Ο συγγραφέας ήρωας του μυθιστορήματος, μετά από την επιτυχία του τελευταίου βιβλίου του, Κίτρινο φεγγάρι –το πρώτο μυθιστόρημα του Διονύση Μαρίνου (Αθήνα, 1971) έχει τίτλο Μπλε ήλιος– μας λέει: «[...] αισθανόμουν σαν άδειο φλασκί, που όσο κι αν το γέμιζες [...] αυτό άδειαζε αμέσως. Δεν άντεχα άλλες κριτικές, άλλες αναλύσεις, τα γράμματα των αναγνωστών, τις συσσωρευμένες προσδοκίες, τις επευφημίες των θαυμαστών, τα λάγνα σχόλια γυναικών που μου έστελναν τα εσώψυχά τους σε συσκευασία δαντελωτών σουτιέν και μικροκαμωμένων τάνγκα, και τις επιθέσεις φιλίας του εκδότη μου, δείγμα ότι το βιβλίο πήγαινε καλά. [...] Ήθελα να εξαφανιστώ, να πάψουν να με αναζητούν, να μου δώσουν το δικαίωμα να μην υπάρχω γι’ αυτούς, αλλά μόνο για τον εαυτό μου» (σσ. 256-257)
«Έτσι προέκυψε το Σαν Νορμάλ» (σ. 258).
Ο συγγραφέας που επιλέγει να γράψει για έναν συγγραφέα αναλαμβάνει μεγάλο ρίσκο. Ο Μαρίνος γράφει ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα για τα αδιέξοδα, τις αστοχίες και τις απογοητεύσεις της ενήλικης ζωής. Γράφει όμως κι ένα μυθιστόρημα για τη σχέση του συγγραφέα με το αντικείμενό του. Η ενήλικη ζωή είναι μια ιδιότυπη συνθήκη που κάνει και τα πιο απλά, καθημερινά πράγματα να φαντάζουν αλλόκοτα. Ο ενήλικας, ανά πάσα στιγμή, πραγματεύεται, όχι μόνο το πέρασμα του χρόνου αλλά και τις διαρκώς αυξανόμενες ευθύνες του με ένα αίσθημα απορίας και δέους, γιατί καλείται να συμμορφωθεί προς ποικίλες έξωθεν συμβάσεις ποδοπατώντας μια εσώτερη φωνή που παραμένει καθηλωμένη στην παιδικότητα, ή, στις πιο ώριμες των περιπτώσεων, στην εφηβεία – «[...] μια αίσθηση να υπάρχεις μόνο για τον εαυτό σου και για κανέναν άλλο» (σ. 162). Είναι όλα αυτά σωρευτικά που ωθούν κάποιον προς μια συνθήκη «σαν νορμάλ». Ή τουλάχιστον κάπως έτσι θέλει να σκεφτούμε ο συγγραφέας προτάσσοντας εκφάνσεις της ζωής στην ομώνυμη πόλη, το Σαν Νορμάλ. Το βιβλίο δεν στερείται αρετών. Ο Μαρίνος κατασκευάζει έναν κόσμο στα μέτρα του και αφήνεται σε μια σχεδόν έλλογη ονειροπόληση. Τολμά μάλιστα, ως άλλος Πυγμαλίων, να παίξει και με τα όρια της μυθοπλασίας με διάφορα μοντερνιστικά, αμφιβόλου ποιότητας, τεχνάσματα, όπως, για παράδειγμα, τον συγγραφέα του, που ερωτεύεται τη Θίντα, μια μοιραία γυναίκα που ο ίδιος έχει πλάσει στο πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος που διαβάζουμε.
«Την κοιτούσα μαγεμένος και δεν ήξερα αν ήταν η γνωστή θωπεία που αισθάνεται κάθε συγγραφέας για τους ήρωές του ή κάτι άλλο, πιο απτό, πιο ερωτικό. Ήμουν τελικά ικανός να φτιάχνω τόσο όμορφες ηρωίδες;» (σ. 282).
