Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Κι όμως, ενίοτε χωριζόμαστε

Υπάρχει κάτι εξαιρετικά δύσκολο στη μυθοπλαστική αποτύπωση γεγονότων και καταστάσεων που διανθίζουν την καθημερινότητα της συγχρονίας του συγγραφέα. Μέσα στη χρονιά που πέρασε μου δόθηκε η ευκαιρία να το διαπιστώσω αυτό σε δύο περιπτώσεις: στο Το κίνημα της αυτοκτονίας τού Πέτρου Μάρκαρη, και στο Πώς ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής έχασε τα πάντα τού Άρη Αλεξανδρή. Το Όχι δεν χωριζόμαστε ήταν η τρίτη περίπτωση, το τρίτο μυθιστόρημα, που ήρθε να κάνει τη διαπίστωση ευκρινέστερη. Πιθανώς να συντρέχουν βαθύτερες αιτίες που να κάνουν επιτακτικό να πρέπει κάποιες καταστάσεις της καθημερινότητας να εδραιωθούν πολύ πιο βαθιά στη συνείδηση, ώστε να μπορεί ο συγγραφέας να τις κοιτάξει από κάποια απόσταση και να καταφέρει να σταθεί όχι μόνο κριτικά απέναντί τους –αυτό εξάλλου είναι στοιχείο που δεν απαιτεί παρά μόνο αντιληπτικές και αναλυτικές ικανότητες– αλλά να δύναται να τις ανασκευάσει μυθοπλαστικά και να τις εντάξει δόκιμα σε ένα μυθιστόρημα. Πιθανώς, λέω, γιατί φαίνεται ότι η χρονική απόσταση από μόνη της δεν συνιστά τελικά ούτε αναγκαία αλλά ούτε και ικανή συνθήκη για να κατασκευαστεί ένα μυθιστόρημα που θα πραγματεύεται φλέγοντα ζητήματα του καιρού μας. Όλα όμως, όπως πάντα, κρίνονται εκ του αποτελέσματος.  

Τα αναφέρω αυτά για να αγγίξω και κάτι άλλο που, με κάποιο βαθμό δυσανεξίας, έχουμε συνηθίσει να στηλιτεύουμε: τα μυθιστορήματα που έχουν ως θεματική τους τον Εμφύλιο, μπορεί να κουράζουν, αλλά αρκετές φορές προσφέρουν μυθοπλασίες που διαθέτουν εσωτερική συνοχή, και, παρά τα όποια προβλήματά τους, λογοτεχνικότητα – χαρακτηριστική περίπτωση Το χιόνι των Αγράφων. Συνοχή και λογοτεχνικότητα λοιπόν, που, τουλάχιστον τα τρία μυθιστορήματα που διάβασα πρόσφατα, δεν φαίνεται να διαθέτουν.     

Το Όχι δεν χωριζόμαστε του Γιώργου Στόγια (Αθήνα, 1973) διαβάζεται ίσως περισσότερο ως λίστα (επι)κριτικών σχολίων σε μια σειρά θεματικών που απασχολούν την κοινή γνώμη παρά σαν μυθιστόρημα. Δεν αναφέρω τη λέξη «σχόλια» τυχαία. Διάβασα το συγκεκριμένο βιβλίο κατά κύριο λόγο επειδή ο συγγραφέας μού είχε τραβήξει την προσοχή στα σχόλια που κάνει τακτικά στο Φέισμπουκ. Και δυστυχώς, διαπίστωσα, όπως εξάλλου και στην περίπτωση του Άρη Αλεξανδρή που αρθρογραφεί στην Καθημερινή, ότι οι κριτικές ικανότητες δεν αρκούν για να συγγράψει κάποιος μυθιστόρημα. Το βιβλίο βέβαια περιέχει και πολλά άλλα –εκτείνεται εξάλλου σε 330 σελίδες– πέραν των καταστάσεων που αναφέρονται σε θεματικές της εποχής. Μεγάλο μέρος του καταπιάνεται με το θέατρο, θεματική που αντλεί βέβαια από την εμπειρία του συγγραφέα που έχει εργαστεί ως σκηνοθέτης, έτσι όπως διαβάζω στο σύντομο βιογραφικό του στο εσώφυλλο του βιβλίου. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω όμως γιατί, και εκεί, η προσωπική εμπειρία δεν αρκεί για να μεταγραφούν μυθοπλαστικά τα περί των θεατρικών. Πέρα όμως από όλα αυτά ο Στόγιας αφηγείται και μια ιστορία. Ο ήρωάς του, ο Αλέξης, μεσήλικας, παντρεμένος με δύο παιδιά στα πρόθυρα της εφηβείας, εκπαιδευτικός, θα αποδράσει από ένα ακόμη καλοκαίρι οικογενειακής ραστώνης σε μια κατασκήνωση όπου θα του δοθεί η ευκαιρία, από τη θέση του υπαρχηγού, να ζήσει ξανά κάτι πρωτόγνωρο – για την ακρίβεια, θα του δοθεί η ευκαιρία να βιώσει έναν εκρηκτικό συνδυασμό συνθηκών: μια εφηβεία χωρίς την εποπτεία ενηλίκων. Η ιστορία μπορεί να διαθέτει όλα τα εχέγγυα αλλά δεν καταφέρνει να προσφέρει στον αναγνώστη τα προσδοκώμενα. Παραμένει, παρά την έκτασή της και τις φιλότιμες προσπάθειες του συγγραφέα να αναπλάσει την ατμόσφαιρα της κατασκήνωσης που λαμβάνει χώρα το καλοκαίρι του 2019, προσχηματική. Και αυτό είναι κάτι που με προβλημάτισε ιδιαίτερα. Ο συγγραφέας “ανεβάζει” ένα μυθιστόρημα με σχεδόν εβδομήντα πρόσωπα –κάτι εξαιρετικά δύσκολο– και ενώ καταφέρνει να τα διαχειριστεί σημασιολογικά, και, σε αρκετά σημεία, βάζει τον αναγνώστη στο κλίμα, τελικά προδίδεται τόσο από τη γλώσσα όσο και από την εμμονή του στον διδακτισμό. Αυτή η εμμονή στον διδακτισμό, για να μην αναφέρω μόνο αρνητικά για το βιβλίο, είναι κάτι που φαίνεται να απασχολεί τον Στόγια πολύ σοβαρά. Το βαθύτερο πρόβλημα του ήρωά του είναι ότι έχει φτάσει σχεδόν πενήντα ετών και δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι παραμένει, όπως οφείλει κάθε νοήμων άνθρωπος να έχει συνειδητοποιήσει, μαθητής. Ο Αλέξης πάσχει από ένα ιδιότυπο σύνδρομο Πήτερ-Παν/Πυγμαλίωνα: συμπεριφέρεται ανεύθυνα αλλά και με διαρκή υπεροψία και βεβαιότητα ότι μπορεί να μεταλαμπαδεύσει ρηξικέλευθες λύσεις σε πλειάδα θεμάτων που δήθεν κατέχει. Αν υπάρχει λοιπόν κάτι βαθύτερο σε αυτό το μυθιστόρημα, αυτό είναι το αδιέξοδο του ήρωα, που θα καταστεί διακριτό μόνον όταν ο ίδιος βρεθεί στο περιβάλλον εφηβικής ανεμελιάς της κατασκήνωσης. Αδιέξοδο, που έχει να κάνει με το πόσο ελλειμματικός ως άνθρωπος, ως προσωπικότητα, παρουσιάζεται ο ήρωας μόλις βρίσκεται εκτός του ασφυκτικού κλοιού της μικροαστικής οικογενειακής συνθήκης, που του προσέφερε επίπλαστη σιγουριά και ασφάλεια. Ο Αλέξης, όχι μόνο αδυνατεί πλήρως να διαχειριστεί την ευθύνη της θέσης του υπαρχηγού στην κατασκήνωση αλλά αδυνατεί να διαχειριστεί και τη σχετική ελευθερία του ως μεσήλικας, εκτός οικογενειακών ευθυνών. Αυτά όμως τα κατεξοχήν μυθιστορηματικά υλικά, ο Στόγιας, τα πνίγει κάτω από στρώσεις διδακτισμών και αστοχιών. Ο συγγραφέας εντάσσει στο κείμενο σειρά θεματικών, από τον χώρο του θεάτρου, της μουσικής, της πολιτικής, του φεμινισμού, της δολοφονίας χαρακτήρων στα ΜΜΕ και στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, αλλά όλα αυτά στέκονται αχώνευτα κυρίως επειδή παραμένουν εξαιρετικά διακριτά. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα από τη δεύτερη σελίδα του βιβλίου όπου ο Αλέξης επισκέπτεται ένα μαγαζί με προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας: «Λόγω σκληροπυρηνικής ιδεολογίας το μαγαζί είχε φτιάξει όνομα στα δίκτυα των υγιεινιστών. Τις τρεις μέρες την εβδομάδα πού ήταν ανοιχτό (μόνο πρωί) ξεπουλούσε και τα καφάσια. Ο Γιώργος ήταν ισόβιος πρόεδρος της συλλογικότητας που το διαχειριζόταν. Μη δίνοντας σημασίες σε συμβατικότητες όπως το αυξανόμενο μέγεθος της ουράς στο ταμείο, πλαισίωνε τις συναλλαγές με διδακτικά νούμερα ενός ξανακερδισμένου κοινοτισμού» (σ. 10). Παρατηρήστε ότι το «σκληροπυρηνικής ιδεολογίας» είναι ειρωνικό. Όπως ειρωνικά είναι και τα: «τρεις μέρες», το «ανοιχτό (μόνο πρωί)», αλλά και το «ξεπουλούσε». Επίσης, ειρωνικό είναι το «ισόβιος πρόεδρος της συλλογικότητας», το «συμβατικότητες» αλλά και το «διδακτικά νούμερα ενός ξανακερδισμένου κοινοτισμού». Τα αναφέρω αυτά για να δείξω ότι είτε συμφωνεί κάποιος με τον αφηγητή είτε όχι, βρίσκεται αμέσως εγκλωβισμένος στα δίχτυα του διδακτισμού και της ιδεολογικής/πολιτικής θέσης που θα ταλανίσουν όλο το μυθιστόρημα. Το υπογραμμίζω αυτό γιατί ενώ τείνω σχεδόν να συμφωνώ σε αρκετά σημεία με τον πολιτικό σχολιασμό, διαφωνώ κάθετα με την επιλογή του τρόπου όπου αυτός επιβάλλεται, δηλαδή, με την υπερφόρτωση του κειμένου έτσι ώστε αισθητικά, να φαίνεται σαν να αρπάζει κατευθείαν τον αναγνώστη από τα μούτρα. 

Το βιβλίο, έτσι, σε σημεία, προσομοιάζει καρουζέλ όπου παρελαύνουν οι θεματικές, που επιθυμεί να θίξει και να εξετάσει ο συγγραφέας, μπροστά από τα μάτια του αναγνώστη. Ας αναφερθώ όμως στην αινιγματική και εξαιρετικά δύσκολα προσδιορίσιμη έννοια της λογοτεχνικότητας, που διατείνομαι ότι το βιβλίο στερείται. Το τι εισπράττει κάποιος ως λογοτεχνικό και τι όχι είναι σίγουρα κάτι που εδράζεται σε μεγάλο βαθμό σε υποκειμενικά κριτήρια. Το υποκείμενο, ανάλογα των αναγνωσμάτων που έχει εκτεθεί και του κριτηρίου που έχει σμιλέψει θα διαβάσει και θα αποφανθεί. Το ποιο βιβλίο εκδίδεται και ποιο όχι, είναι τελικά και μια απόφαση που στηρίζεται στην “εμπεριστατωμένη” άποψη κάποιων εξειδικευμένων αναγνωστών. Το εμπεριστατωμένη μπαίνει σε εισαγωγικά για να υπογραμμίσει, ξανά, το υποκειμενικό τού πράγματος. Μια γνώμη στη λογοτεχνία μπορεί προφανώς να τεκμηριωθεί· δεν είναι όμως ποτέ δυνατόν να αναιρεθεί και να ακυρωθεί ένα λογοτεχνικό κείμενο με τη βεβαιότητα που χαρακτηρίζει τις θετικές επιστήμες. Ο εκδότης, έτσι, μαθαίνει να εμπιστεύεται το κριτήριό του, ή το κριτήριο των αναγνωστών του, που πληρώνονται για την παροχή του αισθητικού κριτηρίου τους. Στις περιπτώσεις βέβαια των αυτοεκδόσεων όλα αυτά τείνουν να περνούν σε δεύτερη μοίρα και γνώμονας αναδεικνύεται ένα δίπολο: η ματαιοδοξία του συγγραφέα και η τσέπη του εκδότη. 

