Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που διαχωρίζει αλλά και συνενώνει την καταγωγή του αίματος –τη συγγενή καταγωγή– από την επίκτητη. Ας διευκρινίσω ότι η επίκτητη καταγωγή δεν αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις υιοθεσίας. Ενδέχεται, ακόμη και σε περιπτώσεις που ανατρεφόμαστε από τους γεννήτορές μας, οι καθοριστικές επιρροές να μην προέρχονται από εκείνους αλλά από ποικίλες κοινωνικές/πολιτιστικές προσλαμβάνουσες. Η γραμμή αυτή, σχεδόν αποκλειστικά, συνίσταται στη δύναμη που συμπυκνώνεται σε μια ιστορία. Μια ιστορία την οποία λέμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας πιστεύοντας αφελώς ότι την έχουμε συνθέσει βάσει αντικειμενικών γεγονότων, που είτε προέρχονται από το θέατρο της εμπειρίας είτε, και πάλι, από την επικράτεια αφηγήσεων στις οποίες έχουμε εκτεθεί κατά τα πρώτα ή και τα ύστερα χρόνια της νεανικής ζωής μας. Στην πράξη βέβαια, ουκ ολίγες φορές, η ιστορία αυτή απέχει πολύ από κάθε έννοια αλήθειας.
Η Μάρω Κακαβέλα (Αθήνα, 1967) κατασκευάζει μια εξαίρετη αποτύπωση αυτής της γραμμής, αυτής της μεταιχμιακής περιοχής, που διαχωρίζει αλλά και συμπλέκει αναπόδραστα την καταγωγή του αίματος και την άλλη, την επίκτητη. Ο αναγνώστης απολαμβάνει τη χαμηλόφωνη αλλά συστηματική σκιαγράφηση ερωτήσεων για αυτή τη γραμμή, που, ορθά, δεν λαμβάνουν ξεκάθαρες απαντήσεις. Η συγγραφέας κατανοεί, και, κυρίως, μεταγράφει μυθοπλαστικά μια αφήγηση για μια τέτοια ιστορία. Η Κακαβέλα δηλαδή λέει μια ιστορία για αυτή την πρωταρχική ιστορία που συνθέτει την καταγωγή των ηρώων της. Η συγγραφέας, επιπρόσθετα, νομίζω ότι συνειδητοποιεί πως οι απαντήσεις που μας προσφέρονται για αυτές τις ερωτήσεις εντοπίζονται πάντα στο πεδίο των αφηγήσεων/ιστοριών και του τρόπου που τις διαχειρίζεται το εκάστοτε υποκείμενο.
Η Κακαβέλα χτίζει την ιστορία μιας οικογένειας με πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, επιστολές και πειστήρια, που άλλοτε έχουν τη μορφή ειδήσεων από εφημερίδες και άλλοτε τη μορφή εγγράφων όπως, για παράδειγμα, μια διαθήκη και μια αίτηση συνταξιοδότησης. Η συγγραφέας όμως εντάσσει στο σώμα του μυθιστορήματος ακόμη και συνταγές μαγειρικής, φωτογραφίες, όπως και την παρουσίαση μιας ταινίας του Καρλ Ντράγιερ. Όλα αυτά όμως εγκιβωτίζονται με ρυθμό και σύνεση. Μέσα από αυτό το ετερόκλητο σύνολο πειστηρίων εξακτινώνονται νύξεις, βλέμματα και σιωπές – ειδικά σιωπές.
«Τον θυμάμαι να βγαίνει κάθε πρωί στην αυλή και να κοιτάει προς τα βουνά με μια τρυφεράδα και ένα νοιάξιμο, που σε εμάς δεν χαλάλιζε. Λες και ήταν δικά του οι κορφές και οι γκρεμοί. Έστηνε αυτί ν' ακούσει. Όταν τον ρωταγα, τι ήταν αυτό που άκουγε, μου έλεγε η σιωπή. Δεν έβγαζα άκρη. Πώς είναι δυνατόν να έχει ήχο η σιωπή; Έχει πολλούς, μου απαντούσε. Άλλη είναι η σιωπή της νύχτας, κι άλλη το ξημέρωμα. Άλλη η σιωπή του Δεκαπενταύγουστου κι άλλη του χιονιού. Του χιονιού είναι η πιο όμορφη και η πιο άγρια. Μοιάζει με του θανάτου. Τίποτα δεν καταλάβαινα» (σ. 55).
