“The course of every intellectual, if he pursues his journey long and unflinchingly enough, ends in the obvious, from which the non-intellectuals have never stirred.”
«Η διαδρομή κάθε διανοούμενου, εάν ακολουθήσει την πορεία του με χρονική συνέπεια και αυστηρά χωρίς δισταγμούς, καταλήγει στο προφανές: το σημείο από όπου ο μη-διανοούμενος δεν μετακινήθηκε ποτέ».
― Aldous Huxley, The Doors of Perception, 1954.
Ο Μιχάλης Μοδινός (Αθήνα, 1950), εντάσσει στο «Ο Χέμινγουαιη στην Αβάνα ή Γιατί αυτοκτονούν οι συγγραφείς», ένα από τα τελευταία διηγήματα της συλλογής, μια σύντομη περίληψη του Ο γέρος και η θάλασσα.
Παραθέτω:
«Είναι για έναν γέρο ψαρά που τον έχει εγκαταλείψει η τύχη και δεν πιάνει για καιρό ούτε ένα τόσο δα ψαράκι, και θέλοντας ν' αποδείξει πως δεν έχει ξοφλήσει ακόμα, ξανοίγεται με τη βάρκα του στ' ανοιχτά του Κοχιμάρ και πιάνει ένα πολύ μεγάλο ψάρι, που δεν λέει όμως να πεθάνει. Τον τραβάει στα βαθιά, καταμεσής στο αναστατωμένο Ρεύμα του Κόλπου για ολόκληρα μερόνυχτα, αλλά ο γέρο-ψαράς δεν τα παρατάει και μιλάει στο ψάρι με σεβασμό, σαν να 'ναι ο σύντροφός του, κι ας μην έχει πια τροφή και νερό, κι ας είναι πληγιασμένα τα χέρια του και σκασμένα τα χείλη του από την αρμύρα. Όταν εντέλει καταφέρνει να επιστρέψει μισοπεθαμένος στην ακτή, δεν έχει μείνει τίποτα απ' το όμορφο, μεγάλο, γενναίο ψάρι, παρά μόνο ο σκελετός του – τη σάρκα την έχουν καταβροχθίσει τα σκυλόψαρα. Οι ντόπιοι ψαράδες τα χάνουν όταν βλέπουν τον τεράστιο σκελετό, κι ο γέρος, αν και έχει χάσει το ψάρι, ξανακερδίζει την εκτίμησή τους» (σ. 186).
Η γνωστή νουβέλα, που έχει τύχει πολλών και ευφάνταστων (και αμφίβολων) ερμηνειών παραμένει μια θεμελιακή ιστορία για έναν και μόνο λόγο: την απέριττη στιβαρότητα της σύνθεσής της. Ο Μοδινός, στο διήγημα, βάζει ένα μικρό παιδί να αφηγείται την υπόθεση, εξού και αυτό το «τόσο δα ψαράκι» που ίσως ξενίζει τον αναγνώστη. Η αφήγηση συνιστά και μια σχεδόν απόλυτη καταγραφή της σημασίας του έργου. Δεν υπάρχει κάτι πέρα από αυτό, κι ας παραμένει τόσο μεγάλος ο πειρασμός να σκεφτεί κάποιος πολλά και διάφορα. Ας κοιτάξουμε όμως λίγο το απόσπασμα του Χάξλεϊ που άνοιξε το κείμενο· απόσπασμα στο οποίο ελλοχεύει μια σημαντική διαπίστωση. Και λέω «ελλοχεύει» γιατί θα ήθελα να αντισταθώ στο προφανές. Για την ακρίβεια, θα ήθελα να αντισταθώ στο προφανές τού προφανούς, εκεί, στο τέλος της διαδρομής κάθε διανοούμενου, αν και εφόσον τηρηθούν τα προαπαιτούμενα. Γιατί η κατάληξη δεν είναι ουδόλως το προφανές του μη διανοούμενου. Η πορεία του διανοούμενου, ή –για να αποφύγουμε τον άκομψο αυτό όρο– κάθε σκεπτόμενου με συνέπεια και χωρίς δισταγμούς, είναι μια από τις ελάχιστες διαδικασίες αυτού του κόσμου στην οποία η ουσία της δεν εντοπίζεται και δεν κρίνεται από το αποτέλεσμα στην κατάληξή της, αλλά στη διαδρομή. Ναι, η ουσία της πορείας εντοπίζεται στην πορεία – και αυτό δεν συνιστά ουδόλως ταυτολογία. Ο περί ου ο λόγος διανοούμενος λοιπόν, όταν φτάνει στο τέλος της διαδρομής, αν και εφόσον φτάσει εκεί, τελεί υπό την αχλή μιας ιδιότυπης αίγλης. Ας το θέσω με όρους «Χέμινγουεϊ» για να συνδέσω τα δύο νήματα σκέψης. Μπορεί ο γέρος να επιστρέφει ξανά