Ο Μαρίνος επιδίδεται σε μια σειρά πρωτοπρόσωπων πορτρέτων συγκεκριμένων κατοίκων της φανταστικής αυτής πόλης. Οι ήρωες διασταυρώνονται και οι ζωές τους διαπλέκονται, κατά την άποψη μου περισσότερο συγκυριακά παρά ουσιαστικά. Στο τέλος, όπως ανέφερα, μία ηρωίδα διαπλέκεται και με τον δημιουργό της, σε μια απόπειρα, τόσο εκείνη να αυτονομηθεί της μυθοπλαστικής συνθήκης, όσο, αντιστρόφως, ο δημιουργός της να εγκιβωτιστεί στον μύθο του και, συνολικά, να διασαλευτεί ο δυϊσμός τέχνης-ζωής. Το εγχείρημα είναι ομολογουμένως φιλόδοξο.
Το βιβλίο βρίθει διακειμενικών αναφορών. Δεν είναι μόνο ο Χούλιο Κορτάσαρ, που εμφανίζεται κάποια στιγμή και ως χαρακτήρας με τον οποίο συνδιαλέγεται ο συγγραφέας που υποτίθεται ότι γράφει τον Σαν Νορμάλ. Είναι και ο Μπαρτλ ο γραφιάς, μια αναφορά στον ήρωα του Μέλβιλ από το Μπάρτλεμπι ο γραφιάς, που συνιστά προσωπείο του συγγραφέα που υποτίθεται ότι γράφει το μυθιστόρημα και εκφράζει την περίφημη δυσθυμία: «θα προτιμούσα να μην το κάνω» (σ. 256 και 260). Είναι όμως και οι αναφορές στον Κάφκα, όπως και σε πολλούς άλλους: «Ήμουν ο νάνος του Περ Λάγκερκβιστ και ο γελωτοποιός του Οσάμου Νταζάι. Ήμουν το τέρας της Μέρι Σέλεϊ και ο αγροίκος του Τσέζαρε Παβέζε» (σ. 214).
Ας αναφέρω πρώτα ότι το κεφάλαιο που ανοίγει το βιβλίο, το «Για τα μάτια σου μόνο», ξεχωρίζει γιατί διαθέτει συνέπεια ύφους. Ο Ντιν Μακρ, «[...] απόφοιτος της σχολής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Κλουζ [...]» (σ. 16), «[...] [κ]ουβαλά[ει] στην πλάτη [τ]ου κάμποσες πτώσεις» (ό.π.). «Ποτέ δεν έγινα συγγραφέας, όπως ονειρευόμουν από μικρός, ούτε και κάποιος σημαίνων θεωρητικός της λογοτεχνίας, σαν τον Μπένγιαμιν ή τον Στάινερ [...]» (ό π.), θα μας πει. Ο Ντιν όμως, όπως θα μας υπογραμμίσει και η Θίντα προς το τέλος του βιβλίου, είναι «[...] μια ρομαντική ψυχή. Ένα μικρό παιδί [...]» (σ. 285), που το μόνο που κάνει είναι να διαβάζει μανιωδώς παλπ μυθιστόρηματα και να προσπαθεί να εξασφαλίσει τα προς το ζην παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα σε ανεπίδεκτους μαθήσεως εφήβους. Έτσι θα γνωρίσει και τη μοιραία Θίντα –«[...] που θα μπορούσε να πρωταγωνιστεί στο Big Sleep και να ξεπηδάει από το πενάκι του εικονογράφου του περιοδικού Startling Stories, όπου όλες οι γυναίκες φορούν κολλητά μαγιό, σουτιέν με κωνικό σχήμα, δωδεκάποντες γόβες και είναι βαμμένες με ένα φωτεινό παζλ αστερόσκονης [...]» (σ. 26)–, θα την ερωτευτεί και θα αποπειραθεί να ληστέψει ένα πολυκατάστημα για να φύγουν μαζί σε «[...] κάποιο απομακρυσμένο νησί» (σ. 50).
