«Ο Περιμένης οδηγεί τον Τζίμη στον “σατανικό” του καναπέ. Η θέση των επισκεπτών (εκεί που τους καθίζει για να απολαμβάνουν τη θέα στην Ακρόπολη) έχει εξαιρετικά αφράτα, εξαιρετικά μαλακά μαξιλάρια. Βουλιάζεις μέσα τους, χαλαρώνεις θέλοντας και μη, οι άμυνές σου πέφτουν. Στη γωνιά του οικοδεσπότη τα μαξιλάρια είναι αντιθέτως υπερβολικά σκληρά, τον κρατάνε σε εγρήγορση. Το κόλπο αυτό το εφαρμόζει ο Περ-Περ από την εποχή που δούλευε στην τράπεζα, του το ΄χε διδάξει ο προϊστάμενός του στη Διεύθυνση Δανείων. Λειτουργεί όντως εντυπωσιακά» (σ. 164).
Το απόσπασμα που μόλις διαβάσατε περιγράφει μια τακτική που εφαρμόζει ο Χρήστος Χωμενίδης στους αναγνώστες, χρόνια τώρα. Δε νομίζω να του το ‘χει διδάξει κάποιος σε κάποια τράπεζα, αλλά λειτουργεί όντως εντυπωσιακά.
Το ταλέντο του Χρήστου Χωμενίδη είναι αναμφισβήτητο. Αυτό που παραμένει όμως πλήρως αμφισβητήσιμο· αυτό που παραμένει ανοιχτό, είναι πότε επιτέλους αυτό το ταλέντο θα αξιοποιηθεί.
Στο τελευταίο μυθιστόρημά του Ο Τζίμης στην Κυψέλη, ο Χρήστος Χωμενίδης εξιστορεί τη ζωή του θεατρώνη Τζίμη Παπιδάκη. Ενός «ανθρώπου της Κυψέλης», αυτού του ιδιαίτερου είδους που ευδοκίμησε μεταπολεμικά τόσο στην Αθήνα όσο και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Ο άνθρωπος αυτός εκπροσωπεί στο μυθιστόρημα τον άνθρωπο της παλιάς φρουράς. Τον άνθρωπο που πίστεψε στον εαυτό του και μέσα από μύριες όσες συγκυρίες κατάφερε να σταθεί στα πόδια του. Κατάφερε να προκόψει μηρυκάζοντας ένα ένδοξο παρελθόν, αλλά και ατενίζοντας ένα λαμπρό μέλλον που τίποτα δεν φαινόταν ικανό να το επισκιάσει.
Αν αυτά που διαβάζετε σας φαίνονται τετριμμένα, δεν φταίω εγώ. Ο Χωμενίδης αναλώνεται, για ακόμα μια φορά, σε μια αφήγηση που βρίθει χωμενιδισμών, καθότι αρνείται πεισματικά να αποτινάξει μια μανιέρα που τον καταδυναστεύει. Ποια είναι αυτή η μανιέρα όμως, και τι ακριβώς εστί «χωμενιδισμός»;
