Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
«Ηθο-γράφημα»

Ο Θωμάς Ψύρρας (Τύρναβος, 1954) κατηγοριοποιεί το βιβλίο του ως «ηθο-γράφημα» και όχι «μυθιστόρημα». Εικάζω ότι η επιλογή ενέχει και μια δόση ειρωνείας. Αν η ηθογραφία «[...] είναι ένα φαινόμενο καθαρά ελληνικό», αν η ηθογραφία «[...] είναι η ελληνική εκδοχή του ρεαλισμού και, ως ένα βαθμό, του νατουραλισμού», τότε, το παρόν «ηθο-γράφημα» αποτυπώνει, τρόπον τινά εξ ορισμού, μια καταστατική συνθήκη της ελληνικής πραγματικότητας: τη διαπλοκή. Για να το πω απλά: ο Ψύρρας κατασκευάζει έναν μύθο στον οποίο το παραδικαστικό, οι καταπατήσεις γης, οι αποχαρακτηρισμοί δασικών εκτάσεων, τα αυθαίρετα, η δωροδοκία, το πελατειακό κράτος και κάθε έκφανση διαπλοκής δεν συνιστούν μόνο ίδιον της Ελλάδας αλλά είναι και οι αληθινοί πρωταγωνιστές του βιβλίου, που, όπως θα εξηγήσω, καταληστεύουν, τουλάχιστον από τον ήρωά του, ακόμη και την ίδια την υπαρξιακή του διάσταση. Ο ήρωας, Αθανάσιος Μαντέλας, καταντάει άθυρμα της διαπλοκής.   

Το κείμενο, μέσα από το λαϊκό ιδίωμα που εκφράζεται ο ήρωας, υπογραμμίζει την αμεσότητα μιας κομβικής αντίστιξης ανάμεσα σε μια ζωή άρρηκτα δεμένη με τη φύση και στη θέση του «εκσυγχρονισμού», όπως τουλάχιστον έλαβε χώρα στην Ελλάδα στα τέλη του 20ου και τις αρχές του 21ου αιώνα. Η γλώσσα του ήρωα δεν είναι απλώς η λαϊκή γλώσσα ενός «αγράμματου» που ουκ ολίγες φορές λοιδορείται από δικηγόρους, δικαστές και λοιπούς παρατρεχάμενους στα πέριξ της εξουσίας. Είναι η γλώσσα ενός σχεδόν προνεωτερικού ανθρώπου που έχει μάθει να ζει από τη γη. «Μια ζωή ολάκερη στη δουλειά σκυμμένος, διπλωμένος σαν τον σουγιά στο χωράφι, να σκαλίζω, να τσαπίζω, να ποτίζω. Σκυμμένος να μη βλέπεις ουρανό. Κι όταν λέμε “δουλειά”, να καταλαβαίνεις. Ξεκώλωμα από τη χαραή ως τη μαύρη νύχτα. Να πέφτεις στο γιατάκι και να μη σφαλνάει το μάτι από τη μαύρη κούραση. Πενήντα πέντε χρόνους χωρίς ανάπαψη, δίχως σταματημό» (σ. 26). Ο Ψύρρας “μεταγράφει” το βιβλίο από το μπλογκ ενός δημοσιογράφου που είχε παρουσιάσει σε συνέχειες τη συνέντευξη του Μαντέλα. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση διανθίζεται, περίτεχνα, με ένα εύρημα του συγγραφέα, με μία επιπλέον διάσταση: σε διάφορα σημεία, ειδικά όταν ο Μαντέλας εκφράζει σεξιστικές απόψεις για γυναίκες, ο συγγραφέας “παρεμβαίνει” με τη μορφή υποσημειώσεων που υποτίθεται ότι συνιστούν σχόλια στο μπλογκ του δημοσιογράφου. Η συγκεκριμένη κίνηση προσφέρει τον απαραίτητο αντίλογο στην καθόλα ρεαλιστική απεικόνιση του ήρωα αλλά αποτελεί και μέσο σχολιασμού της πολιτικής επικαιρότητας της εποχής. Αναφέρω ενδεικτικά: «Δικαστής ήταν μια γυναίκα, μια ξανθιά μαραζωμένη, απ’ αυτές που σ’χαίνεσαι να της κατεβάσεις το βρακί» (σσ. 126-127) όπου διαβάζουμε στην υποσημείωση/σχόλιο της χρήστριας «Jenny»: «Δεν αντέχεται αυτός ο σεξισμός. Προηγουμένως ο κυρ Θανάσης έκανε σχόλιο ότι μια μικρόσωμη γυναίκα αδυνατεί να φέρει εις πέρας οποιαδήποτε “αντρική” δουλειά. Τώρα μας μιλάει για το “βρακί”. Ντροπή!» (σ. 127). Παρατηρήστε πώς οι δηλώσεις του Μαντέλα συνάδουν και με άλλες “οπισθοδρομικές” απόψεις του, που όμως αποτελούν απαραίτητα συστατικά της κατασκευής του χαρακτήρα του: «Η καλή γυναίκα κάνει το καλό το σπιτικό κι ο άντρας που ξέρει τι βαστά το σπίτι του έχει χρέος να σέβεται την κρίση της για να περνούν καλά και να προκόβουν. Πίσω από κάθε νοικοκύρη κρύβεται μια κυρά νοικοκυρά» (σ. 39). 