Ουκ ολίγα από όσα λέει ο Ντιν συνιστούν παραλλαγές από παλπ-νουάρ αναγνώσματα.
Παραθέτω ενδεικτικά:
«Οι τοίχοι αντηχούσαν τη μικρότητά μου. Κοιτούσα σαν μαγεμένος τα σκαλιστά έπιπλα, το τζάκι από λευκό μάρμαρο, το καλογυαλισμένο πιάνο Steinway στη γωνιά ενός αιθρίου, τα περίτεχνα βάζα, τη μαρκετερί στα έπιπλα, τις γκριζωπές προτομές άγνωστων ανδρών (μία μου φάνηκε πως έμοιαζε στον Βιργίλιο στο πολύ πιο παχύ του, αλλά δεν θα έπαιρνα και όρκο), το αβαρές φως που περνούσε από τις πανύψηλες τζαμαρίες. Λευκά στίγματα πρωινής θερμότητας διυλίζονταν στην αρτ ντεκό ατμόσφαιρα της οικίας και μεμιάς μετατρέπονταν σε λιωμένες χρυσές γλώσσες, που θα μπορούσες, αν ήθελες, να τις απλώσεις σε αφράτα ψωμάκια που μόλις θα είχαν βγει από τον φούρνο» (σ. 24).
Όπως και:
«Θα μπορούσα να κάνω έρωτα μόνο με τη φωνή της. Να αγκαλιάζω το βιμπράτο της με μια αίσθηση πληρότητας και ρέουσας ευτυχίας» (σ. 33). Ή «Η Θίντα ήταν σαν ασημένια μουσική. Σαν χτύπος μακρινής καρδιάς. Σαν δροσερή λευκότητα. Για χάρη της θα δεχόμουν να επιστρέψω στα βιβλία της ποίησης που είχα αφήσει κατά μέρος μόνο και μόνο για να βρω τον κατάλληλο στίχο που θα περιέγραφε την ομορφιά της» (σ. 34).
Δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω τι ακριβώς περιγράφει ο συγγραφέας με «το παζλ αστερόσκονης», την «ασημένια μουσική» και τις «λιωμένες χρυσές γλώσσες» αλλά ας πούμε ότι το ύφος, για τον συγκεκριμένο ήρωα, μέσα στην αφέλειά του, είναι δόκιμο. Ο Μαρίνος υποτίθεται ότι εδώ γράφει αποτίοντας φόρο τιμής στον Ερλ Στάνλεϊ Γκάρντνερ, στον Ντάσιελ Χάμετ και ίσως και στον Ρέιμοντ Τσάντλερ. Δεν πείθομαι ότι αυτό λειτουργεί. Το κείμενο σε πολλά σημεία διολισθαίνει στην παρωδία, αλλά, όπως είπα, το κεφάλαιο διαθέτει συνέπεια στο ύφος. Ο Ντιν, δηλαδή, ως φαντασιόπληκτος με τη λογοτεχνία και δη την παλπ θα μπορούσε να μιλάει όπως τον παρουσιάζει ο συγγραφέας.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο και με τους υπόλοιπους ήρωες, στα κεφάλαια που ακολουθούν, όπου τα προβλήματα δεν εντοπίζονται μόνο σε επίπεδο μύθου αλλά κυρίως στο ύφος και τη γλώσσα που επιλέγει ο συγγραφέας. Επαναλαμβάνω ότι όλα τα κεφάλαια είναι γραμμένα στο πρώτο πρόσωπο. Κατά συνέπεια, ό,τι λένε οι ήρωες πρέπει με κάποιο τρόπο να βρίσκει έρεισμα στην προσωπικότητά τους.
