Skip to main content
Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024
Κλίμακα Γκάρμπο

Το σκέφτηκα. Θα επινοήσω κι εγώ μια κλίμακα: την «Κλίμακα Γκάρμπο». Στα υψηλά της, θα στέκονται τα αυθεντικά, σχεδόν υπερβατικά κείμενα. Στα χαμηλά της, τα κείμενα που εμφορούνται από μια σχεδόν άφατη κοινοτοπία. Φυσικά, τα «εκατό» τής κλίμακας θα λογίζονται κάπως σαν το απροσπέλαστο· επινοήσεις τόσο έμπλεες νοήματος που θα καθίστανται α-νόητες, δώρο άδωρο, συλλήψεις από και για θεούς. Στους αντίποδές της (μη σας μπαίνουν υπόνοιες λογοπαίγνιου), θα στέκονται κείμενα σαν το νεράκι: άχρωμο, άγευστο, άοσμο· νερό ούτε καν για να ξεδιψάσεις, κατάλληλο για «μπουκώματα» σε εκείνη τη χαρακτηριστική προσταγή των οδοντιάτρων: «ξεπλύντε». Η «Κλίμακα Μπόγκαρτ» της Μαρίας Φακίνου είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση νουβέλας που στέκεται λίγο πάνω από τη μέση της δικής μου κλίμακας. Τι σχέση έχει η δική μου, με την κλίμακα της συγγραφέως; Καμία. Πώς μου ήρθε το όνομα; Έτσι, λόγω αδυναμίας στη γνωστή Σουηδέζα.    

«Κλίμακα Μπόγκαρτ»; Τι μπορεί να είναι αυτή η κλίμακα Μπόγκαρτ; Κι όμως, δεν υπάρχει καμία εξήγηση για την επιλογή του ονόματος. Ενώ στο κείμενο μπορεί κάποιος να διακρίνει τις αναφορές στην «κλίμακα Ρίχτερ» και στην «κλίμακα Μποφόρ», η κλίμακα Μπόγκαρτ δεν είναι παρά μια ιδέα του ήρωα: «Να ‘χες ένα όνομα να το ‘δινες στην κλίμακα της μνήμης και όλη η ανθρωπότητα [...] παγκοσμίως, Κινέζοι λευκοί Αιθίοπες, να μετρούσαν το βάρος, το βρασμό, το θυμό της μνήμης στην κλίμακα που θα ‘χε το όνομά σου, εφευρέτης και νονός μαζί εσύ. Αλέν Ντελόν, Μάρλον Μπράντο, Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ» (σ. 9). Θα μπορούσε δηλαδή να είναι «Κλίμακα Ντελόν» αλλά και «Κλίμακα Μπράντο». Τι καταλαβαίνει ο αναγνώστης από αυτό; Πολλά και τίποτα. Εμένα, αρχικά, μου έκανε κακή εντύπωση, γιατί το βιβλίο δεν εμφανίζεται με διάθεση να αντιμετωπίσει με σοβαρότητα τον εαυτό του – τουλάχιστον στο θέμα της επιλογής τίτλου. Δεν θα με πείραζε καθόλου αν υπήρχε ένα λογοτεχνικό έρεισμα για τον τίτλο· έστω μικρό· αλλά δεν υπάρχει. Έχει όμως και τόση σημασία; Ίσως και όχι. Επί της ουσίας τώρα, η συγγραφέας παίζει το χαρτί της πολυσημίας. Πετάει τα κομμάτια του παζλ στο τραπέζι και αφήνει κοινό και κριτικούς να σκεφτούν αν και πώς αυτό συναρμολογείται. Διάβασα, για παράδειγμα, κείμενο κριτικού σε μεγάλη εφημερίδα που λόγω αβλεψίας απέδωσε τον αλκοολισμό της μητέρας στην κόρη. Συμβαίνουν όμως αυτά· μικρό το