Ο Μαντέλας θα βρεθεί στη δίνη ενός δικαστικού Γολγοθά όταν μαθαίνει ότι το εξοχικό που είχε αγοράσει είναι χτισμένο σε δασική έκταση και αρχαιολογικό χώρο. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν συνειδητοποιεί ότι η απόπειρα να ξεσκεπάσει την κομπίνα του κατασκευαστή θα βγάλει αυθαίρετο και το δικό του σπίτι. «Κατάλαβα ότι έμπλεξα για τα καλά. Κι έπρεπε να αποφασίσω. Να κοιτάξω την πάρτη μου και να τον κυνηγήσω μπας και σταματήσει την οικοδομή που μ' έκοβε το αγνάντι ή να μπω στο βάσανο να τρέχω μπας και γλιτώσει ο τόπος;» (σ. 90). Η ηθική ακεραιότητά του όμως δεν του αφήνει περιθώρια: «Εκεί απάνου που πήρε να θολώσει το μυαλό, εκεί και ξαστέρωσε και είδα την αλήθεια καθαρή και ωραία. Ξεπάτωσε εξήντα τέσσερις βαλανιδιές. Ήταν σα να είχε σκοτώσει εξήντα τέσσερις ζωές. Κι η φύση η άλαλη δε μπορούσε να βρει το δίκιο της και να ζητήσει τα δικαιώματά της. Εγώ όλη μου τη ζωή πορεύτηκα με ένα πράμα: Όποιος χαλνάει τη φύση γένεται άδικος και κακός. Το δίκιο της δεν χωράει στο “δικό μου” και το “δικό σου”. Το δίκιο της δεν έχει ¨μου” και “σου”. Το δίκιο της είναι από μόνο του, γιατί αλλιώς αλίμονό μας. Ο κόσμος θα γενεί χαβούζα, βόθρος, να πετάει ο καθένας ό,τι σάπιο κουβανεί, ό,τι απόπλυμα έχει. Και άντε εμείς ζήσαμε, όσο ζήσαμε, αλλά τι κόσμο θα παραδώσουμε; Πώς να κλείσεις τα μάτια σου και ν’ αφήσεις πίσω σου ένα τέτοιο κόσμο;» (σ. 85).

Το δικαστικό αδιέξοδο του Μαντέλα όμως ουδέποτε καθίσταται «καφκικό», και αυτό, όπως θα εξηγήσω, έχει μεγάλη σημασία. Ο Ψύρρας σκιαγραφεί ένα σκηνικό όπου ό ήρωάς του σύρεται από δίκη σε δίκη, αλλά ανά πάσα στιγμή του προσφέρεται η επιλογή διεξόδου με τη μορφή ενός συμβιβασμού, αν επιλέξει τη διαλλακτικότητα της σιωπηρής συμμετοχής του στην απάτη. Η ουσιαστικότερη μομφή του μύθου δεν εντοπίζεται ακριβώς στην οικολογική καταστροφή που διακρίνεται σε ένα πρώτο επίπεδο, αλλά στο ότι οι συνθήκες στην Ελλάδα είναι τέτοιες –και εδώ υπεισέρχεται και η έννοια του «ηθο-γραφήματος»– που δεν επιτρέπουν καν να ανέλθει η συνθήκη ύπαρξης του ήρωα, με το συνακόλουθο δικαστικό του “δράμα”, στο επίπεδο της «καφκικότητας». Η έννοια της «Δίκης», όπως αυτή σαρκώνεται στον Καφκα, αφηνει τουλάχιστον μια χαραμάδα υπαρξιακού άχθους ως καταστατικού στοιχείου του ανθρώπου που τεκμαίρεται ένοχος μόνο και μόνο λόγω της ύπαρξής του. Όπως επισημαίνει και ο Μίλαν Κούντερα στις Προδομένες διαθήκες, στη Δίκη, ο Κ., δεν είναι ούτε ένοχος ούτε αθώος αλλά κάτι σκοτεινότερο που έχει να κάνει με την ύπαρξη. Ο Μαντέλας ουδέποτε αντιμετωπίζει κάτι παρόμοιο. Το ελληνικό κράτος οπερέτα, παρά την όποια μοχθηρότητά του, περισσότερο κλίνει προς το ιλαρό παρά το τραγικό. Ο ήρωας, εδώ, μπορεί να ταλαιπωρείται αφάνταστα, αλλά το “δίκιο” του είναι καθόλα υπαρκτό. Είναι ένα δίκιο που διαπιστώνεται, βεβαιώνεται και υπογράφεται από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες αλλά αδυνατεί να καταστεί εφαρμοστέο επειδή όλοι, από τους δικηγόρους ως τον υπουργό, συμμετέχουν στο γαϊτανάκι της διαπλοκής και γνωρίζουν ότι αν παίξουν τα χαρτιά τους σωστά θα βγουν κερδισμένοι.

