Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
Καθυστερήσεις του αγώνα

Sensations are the great things after all. Should you ever be drowned or hung, be sure and make a note of your sensations — they will be worth to you ten guineas a sheet.

― Edgar Allan Poe, The Narrative of Arthur Gordon Pym of Nantucket, 1838.

 

Το Δεν θ’ αργήσω διαβάζεται σαν μια μεταθανάτια εμπειρία, που, για τον ανώνυμο ήρωα, διήρκεσε είκοσι ολόκληρα χρόνια. Η Βασιλική Πέτσα (Καρδίτσα, 1983) ανατέμνει και καθυποτάσσει σε μυθοπλασία την εμπειρία ενός υποτιθέμενου επιζώντα των τραγικών γεγονότων του Χίλσμπορο, την ποδοσφαιρική τραγωδία, που το Σάββατο 15 Απριλίου 1989 στοίχισε τη ζωή ενενήντα τεσσάρων ανθρώπων. 

Το κείμενο καθηλώνει τον αναγνώστη, που παρακολουθεί σκηνές από τη ζωή του ήρωα στο παρόν: συγκεκριμένα, σε μία μέρα, τον Απρίλιο του 2009, λίγο πριν την επέτειο των είκοσι χρόνων από το συμβάν. Ο ήρωας θα ξυπνήσει το πρωί, θα ντυθεί, θα σταθεί για λίγο, ακριβώς έξω από την πόρτα του σπιτιού του, θα μετακινηθεί μερικά μέτρα και θα εισέλθει στο γκαράζ. 

Η μέρα, καθώς προχωρά και ενώ ο ήρωας βρίσκεται πάντα στο γκαράζ εκτελώντας τυπικές εργασίες, εξακτινώνεται μέσα από τις αναπολήσεις του στις ψηφίδες του παρελθόντος που σταδιακά σχηματίζουν τη ζωή του. Η μέρα αυτή όμως αντηχεί και μια αχρονία: ο ήρωας διαβιοί σε ένα αέναο παρόν. Ένα παρόν απόκοσμα αποκρυσταλλωμένο, που, καθώς ξεδιπλώνεται, θεμελιώνει την ακηδία που τον χαρακτηρίζει. Τα τελευταία είκοσι χρόνια κινείται ράθυμα, μηχανικά. Παραμένει αδιάφορος για τα τεκταινόμενα ενός κόσμου που τον προσπέρασε τη στιγμή που έφτασε τόσο κοντά στον θάνατο, και, για κάποιο λόγο που μόνο στη συνδρομή της τύχης μπορεί να αποδοθεί, επέζησε. Η Πέτσα κατασκευάζει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός ανθρώπου που ράγισε, έσπασε και θρυμματίστηκε, αλλά συνέχισε, τυπικά, χωρίς ούτε καν ο ίδιος να συνειδητοποιεί πώς, να περιφέρει το σαρκίο του ως υποκείμενο μιας επίπλαστης ολότητας. «Τον άφηνα να πιστεύει ό,τι ήθελε· δεν είχε νόημα να του εξηγήσω πόσο εκτιμάω τα διαστήματα κατά τα οποία δεν συμβαίνει τίποτα, τον νεκρό χρόνο» (σ. 42). Ή «Όλα αυτά τα χρόνια έχτιζα μια ζωή μονωμένη, ένα μπούνκερ ψυχικής επιβίωσης απροσπέλαστο [...]» (σ. 74). Ακούγοντας τους γιατρούς να του λένε «Πρέπει να μιλάτε γι’αυτό [...] να μετατρέψετε το συμβάν σε ιστορία» (ό.π.). Η Πέτσα προτάσσει μια αντίφαση: ο ήρωάς της θα μας μιλήσει «γι’ αυτό», θα «μετατρέψ[ει] το συμβάν σε ιστορία». Οι ιστορίες, όμως, φευ, είναι το αποκούμπι των ζωντανών. 

Η φαινομενική, βιολογική ίασή του στέκει στον αντίποδα της αδιαμφισβήτητης διασάλευσης του ψυχισμού του. Ο ήρωας τελεί υπό το καθεστώς μιας, ας την πω, αντεστραμμένης νεκροφάνειας: παραπλανά συστηματικά τον περίγυρό του, για είκοσι ολόκληρα χρόνια, όπως θα συνειδητοποιήσει και ο ίδιος, ότι είναι ζωντανός. Θρυαλλίδα, που θα ξεδιπλώσει τα γεγονότα της ημέρας που παρακολουθούμε, η επέτειος των είκοσι χρόνων που πλησιάζει.

