Skip to main content
Τρίτη 03 Δεκεμβρίου 2024
Κατάρα

Στον πυρήνα της ιστορίας του Ηλία Μπιστολά κρύβεται ένα έγκλημα. Το ποιο είναι το έγκλημα όχι μόνο θα πρέπει να το ανακαλύψει ο αναγνώστης αλλά θα πρέπει τελικά και να αποφασίσει πώς στέκεται ο ίδιος απέναντί του. Η νουβέλα, που ο συγγραφέας αποκαλεί μυθιστόρημα, και που στο κείμενο του οπισθόφυλλου αναφέρεται ως «οικογενειακή σάγκα – σε μέγεθος τσέπης» φανερώνει μια αγωνία να ενταχθεί κάπου το κείμενο· αγωνία που περιττεύει. Το βιβλίο είναι νουβέλα και νουβέλα έπρεπε να αποκαλείται.  

Ας δούμε λίγο τον τίτλο: «Χώμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα». Χώμα, δηλαδή, στις τρεις από τις τέσσερις διόδους του προσώπου. «Χώμα» όπως «γείωση», όπως «δεν βλέπω, δεν ακούω, δεν μιλάω» αλλά και ενταφιασμός με στόχο την απουσία ερεθισμάτων πλην αυτών της όσφρησης· αλλά και τελικά απουσία χώματος στη μύτη για μια πιθανότητα συμβολικής επιβίωσης καθότι τα μέλη της οικογένειας θα ζήσουν κάπως ως ζωντανοί νεκροί. «[...] ενώ είσαι νεκρός από τότε που θυμάσαι» (σ. 133) θα πει κάπου προς το τέλος ο Άρης.

Τα μέλη της οικογένειας Κλαδά επιβιώνουν με σιωπές αλλά και μέσα από ένα υπόγειο που συνιστά το υποτιθέμενο σημείο που έλαβε χώρα το έγκλημα. Και λέω «υποτιθέμενο» γιατί το έγκλημα εντοπίζεται αλλού – ή τουλάχιστον και αλλού. Το υπόγειο στο βιβλίο ανάγεται σε επίκεντρο χθόνιας ενέργειας που παραλληλίζεται με πλειάδα άλλων δικτύων που διατρέχουν το βιβλίο: όπως το εξαπλωμένο υπόγειο δίκτυο επικοινωνίας της χλωρίδας, αντικείμενο που μελετά μέλος της ευρύτερης οικογένειας, ή και σε πιο πεζές εκφάνσεις με χαρακτηριστική την αναφορά στον «υπόγειο ηλεκτρομαγνητικό δίαυλο» (σ. 96) της πρώην αμερικανικής βάσης στη Νέα Μάκρη που υποτίθεται ότι επικοινωνούσε «με κάποιο απόρρητο κέντρο στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ». Αυτό το υπόγειο δίκτυο βρίσκει έναν εύστοχο κατοπτρισμό στο τέλος του δεύτερου μέρους του βιβλίου που αποκαλείται «βασίλειο». Η θραυσματική και διασπασμένη, μη γραμμική αφήγηση καταφέρνει να βγάλει στον αναγνώστη την αμφιθυμία και τη σύγχυση του Μάρκου, ήρωα του κεφαλαίου, καθώς οδηγείται σε μια σκηνή αναβάπτισής του στις μνήμες, στα σύμβολα, αλλά και στις πράξεις του που φέρουν τόσο τον σταυρό του αίματος όσο και, κυρίως, της κληρονομημένης σημασιολογίας του που τον περιέχει και τον έχει καθορίσει. 