στο λιμάνι χωρίς να έχει να επιδείξει τίποτα παρεκτός του σκελετού του ψαριού –σχεδόν δηλαδή όπως ξεκίνησε– αλλά η συγκεκριμένη εμπειρία στη θάλασσα υπήρξε καθοριστική σε ένα επίπεδο πέρα και πάνω από το προφανές: ο γέρος μπορεί, πραγματιστικά, να επιστρέφει με άδεια χέρια, χωρίς να δύναται να πουλήσει το ανύπαρκτο ψάρι και να εξασφαλίσει τα προς το ζην, αλλά ποσώς τον ενδιαφέρει αυτό πλέον. Ο Μοδινός, διατείνομαι, κατασκευάζει εδώ μια σειρά ιστοριών που αποπειρώνται να κρατήσουν τον αναγνώστη στην επιφάνειά τους με παρόμοιο τρόπο. Με έναν ποιοτικό, αξιακό υπερτονισμό της επιφάνειας αλλά και με μια μεστή, ενίοτε μελαγχολική, σκιά που αχνοφαίνεται κάτω από το προφανές, αυτή την ιδιότυπη αίγλη –με τη μορφή του σκελετού, αν θέλετε– όχι μόνο λόγω χρόνου αλλά και λόγω εμπειρίας. Ο Μοδινός, σχεδόν, νομίζω, το πετυχαίνει αυτό.
Πώς μπορεί να σχετίζεται η δεύτερη ψηλότερη κορυφή του κόσμου, στο «Ανάπτυξη, τώρα!», έτσι όπως την κοιτάζει «[...] αγουροξυπνημένος σ’ ένα φαρδύ ξύλινο μπαλκόνι πάνω από τον ποταμό Ντιρ [...]» (σ. 11) ένας υψηλόβαθμος Αμερικάνος, στέλεχος κάποιου μεγάλου οικονομικού οργανισμού που έχει σταλεί στο Πακιστάν, με τη χιονισμένη βουνοκορφή του Ολύμπου, στο «Αργυρώ, αλλιώς Γκαλίνα», έτσι όπως τη θυμάται και διερωτάται «μα πώς είναι δυνατόν να θυμάμαι» (σ. 102) ένας ενενηντάχρονος καθώς αποχωρεί το 1941, ως παιδί με την οικογένειά του, από τον Βόλο με προορισμό ένα χωριό των Αγράφων; Ο Μοδινός, σε αυτές ιστορίες, συναρμόζει μια εντυπωσιακή εικονοποιία που βγάζει στον αναγνώστη προσήνεια και οικειότητα για μια εκτενή παλέτα από μέρη εντελώς ξένα προς το ελληνικό ίδιον, αλλά και που του δίνει (του αναγνώστη) τη δυνατότητα να διακρίνει βαθύτερες εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στα διηγήματα.
Το κείμενο, διατείνομαι, επιδιώκει να αντισταθεί στην ερμηνεία. Αν ο Μοδινός έχει πετύχει τον στόχο του, το ψηφιδωτό των διηγημάτων θα πρέπει να δύναται να μεταφέρει το νόημα –το νόημα των θαυμάτων του κόσμου– χωρίς εξηγήσεις. Εξάλλου, μια συλλογή διηγημάτων δεν χρειάζεται πάντα να προσεταιριστεί βαθιά νοήματα: «Άσε τους χαρακτήρες και την πλοκή να μιλήσουν μέσα από τα πράγματα» (σ. 145) θα πει ο ήρωας ΝτεΛίλλο, στο κομβικό «Τα θαύματα του κόσμου» που δίνει και τον τίτλο της συλλογής. Λίγο παρακάτω, στο «Ουρώντας σ’ έναν τάφο», για να αναφέρω και μια τρίτη εικόνα βουνοκορφής, διαβάζουμε: «Απέναντι, στη γαλλική ακτή, ορθωνόταν απροσδόκητα η ρόδινη στις τελευταίες ακτίνες του ήλιου βουνοκορφή του Dent d’Oche – η τραχιά επιφάνεια της πραγματικότητας» (σ. 153). Το σύνολο της συλλογής επιδεικνύει αξιοθαύμαστη εμμονή σε αυτή την «τραχιά επιφάνεια». Διαβάζουμε: «Στον διάβολο οι κρυμμένες πραγματικότητες και οι εσώτεροι πυρήνες της αλήθειας και τα παράλληλα σύμπαντα και οι λαβύρινθοι και οι απέραντες συμβολικές βιβλιοθήκες που περιέχουν τάχα μου τον κόσμο ολόκληρο. Ζήτω η κοπιώδης σεμνή καταγραφή – δεν αρκεί άραγε από μόνη της;» (ό.π.) θα διερωτηθεί ο ήρωας που περπατάει στις όχθες της λίμνης της Γενεύης έτσι όπως προσπαθεί να αντισταθεί στη δυναστεία των διακειμενικών αναφορών που αναβλύζουν στη σκέψη του:
«Μια κρύα πνοή κατέβηκε αίφνης απ’ τα βουνά κουβαλώντας την απόμακρη ηχητική γραμμή απ’ το σαξόφωνο του Λέστερ Γιανγκ στο “I can’t get started”. [...] Διέκρινα από μακριά το Hôtel des Trois Couronnes τυλιγμένο στην εσπερινή αχλύ, ανέπαφο από τον χρόνο, όπως έγραφε και ο ταξιδιωτικός μου οδηγός – θυμόμουν ότι εκεί διαδραματιζόταν το Ντέιζι Μίλλερ του Χένρυ Τζέιμς. Και η καταληκτήρια σκηνή του Αποχαιρετισμός στα όπλα στη λίμνη Λεμάν δεν τοποθετείται; αναρωτήθηκα. [...] Και ο Σιμενόν, ο μεγάλος Βέλγος Ζωρζ Σιμενόν, αυτός ο εργασιομανής αγύρτης πολυτελείας, πού ακριβώς είχε αφήσει την τελευταία του πνοή; [...] Για τον Τόμας Μαν δεν ήμουν διόλου βέβαιος αν ήταν εδώ θαμμένος, κι ας είχε πάρει το μερτικό του από την Ελβετία, όπου άλλωστε τοποθετεί το Μαγικό Βουνό του. Καλά, ως προς τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Είχε ζήσει τα τελευταία δεκάξι χρόνια της ζωής του στο Montreux Palace. [...] Τον ζήλευα όποτε περνούσα έξω από το μεγαλοπρεπέστατο ξενοδοχείο – τον ζήλευα έτσι κι αλλιώς γιατί θα είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει το περίφημο φεστιβάλ τζαζ του Μοντρέ επί δεκάξι συναπτά καλοκαίρια, τον καιρό μάλιστα της Έλλα Φιτζέραλντ, του Λούις Άρμστρονγκ, ίσως και του Μάιλς Ντέιβις» (σσ. 152-53). Λίγο παρακάτω, καθώς ακολουθούμε την πλοκή της ιστορίας διαβάζουμε: «Η αξία της επιφάνειας των πραγμάτων παρέμενε αναμφισβήτητη – ο Νίτσε θα το διέκρινε με απόλυτη ευκρίνεια» (σ. 154) θα πει ο ήρωας, και είναι σχεδόν συγκινητικό που αναφέρεται ο Νίτσε, γιατί, για κάποιο λόγο που δεν κατάφερα να προσδιορίσω, κάπως με κατάφερε ο Μοδινός να τον περιμένω να αναφερθεί, έτσι, για να ολοκληρωθεί η κοσμοθεωρία του βιβλίου.
Η συλλογή λειτουργεί όπως οφείλει να λειτουργεί μια συλλογή διηγημάτων: κυκλωτικά και συμπυκνωτικά. Σημειώνω τον μεσήλικα ήρωα στο «Κάθαρση», που μετά από μια άδοξη ερωτική ιστορία με μια πολύ νεότερή του γυναίκα βρίσκει καταφύγιο σε ένα κέντρο περίθαλψης άγριων ζώων. «Η Αλεξάνδρα ταΐζει με κόκκαλα τον τραυματισμένο γυπαετό. [...] “Από τους τελευταίους του είδους του” εξηγεί. “Δεν είναι κρίμα;”» (σ. 48). Ο αναγνώστης δεν μπορεί να μην διαβάσει τη λεπτή ειρωνεία –ναι, με συγκατάβαση και συμπόνια– προς τον χαρακτήρα του άνδρα – είδος άγριου ζώου που αποζητά καταφύγιο από τη φύση του και τις τραγικές εποποιίες του ανδρικού φαντασιακού. Δεν μπορώ όμως να μην σημειώσω το «Τζιχάντ στη Ράμπα» ως μια στενάχωρα σκωπτική ιστορία που αν έχει τύχει ο αναγνώστης να την έχει βιώσει ο ίδιος, νιώθει την άβολη οικειότητα του σκηνικού στο πετσί του. Σημειώνω επίσης το παιχνίδι των παρομοιώσεων που διαβάζουμε στο «Κάθαρση», καθώς η Νάγια, η ερωμένη του μεσήλικα, διατυπώνει την εμμονή της. Εμμονή, που διατηρεί μια εκλεκτική συγγένεια με τον γιο του ήρωα στο «Δευκαλίων ή Οι Ιδρυτικοί μύθοι» όπου βλέπει τα ψηλά δέντρα του δυστοπικού σκηνικού σαν θαυμαστικά. Και όλα αυτά συντείνουν στο να παρατηρούμε τους υπόγειους τρόπους που μια ιστορία καθρεφτίζεται μέσα στην άλλη, καθώς ο συγγραφέας μεταμορφώνεται μέσα στις ιστορίες του –μέσα από τις ιστορίες του– για να αποτυπώσει ξανά ένα από τα θαύματα του κόσμου, χωρίς πολλά λόγια, χωρίς μεταφράσεις.
