμως έχει χαθεί. Το έργο δηλαδή, το νόημα του οποίου διερευνά ο ήρωας, δεν υπάρχει. Ο δημιουργός του δεν μπορεί να το ξαναδεί. Ο ήρωας Δοξιάδης την ξαναγράφει, ως ενήλικας, στα χνάρια του πρότερου δεκατετράχρονου εαυτού του. Προσέξτε τι κάνει ο Δοξιάδης εδώ – και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι το συνειδητοποιεί, γιατί δεν το εκμεταλλεύεται αρκούντως: για να προσεγγίσει τον πρότερο εαυτό του μπαίνει στη δημιουργική διαδικασία, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η δημιουργική διαδικασία δρα ως άλλο ελιξίριο που θα μπορούσε να συνενώσει τον μεγαλομανή, ματαιόδοξο και δημιουργικά στείρο σημερινό εαυτό του με τον χαμένο εαυτό του, που διέθετε το καθαρό βλέμμα του καλλιτέχνη. Το εύρημα αυτό αρχικά με ερέθισε, αλλά τελικά δεν αξιοποιήθηκε σωστά. 

Ο Δοξιάδης συνειδητοποιεί, πολύ σωστά, ότι η εξαφάνιση της ταινίας είναι προαπαιτούμενο, γιατί του δίνει το πρόσχημα όχι απλώς να μας τη διηγηθεί –καθότι στο βιβλίο εμείς, ως αναγνώστες, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να την παρακολουθήσουμε– αλλά να την ξαναγράψει για τα αναγνωστικά μας μάτια «Έτσι, κάθισα και ξαναέγραψα το σενάριο όπως το θυμόμουν, με τη διαδικασία της γραφής να με αναγκάζει να ανακαλώ στη μνήμη μου περισσότερες και ακριβέστερες λεπτομέρειες» (σελ. 63). Αυτό αρχικά μου άρεσε, γιατί θέτει τη δημιουργική διαδικασία στο κέντρο της προσπάθειας προσέγγισης του πρότερου εαυτού του αλλά και γιατί την αντιπαραβάλλει με τις υπόλοιπες μεθόδους κατανόησης του έργου. Το βιβλίο ενέχει μια άτυπη θεωρία προσέγγισης της ταινίας. Δείτε τα βήματα: εξετάζοντας μόνο το έργο· διευρύνοντας τον διερευνητικό φακό ώστε να ληφθεί υπόψη και ο δημιουργός του· καταφεύγοντας σε ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις του δημιουργού μέσα από το έργο του· εξετάζοντας την πρόσληψή του από τους συγκαιρινούς του έργου αλλά και από τους σημερινούς του αποδέκτες (ενήλικος Δοξιάδης, σύζυγός του). Μέσα απ’ όλα αυτά τα στάδια, όπου ο συγγραφέας κλείνει το μάτι σε ποικίλα μοντερνιστικά τεχνάσματα, ο ήρωας, που παριστάνει τον ντετέκτιβ, τον μαθηματικό που εφαρμόζει άλγεβρα και λογική, αλλά και που καταφεύγει σε ψυχαναλυτικές θεωρίες, θα συνειδητοποιήσει ότι καμία από τις μεθόδους αυτές δεν αρκεί από μόνη της για τον καθορισμό του πολυπόθητου νοήματος – είναι πολύ χαρακτηριστικό το σημείο όπου ο ήρωας βλέπει πώς η μαθηματική λογική αναιρείται μπροστά στη λογική του συναισθήματος (βλ. σελ. 83). Ο συγγραφέας όμως δεν εκμεταλλεύεται αρκούντως το εύρημα της δημιουργικής διαδικασίας ως τρόπου προσέγγισης του πρότερου εαυτού του και γι’ αυτό στραμπουλάει την αφήγηση με πισωγυρίσματα αλλά και μοντερνιστικές παρενθέσεις, όπως, για παράδειγμα, το σημείο όπου ο ίδιος συζητά το βιβλίο με τη σύζυγό του (κεφ. 4) καθώς προσπαθεί να ξεδιαλύνει το πρόβλημα: «Πώς μπορείς να ξέρεις σήμερα ότι ήταν αυτό το νόημα της ταινίας για σένα – τότε; Είναι δυνατόν;» (σελ. 103), τον ρωτάει η Ντορίνα. Έτσι, ξεστρατίζει σε ατραπούς που τον βγάζουν σε αδιέξοδα: σε δύο κομβικά σημεία η αφήγηση χτυπάει τοίχο. Ο Δοξιάδης βέβαια ως έμπειρος συγγραφέας την επανεκκινεί: 1) στη σελίδα 78, μέσα από μια επίπονη μνημονική χωροχρονική διαδικασία εισάγεται ένα βιβλίο, Portrait of the artist as a young dog του Dylan Thomas για να μπει στον μύθο το κρίσιμο στοιχείο που αφορά τον σκύλο του ήρωα «Έτσι με έναν συνειρμό που προκάλεσε ο τίτλος του μυθιστορήματος του Τζόυς, αναπήδησε ξαφνικά στο νου μου, πρώτα πρώτα, μια εικόνα: το μικρό υφασματόδετο βιβλίο με το κεραμιδί εξώφυλλο [...]» (σελ. 78). 2) «[...] τι μου είχε μάθει η έρευνά μου [...] για τον χωρισμό μας; Αν ήθελα να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου, η απάντηση ήταν: τίποτε. Οπότε; Τι θα έκανα τώρα;» (σελ. 110). Στο σημείο αυτό, στην επόμενη ακριβώς παράγραφο, εισάγεται η βασική ιδέα του συγγραφέα «[...] να μη σπαταλιέμαι σε έργα που αρχίζω, δουλεύω σκληρά, δίνοντάς τους χρόνο ατέλειωτο, και ψυχική ενέργεια άλλη τόση, και μετά τα παρατάω στη μέση» (σελ.110).      