Ο Μπιστολάς, σε αυτή την πρώτη προσπάθειά του κατασκευάζει μια αξιοπρεπή ιστορία που εξ αντανακλάσεως μέμφεται την πατριαρχία. Και λέω «εξ αντανακλάσεως» γιατί δεν μένει εκεί, και αυτό το εκτίμησα· ο Μπιστολάς δουλεύει γύρω από αυτή τη μομφή, υπαινικτικά, θραυσματικά, και μεθοδικά. Με γραφή απλή, που δεν φοβάται να αφεθεί σε στοχαστικές/αποφθεγματικές παρενθέσεις· γραφή που αποφεύγει τους ακκισμούς αλλά και που δεν αφήνεται σε μια άκριτη προφορικότητα που θα τον καθιστούσε παλπ. Ο Μπιστολάς κατασκευάζει μια μυθοπλασία που καταφέρνει να τραβήξει την προσοχή του αναγνώστη πέρα από τα προφανή. Η διαδικασία αναζήτησης φωνής του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα έχει λοιπόν ξεκινήσει και κρίνεται ικανοποιητική. Το εγχείρημα όμως έχει και τα μειονεκτήματά του. Ο Μπιστολάς στήνει στον αναγνώστη δόκανα τα οποία όμως μένουν ανεκμετάλλευτα. Αναφέρω παραδείγματα: αφήνει υπόνοιες για διφορούμενη πατρότητα ενός εκ των αδελφών (σελ. 19), αναφέρεται σε άγρια νιάτα ηρωίδας (σελ. 83) ενώ τελικά το στοιχείο δεν “κολλάει” πουθενά εκτός από τη γενικότερη εικόνα του χαρακτήρα. Το κείμενο παρότι δεν εγκαταλείπεται σε διευκολύνσεις και στερεότυπα, και δεν φλυαρεί με αυτοματισμούς, δείχνει σε σημεία τις αδυναμίες του. 

Το βασικότερο πρόβλημά του; Το πόσο συνεπτυγμένο είναι το βιβλίο σε σχέση με το βάθος των χαρακτήρων αλλά και την πολυπλοκότητα των καταστάσεων που αποπειράται να κατασκευάσει ο συγγραφέας. Κατανοώ ότι ο συγγραφέας θέλησε να συμπιέσει για να βγάλει βάθος, αλλά δεν πείθομαι. Ακόμη και τα δύο παραδείγματα που ανέφερα –πληροφοριών που μένουν ανεκμετάλλευτες– υποδηλώνουν την ανάγκη του κειμένου να απλωθεί περισσότερο (λίγο περισσότερο) ώστε να υποστηρίξει το ζητούμενο που φαίνεται να έχει στο νου του ο συγγραφέας – εδώ δένει και το αρχικό μου σχόλιο ειδολογικής κατάταξης του έργου. Ας δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: στις σελίδες 29-32 πλάθεται ένας υπομύθος που παρότι δεν θα χρησιμεύσει πουθενά αλλού στο βιβλίο εμπεριέχει πλειάδα στοιχείων που θα συναντήσουμε αργότερα. Ο υπομύθος αυτός αφορά το παρελθόν ενός τριτεύοντα ήρωα, του Αλέξανδρου, ο οποίος διηγείται την ερωτική ιστορία ενός φίλου –με διπολική διαταραχή– και συγκατοίκου του με μια γυναίκα. Ο υπομύθος αυτός έχει σαν σκοπό να προσδώσει βάθος στον μυθιστορηματικό ορίζοντα, να δώσει τον τόνο στη μανιέρα ερωτικών απιστιών που θα συναντήσουμε ξανά και ξανά στο βιβλίο· παράλληλα όμως προϊδεάζει τον αναγνώστη και για ιδιαιτέρως σημαντικά στοιχεία –διακρίνονται και νοηματοδοτούνται σε μια δεύτερη ανάγνωση– όπως η φράση που ξεστομίζει ο ανώνυμος αυτός φίλος: «η θυσία είναι μια παρακαταθήκη καλού» (σελ. 32). Ο υπομύθος αυτός είναι μεν αρκούντως καλογραμμένος αλλά είναι και βεβιασμένος, γιατί σε τρεις σελίδες σκιαγραφούνται ακραίες καταστάσεις και απαιτητικές ποιότητες τριών ξεχωριστών χαρακτήρων με αποτέλεσμα να υποσκάπτεται η χρησιμότητά του, και η πολυπόθητη επίτευξη του απαιτούμενου βάθους να μην επιτυγχάνεται. Παρόμοια ανάγκη περαιτέρω ανάπτυξης προκύπτει και στην αρχή του τελευταίου μέρους όπου σε πέντε σελίδες ο συγγραφέας εξιστορεί λίγο πολύ τη ζωή του Άρη μέχρι το σημείο του μυθιστορηματικού παρόντος που θα οδηγήσει στην κορύφωση και στο τέλος της ιστορίας. Ο Άρης, παρότι απουσιάζει σε ολόκληρο το βιβλίο, είναι κομβικός χαρακτήρας γιατί ο συγγραφέας τον καθιστά φορέα μιας αλήθειας που καθορίζει το ηθικό πρόσημο ολόκληρου του έργου. Γι’ αυτό και η εξιστόρηση της ζωής του μέσα σε αυτές τις πέντε σελίδες φαντάζει σύντομη· και φαντάζει σύντομη και για έναν επιπλέον λόγο: οι σελίδες αυτές οριακά γλιστράνε σε στερεοτυπικές καταστάσεις – μπάρμαν, διπλοβάρδιες, χείρα βοηθείας από άγνωστο, ναυτικός, ατύχημα, ερημίτης. Επίσης, ο συγγραφέας εμπλέκει συγκεκριμένα μέλη της οικογένειας σε μια συνωμοσία σιωπής που όμως όχι μόνο δεν αναλύεται όσο θα έπρεπε αλλά δεν βρίσκει και στήριγμα στους λόγους που θα τη δικαιολογούσαν όπως επιθυμεί. Οι συμπεριφορές του πατέρα Κλαδά δεν χτίζονται και δεν αναλύονται στον βαθμό που θα δικαιολογούσαν τη συνωμοσία. Δεν λέω ότι θα προτιμούσα να είχε συγγράψει ο Μπιστολάς γνήσια «σάγκα» υπερανάλυσης και φλυαρίας· θα ήθελα όμως τις νύξεις του λίγο πιο σκιασμένες. Παρόλα αυτά όμως ο συγγραφέας επινοεί και, σε πολλά σημεία, αφήνεται να τον καθοδηγεί συγγραφικά κάτι σαν αυτή τη διορατικότητα του Πέτρου, που ως οδηγός ράλι, καταφέρνει να υπερβαίνει εαυτόν και να βιώνει τη μεταφυσική εμπειρία μιας ενόρασης του άμεσου μέλλοντος. Ας ελπίσουμε ότι ο Μπιστολάς, μελλοντικά, δεν θα κάνει κατάχρηση σε αυτή τη δεξιότητα· δεξιότητα που, παρεμπιπτόντως, στο βιβλίο βρίσκει αντανακλάσεις και βαθύτερα ως αυτοτιμωρητική μανιέρα που ταλανίζει τον ήρωα καθώς αποζητά λύτρωση από τη σκιά της συνομωσίας σιωπής. 

