That is not dead which can eternal lie,
And with strange aeons even death may die.
— H. P. Lovecraft, The Nameless City, 1921.
Η Γιαγιάννου, και πρέπει να διαβάσει κάποιος ολόκληρο το βιβλίο της για να το συνειδητοποιήσει, κατασκευάζει –γράφει– μια ιστορία κοσμικού τρόμου. Τονίζω ότι πρέπει να διαβαστεί ολόκληρο το βιβλίο, γιατί αναπόσπαστο κομμάτι της σημασίας του συγκεκριμένου πονήματος συνίσταται στο πόσο εύκολο είναι να διαβαστεί και αποσπασματικά. Το R.I.F. - Ο θάνατος στο Φέισμπουκ είναι μια καλοζυγισμένη αφήγηση, ένα μεταδοκίμιο, θα έλεγα για να σας τσιγκλήσω, που πραγματεύεται, τουλάχιστον αρχικά, τα ευτράπελα της περίπτωσης του θανάτου έτσι όπως τον βιώνουμε με το Φέισμπουκ, αλλά και με πολλούς τρόπους μέσα στο Φέισμπουκ. Η ίδια η συγγραφέας, λέει: «Η σύνθεση που ακολουθεί έχει υβριδική μορφή – κυκλοφορεί με κεφάλι δοκιμίου, σώμα μυθοπλασίας, και ποιητικά φτερά. Το ύφος του κειμένου αναμετριέται με τον τρόμο του κενού» (σ. 11). Γιατί όμως αναφέρομαι ειδικά σε «κοσμικό τρόμο»; Το είδος του κοσμικού τρόμου, που συναντάται κυρίως στο έργο του Λάβκραφτ και των επιγόνων του, αρέσκεται να διερευνά, μυθοπλαστικά, μεταξύ άλλων, και δυνητικούς κινδύνους που ελλοχεύουν, ή φαίνονται να ελλοχεύουν, ως αποτέλεσμα της επιστημονικής προόδου. Στο ίδιο πνεύμα, η Γιαγιάννου, προς το τέλος του βιβλίου, αφήνει να εννοηθεί ότι αυτό που έχουμε διαβάσει σκιαγραφεί μια δυστοπία – διανθισμένη με χιούμορ, αλλά δυστοπία. Η συγγραφέας μού θύμισε σε κάποια σημεία την κατάτι ειρωνική φράση από το Οι Άγριοι Ντετέκτιβ τού Ρομπέρτο Μπολάνιο: «Είμαι μορφωμένος άνθρωπος· οι φυλακές που γνωρίζω είναι εκλεπτυσμένες».
Η Γιαγιάννου αναφέρεται στην περίπτωση, όχι του «χαμένου παραδείσου» αλλά του «λανθάνοντα παράδεισου» που τελικά ενδέχεται να βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην πραγμάτωσή του από όσο ίσως πιστεύουμε. Πόσο Παράδεισος βέβαια είναι ο λανθάνων, μένει να αποδειχθεί. Μη νομίζετε όμως από όλα αυτά που σας έχω ήδη πει οτι η συγγραφέας επιδίδεται σε αμετροέπειες που εμπλέκουν επιστημονική φαντασία, κοινωνιολογία, και φιλοσοφία. Η Γιαγιάννου επιτυγχάνει μια σύμπνοια δοκιμιακού, αφηγηματικού, και εξομολογητικού/αυτομυθοπλαστικού λόγου που συνδυάζεται και με την παράθεση δεκατριών («δώδεκα συν ένα» όπως χαρακτηριστικά λέει) ποιημάτων/επιτύμβιων επιγραμμάτων «προσωπικοτ[ήτων] που, αν και πέθαναν, συνεχίζουν να ζουν» (σ. 13) που συνοψίζουν το κάθε κεφάλαιο. Βρήκα τα ποιήματα μια ευχάριστη νότα που καταφέρνει να προσδώσει στο σύνολο του έργου ακόμη μια πινελιά προς την εικόνα ενός πλασματικού χρονολόγιου – εξάλλου, τι θα ήταν ένα κείμενο για το Φέισμπουκ χωρίς ποίηση;! Η Γιαγιάννου γράφει με περιρρέον χιούμορ, που μπορεί σε σημεία να μην της βγαίνει πάντα, αλλά συνολικά η επίγευσή του βρίσκει ισορροπία ανάμεσα στη σοβαρότητα και στο σκώμμα.