Το σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό αστυνομικό καταπιάνεται εξ ορισμού με δυσάρεστα θέματα με τα οποία όλοι είμαστε εξοικειωμένοι, αν όχι στην καθημερινότητά μας, σίγουρα μέσα από την ειδησεογραφία. Ως εκ τούτου, έχει το πλεονέκτημα ότι μας αφορά –άλλους λιγότερο, άλλους περισσότερο– άμεσα. Έχοντας εξασφαλισμένο το οικείο –έστω και εξ ακοής– του περιεχομένου, εκείνο που ανεβάζει τα σχετικά δείγματα στη λογοτεχνική κλίμακα είναι η μορφή τους. Ένα έργο που μένει στην καταγγελτική περιγραφή μιας ζοφερής επικαιρότητας μπορεί να είναι χρήσιμο στο πλαίσιο της ευαισθητοποίησης του αναγνωστικού κοινού, αλλά για να κερδίσει μια θέση στον κανόνα του είδους πρέπει να υπερβεί τα τρέχοντα με δύο τρόπους: με το σημαίνον της γραφής και τη διαχρονικότητα. Με άλλα λόγια, πρέπει να είναι γραμμένο έτσι, ώστε αφενός να κεντρίζει λογοκεντρικά το ενδιαφέρον του αναγνώστη, και αφετέρου να ξεπερνάει τον χρονικό και στενά θεματικό του ορίζοντα, προσθέτοντας ένα λιθαράκι στην κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης, της άχρονης ανθρωπινότητας.
Όλα αυτά ακούγονται βαρύγδουπα όταν έχει κανείς κατά νου το αστυνομικό που προορίζεται για μαζική κατανάλωση (pulp fiction), για να προσφέρει δηλαδή μερικές ώρες αναγνωστικής απόλαυσης και πέραν τούτου ουδέν. Ωστόσο εδώ αναφέρομαι στις εξαιρετικές περιπτώσεις που ξεπερνούν τις ειδολογικές κατατάξεις· αναφέρομαι στην Τέχνη του Λόγου.
Το γεγονός ότι η εισαγωγή που έκανα προτάσσεται σε κριτικό σημείωμα για το μυθιστόρημα Το σπάσιμο του Τάσου Παπαναστασίου (Θεσσαλονίκη, 1964) ίσως φαντάζει παράταιρο. Δεν είναι όμως. Πρόκειται για ένα αξιοπρόσεκτο μυθιστόρημα που θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να είχε ξεφύγει από τους περιορισμούς που εκ των πραγμάτων θέτει η λογοτεχνία συγκυριακής ευαισθητοποίησης.
Το θέμα του μυθιστορήματος είναι η σύγχρονη μάστιγα του εμπορίου ανθρώπων, του σύγχρονου δουλεμπορίου (τράφικινγκ). Οικονομικοί μετανάστες από χώρες του τρίτου κόσμου ή του πρώην ανατολικού μπλοκ πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης από τις κάθε λογής εκφάνσεις του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος: «Στον κάτω όροφο κρατούν τις μεταμοσχεύσεις. Έτσι λένε τα παιδιά που φέρνουν για λίγες μέρες, μέχρι να τους αφαιρέσουν τα όργανα που χρειάζονται και ύστερα να τα πουλήσουν – και τα παιδιά και τα όργανα. Τα διοχετεύουν στην Ευρώπη. Στον επάνω όροφο κρατούν όσους και όσες εκδίδουν. Πολλά λεφτά. Πολύς κόσμος. Μεγάλη ζήτηση. Πολύ εμπόρευμα» (σ. 77). Οι διαστάσεις που έχει πάρει το φαινόμενο κατά τα τελευταία 30-40 χρόνια είναι τερατώδεις: «Παιδιά, όργανα, γυναίκες, άντρες… Ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σου. Είναι πολύ μεγάλος ο τζίρος. Μεγαλύτερος και από το εμπόριο ναρκωτικών» (σ. 175).
