«Θα ήθελα οι σοφοί του τρέχοντος κόσμου να μη διαβάσουν τίποτα απ’ όλα αυτά. Με λίγους στίχους του ποιητή Καρούζου, θα τους παρακαλούσα θερμά: Μη με διαβάζετε / όταν / έχετε / δίκιο. Δεν υπάρχει λόγος», γράφει ο Κυριάκος Μαργαρίτης στη σελίδα 390 του μυθιστορήματός του, αλλά έχει φροντίσει να μας το επαναλάβει, και, κυρίως, να μας κάνει να το νιώσουμε σχεδόν από την αρχή του βιβλίου. Ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά συνεπής απέναντι στις προγραμματικές του δηλώσεις έτσι όπως τις διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο: «Έτσι τελειώνει η τελευταία επιστολή: Σας φιλώ όλους… γραπτώς και εξ αποστάσεως. Ευαγόρας. Σε αυτή την απόσταση αντιγράφω κάποια πράγματα», λέει ο συγγραφέας αφού έχει παραθέσει στο οπισθόφυλλο και την αρχή από την «τελευταία επιστολή του τελευταίου αγωνιστή [Ευαγόρα Παλληκαρίδη] της ΕΟΚΑ που απαγχονίστηκε από τους Βρετανούς στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, τις πρώτες ώρες της 14ης Μαρτίου 1957».
Ας δώσουμε λίγο έμφαση σε αυτό το «αντιγράφω» που αναφέρει ο συγγραφέας. Δεν μιλάει βέβαια κυριολεκτικά, δεν αντιγράφει ο Μαργαρίτης, ακόμη και όταν αντιγράφει τα ουκ ολίγα παραθέματά του, δεν αντιγράφει και δεν μιλάει κυριολεκτικά γιατί μιλάει «[μ]ε την ακυριολεξία [...] μόνη γλώσσα που λέει την αλήθεια [...]» (263) καθώς αποπειράται να υφάνει «τα αόρατα νήματα» (13).
Το Εννέα του Κυριάκου Μαργαρίτη είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που δεν κανακεύουν τον αναγνώστη· ένα από εκείνα τα βιβλία που δεν ασχολούνται με το πώς θα πιάσουν τον αναγνώστη από το χέρι και θα τον βάλουν στο «πνεύμα» της ιστορίας του. Ο συγγραφέας αρχίζει να υφαίνει αυτά τα «νήματα» από την πρώτη γραμμή όταν ο ήρωας εαυτός του ξεκινάει μια επίσκεψη στη Βρετανία και ο αναγνώστης τίθεται σε μια κατάσταση αναμονής για κάτι που, απολύτως δικαιολογημένα, δεν έρχεται ποτέ. Γράφει ο Θανάσης Βαλτινός (Κρασί και Νύμφες, Μικρά κείμενα επί παντός, Εστία : 2009) για αυτό τον «σπόρο ανάγκης» που έχει φυτέψει ο συγγραφέας στο έργο του και τον «αποκαλυπτικό χαρακτήρα της λογοτεχνίας» που δεν είναι μόνο αμφίδρομος, ανάμεσα στον αναγνώστη και τον συγγραφέα, αλλά ενέχει πάντα και τον κίνδυνο για αυτή την «πυρά» στην οποία ενδέχεται να καεί το βιβλίο από κάποιον ηθικολόγο. Ε, στην περίπτωση του Εννέα είναι τόσο εύκολο όχι μόνο να μην καταστεί προσιτός ο «σπόρος», η αποκάλυψη που ελλοχεύει διαρκώς στο σώμα του βιβλίου αλλά υπάρχει και μεγάλος κίνδυνος ανάφλεξης. Η αποκάλυψη που βρίσκεται στην καρδιά του Εννέα είναι φυσικά η «Αποκάλυψη» και ο συγγραφέας καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να μας δείξει ότι όχι μόνο αυτή δεν θα συντελεστεί, γιατί αυτό ακριβώς είναι το νόημά της αλλά κατά κάποιο τρόπο, παραδόξως, έχει ήδη λάβει χώρα. Για αυτό εξάλλου δεν παραλείπει να μας υπενθυμίζει ότι τα μελλούμενα έχουν ήδη συμβεί υπό το πρίσμα της αχρονίας –ο χρόνος είναι εξάλλου πάντα εκ του πονηρού– της πίστης που διαφεντεύει το κείμενο.
Ο Μαργαρίτης καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες η ανάγνωση του βιβλίου του να μην παραπέσει στην «αγονία της κυριολεξίας» (348). Ο συγγραφέας στο συγκεκριμένο σημείο μπορεί να μιλάει για τον «πόλεμο» αλλά εγώ τον παραλλάσσω για να καταστεί διακριτό το διακύβευμα: η πιεστική ανάγκη να απεκδυθεί ο αναγνώστης αυτή τη μη γόνιμη κυριολεξία και να κινηθεί, όχι προς το σχήμα της απλής «μεταφοράς», που παραμένει άγονο για τους σκοπούς του Μαργαρίτη, αλλά να κινηθεί, επαναλαμβάνω, ο αναγνώστης προς την υπέρβαση. «Ποια υπέρβαση όμως; Για τι ακριβώς μιλάω;» θα ρωτήσετε και θα έχετε δίκιο.