Αναφέρθηκα στον ήρωα και είπα ότι, μεταξύ άλλων, χαρακτηρίζεται και από παροιμιώδη ανωριμότητα. Ο Αλέξης συγκεντρώνει στο πρόσωπό του πλειάδα αρνητικών ιδιοτήτων: εγωκεντρικός, αδιάφορος –«δεν έχει καμία επαφή με το συναίσθημά του», όπως θα έλεγε και ένας ψυχολόγος– παραμένει καταγοητευμένος με τον εαυτό του, έχει εμμονή με τον διδακτισμό, και είναι φυσικά ισχυρογνώμων. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν είναι επί της αρχής προβληματικό. Το θέμα εδώ όμως είναι ότι τίποτα από όλα αυτά δεν φαίνεται να λειτουργεί σωστά στο βιβλίο – και όταν λέω «σωστά» εννοώ λογοτεχνικά. Και το λέω χωρίς να παραβλέπω ότι ο συγγραφέας επιθυμεί να βγάλει μια βασική αντίθεση στον χαρακτήρα του ήρωά του έτσι όπως εκείνος παρουσιάζεται στην αρχή του βιβλίου και, στη συνέχεια, όπως εισέρχεται και καταλήγει στο τρίτο και τελευταίο μέρος του. Τρίτο μέρος, στο οποίο διακρίνεται σε κάποια σημεία και μια πιο συστηματική προσπάθεια να αποτυπωθούν στοιχεία που θα επέτρεπαν στον μύθο να σταθεί στα πόδια του και να υποστηρίξει το όραμα του συγγραφέα. Αλλά αυτό το όραμα του Στόγια περνάει στο κείμενο, γενικά, χωρίς αισθητική αιδώ και σύνεση. Αναφέρω αρχικά ότι ξενίζει η εμμονή του συγγραφέα με τις ερωτικές σκηνές, που ακροβατούν κάπου ανάμεσα στο γκροτέσκο και στο κωμικό. Δηλαδή, πραγματικά, προσέφερε κάτι ειδικό ερωτική σκηνή όπου περιγράφεται περιστατικό «penis captivus», το οποίο ακροβατεί εξαιρετικά κοντά στα όρια του αστικού μύθου; Εγώ, προσωπικά, θα ομολογήσω ότι δυσκολεύτηκα να συνεχίσω το βιβλίο μετά τη συγκεκριμένη σκηνή. Όχι γιατί με χαρακτηρίζει κάποιο είδος σεμνοτυφίας ή πουριτανισμού, αλλά γιατί δεν μπορούσα να διακρίνω τον λόγο που ο συγγραφέας αποφάσισε να βάλει κάτι τέτοιο στο μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα, δεν θα κουραστώ να το λέω, είναι είδος που σηκώνει και δύναται να υποστηρίξει τις μεγαλύτερες ακρότητες, αρκεί να μπορεί ο συγγραφέας να πείσει ότι εξυπηρετούν τον μύθο του. Οι ερωτικές σκηνές όμως ελάχιστα προσμετρούν στη συνολική κρίση μου. Ο Αλέξης, ο βασικός ήρωας, δεν καταφέρνει να πείσει ότι πραγματικά συντελείται μια μεταστροφή στην προσωπικότητά του, κυρίως γιατί ο συγγραφέας επιμένει να τον παρουσιάζει υπερβολικά αναστοχαστικό. Οι αλλαγές στον χαρακτήρα ενός ήρωα δύνανται να επέλθουν τόσο επειδή συνειδητά κάνει μια προσπάθεια να αφουγκραστεί τη θέση του, την ηλικία του, και τα αδιέξοδά του, όσο όμως και από παράγοντες εξωτερικούς και πολλές φορές απρόβλεπτους. Εδώ, ο Στόγιας, μπορεί να κάνει χρήση όλων αυτών των στοιχείων αλλά το κάνει, και πάλι, χωρίς ίχνος λογοτεχνικότητας. Το κείμενο σκέφτεται περισσότερο δοκιμιακά και σκηνοθετικά, παρά λογοτεχνικά. Ο Στόγιας, με άλλα λόγια, φαίνεται να μάχεται ώστε να καθυποτάξει τον σκηνοθέτη και δοκιμιογράφο εαυτό του στις απαιτήσεις του λογοτέχνη. Και σε αυτή τη διαπάλη, ο λογοτέχνης χάνει. 