κακό. Το ευχάριστο πάντως για τη Φακίνου είναι ότι το παζλ, με λίγο κόπο, συναρμολογείται. Ας δούμε όμως αρχικά τι κομμάτια το συνιστούν. Τι απεικονίζεται αφ’ ης στιγμής το παζλ συναρμολογηθεί, θα το εξετάσουμε στη συνέχεια. Σημειώστε: βασανιστής ΕΑΤ-ΕΣΑ που κρύβει το παρελθόν του, σύζυγος έρμαιο και αλκοολική, κόρη με βουλιμικό πρόβλημα, πατριαρχία, «Το Φως του Αυγερινού», σεισμός του ‘81, Σορίν Ματέι, πνιγμός Αϊλάν Κούρντι, πυρκαγιά στο Μάτι, θεία που βιάστηκε στην εφηβεία της και μετά στάθηκε στα πόδια της για να μην έχει κανέναν Δερβέναγα πάνω από το κεφάλι της. Μας αφηγείται η συγγραφέας κάποια ιστορία; Ναι, με λίγο κόπο, όπως είπα, το παζλ συναρμολογείται. Θα καθίσει ο αναγνώστης να το συναρμολογήσει; Εγώ το συναρμολόγησα στη δεύτερη ανάγνωση, και μου έμειναν μερικά κομμάτια –μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού– που δεν μπόρεσα να τα κολλήσω κάπου. Ποιος μιλάει στο βιβλίο; Παντεπόπτης αφηγητής; Ο ήρωας στον εαυτό του με δύο φωνές; Γιατί όχι; Δεν έχει εξάλλου και τόση σημασία – δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Παραθέτω μερικά ακόμη κομμάτια του παζλ, αυτή τη φορά ακριβώς από το κείμενο:   

«Λεσβίες» (σ. 15)
«απορρίμματα» (σ. 19)
«ο χαϊδεμένος της μάνας σου» (σ. 24)
«[...] θα σου ‘δινε το όνομα του Αγίου Προστάτη των παιδιών» (σ. 25)
«Ο οφθαλμός της επαναστάσεως» (σ. 28)
«– Θα γίνει αυτό που λέω εγώ» (σ. 36)
«Τίποτα δεν τους έλειψε» (σ. 37)
«Κιμπάρης» (σ. 38)
«– Άντε, να ξεβρωμίσει ο τόπος» (σ. 41)
«– Άνοιξαν και τα σύνορα, γεμίσαμε ποντίκια» (σ.42)
«– Και στις επόμενες εκλογές να τους μαυρίσετε και να τους στείλετε σπίτια τους» (σ. 45)
«Πώς βγήκε από μένα τέτοιο παιδί;» (σ. 46)
«Ποτέ δεν άγγιξα γυναίκα» (σ. 61)
«Εγώ έκανα το καθήκον μου και τίποτε άλλο [...]» (σ. 66) 
 
Ο ήρωας, πρώην βασανιστής ΕΑΤ-ΕΣΑ, που έκρυβε το παρελθόν του αρχίζει να βαδίζει για να πάει να θάψει ένα νεκρό κοτσύφι. Στην πορεία του αυτή θυμάται κομβικά σημεία από τη ζωή του. Τα γεγονότα που σχολιάζει μπορεί να έχουν συμβεί, μπορεί όμως και μην έχουν λάβει χώρα. Στον πυρήνα των αναμνήσεων, η διάσταση με την κόρη του, Ζωή, που αποχώρησε από την οικογενειακή εστία όταν ανακάλυψε την παρελθοντική ιδιότητα του πατέρα της. Θα μάθουμε κάτι ουσιαστικό στο βιβλίο που να ξεφεύγει σε κάποιο σημείο από το κοινότοπο «Εγώ έκανα το καθήκον μου και τίποτε άλλο [...]» (σ. 66); Θα μάθουμε κάτι πέρα από το τετριμμένο ότι η ζωή συμβαίνει στο ενδιάμεσο, γιατί στην κλίμακα Μπόγκαρτ «Λείπουν το ένα