Εγώ διαβάζω τον Μαργαρίτη όχι ως πιστός αλλά ως πιστός στο μυθιστόρημα· διαβάζω τους συλλογισμούς του, υπερβατικούς ή καταβατικούς, προς τη σαγήνη μιας ιστορίας που με απασχολεί όμως μόνο αισθητικά, μυθιστορηματικά και όχι με την προσήλωση και την κατάνυξη του πιστού που βρίσκει αντίκρισμα –«μίμηση, μετοχή, ομοίωση», όπως λέει ο συγγραφέας– σε κάποια μεταφυσική πραγματικότητα. Και όπως τον διαβάζω έτσι κοσμικά και πιο πεζά νιώθω ότι μου αρκεί η ανάγνωση αυτή για να εγγυηθεί την όποια μέθεξή μου με το κείμενο. Ο Μαργαρίτης βέβαια γράφει μια αυτομυθοπλασία που ατενίζει άλλα ύψη. Δεν αποτίει απλώς φόρο τιμής στους εννέα νεκρούς της ΕΟΚΑ αλλά κατασκευάζει μια προσευχή καθώς ανεβαίνει στο ικρίωμα, αντιγράφοντας –επαναλαμβάνω: «μίμηση, μετοχή, ομοίωση»– τα βήματα των ηρώων. Το βιβλίο όμως, θέλω να υποστηρίξω, δεν σηκώνει απλώς και μόνο ένα «ναι» ή ένα «όχι». Όποιος μη πιστός δηλαδή, κάλλιστα και μπορεί να προσέλθει, παρά τις περί του αντιθέτου επιφυλάξεις του συγγραφέα (περισσότερα γι’ αυτές παρακάτω). Έχει όμως ιδιαίτερη σημασία να κοιτάξουμε λίγο πώς κατασκευάζεται αυτός ο ειρμός του βιβλίου. Μήπως από τυχαίες λέξεις που συνδέονται μεταξύ τους με το «έτσι θέλω»; Ο συγγραφέας, ουκ ολίγες φορές, μας λέει ότι βρίσκεται «πέρα από το τυχαίο». Και είναι συνεπής σε αυτό, γιατί πώς δύναται να δεχτεί ο πιστός το τυχαίο; Μήπως λοιπόν ο ειρμός του συνίσταται σε γραμμές που συνδέουν άστρα στον γαλαξία; Τον γαλαξία (τον γαλακτικό κύκλο) που σχηματίζει το γάλα της Ήρας που χύνεται στον ουρανό από τη δαγκωματιά τού θηλάζοντος Ηρακλή – όπως αναφέρει κάπου ο συγγραφέας; Είναι λοιπόν το μυθιστόρημα μια προσευχή σχεδόν πεντακοσίων σελίδων; Ένας φορμαλισμός που ταυτίζεται με το περιεχόμενό του; «Αρκεί να μην ξεπέσουν οι λέξεις, όσες στον Λόγο απευθύνουμε, σε κακόφωνο φάλτσο. Να γιατί έχω ανάγκη τον Πρόδρομο το κεφάλι που κόπηκε, τον λαιμό που εσαεί μνημονεύει του Λόγου την έλευση, κόψη που ενώνει τον κόσμο, που φυλάσσει από βαρβαρικούς διχασμούς», (171) γράφει ο Μαργαρίτης –εφιστώ την προσοχή «στην κόψη που ενώνει»– καθώς φτιάχνει αυτό το κομποσκοίνι από εννέα κλωστές. «Ποτέ δεν χρειάστηκε να διαλέξω» (186) λέει ο συγγραφέας με τα λόγια του Νίτσε στον Ζαρατούστρα. «Παίρνεις, παίρνεις με τα χέρια ανοιχτά, με χούφτες γεμάτες», ή «[...] ταυτίζοντας τη γραφή με την αφή των δακτύλων στο κομποσκοίνι» (441). Έτσι γράφει και ο Μαργαρίτης ή τουλάχιστον έτσι τον διαβάζουμε εμείς καθώς φαίνεται ότι παρά το γεγονός ότι βρίσκεται «πέρα από το τυχαίο», όπου και αν κοιτάξει, όποια επιφάνεια και να ξύσει, υπάρχει εκεί ένα ακόμα θραύσμα, ένας ακόμα κόμπος για το σχοινί του, ένα ακόμα σπάραγμα που περιμένει να συμπληρώσει την ακολουθία: «Αφήστε τα όλα ανοιχτά» ή «Η Φωτοχυσία», όπως λέει χαρακτηριστικά (186).