Το «σπάσιμο» που δίνει και τον τίτλο στο μυθιστόρημα αναφέρεται στην συστηματική και μελετημένη κακοποίηση των γυναικών για να καμφθούν οι αντιστάσεις τους: «Κακοποιούσαν την καθεμιά τους επανειλημμένα για τρεις μέρες στη σειρά. […] Σπάσιμο το λένε οι νταήδες αυτό στην αργκό τους» (σ. 69). Η διαδικασία του τριήμερου βασανισμού (ξύλο μετά βιασμών) επαναλαμβάνεται εφόσον χρειαστεί, μέχρι να επιτευχθεί η απόλυτη εκμηδένιση του θύματος: «Την έδειρε χωρίς λύπηση αλλά με προσοχή, να μην κάνει μεγάλη ζημιά. Τα λεφτά που έδωσαν είναι αρκετά για να μένουν ζημιές στο εμπόρευμα» (σ. 53). Η λέξη «εμπόρευμα» επανέρχεται διαρκώς στο κείμενο, γιατί αυτό ακριβώς είναι για τους διακινητές και τους εκμεταλλευτές τα θύματα του τράφικινγκ: εμπορεύματα με ανταλλακτική αξία. Δεν έχουν, φαίνεται, το περιθώριο να τα αντιμετωπίσουν ως ανθρώπους, ως άτομα, γιατί τότε αποκτούν υπόσταση και αυτό ίσως δεν το αντέχει ούτε η υπνώτουσσα συνείδηση ακόμα και των πιο πωρωμένων εγκληματιών. Όπως λέει και ένας κυνικός οικονομικός παράγοντας της πόλης (τοκογλύφος), ο Δημητριάδης: «Ο βιαστής δεν πρέπει να έχει κανένα πρόβλημα συνείδησης. Πρέπει να μη φοβάται να κάνει αυτό που θέλει και να καθυποτάσσει έτσι το θύμα του. Είναι παράνομος ο βιασμός, ναι, αλλά δεν είναι απαραίτητα κακός» (σ. 201). Συνεπώς, ο στόχος είναι ο απανθρωπισμός των θυμάτων – για χάρη της ψυχικής απάθειας των θυτών.
Η δομή στο Σπάσιμο δεν είναι καινοφανής: τριτοπρόσωπος παντεπόπτης αφηγητής, χρόνος ενεστώτας, 56 μικρά κεφάλαια. Γραμμική ανέλιξη· πραγματικός χρόνος το 2018, με λίγες αναδρομές στο 2008 (και αρκετές εμβόλιμες αναδρομές στο παρελθόν κάποιων χαρακτήρων). Τόπος των συγχρονικών εξελίξεων, η Θεσσαλονίκη και η Χαλκιδική· των αναδρομών, αναλόγως: η Ουκρανία, η Κωνσταντινούπολη, η Αθήνα.
Αν έλεγα ότι κεντρικός χαρακτήρας είναι ο αστυνόμος Άλκης Απτόσογλου (τρίτη εμφάνιση στα ισάριθμα μυθιστορήματα του συγγραφέα), θα αδικούσα κάποιους άλλους, εξίσου σημαντικούς: την Τάνια, μια Ουκρανή που έχει ήδη πέσει θύμα του τράφικινγκ αλλά έχει καταφέρει να γλιτώσει σε πρώτη φάση, η οποία έρχεται στη Θεσσαλονίκη για να βρει τη δεκάχρονη κόρη της που έχει πουληθεί σε εμπόρους στην Ουκρανία όσο εκείνη έλειπε στο εξωτερικό, μπλεγμένη σε ένα κύκλωμα εξαναγκαστικής πορνείας· την υπαστυνόμο Αντιγόνη Δημητρίου και την αστυνόμο Δήμητρα Λιόλιου, υφιστάμενη και προϊστάμενη του Απτόσογλου αντιστοίχως. Και φυσικά τους πολλούς και διάφορους εγκληματίες, κάποιοι από τους οποίους (οι γυναίκες, κυρίως: η Εύα Αλεξάνδρου, θύμα του τράφικινγκ και η ίδια στο παρελθόν, και η Ελένη Αστερίου, ο εγκέφαλος της σπείρας, υποτίθεται) είναι ενδιαφέροντες, ακόμα και μέσα στους στερεοτυπικούς περιορισμούς τους, όπως ο βρόμικος δικηγόρος Αστερίου, ο σκοτεινός δημοσιογράφος Παύλος, ο επαγγελματίας βιαστής και κακοποιητής γυναικών Αρμάντο Λέκκα.