και το εκατό / κανείς δεν αντέχει αυτούς τους δύο ακραίους, απόλυτους αριθμούς, η μνήμη μετριέται στο ενδιάμεσο [...]» (σ. 9); Απαντώ: Θα μάθουμε, ναι. Με σκέψη και προσήλωση θα κατασκευάσουμε κάποια γεγονότα που ξεφεύγουν από κοινοτοπίες. Πώς πραγματεύεται η συγγραφέας το τραύμα της κόρης που στα δεκαοχτώ της ανακαλύπτει ότι ο πατέρας του ήταν και κάποιος άλλος από το πρόσωπο που πίστευε ότι ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή; Δεν το πραγματεύεται ακριβώς. Η Φακίνου θέτει την κόρη σχεδόν στον πάγο, σε μια κατάσταση μετέωρη. Εξάλλου, ο πατέρας είναι αυτός που μιλάει στον εαυτό του, ή ο παντεπόπτης αφηγητής, άρα τα μαθαίνουμε όλα από απόσταση και κάπως μονόπλευρα. Υπάρχει μια αναφορά που φανερώνει κάποιες σκέψεις της Ζωής: «[...] και πόσο σίγουρη είναι ότι εκείνη [τη Ζωή] κατηγορείς [εσύ, ο πατέρας της] μέσα σου για το θάνατό της [της μητέρας της και συζύγου σου] [...]» (σ. 55). Υπάρχει επίσης το περιστατικό με τη μητέρα της συναδέλφου της Ζωής, όπου πιθανώς έχει υπάρξει θύμα βασανισμού του πατέρα της. Περιστατικό που αφήνει, υπαινικτικά, μια αχτίδα φωτός στο μυαλό της: αυτό το «δεν είσαι η μόνη» που θα χάσει το άρθρο του και θα γίνει «δεν είσαι μόνη» (σ. 61). Η Ζωή βρίσκει αποκούμπι στη σκέψη μιας κατάστασης που δεν την εξορίζει σε μια μοναδικότητα. Μια μοναδικότητα που έχει να κάνει με τη διαχείριση του ειδεχθούς παρελθόντος του πατέρα της που νιώθει ότι την επηρεάζει τόσο πολύ. Παρελθόν που όμως κάνει την εμφάνισή του ξαφνικά και διαστρεβλώνει το παρόν. «Κι έτσι ξαφνικά» (σ. 66) γράφει η συγγραφέας, αφού έχει αλλάξει παράγραφο. Αυτό είναι το πιο ουσιαστικό σημείο το οποίο όμως η Φακίνου δεν δείχνει να ενδιαφέρεται να το πραγματευτεί, γιατί δεν επιθυμεί να δώσει απαντήσεις. Επιθυμεί όμως να συνδαυλίσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών με θεματικές που ανακυκλώνουν τα ευπώλητα της “διανόησης”: πατριαρχία, μεταναστευτικό, τραύμα, body shaming, φασισμός. Η Ζωή μαθαίνει για το παρελθόν του πατέρα της και θέλει να τρέξει στα νησιά να σώσει τους πρόσφυγες; Γιατί; Ακόμη όμως και αυτά τα κάνει καλά η συγγραφέας, γιατί αφενός τα αντιδιαστέλλει με τα πιστεύω του ήρωά της, του πατέρα, αφετέρου θρυμματίζει και ταυτοχρόνως συμπυκνώνει την αφήγηση δόκιμα – περισσότερα γι’ αυτό παρακάτω. Το βαθύτερο όμως θέμα της στάσης απέναντι στο ειδεχθές παρελθόν τού ήρωα και πώς αυτό αναδιατάσσει τη ζωή της κόρης και κατ’ επέκταση όλης της οικογένειας παραμένει κάπως ανεκμετάλλευτο. 