Στη συνέχεια, ο υπαινιγμός, και η διαφάνεια ή αδιαφάνεια ενός κειμένου, πρέπει να σταθμιστούν σε τέτοιο βαθμό ώστε να περνούν αβίαστα στον αναγνώστη· να περνούν δηλαδή χωρίς ο αναγνώστης να στέκεται και να σκέφτεται διαρκώς τα λόγια του ενός και του άλλου ήρωα που υποστηρίζουν αντίπαλες ιδεολογικές θέσεις. Ναι, ο Τόμας Μαν μάς λέει επανειλημμένα ότι Το Μαγικό Βουνό –το κατεξοχήν μυθιστόρημα ιδεών– έχει γραφτεί για να διαβάζεται τουλάχιστον δύο φορές αλλά δεν γίνεται ένας συγγραφέας στα πρώτα του συγγραφικά βήματα να αφήνει να τον κυριεύουν τέτοιες σκέψεις. Στο Όχι δεν χωριζόμαστε, η αφήγηση της ιστορίας θα έπρεπε να περνάει στον αναγνώστη ως ιστορία και όχι ως ιστορία με υποβολέα. Τι εννοώ; Ο Στόγιας ζει στο κείμενο, στον ρόλο του υποβολέα, που γίνεται διακριτός από τον αναγνώστη ανά πάσα στιγμή. Ο παντεπόπτης αφηγητής του συμπάσχει και σε αρκετά σημεία εμφανίζεται σαν να συμμετέχει στα δρώμενα όπως ο ήρωας του έργου. Ποιο είναι το πρόβλημα; θα πείτε. Μα, επαναλαμβάνω, δεν γίνεται διακριτός από τον ήρωά του και αυτό προδίδεται διαρκώς και από τη γλώσσα, που μοιάζει να είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Αλέξης. Παραθέτω μερικά παραδείγματα: «[...] μετά είχε βιντεοκλήση με τη Μαρία — εκείνη θα ήθελε να του μεταφέρει το κεμπάπ του διαλόγου με τον Μάνο, τυλιγμένο στην πίτα των συναισθημάτων της» (σ. 218). «Ο Αλέξης είχε ένα μικρό άγχος μήπως η νέα του πρωταγωνίστρια πάθαινε κολούμπρα» (σ. 254). «[...] [Ό]λα τα στελέχη όμως ήξεραν πια ότι οι δύο Υπαρχηγοί παίζαν πλακωτό και χτυπούσαν με δύναμη τα πούλια» (σ. 170). «Ήταν σαν να φοβόταν να τους βάλει να παίξουν γιατί το θέαμα θα ήταν τόσο αποκαρδιωτικό που οι φαντασιώσεις του θα γίνονταν κομμάτια σαν στημένα playmobil μοναχοπαιδιού σε επίσκεψη συμμαθητών του από το νηπιαγωγείο» (σ.231). «[...] [Ν]α πλύνει τα δόντια του ώστε να μη μυρίζει η αναπνοή του ουίσκι που κουβαλούσε όπως ένα μωρό τον Αγκαλίτσα» (σ. 260). «Ο μεγάλος εραστής μπαινόβγαινε στο αιδοίο της Μαρίας σαν παιδικό πόδι σε παπούτσι ενηλίκου. Θορυβημένος από την πελαγοδρόμηση της στυτικής του ικανότητας έριξε το φταίξιμο στο αλκοόλ» (σ. 261). Σημειώστε, εδώ, ότι δεν σχολιάζω την αισθητική των αποσπασμάτων που παρέθεσα αλλά μόνο τον ρόλο που εξυπηρετούν στο σύνολο του έργου.  

