Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
«Κονιορτοστρόβιλος»

Το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Βλαχογιάννη (Αθήνα, 1975) το διατρέχει βαθιά ειρωνεία. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής, που δεν αρκείται στην αφηγηματική φωνή του αλλά υπογραμμίζει την παρουσία του σε σαράντα τρία σημεία, μέσω ισάριθμων υποσημειώσεων που τιτλοφορούνται «Σ.τ.Α.», ο αφηγητής που επεξηγεί όρους του κειμένου ή ανιχνεύει προθέσεις και σκέψεις των ηρώων του, σε ένα σημείο, μάλιστα, νιώθει και την ανάγκη να «παρακαλέσ[ει] τον νοήμονα αναγνώστη να [...] μην εντυπωσιάζεται όσο εύκολα εντυπωσιάζεται ο ήρωάς [του]» (σ. 92). Αν δεν κάνω λάθος, αυτό είναι και το μοναδικό σημείο σε ολόκληρο το μυθιστόρημα που ο αφηγητής κάπως χαλαρώνει και μας κλείνει το μάτι. Ο αφηγητής πασχίζει, λοιπόν, να υπογραμμίσει τη απόστασή του από τον συγγραφέα. Από την άλλη, όμως, το θέμα του βιβλίου υπαγορεύει ότι ο αφηγητής είναι ταυτοχρόνως και ήρωας, όχι όμως ακριβώς με πρωτοπρόσωπες παρεκβάσεις αλλά με υπαινικτικές δηλώσεις ταυτοπροσωπίας του με τον αφηγητή και συγγραφέα του βιβλίου που διαβάζουμε. Το βιβλίο γράφεται καθώς το διαβάζουμε, ή, υποθέτω, ο συγγραφέας θα ήθελε να συμβαίνει κάτι τέτοιο, όχι με την έννοια ενός απλού μοντερνιστικού στρατηγήματος, αλλά βαθύτερα, με την έννοια της συνάντησης συγγραφέα αναγνώστη, μέσω της οποίας θα καταστεί διακριτός ένας κομβικός υπαινιγμός του μυθιστορήματος: «η πραγματικότητα είναι ενική, ο κόσμος πληθυντικός» (σ. 331). Γιατί «“Σε τελική ανάλυση ο κόσμος, μαζί με όλες τις επικράτειές του, δεν είναι παρά ένας οργανισμός, ένα είδος οργανισμού που εκτείνεται στον χώρο και τον χρόνο» (σ.78). 

Αναφέρθηκα στη βαθιά ειρωνεία του βιβλίου. Δεν είμαι όμως διόλου πεπεισμένος ότι ο Βλαχογιάννης συνειδητοποιεί ότι υπάρχει και ένα επιπλέον επίπεδο ταύτισης σε αυτή την περσόνα που αφηγείται, πρωταγωνιστεί, επεξηγεί και αναλαμβάνει και τον ρόλο του συγγραφέα, που, δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, αυτομυθιστορείται. Γιατί ο Βλαχογιάννης τυγχάνει και εκδότης του βιβλίου. Το μυθιστόρημα δεν είναι ακόμα μία αυτοέκδοση: οι εκδόσεις Περικείμενο είναι ο Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης. Σε αυτό το σπονδυλωτό μυθιστόρημα, επομένως, που αποπειράται να αποτυπώσει εκφάνσεις της συνείδησης, μέσω τεσσάρων διαφορετικών αλλά αλληλένδετων ιστοριών και που το βασικό μυθοπλαστικό συμπέρασμα είναι η ρευστότητα της συνείδησης που δυσκολεύεται, ή που έτσι τουλάχιστον διαβάζω εγώ το βιβλίο, να κατανοήσει τη θέση και τον ρόλο της στον κόσμο, σε αυτό το μυθιστόρημα, η επιπρόσθετη ταύτιση εκδότη και συγγραφέα, παραδόξως, συνιστά πλεονέκτημα, καθώς αντικατοπτρίζει αυτό το «ένα είδος οργανισμού που εκτείνεται στον χώρο και τον χρόνο» (ό.π.) ή το «Όλες οι επικράτειες η επικράτεια» (σ. 73).

Οφείλω να αναγνωρίσω το σθένος του συγγραφέα να καταπιαστεί με ένα τόσο ακανθώδες θέμα. Όπως οφείλω να αναγνωρίσω ότι σε επίπεδο επινόησης, ο Βλαχογιάννης κατασκευάζει ένα σκηνικό που, τουλάχιστον αρχικά, παρουσιάζει ενδιαφέρον. Στο πρώτο και εκτενέστερο μέρος του βιβλίου, που φέρει και τον τίτλο του μυθιστορήματος, εγκιβωτίζεται το επινοημένο βιβλίο «Επικράτειες» του, επίσης επινοημένου, Γερμανού Ελίας Μέτσγκερ. 