Ο Βλάσης Κατσαντώνης παλεύει με τις σιωπές γιατί αδυνατεί να διαχειριστεί την ιστορία που τον ορίζει. Μια ζωή πασχίζει να αποδεχθεί και να πει την ιστορία του, αλλά δυστυχώς αυτή θα έρθει στην επιφάνεια μόνο μετά τον θάνατό του και με τρόπο που συνταράζει τον γιο του: «Αλλά έτσι είναι οι ιστορίες που πέφτουν πάνω στον ακροατή τους για πρώτη φορά, περνούν από την ανυπαρξία στον ιστορικό ενεστώτα» (σ. 182).
Ο Πέτρος Κατσαντώνης, ο πρωταγωνιστής, μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον που επιβαρύνεται από ένα σκοτεινό παρελθόν. Ο πατέρας του, ο Βλάσης, κουβαλάει ένα μυστικό. Και το μυστικό αυτό που τον κατατρύχει διαμορφώνει την προσωπικότητά του και κατ' επέκταση την προσωπικότητα του γιου του. Η Κακαβέλα θα δομήσει τον χαρακτήρα του Πέτρου μεθοδικά. Στην αρχή και στο τέλος του μύθου της δεν θα παραλείψει να επισημάνει, χρησιμοποιώντας μάλιστα τις ίδιες προτάσεις που εμφανίζονται στην αρχή του πρώτου και του τελευταίου κεφαλαίου, ένα κομβικό γεγονός για την ψυχοπαθολογία του Πέτρου: την απουσία σωματικού πόνου ως άρρηκτα δεμένη με την απουσία ψυχικού πόνου. Ο Πέτρος επανενώνεται με την ιστορία του. Την πρωταρχική ιστορία, των δύο ειδών καταγωγής του, που τον δένει με την ύπαρξή του. Ο Πέτρος, έτσι, θα απεκδυθεί την καταγωγή του αίματος για να συμφιλιωθεί με την επίκτητη καταγωγή του που περιλαμβάνει τη συνήθεια και την αγάπη των ανθρώπων που τον μεγάλωσαν, όσο κι αν τον αδίκησαν με τις επιλογές που περιείχε η σιωπή τους.
Ο Πέτρος, πετυχημένος δημοσιογράφος της προ κρίσης εποχής, που τώρα διαβιοί στα όρια της ένδειας έχει ζήσει μια ζωή γεμάτη από ψεύτικες κατασκευές.
«Η μία είδηση μετά την άλλη, μια απέραντη ανθρωποθάλασσα εκατοντάδων, χιλιάδων ονομάτων και ιστοριών, που τις έγραψα, τις σχολίασα, τις ξετίναξα και μετά τις ξέχασα, γιατί μου ήταν άχρηστες, γιατί νόμιζα ότι ήξερα περισσότερα, ότι μπορούσα να δω μέσα από τα ψέματα που τις στόλιζαν, γιατί έβλεπα και άκουγα και έγραφα και μίλαγα, αλλά στην πραγματικότητα, δεν ήμουν ούτε θεατής ούτε πρωταγωνιστής, απλώς ήμουν απών. Από τη ζωή τους, από τη ζωή μου» (σ. 125).
Οι ίδιες ψεύτικες κατασκευές κατοπτρίζονται και στο σημείο όπου ο Πέτρος, αφού έχει πτωχεύσει, ξεσκαρτάρει τα πράγματα του σε «[...] εκείνο το ρετιρέ στο κέντρο της πόλης, που η θέα του έφτανε μέχρι τη θάλασσα» (98) και διαπιστώνει «[...] ότι [...] δεν μπορούσ[ε] να πάρ[ει] τίποτα από όλα εκείνα που τόσα χρόνια [τον] καθόριζαν, και τα κουβάλαγ[ε] παράσημα και αποδείξεις ότι ή[ταν] κάποιος, όχι γιατί κι αυτά θα πήγαιναν στους πιστωτές [τ]ου, αλλά γιατί [...] κατάλαβε ότι [του] ήταν άχρηστα, ότι [του] έπιναν το αίμα, ότι [του] μπλόκαραν τη θέα που τόσο πολύ είχε ανάγκη» (σσ. 99-100).