Παραθέτω:
«Υπήρξα άνθρωπος που έζησε κάτω από ένα ηφαίστειο. Τυπικό δείγμα μιας οικογένειας που η μόνη της μέριμνα ήταν να συντηρεί την κακόβουλη αύρα της σαν κατοικίδιο ζώο. Πολλά πράγματα δεν πήγαν καλά στη ζωή μου. Λες και τραβούσα τις κακοτοπιές, όπως το αλεξικέραυνο τους κεραυνούς» (σ. 57).
Έτσι ανοίγει η δεύτερη ιστορία, το «Μπάντι». Ο ήρωας, ο Βλαδίμηρος, έχει κάνει ένα χρόνο φυλακή επειδή χτύπησε έναν μεσήλικα, που του πήρε μια θέση πάρκινγκ στο σουπερμάρκετ, με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ.
Ελάχιστα μαθαίνουμε για τη ζωή, το παρελθόν και το πώς ζει ο ήρωας αλλά ουδόλως πείθουν τα λόγια του όταν ξεστομίζει λέξεις όπως «ακατάτακτος» (σ. 63), ή φράσεις όπως «στικτή ανάσα» (σ. 64), ή «διάφανη στιλπνότητα» (σ. 66), ή «φρένιασμα της στιγμής» (σ. 70), ή «απεργάζονταν σχέδια εξόντωσης» (σ. 72), ή «Θυμήθηκα παλιά αγγίγματα, αραχνιασμένες θωπείες και τον γλυκασμό που μπορεί να σου προσφέρει το γυναικείο σώμα» (σ. 73), ή «[...] οδήγησε το πέος μου να μπει στο ασφαλές λιμάνι του κόλπου της και αρχίσαμε ο ένας να μανουβράρει στο (sic) σώμα του άλλου» (σ. 73), ή «[...] σαν χειμωνιάτικο κύμα πάνω σε αντιμάμαλο» (σ. 80).
Λυπάμαι αλλά ένας πρώην κατάδικος, «τυπικό δείγμα μιας οικογένειας που η μόνη της μέριμνα ήταν να συντηρεί την κακόβουλη αύρα» δεν γίνεται να μιλάει για «ασφαλές λιμάνι του κόλπου της».
Ο Μαρίνος, με την εμμονή του στις συγκεκριμένες γλωσσικές επιλογές, υποσκάπτει και το εύρημα του Μπάντι, του «ακατάτακτου» αιλουροειδούς, που, αναπτύσσοντας ένα ιδιαίτερο δέσιμο με τον Βλαδίμηρο κατοπτρίζει την ίδια απροσδιοριστία στον χαρακτήρα του: «Όσο ακατάτακτος ήμουν κι εγώ σε όλη μου τη ζωή» (σ. 63).
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι όση καλή θέληση και να έχει ο αναγνώστης αδυνατεί να προσπεράσει ουσιαστικές αβλεψίες. Έτσι, ενώ ο Βλαδίμηρος διατείνεται ότι προσπαθεί να αποδράσει από το σπίτι στο οποίο τον κρατάει δέσμιο ο Μπάντι, λίγο παρακάτω, δεν διστάζει να μας πει ότι του επιτρέπει να πηγαίνει στο σουπερμάρκετ να ψωνίζει προμήθειες!
Το ίδιο όμως πρόβλημα της γλώσσας συναντά κανείς και με «Το νερό που χορεύει». Ο ήρωας, ο Φράνιο, έχει «κατάστημα με οικιακά είδη».
Παραθέτω: «Τόσες ερωτήσεις, που έρχονταν καταπάνω μου σαν πρόκες και με τρυπούσαν, κι εγώ να προσπαθώ να διατηρήσω την ηρεμία του μυαλού μου και τις νότες της καρδιάς μου σε ένα ήπιο και λυτρωτικό αντάτζιο» (σ. 97), ή «[...] μια υπόκωφη παλίρροια» (σ. 101).
Στο «Η περίπτωση του Χικάρι Τακέο», ένα από τα εκτενέστερα κεφάλαια, ο Μαρίνος δυναμιτίζει τον μύθο του με άλλο τρόπο.