Διαβάζουμε:

«Το βιβλίο δεν εμπεριέχει φιλοσοφικά δοκίμια αλλά ούτε και διηγήματα με τη στενή έννοια του όρου. Φαντάζει μάλλον σαν μια απόπειρα να φιλοσοφήσει κανείς μέσω της απεικονιστικής τεχνικής της αφήγησης» (σ. 17).

«Έχοντας περιπλανηθεί πολλές φορές στις επικράτειες του βιβλίου, μόνο με μια φράση θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει: ωδή στην εσωτερικότητα. Στο σύμπαν του Μέτσγκερ τόσο ο εσωτερικός (ψυχικός) όσο και ο οργανικός εαυτός δεν είναι παρά επικράτειες με ιδιάζουσα γεωμορφία και βιοποικιλότητα. Ο συγγραφέας συλλαμβάνει διαισθητικά τα περάσματα από τη συνείδηση στο σώμα, από την οργανικότητα στην υλικότητα, από την υλικότητα του οργανισμού στην άυλη φύση της ύπαρξης» (σ. 18).

Το μυθιστόρημα βρίθει διαπιστώσεων και δηλώσεων –σκόπιμα αποφεύγω τον όρο «συμπεράσματα»– που σκοπό έχουν να αποτυπώσουν την πλαστικότητα αλλά και τη δυσκολία κατανόησης της συνείδησης, από την ίδια τη συνείδηση. Βρίθει κατοπτρισμών, με ποικίλες εναλλαγές οπτικής, αλλά και διερωτήσεων:

«Πήγε στο δωμάτιο, άνοιξε τον υπολογιστή κι ανέτρεξε στο κείμενό του. Πέρασε αρκετή ώρα διαβάζοντας όσα είχε γράψει ως εκείνη τη στιγμή. Ένα ακόμα ερώτημα εγέρθηκε αναπότρεπτα: Ποιος μιλούσε; Ποιος ήταν ο αφηγητής της ιστορίας του; Και πιο συγκεκριμένα: Ποιος μιλούσε σε ποιον; Ποιος μιλούσε πότε; Επιπλέον το σημαντικότερο απ’ όλα: πού; Που βρισκόταν αυτός που μιλούσε; Ένιωθε το μυαλό του σαν μια ρευστή μάζα, σαν ζελέ ή πηχτή σούπα. Σκεφτόταν και προβληματιζόταν. Κάποια στιγμή του μπήκε η ιδέα να διαγράψει το αρχείο, να απαλλαγεί από αυτό μια κι έξω. Θα μπορούσε, ωστόσο, να πετάξει στον κάδο των απορριμμάτων όλες τις αμφιβολίες του; Η απάντηση ήταν ένα κατηγορηματικό “όχι”» (σ. 297). 

Σκόπιμα, σε όλη την έκταση του συγκεκριμένου κριτικού σημειώματος, συναρμόζω παραθέματα από διαφορετικές ιστορίες/κεφάλαια που συνθέτουν το μυθιστόρημα. Παρότι αρχικά δεν είναι διακριτό, και οι τέσσερις βασικοί ήρωες των τεσσάρων ιστοριών συνιστούν εκφάνσεις του ίδιου προσώπου. Και οι τέσσερις ήρωες κατατρύχονται από παρόμοια προβλήματα, που συνιστούν επικράτειες της καθολικής επικρατείας, έτσι τουλάχιστον όπως προτάσσεται η έννοια στο μυθιστόρημα. Θα δώσω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της καθολικής συνάφειας/επικρατείας. Ο Χάρης Φαμέλης, της πρώτης ιστορίας θα μπορούσε να βρει απαντήσεις στα αδιέξοδά του, μέσω της θεραπείας που εφαρμόζει ο ψυχίατρος Παύλος Ράιτερ, που εμφανίζεται στο «Νησί στον χάρτη», στην τρίτη ιστορία – η αλήθεια είναι ότι ο καθένας μας θα μπορούσε να βρει “απαντήσεις” μέσω της συγκεκριμένης θεραπείας, γιατί συνίσταται σε γενικολογίες. Το πρόβλημα, βλέπετε, όταν ανοίγει κανείς τόσο τον φακό της αντίληψης είναι ότι όλα συνάδουν με όλα. Η δήλωση: «Όλες οι επικράτειες η επικράτεια» (σ. 73) δεν είναι παρά μια ταυτολογία. Με τον ίδιο τρόπο, οι διερωτήσεις του Ντίνου Χαλά, που διαβάσατε στο προηγούμενο παράθεμα, σχετικά με το ποιος μιλάει, κ.λπ., βρίσκουν απάντηση και στο «Μαχαιρωμένη διάρκεια», την τέταρτη ιστορία. 