Η διαχείριση του ειδεχθούς παρελθόντος –ιστορικής ή προσωπικής μνήμης– παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και για τις δύο πλευρές, γιατί υπάρχει ανομολόγητο δίκιο και από την πλευρά του πατέρα. Και αυτό συνιστά μια χαμένη ευκαιρία για τη συγγραφέα, που ένιωσα ότι έφτασε στην πηγή αλλά δεν ήπιε νερό, ή τουλάχιστον δεν ήπιε όσο νερό θα μπορούσε. Η μυθοπλασία είναι το ιδανικό μέσο για να ψηλαφίσει κάποιος αυτές τις τόσο γκρίζες ζώνες. Τι δίκια λοιπόν μπορεί να έχει ένας πατέρας, πρώην βασανιστής, που φέρνει στον κόσμο ένα παιδί και δεν του αναφέρει το παρελθόν του; Θα έπρεπε να το έχει αναφέρει; Ξεχάστε λίγο το παρελθόν του βασανιστή και αναλογιστείτε τη γενική ευθύνη του γονιού απέναντι στο παιδί. Η αλήθεια είναι ότι ηθικά, ο γονιός, δεν χρωστάει τίποτα στο παιδί, με τον ίδιο τρόπο που το παιδί δεν χρωστάει τίποτα στον γονιό. «[...] άνθρωποι πεθαίνουν κι άλλοι προσπαθούν να γεννηθούν» (σ. 85) θα πει ο παντεπόπτης αφηγητής χωρίς ίσως συναίσθηση της βαρύτητας των λόγων του. Ξέρω, είναι κάπως ζόρικο αυτό το «ανεύθυνο». Ας κάνω μια αναφορά στον Τζωρτζ Στάινερ, που διάβασα πρόσφατα, μήπως και σας κρατήσω στον ειρμό της σκέψης μου. Διατυπώνει ο Στάινερ, καθώς αναπτύσσει την ιδιότυπη θέση του για τον ιουδαϊσμό, μια φράση του Χάιντεγκερ – σημειώστε εδώ ότι ο λόγος του Στάινερ για τον Χάιντεγκερ είναι πάντα βαρύνουσας σημασίας καθότι Εβραίος, αν και ομολογουμένως συνιστά πολύ ειδική περίπτωση Εβραίου: «"Είμαστε οι επισκέπτες της ζωής" [...] ούτε εσείς ούτε εγώ δεν διαλέξαμε τον τόπο γέννησής μας, τις περιστάσεις, την ιστορική εποχή στην οποία ανήκουμε, την αναπηρία μας ή την τέλεια υγεία μας… Είμαστε geworfen, λέει στα Γερμανικά, είμαστε “πεταμένοι” στη ζωή», (Τζώρτζ Στάινερ με την Λωρ Αντλέρ, Ένα μακρύ Σάββατο, μτφρ. Θ. Σαμαρτζής, Δώμα : 2022, σ. 33). Τι σημαίνει όμως αυτό για την περίπτωση της ευθύνης του γονιού που συζητάμε εδώ; Θα σας το φέρω μαλακά: η ύπαρξη είναι μια εξαιρετικά σκληρή συνθήκη στο πλαίσιο της οποίας δεν υπάρχουν ακριβώς ευθύνες. Παρά το γεγονός ότι κυκλοφορεί ευρέως το χαρτί της ευθύνης των γονιών – μέρος της οποίας είναι και αυτή η σαγηνευτική επινόηση της έλλογης αναπαραγωγής του είδους. Για να το δείτε πιο καθαρά, ας το αντιστρέψω: όσο έλλογη κι αν είναι η μη αναπαραγωγή –η επιλογή της μη τεκνοποίησης–, η τεκνοποίηση είναι πάντα άλογη, και δεν αναφέρομαι προφανώς μόνο σε αυτή καθαυτή τη γενετήσια πράξη. Η τεκνοποίηση, γενικά, ακόμη και όταν είναι προϊόν οικογενειακού προγραμματισμού είναι άλογη γιατί μας καθιστά κοινωνούς της ύπαρξης με τον πιο καθοριστικό τρόπο: μας εξισώνει με το ζωώδες· και αυτό, το ζωώδες, συνιστά και την πιο βατή, την πιο προσπελάσιμη έννοια της φύσης που καταλαβαίνουμε. Ο άνθρωπος, παραμένει εξάλλου καταδικασμένος, όχι ακριβώς να είναι ελεύθερος, όπως διατεινόταν ο Γάλλος υπαρξιστής, αλλά καταδικασμένος να επιστρέφει, ξανά και ξανά, στην έννοια «φύση», όσα διανοητικά άλματα και υπερβάσεις και αν έχει πραγματοποιήσει, μέσω της γενετήσιας ορμής, μέσω της σεξουαλικότητας, που «φυσικά» δεν εξαντλείται με τη γενετήσια πράξη. Συνιστά μέγα ολίσθημα να τρέφουμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε σεξουαλικά όντα μόνο κατά τη στιγμή της αναπαραγωγής. 