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου, αυτό που πραγματεύεται έθιμα ταφής στο Φέισμπουκ, υστερεί. Για να μην παρεξηγηθώ: δεν είναι κακό, απλώς, σε σχέση με τη συνέχεια φαντάζει πιο διεκπεραιωτικό, χωρίς όμως να γλιστράει στην κοινοτοπία. Η συγγραφέας περιγράφει και παράλληλα ερμηνεύει τυπικές συμπεριφορές, με αρκούντως σκοτεινό χιούμορ και με γλώσσα που χαρακτηρίζεται σε σημεία από μια πιο ελευθεριακή χρήση αδόκιμων όρων, που όμως θα μπορούσαμε να τους συναντήσουμε εν τη ρύμη του φεϊσμπουκικού λόγου – για παράδειγμα, θα σκοντάψουμε στο «μπραντάρω» (σ. 26) και στο «μπουλετποϊντάρισμα» (σ. 78). Θα διαβάσουμε λοιπόν για συμπεριφορές και ερμηνείες όπως «Γιατί [...] κοινοποιούμε το πένθος μας;» (σ. 34) που είναι λίγο πολύ γνωστές σε όποιον έχει ζήσει για μερικά χρόνια με την πλατφόρμα του Φέισμπουκ. Όπως θα διαβάσουμε και για συμπεριφορές που αναφέρονται και σε άλλους, πιο αφανείς θανάτους, εξίσου οικείους, που χτίζουν προς τη γενικότερη δυστοπική εικόνα που θα αναλύσω περισσότερο παρακάτω. «Τις προάλλες είχα μια ώρα ελεύθερη για διάβασμα, σκότωσα περίπου τη μισή τραβώντας φωτογραφίες το βιβλίο μου, ως nature morte (που όντως πέθαινε αργά, αδιάβαστο στην αγκαλιά μου) παρέα με ένα φλυτζάνι και ένα βάζο, και γράφοντας την ατάκα με την οποία το ανάρτησα στο Facebook» (σ. 26).
Tο κείμενο όμως βρίσκει τον βηματισμό του όταν αρχίζει να γίνεται αντιληπτή η βαθύτερη προβληματική που το διαπνέει. Ποια είναι αυτή; Η σημασία της μεταφυσικής της γραφής που για κάθε επαγγελματία γραφιά εντοπίζεται στην ξεκάθαρη απειλή που δέχεται η έννοια της γραφής από την επέλαση της εικόνας που τείνει να αντικαταστήσει κάθε έκφανση της παραδοσιακής αυτής δεξιότητας. Στο κεφάλαιο «Η Γραφή εν τάφω», η Γιαγιάννου, αφού κάνει μια γρήγορη αναφορά στον «θάνατο του συγγραφέα» κατά Ρολάν Μπαρτ –όπου ο Γάλλος θεωρητικός προτάσσει την πρωτοκαθεδρία της γραφής ενάντια σε αυτή του συγγραφέα– αρχίζει να σκιαγραφεί το παράδοξο του συγγραφέα στο φέισμπουκ όπου ακόμα και μετά τη συγγραφή των κειμένων του, ο συγγραφέας, αρνείται πεισματικά να εξέλθει της διαδικασίας πρόσληψής τους. «Το μέσο εφευρέθηκε για το χτίσιμο της περσόνας. Θα μπορείς πάντα να πεις “τον άτιμο τι ωραία που το έγραψε” αλλά δεν θα μπορείς ποτέ να πεις “το άτιμο, τι ωραίο που είναι, με πάει κάπου αλλού, με διευρύνει”. Εδώ είναι η περσόνα που τρώει τη γραφή» (σ. 63). Η Γιαγιάννου, στο σημείο αυτό, καταφέρνει μια καίρια παρατήρηση που για μένα εξηγεί και γιατί πολλές φορές στο Φέισμπουκ δεν έχει και τόση σημασία τι γράφει κανείς, αλλά ποιος είναι αυτός ο «κανείς» που το γράφει. Και για να ακολουθήσω (και να τεντώσω) αυτή τη σκέψη (και τα νεύρα σας), στο Φέισμπουκ, ουκ ολίγες