Επιπροσθέτως, ο Αλέξης εμφανίζει μια βαθιά ασυμφωνία ανάμεσα σε αυτά που κατά καιρούς ξεστομίζει και σε αυτά που μας μεταφέρει ο αφηγητής: «Εσύ όμως αδικείς το έργο. Είναι σαν να γράφτηκε σήμερα το πρωί — γι’ αυτό και έχει τη δύναμη να αγγίξει τους εφήβους. Χρειάζονται κάτι τόσο δυνατό που να δώσει μία και να ρίξει κάτω την πολιτισμική σούπα μέσα στην οποία κολυμπάνε. [...] Ξέρεις τι διαβάζουν από λογοτεχνία; Τίποτα — μόνο όσα γράφουν τα σελέμπριτις στο ίνστα. [...] Εγώ θέλω να κάνω ένα είδος τέχνης που να μπορεί να αγγίξει όλα τα παιδιά, όχι μόνο τα προνομιούχα. Και για να γίνει αυτό χρειάζεται να έχεις στοιχεία που θα τα ταρακουνήσουν. Όχι μόνο μέσω ενός βίαιου θεάματος — αυτό το έχουν συνηθίσει. Αλλά μέσω της ομορφιάς… [...]»  (σσ. 177-78). Διαβάζουμε μετά: «Δεν ήξερε γιατί ήθελε να κάνει το έργο. Χωρίς κίνητρο και όραμα είχε παραλύσει» (σ. 240). Για να διαβάσουμε πάλι λίγο παρακάτω «Ήθελε να πιστεύει ότι το είδος θεάτρου που ευαγγελιζόταν —με το Τρωίλος και Χρυσηίδα να είναι απλώς μια ατελής εφαρμογή— συγγένευε περισσότερο με τη χειρωνακτική παρά με την πνευματική εργασία» (σ. 254). Ακόμη όμως και αν δεχτεί κάποιος αυτές τις αντιφατικές δηλώσεις και αποπειραθεί να ακολουθήσει τον συγγραφέα στις επιλογές του, δεν καταφέρνει να διακρίνει πώς τα λόγια του ήρωα και οι δηλώσεις του αφηγητή μεταφράζονται μυθοπλαστικά σε πράξεις. Πώς, για παράδειγμα, φαίνεται ότι το έργο είναι περισσότερο χειρωναξία και λιγότερο πνευματική εργασία; Από τις πρόβες; Από την επιμονή του Αλέξη στη σημασία της πρόβας; Από το πώς συμπεριφέρονται τα παιδιά; Απουσιάζουν δηλαδή τα ενδιάμεσα στάδια που θα επέτρεπαν στον αναγνώστη να ερμηνεύσει το γιατί τελικά ήρθε στα παιδιά η «[...] επιφοίτηση ότι ίσως ο σκηνοθέτης τους ξέρει τι κάνει» (σ. 255), το οποίο εντοπίζεται μόνο μια σελίδα παρακάτω. Δεν ξέρω· στο τρίτο μέρος, που γίνεται αυτή η εκτενής ανάπλαση της διαδικασίας της πρόβας, και πάλι, ένιωθα, ότι κυριαρχούσε ο σκηνοθέτης Στόγιας και όχι ο σκηνοθέτης Αλέξης. Οι σκέψεις του ήρωα τείνουν να εμφανίζονται κάπως ξεκάρφωτα και εναποθέτουν υπέρμετρο νοητικό βάρος στον ήρωα, που δεν έχει χτιστεί σωστά. Πώς να σας το εξηγήσω αυτό; Οι σκέψεις που διατρέχουν έναν νου τείνουν να διαχέονται και να επηρεάζουν τις συμπεριφορές του ατόμου με συγκεκριμένους τρόπους, που, με τη σειρά τους, τείνουν να είναι προβλέψιμοι και να διακρίνονται και σε άλλες συμπεριφορικές εκφάνσεις της προσωπικότητάς του. Ο Αλέξης όμως, ως σκηνοθέτης, εμφανίζεται υπερβολικά ικανός σε σχέση με τον Αλέξη, γενικά, ως προσωπικότητα, που στο βιβλίο έχει αφεθεί σε κάθε είδους ανευθυνότητα, και αυτό είναι κάτι που δημιουργεί κενά στο βιβλίο. Ο Αλέξης ως σκηνοθέτης δεν υποστηρίζεται από τον μύθο συνολικά, με αποτέλεσμα οι εύστοχες παρατηρήσεις του να δείχνουν εμβόλιμες παρεμβάσεις από το στόμα του Στόγια/σκηνοθέτη, που αφήνεται στην άλλη του ιδιότητα. Το τρίτο μέρος, έτσι, μοιάζει σαν να έχει χτιστεί διεκπεραιωτικά και να μην ανήκει στο οργανικό σύνολο του έργου· αίσθηση που εντείνεται και από τις καταιγιστικές εξελίξεις του τέλους, που δεν έχουν προοικονομηθει αρκούντως.     