H λογοτεχνία είναι η ιδανική συντόμευση (shortcut) προς την εννοιολογική ανάπτυξη. Μπορεί δηλαδή να βοηθήσει κάποιον να διευρύνει τις έννοιες με τις οποίες προσεγγίζει και πραγματεύεται τον κόσμο. Η λογοτεχνία μπορεί επίσης να καταστεί υπερευρυγώνιος φακός χωρίς παραμορφώσεις. Μπορεί δηλαδή να αποτυπώσει, με μεγάλη ακρίβεια, εκτενή κομμάτια της πραγματικότητας σε ένα οργανικό σύνολο. Κατά συνέπεια, μπορεί να βοηθήσει κάποιον να κατανοήσει αυτά τα κομμάτια της πραγματικότητας. Ως τέτοια, η λογοτεχνία, μπορεί να θεωρηθεί μια πραγματικότητα με αναβολικά, που αναδεικνύεται τελικά ως το μέσο με το οποίο προσεγγίζουμε την πεζή, ανόθευτη πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Η χωμενίδεια πραγματικότητα (ο χωμενιδισμός) όμως, γιατί αυτή μας ενδιαφέρει εδώ, όπως έχω αναφέρει ξανά στο παρελθόν, είναι μια πραγματικότητα που επανειλημμένα κάνει κατάχρηση αυτών των αναβολικών. Οι ήρωες του Χωμενίδη καταντούν καρικατούρες, γιατί τελικά οι ζωές τους χαρακτηρίζονται από την υπερβολή· είναι ζωές στον υπερθετικό βαθμό. Υπήρξαν, ενίοτε, αδικημένα αλλά πάντοτε τσαχπίνικα παιδιά που ξεχώρισαν γιατί στις φλέβες τους έρεε αίμα αυθεντικό. Υπήρξαν δαιμόνιοι έφηβοι, «θρασίμια» όπως αρέσκεται να τους αποκαλεί ο συγγραφέας, που τρύγησαν τις ηδονές της ζωής χωρίς ενδοιασμούς, παραβλέποντας τις συνέπειες των όποιων πράξεών τους. Συνέπειες, που, πιστές στη χωμενίδεια συνομωσία υπέρ της άσβεστης εγγενούς καύλας της ζωής τούς προσπέρασαν σαν θαλασσινή αύρα που τους έβγαλε στα ανοιχτά της ενηλικίωσης. Εκεί, στρογγυλοκάθισαν να εποπτεύσουν το πεδίο, χωρίς καλά καλά να ξέρουν γιατί και πώς έφτασαν σε αυτή την ομολογουμένως ζηλευτή θέση. Οι αρετές των χαρακτήρων αυτών υπήρξαν τόσο καθοριστικές για τη μετέπειτα ζωή τους ώστε τους βοήθησαν να υπερκεράσουν κάθε εμπόδιο, γιατί οι χαρακτήρες αυτοί είχαν πάντα ως σηματωρό τους ένα πράγμα: τη συνέπεια προς εαυτόν. Ίσως τώρα να γίνεται περισσότερο κατανοητό τι ακριβώς είναι αυτός ο «σατανικός» καναπές που ο Χωμενίδης καθίζει κάθε φορά τους αναγνώστες του.
Όλα αυτά, που συνιστούν μανιέρα, θα τα συναντήσει ο αναγνώστης και στο Ο Τζίμης στην Κυψέλη. Ο Τζίμης είναι εξάλλου ένας ήρωας που δεν χρειάστηκε καν να φορέσει τη μαγική χλαίνη του πατέρα του, που υποτίθεται ότι σου προσέδιδε τη δύναμη «να γίνεις ακριβώς αυτό που ήθελες να γίνεις». Ο Τζίμης, δηλαδή, δεν κατέφυγε ποτέ σε τεχνάσματα για να γίνει αυτό που ήθελε να γίνει, γιατί δεν τα είχε ανάγκη – κι ας διατείνεται ότι τελικά μπορεί και να κώλωσε.