Ο Μαντέλας, και εδώ εντοπίζεται και το δυνατότερο σημείο του βιβλίου, αντιμετωπίζει την οδύσσειά του περισσότερο στωικά και κωμικά παρά με υπαρξιακή τραγικότητα, γιατί, τελικά, στην Ελλάδα στερείται κανείς ακόμη και αυτή τη δυνατότητα. Ο αναγνώστης διαβάζει ένα πικαρέσκο μυθιστόρημα όπου ο ήρωας ισορροπεί κάπου ανάμεσα στις κακοτοπιές και την ιλαρότητα. Παρατηρήστε την ειρωνεία: η μόνη ίσως αληθινά μυθιστορηματική διάσταση του χαρακτήρα του Μαντέλα συνίσταται στην εμμονή του στο «δίκιο» που όμως πάει ενάντια στο άμεσο συμφέρον του, καθώς ο δικαστικός αγώνας του θέτει σε κίνδυνο την περιουσία του. Γιατί «ειρωνεία»; Γιατί και ο αναγνώστης είναι τόσο εθισμένος στην καταστατική έννοια της διαπλοκής –ξανά η δύναμη του «ηθο-γραφήματος»– που αντικρίζει το ξεχωριστό –το ηθικά άμεμπτο– ως επίπλαστο. Ο Ψύρρας συγγράφει κάτι ακραίο –ειδικά όσον αφορά την έκταση και τον βαθμό της διαπλοκής– που διαβάζεται όμως αβίαστα, χωρίς ποτέ να αισθάνεται κανείς ότι έχει κάπου εμφιλοχωρήσει κάποια μυθοπλαστική υπερβολή. Η στάση του αναγνώστη συνιστά λοιπόν, με τον τρόπο της, τη λυδία λίθο της αυθεντικότητας του «ηθο-γραφήματος»: η διαπλοκή και τα πλοκάμια της είναι ο κανόνας· δεν ξενίζουν πλέον κανέναν. Αυτό είναι τόσο βαθύ που, αν το μυθιστόρημα αποτύπωνε την “ηρωική” ιστορία ενός “θύματος” που βρήκε τελικά το δίκιο του μέσα από τις συμπληγάδες της πολεοδομίας και του δικαστικού συστήματος, θα ήταν λιγότερο πιστευτό από ό,τι μας προσφέρει ο συγγραφέας.

Αντιρρήσεις: Ο υποβόσκων διδακτισμός και οι οικολογικές προτροπές/σκέψεις του Μαντέλα –«Και άντε εμείς ζήσαμε, όσο ζήσαμε, αλλά τι κόσμο θα παραδώσουμε; Πώς να κλείσεις τα μάτια σου και ν’ αφήσεις πίσω σου ένα τέτοιο κόσμο;» (σ. 85)– φαντάζουν κάπως ετεροχρονισμένες αν λάβει κανείς υπόψη την εποχή που λαμβάνει χώρα το δράμα του – τέλη δεκαετίας ‘90 αρχές ‘00. Συνάδουν περισσότερο με σημερινές ανησυχίες και προδίδουν τον χρόνο συγγραφής του έργου που φαντάζει έτσι να κεφαλαιοποιεί, στον μυθιστορηματικό χρόνο, δεδομένα του μέλλοντος. Οι οικολογικές ανησυχίες θα ήταν ίσως προτιμότερο να είχαν έρθει στην επιφάνεια με πιο πλάγιους τρόπους. Προς υπεράσπιση του συγγραφέα υπάρχει ένα σημείο στην αρχή του μυθιστορήματος όπου ο ήρωας βιώνει μια «αποκάλυψη» μέσα στη φύση, που θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι λειτουργεί και ως βαθύτερο έρεισμα της μετέπειτα οικολογικής του στάσης. 

