Κάποτε υποστήριζα πως μια ενδεχόμενη αποχή από το κάπνισμα θα με καθιστούσε ανάπηρο, αδύναμο ακόμα και να εργαστώ, να γράψω ή να διαβάσω. Τι πλάνη αλήθεια!», (σ. 16).
Ο Χρήστος Αστερίου θα στήσει αυτό το μικρό βιβλίο πάνω σε μια πλάνη. Γιατί αυτό που γνωρίζει κάθε καπνιστής που στέκεται μακριά από την αγαπημένη του συνήθεια είναι ότι τελικά η δύναμη της νικοτίνης λίγο έχει να κάνει με τις συντακτικές της ιδιότητες. Η δύναμη της νικοτίνης και του τσιγάρου είναι, κατ’ ουσία, σημασιολογική. Ο καπνός και τα τσιγάρα και ο εθισμός και η πεποίθηση, όπως λέει ο Αστερίου, «πως μια ενδεχόμενη αποχή [...] θα [τον] καθιστούσε ανάπηρο [...]» είναι πέρα ως πέρα ένα παιχνίδι του νου. Αλλά ακριβώς επειδή είναι ένα παιχνίδι του νου, ο Αστερίου, θα αφεθεί σε αυτό με απώτερο σκοπό «[...] την ανάγκη επαναμάγευσης ενός τόπου, ο οποίος [...]» στα μάτια τού αφηγητή του των εβδομήντα δύο ετών «[...] έχει χάσει το ενδιαφέρον του μέσα στην ατέρμονη διαδοχή πανομοιότυπων ημερών» (σ. 29).
Η απόπειρα ανακατασκευής της χαμένης αυτοκρατορίας των Μουράτογλου είναι για τον αφηγητή η απόπειρα ανασύστασης της απωλεσθείσας νιότης του. Είναι η απόπειρα επαναμάγευσης της ζωής του μέσω της σύστασης μιας άλλης πλάνης: της αφήγησης.
«[…] γιατί γνωρίζουμε βέβαια ότι τα κτήρια τεραστίων διαστάσεων στέκουν εκ των προτέρων στη σκιά της καταστροφής τους και η σύλληψή τους εμπεριέχει εξαρχής τη βεβαιότητα ότι κάποτε θα μετατραπούν σε ερείπια», γράφει ο Max Sebald στο «Άουστερλιτς» (μτφρ. Ι. Μεϊτάνη, Άγρα, 2006).
Το ευσύνοπτο βιβλίο του Χρήστου Αστερίου προσφέρει και μια διαφορετική ανάγνωση στη θεμελιακή αυτή σκέψη του Ζέμπαλντ: γιατί στη σκιά της καταστροφής τους δεν στέκουν μόνο τα κτήρια τεραστίων διαστάσεων αλλά και άλλα οικοδομήματα, όπως αυτά των εμπορικών αυτοκρατοριών. Το εγχείρημα του Αστερίου όμως, ενέχει και κάτι άλλο που το συνδέει με τα ιδιαίτερα βιβλία του Ζέμπαλντ. Ο ήρωας του βιβλίου στην αναζήτησή του για το παρελθόν της άλλοτε κραταιάς καπνοβιομηχανίας θα διαπιστώσει ότι τίποτα δεν διασώζεται για τον ιδρυτή της: δεν υπάρχουν φωτογραφίες, ούτε περαιτέρω πληροφορίες για τον ίδιο και τον χαρακτήρα του. Και αυτό ακουμπάει σε κάτι βαθιά μυθοπλαστικό: είναι ο Ζέμπαλντ εκείνος που μας επισημαίνει ότι σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, η ύπαρξη πειστηρίων (φωτογραφιών) δρα καταλυτικά απέναντι στις λειτουργίες της μνήμης. Οι φωτογραφίες δεν μας οδηγούν στο παρελθόν αλλά συνιστούν το παρελθόν: εξαϋλώνουν κάθε ανάμνηση καθότι λειτουργούν σαν ιδιότυπο αγκυροβόλιο που οδηγεί σε ατροφία των μνημονικών δεξιοτήτων μας. Ο Αστερίου έτσι, στέκεται απέναντι σε μια ιδανική –και γι’ αυτό επίφοβη– συνθήκη για έναν συγγραφέα: σχεδόν καθολική έλλειψη πειστηρίων για ένα θέμα που υπήρξε κάποτε κυρίαρχο. Αναγκάζεται να επινοήσει στοιχεία που θα ταίριαζαν με την “εικόνα” του Μουράτογλου όπως αυτή μπορεί να καταστεί αντικείμενο εικασίας. Και επειδή αναγκάζεται να επινοήσει, όχι μόνο ενδυναμώνει τη μυθοπλαστική του δεξιότητα αλλά απελευθερώνεται και από τα δεσμά της πραγματικότητας.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ο Αστερίου δεν καταφεύγει σε υπερβολές. Το κείμενο είναι σφιχτό, χωρίς αμετροέπειες· ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά φειδωλός και προσεκτικός στα βήματά του. Αποφεύγει τις πομφόλυγες, αποστεώνει το κείμενο από περιττά φτιασίδια, και στο τέλος αναδεικνύει τη δωρικότητά του. Σημειώνω πώς διασχίζει το χθόνιο βάθος του υπόγειου στο Βερολίνο (σ. 37), εννοιολογικά αμέσως μετά το σημείο που έχει συνειδητοποιήσει ότι οι εικασίες του για τον Σοφοκλή Μουράτογλου είναι λανθασμένες γιατί τον έχει τοποθετήσει σε ένα χωροχρονικό σημείο που εκ των υστέρων ανακαλύπτει ότι ήταν νεκρός (σ. 33). Και από εκεί, ο Αστερίου, ανεβαίνει από τα υπόγεια, από τον χώρο που, όπως μας επισημαίνει, πριν την κατασκευή του μετρό ήταν δεσμευμένος κυριολεκτικά και μεταφορικά μόνο για τους νεκρούς (σ. 37), και εξέρχεται στο φως.