φορές, δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι αυτός που γράφει δεν είναι ο «κανείς». Όχι με την έννοια του ψευδωνύμου –δόκιμη συνθήκη της λογοτεχνίας– αλλά με μια υφέρπουσα ανησυχία ότι αυτός ο «κανείς» έχει αναχθεί σε «κάποιος». «Κάποιος», τόσο πληθωρικός, που διαρκώς “αξιολογείται” και κερδίζει σε λάικ και αντιδράσεις και δημοτικότητα επειδή έχει καταφέρει να εξυφάνει μια περσόνα που όμως σε ελάχιστες περιπτώσεις σκεπάζεται από τα κείμενά του. Στο Φέισμπουκ, αυτός ο «κανείς» που ανάγεται σε «κάποιος» χτίζεται βάσει ενός πολύπλοκου πλέγματος που εδράζεται κυρίως σε φωτογραφικά ντοκουμέντα –και εδώ είναι που γίνεται ακόμη πιο ερεθιστική η συγκεκριμένη παρατήρηση– που δεν εξαντλούνται όμως σε φωτογραφίες. Ο συγγραφέας του Φέισμπουκ τείνει να είναι ένας κατασκευαστής εικόνων ακόμη και όταν αποπειράται να υπεισέλθει σε αμιγώς θεωρητικά πεδία· ακόμη και όταν είναι σχεδόν αποκλειστικός κατασκευαστής κειμένων. Ο συγγραφέας του Φέισμπουκ, όσο σιωπηρός και να είναι για το πρόσωπό του και τη ζωή του, οι αναγνώστες του τείνουν να διαβάζουν στα κείμενά του, εκείνον. Ας εντάξω στο νέο συγκείμενο τη γνωστή φράση του Jules Winnfield (ρόλου που ενσαρκώνει ο Samuel Jackson) στο κλασικό πλέον Pulp Fiction (Quentin Tarantino, 1994): «Personality goes a long way», φράση που στο πρωτότυπο, θυμίζω, αναφέρεται σε σκύλο.
Η Γιαγιάννου το θέτει πολύ ωραία αυτό: «Το κείμενο σέρνει τον εαυτό του [τον συγγραφέα] σαν ουρά ή τον έχει συνέχεια μπροστά στα μούτρα του, σαν τσουλούφι» ( σ. 64). Εφιστώ την προσοχή στην επιλογή αυτού του «σαν τσουλούφι». Με σκανδάλισε ότι η Γιαγιάννου, μέσω της γραφής της, επιτυγχάνει σε πολλά σημεία εξαιρετικά επίπεδα εικονοποιίας. Το κείμενο, εδώ, ανθρωπομορφίζεται και αποκτά εμπρόσθια κόμη, «τσουλούφι», που εμποδίζει τη λειτουργία του με μια συνθήκη που το καθιστά μη διαπερατό και όχι διαφανές όπως θα έπρεπε να είναι. Η γραφή στο Φέισμπουκ τείνει να αναλώνεται σε έναν διαρκή ακκισμό, καθιστώντας το κείμενο ένα λαμπυρίζον σημαίνον που ελάχιστες φορές αφήνεται να διηθηθεί σε πιθανά σημαινόμενα. Η γραφή στο Φέισμπουκ δεν αφήνεται να απλωθεί στις πολυπόθητες πολυσημίες της και να λειτουργήσει όπως στην έντυπη μορφή της. Το προφίλ του καθένα μας, και ειδικά του συγγραφέα στο Φέισμπουκ, παρά τα φαινόμενα, είναι ένα συμπαγές τοτέμ του προσώπου και όχι του συγγραφέα. Ένα μαυσωλείο λοιπόν, για να επαναφέρω και πάλι τον θάνατο στο προσκήνιο, όπου σε κάθε τοίχο του έχουν αναρτηθεί, ευλαβικά, στιγμιότυπα (πολλές φορές άλλα κείμενα και όχι μόνο φωτογραφίες) της ζωής του συγγραφέα. Η Γιαγιάννου, σε αυτό το σημείο, αποτυπώνει ίσως το πιο ουσιαστικό, τουλάχιστον για μένα, μήνυμα του βιβλίου της, που θα έλεγα ότι κατά βάθος συνιστά μια ελεγεία στη γραφή και στο βιβλίο γενικά.