Ο Χωμενίδης είναι μια ιδιότυπη περίπτωση. Δεν είναι τόσο απλοϊκός όσο ίσως κάποιοι διατείνονται ότι είναι. Και δεν είναι απλοϊκός για παραπάνω από έναν λόγους. Ο Χωμενίδης καταρχάς έχει ασκήσει, και συνεχίζει να ασκεί, τεράστια επιρροή στα εγχώρια συγγραφικά δρώμενα. Έχει υπάρξει ο πρώτος τα τελευταία χρόνια που έχει αναγκάσει ουκ ολίγους συναδέλφους του να τον μιμηθούν και να στραφούν για έμπνευση –είτε φανερά, είτε πιο κρυπτικά– προς τους γονείς τους. Και μπορεί ο Χωμενίδης να έγραψε ένα τίμιο (στρατευμένο) μυθιστόρημα για τη μητέρα του (Νίκη, Πατάκης: 2014) αλλά κληροδότησε μια εμμονή για τον μηρυκασμό της σημασίας τής μάνας ή του πατέρα, που, ενώ δείχνει καθαρά σημεία κορεσμού, δεν διαφαίνεται να πλησιάζει σύντομα σε κάποιο τέλος. Ο Χωμενίδης, όμως, είναι και άλλα πράγματα εκτός από αυτά που του προσάπτω. Γιατί πίσω από το προπέτασμα των χωμενιδισμών βρίσκει κανείς στοιχεία που σηκώνουν και βαθύτερες αναγνώσεις. Είναι, για παράδειγμα, αξιοσημείωτο, ότι ο “εχθρός” του Τζίμη στο τελευταίο μυθιστόρημά του, ο ήρωας με το χαρακτηριστικό όνομα «Δανιήλ Σωπάστε», είναι ένας νεαρός με πολλές χωμενίδειες αρετές: επιμονή, υπέρμετρη πίστη στον εαυτό του και στις ικανότητές του, και αυτά, παρά τη φαινομενική αφέλειά του: «φτιαξιά ξυλοκόπου… Και άφρο μαλλούρα… Και ταυτοχρόνως έχει κάτι βουτυρομπεμπεδίστικο» (σελ. 176). Ο Σωπάστε, για να διακινδυνεύσω μια ψυχαναλυτική εικασία, είναι αυθεντικό σπλάχνο της νεανικότητας του ίδιου του συγγραφέα, που στο μυθιστόρημα βρίσκει τη θέση του ως αντίπαλος του Τζίμη. Ο Σωπάστε, δηλαδή, ένα alter ego του συγγραφέα –ένας πρωτόλεια ταλαντούχος και ιδιοσυγκρασιακός Χωμενίδης– παίρνει σάρκα και οστά ως χαρακτήρας που στρέφεται εναντίον του μεταγενέστερου –φτασμένου και κατάτι συμβιβασμένου– εαυτού του που, πιθανώς, κρύβεται πίσω από τον χαρακτήρα του Τζίμη Παπιδάκη. Ο Σωπάστε, που ουσιαστικά προσπαθεί να κάνει τον κόσμο να σωπάσει για να ακουστεί ο ίδιος και το πρωτότυπο έργο του, που όμως πάσχει, ειδικά σε ένα σημείο: τυγχάνει να μην διαβάζεται.
Τα αναφέρω όλα αυτά για να θίξω μια χαρακτηριστική παθογένεια του χωμενίδειου κόρπους. Τι είναι αυτό που οδηγεί τον συγγραφέα και τον κάνει να ξεπερνάει εαυτόν; Τι είναι αυτό που τον κάνει να γεννά λέξεις και αφηγήσεις και χαρακτήρες που και ο ίδιος δεν τα αναγνωρίζει ως απλά κατασκευάσματα αλλά ως δημιουργήματά του; Αλλά τελικά, πότε πρέπει ο συγγραφέας να τα εμπιστεύεται αυτά τα δημιουργήματα, και πότε όχι;
Ο Χρήστος Χωμενίδης έχει πέσει θύμα του ταλέντου του. Και εδώ, έχουμε να κάνουμε με ένα ταλέντο που χαίρει μεγάλης εμπορικής επιτυχίας. Το ιδιότυπο αυτό αναβολικό που συνιστά η χωμενίδεια πραγματικότητα έχει κατά καιρούς εθίσει τους αναγνώστες του και τα βιβλία του φιγουράρουν, σχεδόν πάντοτε, στις πρώτες θέσεις των ευπώλητων. Τι σημαίνει αυτό; Μια πρώτη ανάγνωση είναι ότι ο κόσμος έχει ανάγκη από τέτοιες πραγματικότητες. Όπως