Η Τάνια είναι μία τραγική ηρωίδα. Ξαναμπαίνει οικειοθελώς στην κόλαση, όντας προετοιμασμένη για τα χειρότερα σε ό,τι αφορά την τύχη της κόρης της: «[Η Τάνια] ήξερε τι γινόταν με τα παιδιά. Εμπόριο. Υιοθεσίες. Θάνατοι. Αφαίρεση οργάνων. Αζήτητα παιδιά. Ασυνόδευτα. Άγνωστοι γονείς. Ένα εμπόριο σαρκός με πολλά λεφτά και λίγους κερδισμένους. Στο κέντρο όλων αυτών, η πελατεία. Όσοι υπάρχουν πελάτες τόσο το εμπόριο θα ανθεί. Δεν εξημερώνεται ο άνθρωπος. Θέλει κι άλλο κι άλλο. Θέλει να απολαύσει. Να αποκτήσει. Να κυριαρχήσει. Να κατακτήσει. Να λύσει το πρόβλημά του σε βάρος των άλλων» (σ. 113). Η ιστορία της δεν είναι πρωτότυπη και ο συγγραφέας το γνωρίζει αυτό· στόχος του δεν είναι να αφηγηθεί μία νοσηρή τραγωδία, αλλά μέσα από αυτήν να μιλήσει για το τράφικινγκ. Συνεπώς, η Τάνια είναι ένας εμβληματικός χαρακτήρας, ένα δείγμα αναφοράς, όχι μία μελέτη περίπτωσης. Το ρίσκο εδώ είναι να ξεφύγει ο συγγραφέας προς τον διδακτισμό. Όμως όχι· καταφέρνει και ισορροπεί ανάμεσα στη καταγγελία και την καθαρή λογοτεχνία, γεγονός οπωσδήποτε αξιέπαινο.
Λογοτεχνία ειδικού σκοπού, λοιπόν. Και αξίζει τον κόπο, γιατί έτσι ο Παπαναστασίου βρίσκει την ευκαιρία να πει μερικές πικρές αλήθειες που πρέπει να ακούγονται συχνότερα και σε υψηλούς τόνους. Για παράδειγμα, ένα τέτοιων ανεξέλεγκτων διαστάσεων φαινόμενο δεν μπορεί παρά να έχει την κάλυψη (και την ενεργή στήριξη, κατά περίπτωση) των θεσμικών αρχών: «Ταυτόχρονα, έχουν και τους δικούς τους τρόπους στους δικαστές, στους δικηγόρους, στους γιατρούς, στην εφορία, παντού, ώστε να μπορούν να καλύπτουν τα ίχνη τους και να καθυστερούν όσες υποθέσεις έφταναν στα δικαστήρια» (σ. 257) και «[Ο Παύλος] γνώριζε πολλά για τον ρόλο του [δικηγόρου και πολιτευτή] Αστερίου σε όλ’ αυτά, για τις διασυνδέσεις του σε όλα τα κόμματα, σε όλες τις υπηρεσίες, με δικηγόρους και γιατρούς που υποστήριζαν κάθε βήμα, αποκαθιστούσαν κάθε αστοχία, κι έναν στρατό από μπράβους και σωματοφύλακες και νταβατζήδες που διακινούν και προστατεύουν τα εμπορεύματα» (σ. 194). Καθοριστικός και ο ρόλος των διωκτικών αρχών: «Πολλοί ήταν αυτοί [οι αστυνομικοί] που ήξεραν τι συμβαίνει, κάποιοι έπαιρναν μέρος, ήταν συμμέτοχοι με απολαβές, αρκετοί δεν ήθελαν να ξέρουν και οι πιο πολλοί ήξεραν και δεν μιλούσαν. Οι σιωπηλοί μάρτυρες. Αυτοί που είναι πάντα η κρίσιμη μάζα. Αυτοί που επιτρέπουν τα πράγματα να συμβαίνουν» (σ. 263).
Αυτές δεν είναι θεωρίες συνωμοσίας, είναι γεγονότα. Οι λόγοι, τώρα, που τα οργανωμένα κυκλώματα του τράφικινγκ έχουν αφεθεί να δρουν περίπου ανενόχλητα πρέπει να αναζητηθούν σε εμάς τους ίδιους, στους σιωπηλούς μάρτυρες, που αφήνουμε τα πράγματα να συμβαίνουν. Ακόμα και αν δεν έχουμε ίδια εμπειρία, όλοι ξέρουμε κάποιους που πληρώνουν για σεξουαλικές υπηρεσίες αλλοδαπών. Το πλέον ανατριχιαστικό στην υπόθεση είναι ότι τη διαστροφή τους αυτοί οι άνθρωποι την εκλογικεύουν και τη φέρνουν στα μέτρα μιας δικής τους, άρρωστης κανονικότητας. Ένας πελάτης της Τάνιας παραδέχεται χαλαρά ότι «[τ]ου αρέσουν πολύ τα μικρά» [δεκαπέντε χρονών και κάτω: «Τα παιδιά ή τα πηγαίνουν για τα φανάρια ή τα δίνουν για υιοθεσίες. Αλλιώς παίρνουν κάποιο όργανό τους ή τα διοχετεύουν σε κυκλώματα παιδεραστών που έχουν να πληρώσουν. Είναι καλά λεφτά τα μικρά. Αφήνουν μεγάλο κέρδος» (σ. 148)] και όταν η Τάνια τον ρωτάει «“Δεν ντρέπεσαι;” Ο άλλος αρχίζει να γελάει. Όχι δεν ντρέπεται. Γιατί να ντραπεί. Δεν κάνει και τίποτα κακό» (σ. 146). Αυτό είναι το πρόσωπο του τέρατος που έλεγε ο Χατζιδάκις· αν δεν το φοβόμαστε πια είναι γιατί ήδη του μοιάζουμε.