Κρατώ και αξιολογώ στα θετικά ότι ο συγγραφέας, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, προσπαθεί να αποτυπώσει μυθιστορηματικά την έννοια της κατάρας. Κρατώ και αξιολογώ στα θετικά ότι ο συγγραφέας επιτυγχάνει βαθύτερο επίπεδο που εμένα τουλάχιστον με ώθησε να διαβάσω το βιβλίο δεύτερη φορά. Ο Μπιστολάς σκιαγραφεί αιτιώδεις αλληλουχίες που θα μπορούσαν να συνιστούν μια πρωτογλώσσα –το θέμα της γλώσσας απασχολεί τον Μπιστολά σε πολλά σημεία (σελ. 21, 52, 88, 147)– ανάμεσα σε μη ανθρώπινους φυσικούς οργανισμούς (βλ. χλωρίδα και υπόγεια συμβιωτικά δίκτυα) και υπαινίσσεται τον τρόπο με τον οποίο μια τέτοια πρωτογλώσσα –μέσα από ένα εκτενές δίκτυο συμπεριφορών και λέξεων– καταφέρνει να επικάθεται σε γενεαλογίες και να δυναστεύει οικογένειες καθώς πορεύονται στον χρόνο. Ο Μπιστολάς πραγματεύεται την έννοια της κατάρας και αποπειράται να την καθαιρέσει από έναν “μεταφυσικό” χώρο άνευ όρων παράδοσης σε μια μοιρολατρία, και να σκιαγραφήσει μια φυσικοποιημένη (naturalized) ερμηνεία της μέσω της μυθοπλασίας. Το βιβλίο, εικάζω, θα μπορούσε να μεγαλώσει γόνιμα αν ο Μπιστολάς δούλευε περισσότερο αυτό το σκέλος του μύθου του που έτσι όπως είναι ασφυκτιά στις 150 σελίδες. Ποια η «γλώσσα των αλεπούδων» που δεν κοσμούν μόνο το εξώφυλλο του βιβλίου αλλά που εμφανίζονται και σε τόσα σημεία στο κείμενο; Είναι μήπως η γλώσσα που εξυφαίνει δόλο, ή απλώς μια απόπειρα νύξης για την «[...] απόκρυφη γραφή των βράχων και για τον χάρτη των σκιών αυτού του κόσμου»;  

— Ηλίας Μπιστολάς, Χώμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα, Τόπος : 2022, 152 σελίδες, ISBN : 978-960-499-193-8, τιμή : € 12.40.