Παραθέτω: «Είναι τόσο καλός και δοτικός ο καθηγητής, που έχει τύχει να μου δώσει κάποιο βιβλίο το οποίο δεν έχει καν προλάβει να το διαβάσει. “Να μου προσέχεις τον Φόστερ Γουάλας, εντάξει; Θα περάσω σε μια βδομάδα να το πάρω”. [...] Ναι, ο καθηγητής έχει μανία με τον [Γιόζεφ] Ροτ. Με τον Ροτ και τον Σελίν. Μαζί του απέκτησα κι εγώ. Όπως και με τον Ρούλφο, τον Κορτάσαρ και τον Μπολάνιο» (σ. 132).
Εδώ, ο Μαρίνος, από τη μια θέλει να βάλει τον ήρωά του να διαβάζει λογοτεχνία αξιώσεων, αλλά, από την άλλη, μας τον παρουσιάζει να μιλάει σαν να είναι νοητικά καθυστερημένος:
«[...] αλλά ποιος είπε πως ο έγγαμος βίος είναι πάντα μια άνετη πεζοπορία σε έναν ολάνθιστο κήπο;» (σ. 144), ή «Όχι, δεν ξέρω τι ζητάει πρώτα το σώμα, ξέρω όμως τι ζητάει πρώτα η καρδιά. Την ευχαρίστηση. Κανένα άλλο όργανο δεν αγγίζει με τέτοια θέρμη την απολυτότητα όσο η καρδιά. Θέλει τα πάντα, διψάει συνεχώς, με τίποτα δεν συγκρατείται» (σ. 150), ή «Αυτοί που με έφεραν στον κόσμο είχαν αναχωρήσει για άλλους τόπους, αφήνοντας εμένα πίσω να λύσω τα πάντα. Να σπάσω τα δεσμά. Να δώσω μια και να διαλύσω το παρελθόν δίνοντας στο παρόν το δικαίωμα να αναπνεύσει» (σ. 161), ή «Δεν το περίμενα πως θα τα κατάφερνα, αλλά τελικά ο άνθρωπος όλα τα μπορεί. Και τα καλά και τα άσχημα» (σ. 166), ή «Ό,τι δεν καταφέρνει η ζωή το ολοκληρώνει ο θάνατος. Μήπως όμως στο ενδιάμεσο αξίζει να προσπαθήσει κανείς; Μήπως το παιχνίδι παίζεται εώς την τελευταία στιγμή μας;» (σ. 167).
Δυστυχώς, το να γράψει κανείς σαν τον Μουρακάμι στο Νορβηγικό δάσος και να μην φαντάζει σαν να γράφει βιβλίο αυτοβελτίωσης, είναι εξαιρετικά δύσκολο. Ο Μαρίνος, ξανά, δυναμιτίζει κάποια καλά στοιχεία του μύθου καθώς αναλώνεται σε κοινοτοπίες. Κρίμα, γιατί η συγκεκριμένη ιστορία περιέχει και ένα συμπαθητικό εύρημα: ο ήρωας παλεύει διαρκώς με κύματα, μεταφορικά και κυριολεκτικά, και έχει γεννηθεί στην Καναγκάβα: «“Δεν γίνεται να έχεις γεννηθεί στην Καναγκάβα και να μην ξέρεις να κολυμπάς” μου έλεγε με πικρία ο πατέρας μου» (σ. 116).
Στο «Περιπλανώμενοι παίκτες», μια καφκική ιστορία, ο Μαρίνος βάζει τον ήρωά του να έχει μεγαλώσει στην πιο υποβαθμισμένη συνοικία του Σαν Νορμάλ, το Καλέ.