Αυτό λοιπόν το «Ο μπαμπάς σε αγαπάει και θέλει μόνο το καλό σου» (σ. 76), που ζητάει ο ξεκομμένος πατέρας να το μεταφέρει στην κόρη του η μητέρα της που την επισκέπτεται δήθεν κρυφά στην Αθήνα, δεν είναι μια κενή νοήματος φράση ενός τέρατος αλλά ενός πατέρα με ειδεχθές παρελθόν, που έχει όμως δικαστεί και παρά την εμφανώς προβληματική ιδεολογία του, η συμπεριφορά του είναι απλώς τυπικά συντηρητική: η ζωή του εξάλλου έχει αναλωθεί στο να κρύβει αυτό το παρελθόν – ένα όχι και τόσο αμελητέο τίμημα. Υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο λίγο πριν το τέλος που με κέρδισε. Λέει ο ήρωας: «αν δεν ξεχνούσα, τώρα δεν θα υπήρχες», και αυτό στέκεται σε μια εξαιρετική αντίστιξη με τη φοβία του να μην ξεχάσει, να μην πάθει άνοια. Και διερωτάται και ο ίδιος «γιατί τέτοια λύσσα να μην χάσεις τη μνήμη σου όταν τώρα δα είπες ότι αν δεν ξεχνούσες, και τι θυμόμαστε τελικά, τι θυμόσουν εσύ, πώς είχες χρυσώσει το χάπι της μνήμης σου, πώς είχες τραβήξει μια νοητή γραμμή στον εγκέφαλο για το τι να θυμάται και τι όχι, η έλλειψη μνήμης στην περίπτωσή σου θα ήταν μια λύση, για σένα προσωπικά όχι για τον υπόλοιπο κόσμο, η μνήμη λειτουργεί και αποτροπαϊκά, τελικά καλύτερα να ξεχνάς ή να μην ξεχνάς ποτέ;» (σ. 101). Διερωτάται ο ήρωας καθώς δεν συνειδητοποιεί πώς ακριβώς λειτουργεί το ειδεχθές παρελθόν του: το άχθος τού να πρέπει να θυμάσαι, διαρκώς, τι ακριβώς πρέπει συστηματικά να ξεχνάς. Πώς το παρελθόν, για έναν άνθρωπο σαν τον ήρωα, τον καθορίζει και νοηματοδοτεί νοσηρά τη ζωή του –και τη Ζωή του– καθώς ζει για να αποφεύγει αυτό το ναρκοπέδιο. Και είναι λες κι αν ξεχάσει ολοκληρωτικά, αν τον γλιτώσει η άνοια από τις θύμησες, θα κινδυνεύει να διαμελιστεί μέσα στο αχαρτογράφητο πλέον ναρκοπέδιο της λήθης. Αυτά όμως τα λέω εγώ, παρά το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα λέω με αφορμή το κείμενο.  