«Η αλήθεια βρίσκεται ακόμη στο βιβλίο, πιστέψτε το, είναι σίγουρο. Όχι για ρομαντικούς λόγους, αλλά για έναν πολύ πραγματιστικό λόγο. Όσα δεν μπορείς να πεις στο Facebook γιατί κινδυνεύεις να τα διαβάσουν πολλοί και να τα διαδώσουν, μπορείς να τα πεις στο βιβλίο σου: να είσαι εκτενής εκεί που η σκέψη το χρειάζεται, να δώσεις ζωή σε πιθανές διαστάσεις του κόσμου που δεν σε αφορούν προσωπικά, να είσαι όσο πολιτικά μη-ορθός ζητάει η γραφή σου, να κάνεις εντέλει αυτό που κάνει η τέχνη: να μετουσιώσεις τα βάθη σου σε ύψη και πλάτη. Μη φοβάσαι, όσο γράφεις βιβλία, είσαι ασφαλής, δεν θα σε διαβάσει κανείς! Τον νου σου μόνο μην αναρτήσεις» (σσ. 64-65).
Η Γιαγιάννου εδώ διατυπώνει μια παραδοξότητα; Το βιβλίο χαίρει διείσδυσης στον συλλογικό νου επειδή δεν διαβάζεται; Όχι ακριβώς. Όταν λέει η συγγραφέας «δεν θα σε διαβάσει κανείς» δεν υπαινίσσεται την απουσία των αναγνωστών αλλά προσπαθεί να υπαινιχθεί την ενάρετη ανοχή του παλαιού –προ φέισμπουκ– κόσμου στην ιστορία των ιδεών. Το βιβλίο και ο μοναχικός τρόπος ανάγνωσής του, καθώς η ανάγνωση δεν υπήρξε ποτέ παρεΐστικη ενασχόληση, συνιστά ακρογωνιαίο λίθο της φρόνησης και της μετριοπάθειας· συνιστά μηχανισμό που σμιλεύει τη σκέψη. Πώς; Με το να αποκλείει την άμεση αντιπαράθεση που προάγει ο φορμαλισμός της κοινωνικής δικτύωσης. Είναι απλό: όταν δεν έχεις τη δυνατότητα να γράψεις άμεσα ένα δημόσιο σχόλιο, έχεις τον χρόνο να συνειδητοποιήσεις ότι πιθανότατα το σχόλιο σου ήταν υποκινημένο από εξωκειμενικούς παράγοντες –ήθελες περισσότερο να φανείς έξυπνος παρά να διατυπώσεις κάτι ουσιαστικό– και τις περισσότερες φορές περιττό. Η γραφή στην έντυπη μορφή της συνιστά τον ορισμό της διαφάνειας – όπως την ανέφερα παραπάνω. Η γραφή εξάλλου είναι η πρωταρχική μηχανή εικονικής πραγματικότητας γιατί σε ωθεί να κατασκευάσεις εσύ, βάσει της σκευής σου –σε ωθεί να κατασκευάσεις τη σκευή σου– τις προκείμενες που συνθέτουν τον κορμό της αφήγησης του βιβλίου. Γράφει η Γιαγιάννου: «Ο θησαυρός του [του βιβλίου] δεν είναι τόσο η γλώσσα και το μυαλό του συγγραφέα, αλλά κυρίως η πολύτιμη δυνατότητα που προσφέρει στον αναγνώστη να ξεχάσει για λίγο τον εαυτό του, να άρει τη σωματική δράση, να αναστείλει τη φιλοδοξία, να μειώσει τον ναρκισσισμό, να φτιάξει παράλληλο χρόνο που θα διευρύνει τις λωρίδες της ζωής του» (σ. 67).