Κατά βάθος, ξέρουμε ότι αποκλείεται όλοι αυτοί οι εξαθλιωμένοι άνθρωποι να έχουν επιλέξει οικειοθελώς να προσφέρουν τις υπηρεσίες που υπονοούν τα αστεία τύπου «Προσεχώς Βουλγάρες»· ξέρουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με τις αστοχίες ενός διεστραμμένου επαγγελματικού προσανατολισμού. Ξέρουμε! Και τι κάνουμε; Είτε αδιαφορούμε είτε εκμεταλλευόμαστε τη συγκυρία για να υλοποιήσουμε άρρωστες φαντασιώσεις. Και οι δύο συνθήκες είναι επονείδιστες. Αυτό είναι το μήνυμα στο Σπάσιμο, σαφές και ηχηρό: «Όσο υπάρχει ζήτηση, [οι δυσκολίες] θα ξεπερνιούνται και θα συνεχίζεται η διακίνηση εμπορευμάτων» (σ. 89). Η ζήτηση προηγείται της προσφοράς: αρχή με διαχρονική ισχύ. Αυτό πρέπει να το έχουμε υπόψη μας συλλογικά, ως κοινωνία, όταν κρύβουμε κάτω από το χαλί προβλήματα όπως το τράφικινγκ, επειδή τάχα αφορούν περιθωριακούς και διαταραγμένες προσωπικότητες.
Δεν κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ λεπτομερώς στην πλοκή. Άλλωστε, δεν θα είχα και πολλά να πω: όπως λέει και ο Απτόσογλου στη Δημητρίου, «Η ίδια η υπόθεση είναι απλή» (σ. 217), για να το επαναλάβει και στη Λιόλιου αμέσως μετά: «Απλή είναι η υπόθεση» (σ. 219). Η ουσία είναι ότι το δουλεμπόριο οργιάζει κάτω από τη μύτη μας. Ο Παπαναστασίου καθόλου δεν υπερβάλλει· κρίνοντας από την ειδησεογραφία των ημερών μας, η πραγματικότητα είναι εν προκειμένω μάλλον πιο σκληρή από τη μυθοπλαστική της αποτύπωση. Ο συγγραφέας έχει κάνει ενδελεχή έρευνα, τόσο για τα πραγματολογικά, όσο και για την ψυχολογική κατάσταση των θυμάτων. Για παράδειγμα, είναι εξαιρετική η καταγραφή της διακύμανσης των συναισθημάτων της Τάνιας, η χαρτογράφηση του ψυχισμού της από την αποφασιστικότητα στην απάθεια και την παθητικότητα, από την οργή στην απόγνωση και την παραίτηση. Ο χαρακτήρας της Τάνιας είναι, νομίζω, ο περισσότερο δουλεμένος στο Σπάσιμο – και δικαίως.
Ο Παπαναστασίου, έχοντας προφανώς μελετήσει σε βάθος σχετικές υποθέσεις κατά τη διάρκεια της έρευνάς του, αδυνατεί να αποστασιοποιηθεί: γράφει οργισμένος. Κατανοητό: δεν κατάφερε να μείνει αδιάφορος μπροστά σε τέτοιο υλικό. Το καλό είναι ότι δεν ξεπέφτει σε μελοδραματισμούς, δεν εκβιάζει το συναίσθημα. Δύο φορές πήγε να του ξεφύγει η κατάσταση, αλλά συγκρατήθηκε. Στην πρώτη, εκεί που η Δήμητρα προσπαθώντας να εξηγήσει στον Άλκη και την Αντιγόνη τους λόγους για τους οποίους αναγκάστηκε να χρηματιστεί και να γίνει επίορκη, αφηγείται τη λυπητερή της ιστορία (βλ. σσ. 252-254), οι άλλοι δύο, που έχουν πίσω τους εξίσου λυπητερές ιστορίες, αρκούνται να πουν με ένα στόμα «Ξέρω» (σ. 254). Στη δεύτερη περίπτωση, δημιουργείται προς στιγμήν η εντύπωση, μέσω προοικονομίας, ότι η Ζόρια, η χαμένη κόρη της Τάνιας, και η Ιοκάστη, η υιοθετημένη κόρη των Αστερίου, είναι το ίδιο πρόσωπο, αλλά τελικά μαθαίνουμε ότι δεν είναι· ευτυχώς, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα γινόταν της σαπουνόπερας.