Παραθέτω:

«Γράφει, συνεχίζει να γράφει σαν να εκτίει ποινή κάθειρξης. Έχει συνειδητοποιήσει πως είναι μια επιτήδευση που συνδέεται με μια πολύ βαθιά αγωνία. Ένας ελιγμός, μια προσποίηση που καταφέρνει να αποπροσανατολίσει και, εν τέλει, να θυσιάσει ό,τι υπάρχει προς χάρη όλων όσων δεν υπάρχουν. Το πράγμα καθαυτό και το είδωλό του, το πρότυπο και το αντίγραφο, το αυθεντικό και την απομίμησή του» (σσ. 331-332). 

Όπως και:

«Γι’ αυτό ίσως γράφω. Είναι μια διαδικασία που με ωθεί να γίνω ο ίδιος δημιουργικός ομιλητής και ενεργός ακροατής του εαυτού μου. Κοίτα, είναι ένας κύκλος. Ένα αντίγραφό μου που θα μπορούσε να είμαι εγώ ο ίδιος κάνει μια πλήρη περιφορά, για να επιστρέψει ευκολότερα στην αφετηρία. Είναι μια μυστηριώδης διαδρομή που οδηγεί από τον εαυτό στον εαυτό περνώντας μέσα από τον εαυτό» (σ. 339), που υποτίθεται ότι επεξηγεί το «Βγαίνουμε από το τούνελ μπαίνοντας στο τούνελ, μέσω του ίδιου τούνελ» (σ. 334). 

Ο Βλαχογιάννης αποπειράται να χαρτογραφήσει τη σχέση σώματος και νου, μέσω της ασθένειας. Διερευνά, μέσω της ασθένειας του βασικού ήρωά του, του Χάρη Φαμέλη, που αναγιγνώσκει το πόνημα του Μέτσγκερ, τους τρόπους που αυτή φέρνει το σώμα στο προσκήνιο:

«“Διότι η υγεία [...] δεν μπαίνει στον κόπο να αναλύσει την κατάστασή της, ούτε έχει κάτοπτρα μπροστά της. Μόνο οι άρρωστοι έχουν κάτι να πουν για τον εαυτό τους”» (σ. 45). 

Ή

«“Η ζωή είναι πρωτίστως πόνος. Η ζωή δεν είναι ένα ειδυλλιακό ταξίδι το δειλινό σε μια ήρεμη λιμνούλα, που στα νερά της βλέπεις την αντανάκλαση των δέντρων, των ανθισμένων λόφων και όλο το μαγευτικό μπουκέτο της φύσης. Η ζωή τις περισσότερες φορές είναι μια αβέβαιη πορεία μέσα στη θαλασσοταραχή, οπου η φουρτούνα κλυδωνίζει το πλοιάριό σου σαν καρυδότσουφλο κι εσύ μόλις και μετά βίας κρατάς ή νομίζεις ότι ακόμα κρατάς, το πηδάλιο στο χέρι. [...] Ο πόνος αποδεικνύει το δισυπόστατο της ανθρώπινης φύσης αλλά και το αλληλένδετο των δύο υποστάσεων του ανθρώπου. Πονάει η ψυχή, αρρωσταίνει το σώμα· πονάει το σώμα, αρρωσταίνει η ψυχή. [...] Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η ικανότητα να ξεχνάς μειώνει τον ψυχικό πόνο. Η λήθη είναι φάρμακο και χορηγείται μέσω του χρόνου. Χρειάζεται χρόνο μια πληγή για να θρέψει. [...] Όπως το σώμα έχει την ικανότητα να αφομοιώνει τις τροφές μέσω της διαδικασίας της πέψης, έτσι και η ψυχή έχει την ικανότητα να αφομοιώνει τις εμπειρίες μέσω μιας ανάλογης διαδικασίας. Ωστόσο υπάρχουν άνθρωποι δυσπεπτικοί. Ο πόνος είναι ζήτημα πέψης κατά μία έννοια”» (σσ. 72-73). 