Όλα αυτά, ξαναλέω, δεν θα συνιστούσαν πρόβλημα αν το κείμενο μπορούσε να τα υποστηρίξει. Ένας αντιφατικός χαρακτήρας είναι ένας χαρακτήρας πιο κοντά στην πραγματικότητα από έναν που χαρακτηρίζεται από συνέπεια και γραμμικότητα στις πράξεις του, αλλά η πραγματικότητα συνιστά πάντα κακό σύμβουλο για τη μυθοπλασία. Η μυθοπλασία δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, ή, τουλάχιστον, δεν έχει γραμμική σχέση με την πραγματικότητα. Για να το πω ωμά, αν κάτι έχει λάβει χώρα στην πραγματικότητα, τις περισσότερες φορές είναι είτε τετριμμένο ή ακατάλληλο γιατί η εξαιρετικότητά του, συνήθως, το πετάει εκτός μυθιστορηματικού πλαισίου, που, επαναλαμβάνω, συνιστά μια συνθήκη αναλήθειας με, υπό προϋποθέσεις, αξιώσεις στην αλήθεια.  

Στη συνέχεια, η οικονομία της επεξηγηματικότητας του κειμένου δεν γίνεται να γέρνει διαρκώς προς την πλήρη αποκάλυψη των σκέψεων του ήρωα: οι υπαινιγμοί είναι για κάποιο λόγο υπαινιγμοί· δεν γίνεται οι εξηγήσεις να στέκονται διαρκώς ως σημαιάκια –checkpoints– που ο αναγνώστης μαζεύει για να φτάσει στο τέλος του βιβλίου, να αθροίσει πόντους και να αισθανθεί ότι δεν έχασε τον χρόνο του διαβάζοντας το μυθιστόρημα. Και για να το πω και αλλιώς, πάρα τη θεατρική αρχή όπου τα πράγματα δεν πρέπει να λέγονται, αλλά να παίζονται επί σκηνής, ο Στόγιας, παρά την προσπάθειά του, δεν το μεταγράφει επιτυχώς αυτό στο πλαίσιο του μυθιστορήματος. Αναφέρω ενδεικτικά σε πόσες σελίδες, προς το τέλος του βιβλίου, κάνει την εμφάνιση της μια μικρή ή εκτενέστερη επεξήγηση: σσ. 217-8, 237, 257, 287, 293, 300, 307, 332.

Το μυθιστόρημα –και βέβαια η ποίηση– όταν λειτουργούν εύρυθμα είναι η χειροπιαστή αναγωγή της ποσότητας στην ποιότητα. Και αυτό, για να το φέρω ανάλαφρα, είναι κάτι τόσο μεγάλο και σπάνιο που συνιστά τη μόνη κοσμική έννοια του Θείου που γνωρίζουμε — κάτι που δεν διδάσκεται, δεν κλέβεται, δεν χαρίζεται. Το Όχι δεν χωριζόμαστε καταλήγει έτσι να προσομοιάζει λεπτομερές προσχέδιο που του λείπει μια κομβική “λεπτομέρεια”: απαιτεί να γραφτεί ξανά ως λογοτεχνικό κείμενο. Πώς γίνεται αυτό; Πολύ απλά: δεν ξέρω. Η δημιουργία λογοτεχνίας είναι κάτι που δεν ανήκει στη δικαιοδοσία ούτε του αναγνώστη ούτε του κριτικού.

Μετανιώνω πραγματικά που δεν παραβρέθηκα στην παρουσίαση του βιβλίου για να δω με ποιους τρόπους η Μαριαλένα Σπυροπούλου, ο Ηλίας Κανέλλης, αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας αποπειράθηκαν να αναδείξουν τις αρετές του βιβλίου.  

— Γιώργος Στόγιας, Όχι δεν χωριζόμαστε, Μελάνι: 2022, 340 σελίδες, ISBN: 9789605912284, τιμή: €18.00.