Παρ’ όλα αυτά, η οργή δεν αφήνει τον συγγραφέα να φτάσει σε βάθος, όσον αφορά την αποκτήνωση χαρακτήρων όπως ο Αρμάντο, η Εύα, ή η ακόμα πιο περίπλοκη περίπτωση της Ελένης Αστερίου, η οποία έμεινε εν πολλοίς ανεκμετάλλευτη. Παραθέτω ένα απόσπασμα από τη συνάντηση της Ελένης με την Τάνια, όπου το καίριο σχόλιο του αφηγητή ενισχύει την άποψη ότι το μυθιστόρημα θα κέρδιζε αν κινούνταν συνειδητά προς αυτή την κατεύθυνση: «Αυτή η αντίθεση, αυτή η πρόστυχη σύγκριση της αθλιότητας στην οποία βρίσκεται η Τάνια με την κομψότητα και την ομορφιά της κυρίας απέναντί της, έρχεται από πολύ μακριά. Έρχεται από τα βασανιστήρια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί, όταν τα θύματα εκμηδενίζονταν, στερούμενα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και υπόσταση, ενώ οι φύλακές τους ζούσαν μια φυσιολογική ζωή, κάτι που δημιουργούσε ένα απέραντο χάσμα μεταξύ τους» (σ. 151) Έχοντας επιλέξει να μείνει στο πλευρό των Καλών, χάνει την ευκαιρία να χαρτογραφήσει λεπτομερώς (όσο αυτό είναι εφικτό στο πλαίσιο της μυθοπλασίας, εννοείται) τους Κακούς. Ευτυχώς, οι Καλοί του δεν είναι αμιγώς καλοί: ο ένας είναι δολοφόνος (αυτοδικία και σε προηγούμενη υπόθεση, αλλά και πάλι), η άλλη λαδώνεται από το κύκλωμα των μαστροπών. Στην αντιπέρα όχθη, οι Κακοί είναι απολύτως κακοί – και μάλλον έτσι είναι και στη ζωή τα πράγματα. Εντούτοις, τα αξιακά αναχώματα, οσοδήποτε δικαιολογημένα, δεν βοηθούν στην κατανόηση των χαρακτήρων ένθεν κακείθεν.
Το ύφος του Παπαναστασίου, παρότι λιτό, έχει λογοτεχνικές αξιώσεις. Δείγμα: «Κάθε σταγόνα κάνει τον ίδιο ήχο. Κάθε ήχος είναι καρφί στο στήθος. Το σπίτι είναι παλιό. Και τρίζει. Βογκούν τα σπίτια. Ειδικά τα παλιά. Κουβαλούν τις αναμνήσεις όσων έζησαν εκεί, τους καημούς, τα βάσανα, τη χαρά, τη νοσταλγία, το τέλος. Βογκούν τα σπίτια σαν αδιάψευστοι μάρτυρες της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και της νοσταλγίας όσων δεν έγιναν. Σέρνουν υπόγεια μια μόνιμη μελαγχολία. Τα παλιά σπίτια, τα ξύλινα, βογκούν» (σ. 75). Η ατμόσφαιρα μιας άνομης, δυσοίωνης Θεσσαλονίκης, καθηλωτική. Ο ρυθμός, λειτουργικός (και δεν ήταν εύκολο αυτό, με τόσες εμβόλιμες αναδρομές). Απουσιάζουν οι αμετροέπειες, οι φιοριτούρες, οι περιττές περιγραφές, οι α-νοησίες. Η γραφή του Παπαναστασίου πάει σαφώς πέρα από τη στεγνή εξιστόρηση μιας αστυνομικής υπόθεσης. Το ερώτημα (που πρέπει να απαντήσει ο ίδιος στον εαυτό του) είναι αν πιστεύει ότι ξανοίγεται όσο του επιτρέπει το είδος ή αν μέχρι εκεί φτάνουν οι δυνατότητές του. Γιατί το είδος επιτρέπει πολλά περισσότερα.