Παραθέτω:
«Αν έχεις ζήσει στο Καλέ, όπως εγώ, τέτοιου είδους αποφάσεις είσαι αναγκασμένος να τις παίρνεις στο φτερό. Σ’ αυτή την κυψέλη επιβίωσης, ολότελα διαφορετική από οτιδήποτε υπάρχει στο Σαν Νορμάλ, τα πάντα είναι δράση βγαλμένη από χορικό φαντασμάτων. Μαθαίνεις να περπατάς σε δρόμους που μοιάζουν με την εικαστική αναπαράσταση του γενικευμένου χάους. Αν δεν σπρώξεις, θα σε σπρώξουν, αν δεν τρέξεις, θα σε πιάσουν» (σ. 183).
Παρατηρήστε τώρα πώς μιλάει ο συγκεκριμένος ήρωας: «Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι μια εντεινόμενη αγωνία, ένα κλειστοφοβικό προανάκρουσμα, που αρχίζει να κυκλώνει τους παλμούς μου και να διαλύει την ανάσα μου σε μικρομόρια φόβου» (σ. 185), ή «Είμαι όλος ατόφια καθαρή βούληση, που θέλει να σπρώξει τον κόσμο ένα βήμα προς το μέρος μου, για να τον κάνω ξανά μέρος κυνηγιού, τη δική μου Αρκαδία» (σ. 192), ή «Αν κάπου εκεί μέσα είναι τα στούντιο, εδώ τι ακριβώς είναι; Ο δαντικός προθάλαμος;» (σ. 196).
Και πάλι λυπάμαι, αλλά η «Αρκαδία» και ο «δαντικός προθάλαμος», σε αυτό το συγκείμενο, είναι οριακά μηνύσιμα. Η ιστορία παρουσιάζει ενδιαφέρον αλλά ο αναγνώστης αδυνατεί να την παρακολουθήσει.
Παρά τα κάτοπτρα που κατασκευάζει, ο Μαρίνος, αδυνατεί να εγκιβωτιστεί στη μυθοπλαστική συνθήκη του Σαν Νορμάλ και να καταστεί κάποιος άλλος. Είναι αξιοσημείωτο πως ο Μαρίνος, παρά το εύρημα του Μπαρτλ, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον συγγραφέα που υποτίθεται ότι γράφει το βιβλίο και σε εκείνον, παραμένει στο μυθιστόρημα ως ο εαυτός του. Ο συγγραφέας αδυνατεί να κατασκευάσει χαρακτήρες με διαφορετικές ποιότητες, χαρακτηριστικά και, κυρίως, φωνή. Εναλλάσσει μεν προσωπεία αλλά η γλώσσα τον προδίδει· παραμένει παντού ο εαυτός του, όπως τουλάχιστον αυτός γίνεται διακριτός στα κριτικά κείμενά του.
«Θα προτιμούσα να μην το κάνω» (σ. 256 και 260). Έτσι μεταφράζει ο συγγραφέας το περίφημο «I would prefer not to» του ήρωα του Μέλβιλ. Η μετάφραση είναι προφανώς λανθασμένη, αν και ο συγγραφέας δεν οφείλει να μεταφράσει σωστά. Ο Μπάρτλεμπι λέει, όχι τυχαία, «Θα προτιμούσα όχι». Δεν προσδιορίζει τι δεν θα προτιμούσε, γιατί αναγνωρίζει την αδυναμία μετακίνησης από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει και επιλέγει να περάσει στην επίθεση της απροσδιοριστίας που ενέχει η άρνησή του. Ο Μαρίνος, αντιθέτως, αγνοεί την προτροπή του Μπάρτλεμπι: «”Θα προτιμούσα να μην το κάνω”» επαναλάμβανα στον εαυτό μου. Τελικά το έκανα» (σ. 260). Το Σαν Νορμάλ θα ήταν πολύ πιο περιεκτικό, αν ο συγγραφέας είχε εκμεταλλευτεί τη δυναμική της φράσης του Μέλβιλ.
— Διονύσης Μαρίνος, Σαν Νορμάλ, Μεταίχμιο: 2024, 296 σελίδες, ISBN: 9786180339406, τιμή: €15,50.