Η Πέτσα χρονίζει τον μύθο της με πολλή προσοχή: η σταδιακή –κόκκο κόκκο– αποκάλυψη των στοιχείων, που συνθέτουν τον καμβά της δυναμικής των σχέσεων της παρέας που το συμβάν καθόρισε για πάντα, εγκιβωτίζεται στη ροή της ημέρας που λαμβάνει χώρα το μυθιστόρημα. Η συγγραφέας υποβάλλει τον αναγνώστη στην κλειστοφοβική συνθήκη του τραγικού συμβάντος με τη χρήση λεπτοδουλεμενών συμβολισμών. Το γκαράζ, το καναρίνι στο κλουβί, οι περιγραφές του Λίβερπουλ της δεκαετίας του ‘80· όλα ενορχηστρώνονται δόκιμα, τόσο για να αναδύουν την ασφυκτική ατμόσφαιρα του συμβάντος όσο και για να αντηχούν μια λεπτή, πολιτική χροιά. Αυτό το «κόκκο κόκκο», της αποκάλυψης του παρελθόντος, κατοπτρίζει την εφιαλτική συνθήκη που επέτρεψε σε κάποιους να επιζήσουν: «Είμαστε αμέτρητοι, είμαστε χιλιάδες, και η πόρτα χωράει έναν κάθε φορά, βγαίνουμε αργά, μαρτυρικά, σαν κόκκοι άμμου από κλεψύδρα, κι ο χρόνος μας τελειώνει [...] (σ. 132). Η περιγραφή αυτή, όμως, παρότι αναφέρεται στο συμβάν, ταυτόχρονα, υποδηλώνει και τις συνθήκες της υφεσιακής Βρετανίας. 

Η Πέτσα, επομένως, όχι μόνο προοικονομεί το τραγικό συμβάν αλλά αναπλάθει, μεθοδικά, και την αίσθηση της εποχής, μέσα από τις αλλεπάλληλες αναφορές στο κλουβί με το καναρίνι, που η οικογένεια διατηρεί στον χώρο του γκαράζ. Η συγγραφέας επιτείνει τη δυσοίωνη ατμόσφαιρα, υπογραμμίζοντας τους αλλεπάλληλους θανάτους των καναρινιών: «Είναι το δέκατο καναρίνι που παίρνουμε – αν μετράω σωστά» (σ. 34). Η οικογένεια του ήρωα συνεχίζει να αντικαθιστά το ένα καναρίνι μετά το άλλο, για να μην υποψιαστεί η μικρή κόρη τον θάνατό τους. Τα καναρίνια που πεθαίνουν, όμως, δεν στέκουν μόνο ως απλό σύμβολο ευπάθειας. Το καναρίνι στο ορυχείο –παραδοσιακή πρακτική επιβίωσης– συνάδει και με την πολιτική φόρτιση του μύθου, που, πλαγίως και, κατά την άποψή μου, περίτεχνα, υποδηλώνει τα αδιέξοδα της εργατικής τάξης και δη των ανθρακωρύχων της θατσερικής Αγγλίας. Λειτουργεί, όμως, και ως υπόμνηση για το παράδοξο του αγώνα προς επιβίωση: «Το καναρίνι για λίγο ηρέμησε, τέντωσε τον λαιμό του, γούρλωσε τα μάτια του, και κοιτούσε σαν μαγεμένο. Ξέχασε τον κίνδυνο που αντιπροσώπευα και την πόρτα ως προοπτική απελευθέρωσης, και καθηλώθηκε σε μια στιγμή ανεξήγητη, σ’ ένα πρωτόγνωρο θέαμα. Ζει κανείς και υφίσταται τη φθορά για να θρέφει αυτό το αδηφάγο τέρας, την περιέργεια, τη μανία για εναλλαγή και ανακάλυψη, που φαινομενικά νικά, στη μακρά πορεία, τον θάνατο· στην πραγματικότητα, τον επισπεύδει» (σ. 56). 

Μια δεύτερη ανάγνωση δίνει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να διακρίνει πώς, ήδη από τις πρώτες σελίδες, μια απλή περιγραφή ενός δρόμου προσδίδει βάθος στην ιμπρεσιονιστική αποτύπωση του τραγικού συμβάντος. 

«Οι εργάτες μαζεύουν βιαστικά και μ’ ένα βλέμμα στωικότητας, που δεν κατορθώνει να κρύψει και κάποια αποδοκιμασία, λιγδιασμένα κουτιά από πίτσες, σπασμένα μπουκάλια από αναψυκτικά, άδεια πακέτα από τσιγάρα, καμιά φορά σκισμένα ρούχα, μπουφάν και πουκάμισα, ή και γυναικεία τσαντάκια, ακόμα και μονά παπούτσια, γόβες με σπασμένο τακούνι, βρόμικα λευκά αθλητικά – απομεινάρια της νυχτερινής κραιπάλης» (σ. 18). Ειδικά αυτά τα «μονά παπούτσια» θα τα συναντήσει ξανά ο αναγνώστης στο τέλος, όταν οι ήρωες θα παραλάβουν από την αστυνομία τα ρούχα του νεκρού: «Ήταν όλα εκεί. Ο Άντι γύρισε και με κοίταξε, κι εγώ ένευσα θετικά. Έλειπε μονάχα ένα παπούτσι» (σ. 86).