Ένα δίλημμα που αντιμετωπίζει ο συγγραφέας που έχει μπροστά του ένα εξ ορισμού στενάχωρο θέμα, όπως το οργανωμένο έγκλημα εμπορίας ανθρώπων, είναι αν θα πει τα πράγματα με το όνομά τους ή όχι. Ο Παπαναστασίου έχει αποφασίσει πως όχι. Δεν χυδαιολογεί ποτέ και για κανέναν λόγο. Περιγράφει αμέτρητους βιασμούς και ξυλοδαρμούς, και παραθέτει διαλόγους ανάμεσα σε περιθωριακά στοιχεία χωρίς ποτέ να γίνεται αγοραίος. Η συνθήκη ακούγεται κάπως αφύσικη και τεχνητά αποστειρωμένη, αλλά είναι σαφές ότι δεν επιθυμεί να καταγράψει αυτή την πλευρά της πραγματικότητας. Κατά τη γνώμη μου, ορθώς πράττει: δεν προσθέτουν κάτι σημαντικό οι σαφείς περιγραφές και οι πιστοί διάλογοι σε καταστάσεις που είναι από μόνες τους υπέρ το δέον σκληρές. Ο αναγνώστης αισθάνεται ήδη αποτροπιασμό από όλα αυτά που συμβαίνουν, συνεπώς δεν υπάρχει λόγος να βομβαρδίζεται και λεκτικά. Υπάρχουν ασφαλώς τρόποι να ενταχθεί ομαλά ο «βάρβαρος» ρεαλισμός σε μια τέτοια υπόθεση, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι ο συγγραφέας (και δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση – το αναφέρω γιατί έχει τη σημασία του εδώ) επέλεξε έναν πιο βατό δρόμο· σεβαστή η επιλογή του.
Συνολικά, ο Παπαναστασίου ελέγχει εξαιρετικά το υλικό του. Η πλοκή δεν έχει τρύπες. Έχοντας σωστά επιλέξει να εστιάσει σε λίγους, πειστικούς και καλά ανεπτυγμένους χαρακτήρες, καταφέρνει μέσα σε λιγότερες από 300 σελίδες (ιδανικό το μέγεθος) να πει μια ιστορία, τηρώντας όλους τους κανόνες του είδους. Εδώ πρέπει να ειπωθεί ότι το Σπάσιμο δεν είναι ούτε τυπικό procedural ούτε whodunit (και, δυστυχώς, ούτε whydunit): ξέρουμε ευθύς εξαρχής τους ενόχους· το ζητούμενο, σε πρώτο επίπεδο, είναι να βρει η Τάνια την κόρη της, και σε δεύτερο (και σημαντικότερο), να επέλθει μια κάποια κάθαρση. Αν έπρεπε οπωσδήποτε να το χαρακτηρίσω με δύο λέξεις, θα έλεγα ότι πρόκειται για αστυνομικό θρίλερ. Το θέμα του, όπως ήδη έχω αναφέρει, είναι συνταρακτικό – συνεπώς, το Σπάσιμο είναι, εκτός από αξιανάγνωστο, και χρήσιμο: όσες φορές και να εξιστορηθούν τα αίσχη του τράφικινγκ, λίγες θα είναι.
Τούτων (των θετικών και ελπιδοφόρων) λεχθέντων, το Σπάσιμο θα ήταν ένα εξαιρετικό δείγμα κοινωνικοπολιτικού αστυνομικού, έστω και του είδους που αποκαλώ «λογοτεχνία συγκυριακής ευαισθητοποίησης». Θα ήταν – αλλά δεν είναι. Κι αυτό γιατί ο συγγραφέας του δεν πρόσεξε κάποιες λεπτομέρειες, στις οποίες θα αναφερθώ στη συνέχεια.
Κατ’ αρχάς, και ο Παναναστασίου χρησιμοποιεί το γνωστό σκανδιναβικό κόλπο με ένα εντυπωσιοθηρικό πρώτο κεφάλαιο (σχήμα πρωθύστερο), χωρίς αναφορά σε χρόνο, τόπο και ονόματα. Η σκηνή θα επαναληφθεί (με άλλα λόγια) στο τέλος, στη σκηνή της οιονεί κάθαρσης – και μόνο τότε θα αποκτήσει νόημα. Αδυνατώ να κατανοήσω την εμμονή πολλών συγγραφέων σε αυτό το ξεπερασμένο τέχνασμα. Δεν προσφέρει απολύτως τίποτα σε ένα μυθιστόρημα· αντιθέτως, δημιουργεί απορίες άνευ λόγου. Ποιος ξαναγυρίζει στην αρχή ενός αστυνομικού, αφού το έχει διαβάσει, για να λύσει τυχόν απορίες που του έχουν δημιουργηθεί αναίτια; Υπό φυσιολογικές συνθήκες, ουδείς.