προφανές είναι ότι και ο εκδότης του αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας παραμένουν δέσμιοι της εμπορικής επιτυχίας και διαρκώς την αποζητούν σε κάθε νέο εγχείρημά τους. Το Ο Τζίμης στην Κυψέλη δεν παραμένει αμέτοχο σε αυτή την προβληματική και μερικώς απαντάει αυτή τη μομφή μου – ότι ο Χωμενίδης παραμένει ανεκμετάλλευτος ως συγγραφικό ταλέντο γιατί ενδίδει στα εμπορικά κελεύσματα. Ο εμπορικός θεατρώνης Τζίμης Παπιδάκης θα πει κάποια στιγμή: «Δε συνειδητοποιούσαν –ή μάλλον δεν τους ένοιαζε– ότι με τις εισπράξεις από τις επιθεωρήσεις και τις φαρσοκωμωδίες χρηματοδοτούνταν οι πειραματικές μας παραστάσεις» (σελ. 79). Ο Τζίμης, που παλεύει να πραγματοποιήσει ένα μεγαλειώδες rebranding στο θέατρό του και να περάσει από τις εμπορικές «μπας κλας» επιτυχίες στο θέατρο τέχνης, τελικά, πληρώνει το τίμημα. Ο Τζίμης Παπιδάκης τιμωρείται γι’ αυτή του την επιθυμία με έναν χαρακτηριστικό τρόπο: πέφτει θύμα της αμετροέπειας του όταν τάζει έπαθλο 10.000 ευρώ για τη συγγραφή ενός θεατρικού που θα ανεβάσει η πειραματική σκηνή το θέατρο τέχνης του Παπιδάκη, «Μικρός Πέτρος Γρύλος». Η αφετηρία της πορείας που θα οδηγήσει στην καταστροφή τον Τζίμη, εντοπίζεται, δηλαδή, στην επιθυμία του να βοηθήσει, ώστε να καθιερωθεί το μη εμπορικό έργο τέχνης.
Ενάντια στην τροπή που παίρνουν όμως τα πράγματα στο βιβλίο, είμαι της άποψης ότι η στιγμή έχει φτάσει που ο Χρήστος Χωμενίδης, σαν τον Τζίμη Παπιδάκη, θα πρέπει να κάνει το πέρασμα (το rebranding). Γιατί το βαθύτερο πρόβλημα είναι ότι το κοινό του Χωμενίδη, οι άνθρωποι που τον διαβάζουν από την εποχή του Σοφού Παιδιού, έχουν μεγαλώσει. Μπορεί ο συγγραφέας να παραμένει, ως πρόσωπο, κοντά στους χαρακτήρες που πλάθει αλλά το κοινό του έχει προ πολλού ενηλικιωθεί και έχει αρχίσει να μην ενστερνίζεται και τόσο την πληθωρική στάση ζωής που χαρακτηρίζει τον «άνθρωπο της Κυψέλης» και τους χωμενίδειους ήρωες. Την πληθωρική στάση ζωής, που κάνει κάθε υπέρβαση να φαίνεται απλός πήδος. Είμαι βέβαιος ότι ο Χωμενίδης, στην πορεία του, έχει κερδίσει την προσοχή και νεότερου ηλικιακά κοινού, αλλά δεν είμαι καθόλου πεπεισμένος ότι το κοινό αυτό δεν τον βλέπει σαν κάτι το αξιοπερίεργο, σαν μια αξία που έρχεται από το παρελθόν, που όμως, ως άλλος Τζίμης, σταδιακά φθίνει, χάνει τη δυνατότητα να οσμίζεται τα τεκταινόμενα της πραγματικότητας.
Χρήστο, «I am your number one fan», όπως λέει και η Άνι Ουίλκς στον συγγραφέα Πολ Σέλντον που μόλις έχει σκοτώσει την ιδιαίτερα επιτυχημένη εμπορικά ηρωίδα του, Μίζερι Τσαστέιν (Στίβεν Κινγκ, Μίζερι, 1987). Χρήστο, σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα των λόγων της Ουίλκς, και της κάθε Ουίλκς, που θέλει να σε βλέπει να γράφεις το ίδιο βιβλίο, θα συνεχίσω να το επαναλαμβάνω από καρδιάς: σκότωσε τους χωμενιδισμούς!
— Χρήστος Χωμενίδης, Ο Τζίμης στην Κυψέλη, Πατάκης 2021, σελ. 368, τιμή: € 17,70, ISBN: 9789601698014.