Το κείμενο διανθίζεται και από συγκεκριμένους ελκυστές διαισθήσεων, που βάζουν τον αναγνώστη σε ατραπούς του δικού μας παρόντος: 

«Στις επόμενες σελίδες υπήρχε εκτενές φωτογραφικό αφιέρωμα με κοντινά πλάνα απ’ την μπροστινή περίφραξη. Ποιος τόλμησε να σηκώσει την κάμερα; Ποιος έκρινε ότι αυτό ήταν ενημέρωση;» (σ. 79).

Όπως και:

«Είχα σταματήσει να παρακολουθώ τις δικαστικές εξελίξεις, μετά το εισαγγελικό πόρισμα για το “τραγικό δυστύχημα” και την άρνηση ν’ ασκηθούν οποιεσδήποτε διώξεις» (σ. 87).

Αντιρρήσεις. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση απαιτεί εξαιρετική συνέπεια στην κατασκευή της προσωπικότητας του χαρακτήρα που την ξεστομίζει. Όταν λοιπόν ο Βρετανός ήρωας, που κατάγεται από εργατική οικογένεια, με πάθος για το ποδόσφαιρο –«Η ζωή μόνο μαζί του [με τον πατέρα του] –μόνο με το ποδόσφαιρο– αποκτούσε ενδιαφέρον» (σ. 105)–, που ο ίδιος ομολογεί ότι δεν είχε ποτέ καλλιτεχνικές ανησυχίες –«Δεν θυμάμαι πώς δημιουργήθηκε το ενδιαφέρον για τη φωτογραφία [διαθέτει κατάστημα φωτογραφικών ειδών], δεν είχα εκδηλώσει ποτέ κάποια καλλιτεχνική κλίση, ούτε υπήρχε σχετικό ερέθισμα στον περίγυρο» (σ. 111)–, όταν αυτός ο ήρωας λέει

«Κατέβηκα τις σκάλες ντυμένος με τα ρούχα που μου ’χε αφήσει η μητέρα μου· αυτά που φορούσα την προηγούμενη δεν άντεχα ούτε να τ’ αγγίξω, Χιτώνας του Νέσσου» (σ. 82, δική μου υπογράμμιση),

ή

«Όμως το πλοίο βούλιαζε σιγά σιγά, νερά πλημμύριζαν τ’ αμπάρια, έγειραν επικίνδυνα τα κατάρτια μου, και τότε μόνο ξεβούλωσα τ’ αυτιά στις Σειρήνες που πίστευα ότι έφταιγαν. Κι έγινα ο Κανένας» (σ. 113, δική μου υπογράμμιση),

ή, λίγο παρακάτω

«Ήθελα να στραφώ προς το μέρος σου για να σε δω, για να ξέρω τι κάνεις, όμως ήταν αδύνατον, μόνο μπροστά μπορούσα να κοιτάζω, Κιθ. Ένας Ορφέας στον Άδη» (σ. 133, δική μου υπογράμμιση),

όταν ο αναγνώστης διαβάζει αυτές τις αβλεψίες νιώθει ότι η συγγραφέας υποκύπτει στη σαγήνη της αφήγησής της. Από πού πηγάζουν οι ομηρικές/μυθολογικές γνώσεις του Βρετανού ποδοσφαιρόφιλου; Ο αναγνώστης νιώθει ότι, πλέον, στα σημεία αυτά, δεν μιλάει ο Βρετανός ήρωας, αλλά η ίδια η Πέτσα. Και αυτό επιτείνεται και από τη χρήση αρκετών διαλόγων στα αγγλικά που σκοπό έχουν να εξισορροπήσουν, όσο αυτό είναι δυνατόν, ακριβώς αυτό τον αναπόδραστο, μυθιστορηματικό εξελληνισμό ενός Βρετανού, που αφηγείται στη γλώσσα μας. 

Η Πέτσα επιτυγχάνει, χωρίς να εκβιάζει τίποτα, να παρασύρει τον αναγνώστη στον λαβύρινθο των σκέψεων του βαθιά τραυματισμένου ήρωά της. Η συγγραφέας φέρνει τον αναγνώστη στο χείλος της συγκίνησης, που όμως μένει μετέωρη από τις αβλεψίες που την υποσκάπτουν. 

Οι τελευταίες είκοσι σελίδες είναι εξαιρετικές. Η Πέτσα αναπλάθει την ημέρα της τραγωδίας μέσα από το βλέμμα του ήρωα, που ακροβατεί κάπου ανάμεσα στην πραγματικότητα αισθήσεων και παραισθήσεων. Οι ιστορίες είναι το αποκούμπι των ζωντανών. 

 — Βασιλική Πέτσα, Δεν θ' αργήσω, Πόλις: 2024, 144 σελίδες, ISBN: 9789604358632, τιμή: €14,00.