Κατά δεύτερον, υπάρχουν πολλές αναφορές στο προηγούμενο μυθιστόρημα με τον ίδιο ήρωα (Η σιωπή δεν σε κρατά ζωντανό, Μεταίχμιο: 2021). Αυτή η πρακτική συνηθίζεται στις σειρές μυθιστορημάτων, αλλά ο τρόπος που πρέπει να την εφαρμόζει κανείς υπακούει σε κάποιους κανόνες. Από τη στιγμή που ο αναγνώστης δεν είναι υποχρεωμένος να έχει διαβάσει όλα τα μυθιστορήματα μιας σειράς (και μάλιστα σε χρονική αλληλουχία), οφείλει ο συγγραφέας είτε να μην αναφέρεται καθόλου στα προηγούμενα είτε να αναφέρεται αρκετά διεξοδικά, εξηγώντας τα βασικά, για να μην μένουν απορίες στον αναγνώστη. Κανόνας: Κάθε μυθιστόρημα της οποιασδήποτε σειράς πρέπει να είναι γραμμένο έτσι, ώστε να είναι απρόσκοπτη η αυτόνομη ανάγνωσή του.
Το τρίτο αρνητικό σημείο στο οποίο θα σταθώ είναι αμφιλεγόμενο, υπό την έννοια ότι θα υπάρξουν αναγνώστες που θα διαφωνήσουν μαζί μου. Έχει να κάνει με την αυτοδικία. Ο Απτόσογλου είναι, ως φαίνεται, παθολογικά επιρρεπής στους «εύλογους» φόνους, ένας αυτόκλητος τιμωρός, ένας ένστολος part-time-vigilante απ’ αυτούς που αρέσουν στο Χόλιγουντ: «Η επιθυμία να σκοτώσει κρυφοκοιτάζει σε μια γωνία του μυαλού του» (σ. 63). Τόσο στο προηγούμενο μυθιστόρημα, όσο και στο Σπάσιμο, ο Απτόσογλου την κρίσιμη στιγμή αποφασίζει να πάρει τον νόμο στα χέρια του: εξηγώντας στη Λιόλιου το σχέδιο της «τελικής λύσης», «να τους καθαρίσουμε» λέει και της χαμογελάει» (σ. 259). Αυτό σημαίνει ότι εδώ έχουμε ένα πρότυπο, ένα εξακολουθητικό μοτίβο: ο αστυνόμος-εκδικητής. Αντιλαμβάνομαι ότι η εποχή προσφέρεται για κάθε είδους «εκδικήσεις ατομικής πρωτοβουλίας», αλλά στέκω πάγια απέναντι στην ιδέα κατ’ αρχήν. Η αυτοδικία δεν είναι ποτέ λύση, αλλά πάντα μέρος του προβλήματος. «Ακόμα και στη μυθοπλασία;» ακούω τον αντίλογο. Ναι, ακόμα και στη μυθοπλασία! Ειδικά στο είδος εκείνο της μυθοπλασίας που πατάει και με τα δύο πόδια στην πραγματικότητα.
Τέλος, το καθοριστικό στοιχείο που με αποτρέπει από το να πω ότι το Σπάσιμο είναι ένα άρτιο ελληνικό αστυνομικό είναι το τέλος του. Αναφέρομαι στα τελευταία έξι κεφάλαια. Ο ένας λόγος είναι ότι εκεί οργανώνεται η αυτοδικία, στην οποία ήδη αναφέρθηκα – αλλά υπάρχουν και άλλοι, δυστυχώς. Ο σοβαρότερος καταγράφεται στη σελ. 278: είναι απαράδεκτη για αστυνομικό η ανατροπή που έχει επινοήσει ο συγγραφέας για την κατάσταση του ήρωα (δεν μπορώ να πω περισσότερα χωρίς να κάνω σπόιλερ). Ο αναγνώστης αισθάνεται εξαπατημένος, έστω και από το περιεχόμενο μίας και μόνης σελίδας. Και το χειρότερο: δεν υπάρχει απολύτως κανένας (εμφανής) λόγος γι’ αυτή την άκομψη ντρίπλα. Γενικότερα, από την άσχημα στημένη και καθόλου πειστική σκηνή με το πιστολίδι στη σελ. 275 και μετά, ο Παπαναστασίου τα κάνει όλα λάθος. Όλη αυτή η (μη) κάθαρση είναι προβληματική.