Στο καταληκτικό κεφάλαιο «Μεταλογισμός: Metaverse {Ο θάνατος του στίχου}» η συγγραφέας θα εισέλθει βαθύτερα σε αυτή τη δυστοπία που ανέφερα στην αρχή. Εκμεταλλευόμενη την τεχνική του «mind-uploading» με σκοπό τη διαιώνισή της ζωής σ’ ένα περιβάλλον εικονικής πραγματικότητας –κάτι που βρίσκεται ακόμα στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας– σκιαγραφεί αυτή την καταδίκη (;) όπου ζωντανοί, αλλά και νεκροί, θα συνυπάρχουμε πλέον στο Metaverse εις τον αιώνα τον άπαντα. «Και η γραφή πού πάει όταν πεθαίνει; Σίγουρα όχι στο Metaverse» (σ. 108). «Αρκεί να σκεφτεί κανείς το air guitaring, για να καταλάβει πώς θα γράφουν οι χρήστες του Metaverse» (σ. 110). «Ας θυμηθούμε ότι Verse σημαίνει στίχος. Το Metaverse βρίσκεται κάπου μετά τον στίχο, μετά τη γραφή. Οι προσπάθειες σύγκρισης αναλογικής και ψηφιακής γραφής, οι συνθέσεις, οι αντιθέσεις και οι αντιφάσεις παύουν. Το πέρασμα στην εικόνα είναι απόλυτο, κάθε γραφή οπισθοχωρεί προς την πρώτη αυτονομία και μοναξιά. Η γραφή αναδιπλώνεται στην αναλογική της μήτρα. Αυτός που γράφει χάνει το είδωλό του και καθώς μοιάζει παλιότερος από ποτέ, βρίσκει κάτι σαν ελευθερία» (σ. 111). Λίγες σελίδες πιο πίσω, η Γιαγιάννου γράφει ότι «[...] το αληθινά weird μέρος για να πεθάνει κανείς θα είναι η πραγματικότητα» (σ. 107).
Χωρίς ίσως να το συνειδητοποιεί, η συγγραφέας, προσφέρει εδώ μια παραλλαγή στο Τα Φτερά του έρωτα (Βιμ Βέντερς, 1987). Οι άγγελοι επιθυμούν την πτώση στην πραγματικότητα για να βιώσουν ξανά τη σαγήνη του πραγματικού. Η θεοκρατική χροιά της ταινίας έχει πλέον δώσει τη θέση της στην κοσμική τής τεχνολογίας που έχει ήδη κάνει αισθητή την παρουσία της. Αν η κοσμικότητα αυτή θα συνδυαστεί στο μέλλον με τρόμο, μένει να αποδειχθεί μέσω της εμπειρίας, αν και, ομολογουμένως, το τι θα προσμετράται ως εμπειρία, με τη σειρά του, θα πρέπει να διευρυνθεί.
Σκόπιμα δεν σχολίασα καθόλου αυτά τα «ποιητικά φτερά» του κειμένου. Θέλετε επειδή κάπως δεν μου κάθισαν τόσο καλά σε σχέση με το υπόλοιπο; Θέλετε επειδή, όπως είπα, θέλησα να τα διαβάσω ως ίδιον της φεϊσμπουκικής αίσθησης του βιβλίου; Δεν ξέρω ακριβώς γιατί σιώπησα. Εξάλλου, όπως παραδέχεται και η Γιαγιάννου, θα μπορούσε το βιβλίο, που συνίσταται σε «[μ]ια συλλογή διακοσίων εκλάμψεων» (σ. 97) να είχε αναρτηθεί, σταδιακά, στο Φέισμπουκ. «Αν το είχα κάνει, ίσως να μην είχε κυκλοφορήσει αυτό το βιβλίο, που απλώς θα παρατείνει τη σιωπή. Α, κι όμως… η σιωπή. Ορίστε ένα όφελος που μοιάζει με χασούρα. Το βρίσκεις μόνο στο βιβλίο. Τη σιωπή του κόσμου» (σ. 97). Τη συμμερίζομαι απολύτως, και κάπως, σιωπηρά κι εγώ, την επαινώ γι’ αυτή την απόφασή της.
— Μαρία Γιαγιάννου, R.I.F. - Ο θάνατος στο φέισμπουκ, Στερέωμα: 2022, 120 σελίδες, ISBN: 978-618-5617-16-5, τιμή: €13,00.