Η πραγμάτευση του αντικειμένου, όμως, στερείται πρωτοτυπίας και όπως πιθανώς θα έχετε αντιληφθεί ο συγγραφέας αναλώνεται σε κραυγαλέες κοινοτοπίες:

«Έχει δίκιο. Τόση ώρα προσπαθεί να τη διαβάσει λες και είναι βιβλίο. Ωστόσο, οι άνθρωποι δεν είναι βιβλία. Δεν είναι σαν τα τακτοποιημένα σακίδια πλάτης γεμάτα με φρεσκοπλυμένα ρούχα και αρωματισμένα με φακελάκια λεβάντας. Οι άνθρωποι μοιάζουν με τα λεκιασμένα καθίσματα μιας ταχείας, όπου κάθονται, συνουσιάζονται, κοιμούνται, αρρωσταίνουν και τελικά πεθαίνουν. Αυτή είναι απλά η πραγματικότητα της ζωής» (σ. 327).

Επιπρόσθετα, το θέμα της λειτουργίας της συνείδησης και της έννοιας της προσωπικής ταυτότητας το έχουν πραγματευτεί μυθοπλαστικά πολλοί και με τρόπους που έχουν αφήσει το στίγμα τους. Αναφέρω, ενδεικτικά, την Τριλογία της Νέας Υόρκης του Πολ Όστερ αλλά και, ειδικά για το θέμα της ασθένειας, την τριλογία του Μαξ Μπλέχερ (Εκδόσεις Loggia). 

Το κείμενο πασχίζει να κρατηθεί από μερικές λεπτομέρειες που αντηχούν και καθρεφτίζουν τις ιδιότυπες διακλαδώσεις της συνείδησης. 

«Και είναι φορές, όπως αυτή, που μες στις συμφύσεις των συλλογισμών του αναρωτιέται αν σε αυτούς τους ραγισμένους δρόμους, σε αυτές τις άθλιες διασταυρώσεις, σε αυτά τα μισογκρεμισμένα μαγαζιά και τα στοιχειωμένα γραφεία υπάρχουν ίσως και μερικοί άνθρωποι που νιώθουν όπως αυτός [...]» (σ. 63). 

Ή

«Το υγρό του βλέμμα ήταν στραμμένο προς τα κάτω, προσηλωμένο πάνω στη ρωγμή που διέτρεχε το σκαρί του πλοίου. Περνούσε ανάμεσα στα πόδια τους και προεκτεινόταν μέσα του, μέσα τους, διχοτομούνταν σε πολλές μικρές ραγισματιές, διακλαδωνόταν, περιελισσόταν εσωτερικά, ένα ανάποδο δέντρο οδύνης, που ολοένα μεγάλωνε μες στην κοιλιά τους, πετούσε φύλλα, βλαστούς, έβγαζε άνθη» (σ. 208). 

Στο «Νησί στον χάρτη», η ρευστότητα της συνείδησης βρίσκει μια ερεθιστική αναλογία στη ρευστότητα με την οποία ο Βλαχογιάννης χτίζει την ιστορία, αλλά, και πάλι, το κείμενο διολισθαίνει σε ανεπίτρεπτες γενικεύσεις πλησίστια προς το ανθηρό είδος της αυτοβελτίωσης. Ο αφηγητής, εδώ, μοιάζει να μπαινοβγαίνει κατά το δοκούν σε ένα μυθιστόρημα που συγγράφει – μυθιστόρημα που περιορίζεται βέβαια στην αποτύπωση μιας εικόνας και μόνο: του επιβάτη σε ένα πλοίο που, νύχτα, διασχίζει έναν «μαύρο ωκεανό». Ο Βλαχογιάννης πιέζει όμως αυτή τη συνθήκη τόσο πολύ, που η ανοχή του αναγνώστη φτάνει στα όριά της.

Ο Μέτσγκερ, όπως και ο Παύλος Ράιτερ, ο ψυχίατρος της τρίτης ιστορίας, αμπελοφιλοσοφούν, χωρίς να μπορούν να πείσουν για το ύφος που θα περνούσε στον αναγνώστη το αδιέξοδό τους. Οι διαπιστώσεις τους είναι βερμπαλισμοί που διολισθαίνουν στο κωμικό. Ο Βλαχογιάννης εγκλωβίζεται σε μια ομφαλοσκόπηση για την έννοια της γραφής και ορμώμενος από εκεί καταπιάνεται με τη σχέση νου και σώματος, χωρίς όμως να πείθει ότι έχει τη δυνατότητα να πραγματευτεί το αντικείμενο. Στη συνταγή υπεισέρχεται και η λειτουργία της γλώσσας. Τώρα, αυτό με προβλημάτισε ακόμη περισσότερο, γιατί ο συγγραφέας στο βιογραφικό του αναφέρει ότι έχει ασχοληθεί πρωτίστως με τη γλώσσα. Διαβάζουμε:

«Η γλώσσα με την οποία γράφεται ένα κείμενο προηγείται του συγγραφέα. Όμως το περατωμένο κείμενο είναι κάτι ανώτερο από το συνονθύλευμα των λέξεων. Αυτό πιστεύω. Ο Ντίνος Χάλας τον κοίταξε σκεφτικός. Ο Παύλος Ράιτερ κατάλαβε την αμηχανία του και επιχείρησε να διευκρινίσει. Τα υλικά υπήρχαν πριν ξεκινήσεις να οικοδομήσεις το σπίτι. Το χώμα, το νερό, το τσιμέντο, ο ασβέστης, τα τούβλα. Παρ’ όλα αυτά το ολοκληρωμένο σπίτι δίνει την εντύπωση πως είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτά τα υλικά μαζί» (σ. 254).

Ο Ντίνος Χάλας, που «τον κοίταξε σκεπτικός», υποτίθεται ότι είναι συγγραφέας. Ο Παύλος Ράιτερ, που «κατάλαβε την αμηχανία του και επιχείρησε να διευκρινίσει», υποτίθεται ότι είναι ψυχίατρος. 

Επειδή όμως ανέφερα την αυτοβελτίωση:

«Όλοι, αγαπητέ, έχουν μια ιστορία για το πόσο άσχημα τους φέρθηκαν, πόσο άτυχοι στάθηκαν, τι κακό τους συνέβη. Πρέπει να σταματήσεις να λες αυτή την ιστορία. Είναι ένα πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, έτσι ώστε να βγεις από τον λαβύρινθο. Να βρεις τη δύναμη να προχωρήσεις μπροστά. Αδιάφορο αν νιώθεις “αδικημένος από τους άλλους ή από τη μοίρα”, εσύ πρέπει να δημιουργήσεις κάτι. Η ζωή είναι μια κίνηση προς τα εμπρός. Η βασική αρχή είναι ότι δεν κερδίζεις κάθε φορά. Είναι κάτι που πρέπει να αποδεχτείς. Δεν είσαι τέλειος και πολλά πράγματα δεν μπορείς να τα ελέγξεις, αλλά οφείλεις να έχεις τη θέληση να πας μπροστά. Πρέπει να μάθεις να ξεζουμίζεις το λεμόνι» (σσ. 290-291).

Όπως και:

«Θα σου πω κάτι που ίσως σε βοηθήσει κατά τη διαδικασία. Συνειδητοποίησε ότι το να σκέφτεσαι σχετικά με τη ζωή δεν είναι η ίδια η ζωή. Και, σχεδόν πάντα, οι σκέψεις δημιουργούν μια ψευδή πραγματικότητα που προκαλεί πόνο. Εγκατέλειψε την ταυτότητα που συνδέεται με τον εννοιολογικό νου. Ο νους δεν ξέρει ποιος πραγματικά είσαι, έτσι δημιουργεί ένα ψευδές αντίγραφο του εαυτού σου, ώστε να νιώθει πως έχει τον έλεγχο. Όλα αυτά πρέπει να τα έχεις υπόψη σου» (σ. 292). 

Γράφει ο Βλαχογιάννης:

«Πριν από μερικά χρόνια ένας μικρός εκδοτικός οίκος φιλοξένησε τις πρώτες του λογοτεχνικές απόπειρες, μια συλλογή διηγημάτων, ένα βιβλίο πρωτόλειο και –όπως το βλέπει πλέον τώρα– με πολλά τεχνικά ελαττώματα. Ομφαλοσκοπικό κι εγωστρεφές το χαρακτήρισαν μερικοί που το διάβασαν και είχαν δίκιο. Ένας κριτικός (ο μόνος) που καταδέχτηκε να γράψει μια αράδα για το πόνημά του ήταν αρκετά σκληρός, καθώς έκανε λόγο για έναν “χωρίς νόημα εσωτερικό κονιορτοστρόβιλο από λέξεις”» (σ. 66). 

Ο Βλαχογιάννης εγκιβωτίζει, τρόπον τινά, και την αυτοκριτική του. Ο όρος «κονιορτοστρόβιλος», του κακεντρεχή κριτικού, συνιστά όμως και εξαίρετη αποτύπωση για τον ψυχισμό του αναγνώστη ενόσω διαβάζει το μυθιστόρημα. 

— Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης, Επικράτειες, Περικείμενο: 2024, 360 σελίδες, ISBN: 9786188696914, τιμή: €16,96.