Και η αποφόρτιση του τελευταίου κεφαλαίου περιέχει μία εντελώς απίστευτη εξέλιξη: ο δικηγόρος Γιάννης Αστερίου, του οποίου η σύζυγος Ελένη έχει εξαφανιστεί και φυγοδικεί για σωρεία εγκλημάτων, κατεβαίνει υποψήφιος στις επερχόμενες εκλογές με μεγάλες πιθανότητες να εκλεγεί. Η εξέλιξη έχει βέβαια προοικονομηθεί [«Προμήθευε με ό,τι ήθελαν τα στελέχη του κόμματος – και όχι μόνο αυτά. Νεαρές συνοδούς, παιδιά, ανήλικα, ξέφρενα πάρτι και ό,τι άλλο τραβούσε η ψυχή τους. Και βέβαια τους είχε στο χέρι. Κρατούσε αρχεία, βίντεο, φωτογραφίες για όλους» (σσ. 110-111).], αλλά ακόμα κι έτσι είναι απλώς αδιανόητη (ακόμα και για την Ελλάδα). Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω τι ήθελε να κάνει εδώ ο Παπαναστασίου. Μέχρι λίγο πριν από το τέλος, διαβάζουμε ένα τίμιο μυθιστόρημα όπου ο συγγραφέας προσπαθεί να καταδείξει τις παθογένειες του συστήματος με αφορμή το τράφικινγκ – και ξαφνικά αποφασίζει να θυσιάσει την αληθοφάνεια που με τόσο κόπο είχε χτίσει, για χάρη μιας αχρείαστης υπερβολής στην προτελευταία σελίδα. Κρίμα.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, σε μια εκδήλωση όπου ο Αστερίου θα ανακοινώσει επίσημα την υποψηφιότητά του, όταν σηκώνεται για να απευθυνθεί στους παρευρισκόμενους προβάλλονται σε οθόνη πίσω του εικόνες του ίδιου του φερέλπιδος πολιτευτή να «κακοποιεί ένα μικρό παιδί» (σ. 279), γεγονός που φυσικά θα σημάνει την πολιτική καταστροφή του. Ωστόσο, η ζημιά έχει ήδη γίνει: έχει χαθεί η αξιοπιστία του μυθιστορήματος. Χώρια που, αν και δεν μπορώ να το αποδείξω, έχω την εντύπωση ότι αυτή την τελευταία σκηνή ο συγγραφέας την έγραψε έχοντας κατά νου πόσο εντυπωσιακή θα έδειχνε σε μία ενδεχόμενη τηλεοπτική διασκευή. Θεμιτές είναι αυτές οι φιλοδοξίες, αλλά ποτέ σε βάρος του πρωτογενούς μέσου (κι αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το σκεφτούν καλύτερα πολλοί συγγραφείς μας).
Συνολικά, το Σπάσιμο του Τάσου Παπαναστασίου είναι ένα καλό σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό αστυνομικό μυθιστόρημα, αξιανάγνωστο και χρήσιμο. Το κύκλωμα της εμπορίας ανθρώπων περιγράφεται με ενάργεια και αληθοφάνεια, όπως και ο βρόμικος ρόλος (υπολογίσιμου μέρους) του θεσμικού κράτους στη διευκόλυνση και κάλυψη των διακινητών και εκμεταλλευτών (και πελατών). Η ιστορία της Τάνιας (ως ενδεικτική αναρίθμητων ανθρώπων που έχουν περάσει στην κόλαση εν ζωή) άξιζε να ειπωθεί – και ο συγγραφέας που την επινόησε την αφηγήθηκε σχεδόν άψογα. Σχεδόν όμως – γιατί οι αστοχίες προς το τέλος μειώνουν τον αντίκτυπο, απορροφώντας εν μέρει το οδυνηρό ξάφνιασμα και τους θεμιτούς κραδασμούς αφύπνισης που δικαιολογημένα προκαλεί το ίδιο το θέμα και η πραγμάτευσή του.
— Τάσος Παπαναστασίου, Το σπάσιμο, Μεταίχμιο: 2023, σελίδες: 282, ISBN: 978-618-03-3608-5, τιμή: €15,50.