Το κείμενο, ως κείμενο, έχει αρετές· όχι εύκολα προσπελάσιμες, αλλά αρετές. Το περίφημο «Θα καείς», για παράδειγμα, που εμφανίζεται σε διάφορα σημεία (σσ. 8, 63, 66) αναφέρεται τόσο κυριολεκτικά, σε ένα περιστατικό της παιδικής ηλικίας της Ζωής που τη σώζει ο πατέρας της από κατσαρόλα με βραστό νερό, όσο και μεταφορικά, για τον ίδιο τον ήρωα, όπως όμως και βαθύτερα, υπαινικτικά, κυριολεκτικά πάλι, προς το σκοτεινό παρελθόν της ιδιότητάς του ως βασανιστή που προξενεί εγκαύματα. Ιδιότητα για την οποία η Φακίνου δεν κάνει, και πράττει έξοχα, σχεδόν καμία αναφορά. Αναφέρω κι άλλο τέτοιο παράδειγμα «[...] όμως δεν είχες μάθει ν’ ακούς ποτέ τον άλλον, φωνές διαμαρτυρίες ουρλιαχτά, λες και κουφός, η γυναίκα σου ήταν που επέμενε τώρα ότι δεν έχετε κανένα λόγο να γυρίσετε στο χωριό.  [...]» (σ. 68-69). Παρατηρήστε πώς αυτό το «φωνές διαμαρτυρίες ουρλιαχτά» όταν το συγκείμενο του βασανιστή βρίσκεται στον γνωσιακό ορίζοντα του αναγνώστη, αποκτά εντελώς διαφορετικό βάρος από την περίπτωση που «ο βασανιστής» απουσίαζε, καθώς τότε θα περιέγραφε, το «φωνές διαμαρτυρίες ουρλιαχτά», απλώς έναν καβγά ανάμεσα στο ανδρόγυνο. Ή όταν διαβάζουμε «Πέταξες τη συσκευή στην άκρη σαν να σε είχε διαπεράσει ηλεκτρικό ρεύμα, ήξερες από ρεύματα» (σ. 89). Η Φακίνου δείχνει ότι γνωρίζει πώς να συνδαυλίζει το φαντασιακό του αναγνώστη, που, όταν του δοθεί η σπίθα του υπαινιγμού, συμπληρώνει αυτοστιγμεί τα κενά κατά το δοκούν. Αυτό λειτουργεί υπέρ του βιβλίου καθώς ανάλογα με τη σκευή και το παρελθόν τού εκάστοτε αναγνώστη το κείμενο γνωρίζει διαφορετικά νοηματικά απεικάσματα. Αναλογιστείτε, για να το θέσω ακραία, πόσο νοηματικά φορτισμένο (σαχλό ή ακριβές – δεν έχει σημασία) θα φαινόταν το κείμενο σε έναν πραγματικό πρώην βασανιστή. Αλλά αυτό είναι και το πρόβλημά του. Η Κλίμακα Μπόγκαρτ είναι ένας καλοδουλεμένος φορμαλισμός, η βαθύτερη ουσία του οποίου όμως εναπόκειται στις ικανότητες του εκάστοτε αναγνώστη – αν και αυτή είναι μια καθολική αλήθεια: ο καθένας μας ανάλογα τη διανοητική του σκευή διαβάζει πάντα ένα λίγο ή πολύ διαφορετικό βιβλίο, πόσο μάλλον ένα τέτοιο βιβλίο. Η συγγραφέας μοιάζει να πατάει τα σωστά κουμπιά για να προκαλεί τις αναμενόμενες αντιδράσεις καθώς αφήνει διαρκώς μια υπόνοια εξηγήσεων που τελικά, ορθά, δεν έρχονται ποτέ, παρά τον περίτεχνο χρονισμό της αφήγησης που στην παλίνδρομη κίνησή της, από το παρελθόν στο παρόν και τούμπαλιν, διοχετεύει στον αναγνώστη όλο και περισσότερες πληροφορίες για αυτή την πορεία του ήρωα προς το τέλος (του). 

Η Φακίνου στέκεται σε ένα κομβικό σημείο: είναι καλή μαστόρισσα του λόγου, το κείμενο αντέχει ακόμα και μια ανάγνωση στα φωναχτά, αλλά δεν με πείθει ότι σε σημεία δεν αφήνεται σε μελοδραματισμούς και διευκολύνσεις που αμαυρώνουν τη στραφταλίζουσα επιφάνειά του. Σε σημεία μου δόθηκε η εντύπωση ότι η προσοχή της συγγραφέως διασπάστηκε· και ήταν σαν να την «[...] εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες, και μικροπρέπειες [...]» από κάτι σημαντικά μεγαλύτερο. Θα επαναλάβω κάτι που λέω σε τέτοιες περιπτώσεις: είναι η λογική που μας κάνει επιρρεπείς στο συναίσθημα και όχι η ευαισθησία που μας σπρώχνει στο έλλογο. Και όσο πιο ταλαντούχος ο συγγραφέας τόσο πιο εύκολα επαναπαύεται στις διευκολύνσεις της συναισθηματολογίας και του μελοδραματισμού. Αναμένω τη συνέχεια.
 

— Μαρία Φακίνου, Κλίμακα Μπόγκαρτ, Αντίποδες : 2022, 112 σελίδες, ISBN : 9786185267575, τιμή : €12.00.