Και το φως αυτό είναι η ζωή μέσα από την αφήγησή του: η σκιαγράφηση των κληρονόμων Μουράτογλου μέσα από τα λιγοστά πειστήρια (φωτογραφικά και μη). Η επαναμάγευση του κόσμου τού εβδομηντάχρονου αφηγητή του θα προέλθει μέσα από την αφηγηματική εικασία που θα ανασυστήσει, έστω και στιγμιαία, όψεις της αυτοκρατορίας Muratti. Το τέλος της νουβέλας βρίσκει τον αφηγητή στο στάδιο Σπρίνγκφιλντ, στη νήσο Τζέρσι τού στενού της Μάγχης. Εκεί, παρακολουθεί τον τελικό του Muratti Cup, της διοργάνωσης που σχεδόν ανελλιπώς διεξάγεται από το 1905 ανάμεσα στα νησιά της Μάγχης. «Η βαρύτιμη σφυρήλατη κούπα φυλάσσεται πλέον στη θυρίδα μιας τοπικής τράπεζας. Στιλβώνεται κάνοντας την εμφάνισή της μονάχα τη βραδιά του τελικού, ένα ασημένιο τρόπαιο που στοιχειώνει τα όνειρα ποδοσφαιρικών ηρώων εν αναμονή» (σ. 74), γράφει ο Αστερίου. Λίγο μετά, ο ήρωάς του βάζει το χέρι του στην τσέπη του και ψηλαφεί ένα πακέτο Muratti Ambassador που έχει μόλις αγοράσει. Και αυτό το πακέτο συνιστά για τον αφηγητή το δικό του τρόπαιο: «Στην απέναντι εστία κάποιος σκοράρει ήδη το πρώτο γκολ. Πανδαιμόνιο. Φέρνω στο στόμα ένα τσιγάρο, ανάβω διστακτικά και εκπνέω τον καπνό με απόλαυση. Πρώτο τσιγάρο μετά από τόσο καιρό, αλλά μαζί και καταληκτικό, τελευταίο τσιγάρο. Κωνσταντινούπολη, Καβάλα, Βερολίνο, Βρυξέλλες, Μάντσεστερ. Ένα νήμα από καπνό διασχίζει τους αιώνες, φιδοσέρνεται από τη μία άκρη της ηπείρου ως την άλλη, μου φουσκώνει τα πνευμόνια» (σ. 82). Προσέξτε ότι το τσιγάρο είναι «πρώτο αλλά και καταληκτικό». Πρώτο, για τον αφηγητή, και καταληκτικό για την αυτοκρατορία Muratti. Σε ένα τσιγάρο, ο Αστερίου συνενώνει το προσωπικό τού ήρωά του με το συλλογικό της καπνοβιομηχανίας: αμφότερα καπνός στο πέρασμα του χρόνου.
Δεν γνωρίζω αν ο Χρήστος Αστερίου καπνίζει ή αν κάπνισε ποτέ. Ιδανικά θα επιθυμούσα να μην έχει υπάρξει ποτέ καπνιστής έτσι ώστε η μυθοπλασία του να λάμπει κατάτι περισσότερο.
— Χρήστος Αστερίου, Μικρές Αυτοκρατορίες - Muratti/Ένας Αποχαιρετισμός, Πόλις 2021, σελ. 96, τιμή: € 14,00, ISBN: 9789604357789.