Επιπροσθέτως, ο συγγραφέας επινοεί το «σύνδρομο Βοϋνίτσκυ» – από τον Θείο Βάνια του Τσέχωφ– και μετά το εφαρμόζει στον εαυτό του, στον πατέρα του, στον ήρωά του Ανδρέα Καλογιώργη, στον Θεόδωρο Αγγελόπουλο, στον Νίκο Κούνδουρο και στον Δήμο Θέο, για να περιγράψει και να ερμηνεύσει, τόσο περιπτώσεις ανθρώπων που δημιούργησαν ένα πρώτο σημαντικό έργο και μετά εγκλωβίστηκαν σε ένα δημιουργικό έλος που τους παγίδευσε στη μετριότητά του, όσο και περιπτώσεις ανθρώπων που η επιτυχία τους συνοδευόταν από αδιάκοπο κομπασμό. Διευκρινίζω ότι δεν αξιολογώ και δεν διαβάζω τον συγγραφέα ως ψυχολόγο/ψυχαναλυτή. Δεν μπαίνω καθόλου στην ορθότητα ή όχι των ψυχαναλυτικών θεωριών που εκείνος κατασκευάζει και χρησιμοποιεί· το μόνο που με ενδιαφέρει εδώ είναι κατά πόσο στέκει η θεωρία υπό το πρίσμα της δραματουργικής λογικής και οικονομίας, γιατί φαντάζει υπερβολικό να υποστηρίζει κάποιος ότι τόσοι άνθρωποι έπεσαν θύματα της ίδιας μεγαλομανίας.   

Για να κλείσω, ο φόβος θανάτου που κυριεύει τον νεαρό Απόστολο βρίσκει διέξοδο στο «Τηλεφώνημα» και αποκρυσταλλώνεται εν τέλει στη ματαιοδοξία του: σε ένα διαρκές αλισβερίσι μικρομανίας/μεγαλομανίας – συγκλονιστική ανασφάλεια (μικρομανία), που εξισορροπείται με αντιστοίχως συγκλονιστική μεγαλομανία. Εκεί καταλήγει ο συγγραφέας ενόσω αγνοεί το εύρημα της δημιουργικής διαδικασίας επανεγγραφής και ανάπλασης της ίδιας της ταινίας ως μέσο προσέγγισης του πρότερου εαυτού του. Πώς να το πω; Θα ήθελα το βιβλίο να με είχε πείσει ότι τίποτα απ’ όλα όσα εξιστορούνται δεν συνέβη πραγματικά. Ναι, θα ήθελα να μπορούσε το βιβλίο να αφεθεί σε μια πιο σφιχτοδεμένη αφήγηση, ώστε να καταφέρει να βγάλει μια αίσθηση «stranger than fiction», γιατί μόνο τότε ο Δοξιάδης θα με είχε πείσει ότι θα είχε αναγάγει την πραγματικότητα σε μυθιστόρημα ή αυτομυθιστόρημα. Λυδία λίθος της μυθοπλασίας ή αυτομυθοπλασίας είναι εξάλλου πάντα και η δυνατότητα του συγγραφέα να σε παρασύρει σε μια αφήγηση που φαντάζει πιο αληθινή και μεστή από την πραγματικότητα. Το βιβλίο όμως δεν πείθει γιατί ακροβατεί σε ένα μεσοδιάστημα: δεν περνάει ούτε ως αυτοβιογραφία αλλά ούτε και ως αυτομυθοπλασία – γι’ αυτό και λέω ότι είναι ένα ιδιότυπο βιβλίο αυτοβοήθειας, ένα «mental note to self», που προδίδει την αποξένωση του συγγραφέα από τον δεκατετράχρονο εαυτό του αλλά και μια αμφιθυμία. Στο καταληκτικό κεφάλαιο, «Αντίλαλος», ο Δοξιάδης καταφεύγει σε μια λύση ανάγκης: εναγκαλίζεται το μάντρα «Γκρέμισε τη ματαιοδοξία σου» τού Έζρα Πάουντ από το «Canto 81» και στο τέλος υπαινίσσεται μια διέξοδο. Το Τηλεφώνημα που δεν έγινε θα ολοκληρωνόταν με ένα αυθεντικά ανοιχτό τέλος, ένα αδιέξοδο που πιστεύω ότι θα ήταν ασύγκριτα πιο αυθεντικό προς τα θέλω του συγγραφέα: ο Δοξιάδης διακαώς επιθυμεί τον προπτωτικό εαυτό του –ένα παιδί δημιουργικό, ανέγγιχτο από τη δολιότητα του πατρικού ή όποιου άλλου περίγυρού του– συνοδοιπόρο με τον σημερινό δημιουργικό εαυτό του. Ζητάει, για να έχουμε μια τάξη μεγέθους, μια παραλλαγή αυτού που προτάσσει ο Χάινριχ Φον Κλάιστ στις «Μαριονέτες»: «Δηλαδή αυτο σημαίνει ότι για να επιστρέψουμε στην [εδεμική] αθωότητα πρέπει να δαγκώσουμε πάλι τον καρπό της γνώσης; Φυσικά, αλλά αυτό είναι το καταληκτικό κεφάλαιο της ιστορίας του κόσμου» (δική μου απόδοση από την αγγλική μετάφραση του Idris Parry).  

— Απόστολος Δοξιάδης, Το τηλεφώνημα που δεν έγινε, Ίκαρος 2022, 192 σελίδες, ISBN : 9789605724917, τιμή : € 14.39.