Σημειώστε εδώ ότι η θέα που του μπλόκαραν τα πράγματα –τα υλικά αγαθά που τον καθόριζαν– είναι η θέα και προς τη θάλασσα. Η θάλασσα, στο μυθιστόρημα της Κακαβέλα, στέκει σε περίοπτη θέση. Η θάλασσα, έτσι όπως αποτυπώνεται και στην πρώτη θέασή της από τον Πέτρο, στέκει ως σύμβολο μιας αλήθειας που τον απειλεί αλλά και που τον σαγηνεύει.
«Άνοιξα τα μάτια μου κι ένα μπλε πλημμύρισε τον κόσμο μου. Μέχρι τότε ό,τι είχα δει ήταν πράσινο και καφετί και κίτρινο και όταν φούντωνε η σοδειά του μπαμπακιού, ένα βρόμικο, διάσπαρτο άσπρο. Αλλά αυτό το μπλε εισέβαλε βίαια στο οπτικό μου πεδίο και με τύφλωσε. [...] νόμιζα ότι αυτός ο ορίζοντας που στο βάθος ενωνόταν με τη θάλασσα, ήταν έτοιμος να με καταπιεί. [...] κρυβόμουν για να μη με βλέπει το μπλε και με ρουφήξει. [...] Χρόνια τώρα αυτός ο υποχθόνιος φόβος μού τρώει τα σπλάχνα κάθε φορά που φτάνω μπροστά στη θάλασσα, κι ακόμα χειρότερα όταν ανεβαίνω σε καράβι, σκέφτομαι ότι κάποια στιγμή αυτό το μπλε θα με καταπιεί και θα γίνω ένα με την απεραντοσύνη του και θα χαθώ και κανείς δεν θα με αναζητήσει» (σσ. 15-16).
Αυτή τη θάλασσα θα συναντήσουν τα δύο αδέλφια, λίγο πριν το τέλος: «Κι έτσι πάρα πολύ αργά για όλους μας, βγαίνουμε στο ξέφωτο. Έχουμε πάρει τη στροφή και μπροστά μας απλώνεται η θάλασσα. Ολοσκότεινη. Ολομέταξη. Απύθμενη" (σ. 174).
Μερικές σελίδες πριν το τέλος η Κακαβέλα βάζει τον ετεροθαλή αδελφό του Πέτρου, τον Ρήγα, να λέει μια φράση που συμπυκνώνει εύστοχα μια πολύ σημαντική αλλά και τρυφερή έκφανση της έννοιας της αδελφικότητας:
«Έτσι γίνεται πάντα, ο μικρός κληρονομεί τα ρούχα του μεγάλου. Ακόμη και την τελευταία ώρα» (σ. 185).
Ο χαμένος χρόνος ανακτάται λοιπόν σε μια ανύποπτη στιγμή, με μια κίνηση, καθώς ο εξήνταεξάχρονος δίνει ρούχα στον εξήντατετράχρονο αδελφό του που έχει ταξιδέψει για να τον συναντήσει. Και η τάξη αποκαθίσταται. Οι ερωτήσεις μοιάζουν να έχουν απαντηθεί χωρίς, οι περισσότερες, να έχει χρειαστεί καν να τεθούν. Στο τέλος, η συγγραφέας επιτυγχάνει να βγάλει τον συγκερασμό των δύο ειδών συγγένειας μέσα από το περίτεχνο κολάζ όλων αυτών των στοιχείων/πειστηρίων που, πολυπρισματικά, ψηλαφούν και ανασκαλεύουν τις ζωές των μελών της οικογένειας των ηρώων της.
Η Κακαβέλα, σε αυτή την πρώτη εμφάνισή της, παρουσιάζεται ως μια πολύ καλή μαθήτρια: επιμελής, στοχαστική και ευαίσθητη. Το μυθιστόρημα αποφεύγει τόσο τις κακοτοπιές όσο τους ακκισμούς και την επιτήδευση. Και, παρότι η θεματολογία συντείνει σε κάτι τέτοιο, δεν διολισθαίνει σε λυρισμούς και μελοδραματικά σκηνικά. Αυτό που μένει να απαντηθεί είναι αν αυτό θα έχει συνέχεια. Αν δηλαδή η Κακαβέλα θα δοκιμάσει, τώρα που απέδειξε πόσο καλή μαθήτρια είναι, να ξεχάσει αυτά που έμαθε. Αν θα τολμήσει δηλαδή να λυγίσει τους κανόνες και να πειραματιστεί πέρα και πάνω από καλούπια.
― Μάρω Κακαβέλα, Τίνος είσαι εσύ, Στερέωμα: 2023, σελίδες: 192, ISBN: 9786185617288, τιμή: €14.00.