Νιώθω ότι εδώ ο Μοδινός μπορεί να μην αυτοβιογραφείται –εξαίρεση ίσως το «Ο Μεγάλος Αμπάι – revisited– μέσα σε αυτό το καλειδοσκόπιο χαρακτήρων, αλλά ενδέχεται να αποδελτιώνεται καθώς εναποθέτει ψήγματα του εαυτού του στον περιβάλλοντα χώρο και τα σκηνικά που επινοεί ή έχει επινοήσει στο παρελθόν. Η πλειοψηφία των διηγημάτων καταφέρνει επίσης να υποστηρίζει, κάτω όμως από την επιφάνεια των ιστοριών, μια βαθιά οικολογική ανησυχία. Θαύμασα πόσο λεπτά, μυθοπλαστικά, διαχειρίζεται ο Μοδινός τις οποίες ανησυχίες του για το περιβάλλον, που και πάλι αποτυπώνεται ως ένα μωσαϊκό ασύλληπτης βιοποικιλότητας που δεν παύει να μας διαφεντεύει με ποικίλους και, ακόμη και σήμερα, απρόσμενους τρόπους. Διαβάζουμε, για παράδειγμα, «[...] αξίζει να μελετηθεί εις βάθος η επίδραση των τοπίων στις διαθέσεις των ανθρώπων» (σ. 157). Δεν είναι τυχαίο ότι η συλλογή κλείνει με το «σκοτεινό οικολογικό παραμύθι»: «Η Κοκκινοσκουφίτσα στον Βασιλικό Κήπο».
Θα αντισταθώ λοιπόν κι εγώ σε οτιδήποτε εκτενέστερο και πιο αναλυτικό –πιστέψτε με σηκώνει πολλή ανάλυση το βιβλίο– και θα κλείσω με μια ακόμη έκφανση της επιφάνειας του κειμένου που συναντά το είδωλό της σε ένα αναπάντεχο μέρος, στο «Εκτός έδρας ή Αδιάφορη ισορροπία», με τη ζυγισμένη διαπίστωση του ήρωα, εκεί, προς το τέλος της εκδρομής του παράνομου ζεύγους: «Ο συναισθηματικός αποσυντονισμός πρέπει να μελετηθεί κάποτε, το ίδιο και η συναισθηματική κατήφεια μετά από μια συναρπαστική μέρα. Οι εραστές είναι τελικά για το κρεβάτι – όσο αυτό διαρκεί. Μετά χτυπάει την πόρτα η πλήξη, μια κατάσταση όπου δεν έχεις τίποτα να πεις» (σ. 170).
Μια πρώτης τάξης συλλογή διηγημάτων πρέπει να προσφέρει λοιπόν μεστή αναγνωστική απόλαυση – κάπως σαν την εμπειρία των εραστών, «όσο αυτ[ή] διαρκεί». Μια πρώτης τάξης συλλογή διηγημάτων πρέπει να διαβάζεται και απνευστί για να εκτιμάται η «τραχιά επιφάνειά» της, σαν άτυπη διαισθητική γνώση –μια λογοτεχνική μορφή «scientia intuitiva», για να θυμηθώ το περίφημο τρίτο είδος γνώσης από την Ηθική του Σπινόζα–, και όχι να αφήνεται βορά σε μηρυκασμούς ή να ποντίζεται σε σχοινοτενείς συλλογισμούς και νοηματικές ακροβασίες – «μια κατάσταση όπου δεν έχεις τίποτα να πεις».
— Μιχάλης Μοδινός, Τα θαύματα του κόσμου, Καστανιώτης: 2023, 226 σελίδες, ISBN: 9789600370904, τιμή: €16.00.