Παραθέτω: 

«Κι όπως κοιτούσα το χλωρό κάμπο με τα χωριά ολόγυρα, μου ήρθε μέσα από τα σωθικά –σα να αναγύρισε ο νους και τα φυλλοκάρδια μαζί– η αποθυμιά να φκιάσω ένα τσαρδί και να κάθουμαι να κοιτώ τον κόσμο από ψηλά. Ποιος; Εγώ, ο μία ζωή σκυμμένος. [...] Τι μου ήρθε και γύρισε έτσι δα η καρδιά μου, δε μπορώ να καταλάβω. Κοιτούσα την άπλα του κάμπου κι αναρωτούσα πώς χωράει ετούτη η απλωσιά ανάμεσα στων βουνών τη γούβα. Σα να άπλωνε ο Θεός τη χούφτα του και κρατούσε μέσα της χωράφια και δέντρα και σπαρτά και σπίτια και ανθρώπους. Άπλωσα το χέρι και κοιτούσα τη χούφτα μου. Μια τη χούφτα, μια τον κάμπο. Άπλα και στενότη μαζί. Και τότε ήταν σα να κατάλαβα τη νόηση του κόσμου. Τα αντίθετα που γίνονται Ένα. Απλώνω μαζεύω, απλώνω μαζεύω… Κι ως το γλυκό αεράκι φυσούσε καταπρόσωπο, έσκυψα και κοίταξα τη φλέβα που χτυπούσε στον καρπό.: άπλωνε, μάζευε, άπλωνε μάζευε. Αυτό είναι, σκέφτηκα, ο ρυθμός του κόσμου. Και μακάριος ο άνθρωπος όπου μπορεί να τον αφουγκράζεται…

Μέσα μου, που λες, εγεννήθη τέτοια σκέψη, που σ’κώθηκα ορθός και στάθηκα στ’ αχείλι της αβύσσου μ’ απλωμένο χέρι μιλώντας και λέγοντας μοναχός κουβέντες που δε συλλοΐστηκα ποτές μου» (σσ. 30-31, υπογράμμιση στο πρωτότυπο).

Μπορεί το απόσπασμα να μην είναι της αρεσκείας μου –η παρουσία του Καζαντζάκη είναι ασφυκτική– αλλά κατανοώ πλήρως ότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ενίοτε, ενδίδει σε ιδιοσυγκρασιακά και αντιφατικά στοιχεία που στις σωστές δόσεις υποστηρίζουν τη δόμηση της προσωπικότητας του ήρωα. Οι αντιφάσεις εξάλλου είναι βασικό εργαλείο για να χτίσει ο συγγραφέας τη “μοναδικότητα” του ήρωά του. Η αφήγηση υποστηρίζει μεν τη φωνή ενός «αγράμματου» αγρότη, αλλά η ιδιαιτέρως ανεπτυγμένη, για την εποχή, οικολογική ευαισθησία του αλλοιώνει σε σημεία την ισορροπία της.  

Τι κάνει κανείς απέναντι στον «χαμένο αγώνα»; Πώς πορεύεται όταν γνωρίζει ότι οι δυνατότητες που του προσφέρονται είναι περιορισμένες; Πόσο αφελές φαντάζει άραγε να διακηρύσσει κανείς τα αυτονόητα σε ένα περιβάλλον που έχει παραδοθεί στην ασυδοσία; Κι όμως. Το «ηθο-γράφημα» του Ψύρρα δεν συνιστά μόνο ένα ανάγνωσμα που ψυχαγωγεί και κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αλλά, ως μυθιστόρημα, και τον μοναδικό τρόπο αντίστασης απέναντι στην ομογενοποίηση της παθητικότητας που υπαγορεύει η ασυδοσία. Η μυθοπλασία εξάλλου δεν παύει να είναι και η “ρομαντική” κραυγή απόγνωσης –η κοσμική πίστη στο αδύνατο– απέναντι στην πλήρη αδυναμία της μονάδας να σηκώσει το ανάστημά της απέναντι στο τέρας που, όταν στριμώχνεται, διατείνεται αυτό που χαρακτηριστικά λέει ο τραυλός δικηγόρος του μεγαλοαπατεώνα κατασκευαστή στον ήρωα: «Τιτίποτε δεν θα κακάνετε αν ααντιδράτε εέτσι. Οόλα είναι νοόμιμα. Οό,τι και να γιγίνει, θα κεκερδίσουμε στο διδικαστήριο. Χιχίλιους τρόπους έχουμε» (σ. 88). 

— Θωμάς Ψύρρας, Άρτιο κατά παρέκκλιση, Μεταίχμιο: 2023, 222 σελίδες, ISBN: 9786180337587, τιμή: €13.30.