Αυτή όμως είναι η μία πλευρά· η πλευρά του συγγραφέα που ως πιστός εξαίρει και υμνεί τη θυσία των αγωνιστών της ΕΟΚΑ. Η άλλη πλευρά –και εδώ ως άπιστος κάνω κυριολεκτικά τον δικηγόρο του διαβόλου– είναι οι ίδιοι εννέα άνθρωποι που τόσο νέοι έχασαν τη ζωή τους και που ο συγγραφέας έρχεται, με τον μανδύα ενός φονταμενταλισμού που δεν γίνεται να μην αφουγκραστεί ο κοσμικός αναγνώστης, να ερμηνεύσει – ο όρος δεν είναι σωστός γιατί ο συγγραφέας δεν ερμηνεύει απλώς, ούτε «κάνει ποίηση» όπως χαρακτηριστικά επαναλαμβάνει. Ο συγγραφέας «αντιγράφει», μιλάει δηλαδή αποκαλυπτικά ως βαθιά πιστός για το ότι αγάλλονται οι μανάδες και οι γυναίκες και τα τέκνα των θανόντων επειδή επέλεξαν, με το να θυσιαστούν για την πατρίδα, να μην πεθάνουν ποτέ. Αλλά εγώ που όλα αυτά τα περί θέωσης και ανοιχτότητας και «Ενσάρκωσης» τα διαβάζω ως μυθοπλασία –πρώτης τάξεως μυθοπλασία, δεν λέω– πώς είναι ποτέ δυνατόν να ασπαστώ το πνεύμα του συγγραφέα; Για να το πω απλά και τεχνικά: η όποια αισθητική αρτιότητα του κειμένου δεν συνεπάγεται και κάποια αρτιότητα σε μεταφυσικό επίπεδο, που, όπως κι αν το κάνουμε, είναι μια κατηγορία εντελώς διαφορετικής τάξης. Και επειδή ο Μαργαρίτης πατάει σε αυτό το μεταφυσικό έρεισμα για να οικοδομήσει το κείμενό του, που εγώ, επαναλαμβάνω, το διαβάζω ως μη πιστός, δεν μπορώ και να συμφωνήσω με το γενικότερο πνεύμα του – ενώ συμφωνώ με το γράμμα του. Οι ζωές των εννέα θα είχαν υπέρμετρα μεγαλύτερη αξία, πρωτίστως για τους ίδιους, από την αξία των θανάτων τους έτσι όπως τους «αντιγράφει» και τους παρουσιάζει ο Μαργαρίτης (και η Ιστορία). Ίσως δεν γίνομαι κατανοητός. Θα ήθελα σε ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται τη θεματική αυτή να διαφαίνεται κάπου μια αχτίδα φωτός που να γέρνει προς τη ζωή, και όχι μόνο θεάσεις «ακτίστου Φωτός» που υπαινίσσονται το αενάως επείγον της παρούσας κατάστασης γιατί η “ζωή” είναι αλλού. Ναι, το μυθιστόρημα έχει και μια μεστή ιστορία επίπονης συμφιλίωσης με τον εχθρό: ο συγγραφέας ταξιδεύει στη Βρετανία για να συγχωρέσει και να αγαπήσει τον δήμιο των εννέα, αλλά και πάλι... Το βιβλίο ως έχει, ανάγεται λοιπόν και σε στοχασμό/πραγματεία πάνω στη λογική, αλλά πρωτίστως στον παραλογισμό κάθε υπερβατικού/επαναστατικού κινήματος που αφορμάται από μια συνθήκη για να προσεγγίσει μια άλλη, θεμελιακά διαφορετική. Το βιβλίο συνιστά λοιπόν όχι μόνο μια προσευχή πεντακοσίων σελίδων αλλά και μια “επιχειρηματολογία” για το θυσιάζειν. Ο Μαργαρίτης όμως όλα αυτά τα έχει προβλέψει:
«Η υπόθεσή μου, χαμένη εξ αρχής, είναι μέγα μπεστ σέλερ, εκατομμύρια αντίτυπα, χίλια φιλιά. Τα χαιρετίσματα. Σε ποιον να απευθύνονται; Ω! Κι ας μην τα διαβάσεις ποτέ» (260). Ή λίγο παρακάτω: «Ήδη ακούω τη συνήθη αντίρρηση. Οι υπερβολές. Η ένταση. Οι αγιογραφίες. Γιατί δεν γράφεις κάτι πιο συναρπαστικό; Με αρχή, μέση, τέλος. Με περιπέτεια. Με συγκίνηση και συναίσθημα. Με αμεσότητα. Να ταυτιστεί λιγάκι και ο αναγνώστης. Τελικά: γιατί δεν κάνεις μυθοπλασία; Και: γιατί δεν κάνεις ποίηση; Ω μητέρα.
Κυρίως: ω αναγνώστη, υποκριτή, όμοιέ μου, αδελφέ μου. Μα ξέρω, το ξέρω. Ό,τι προαιρείστε, είπα κάποτε. Ευχαριστούμε, ακούω, δεν θα πάρουμε· ή: δώσαμε. Τόσες υπερβολές σ’ έναν τόμο. Τόσα ύψη. Ποιος έχει όρεξη να θυμάται τα μνήματα; [...] Τα παιδιά κρεμάστηκαν. Αν δεν το αντέχουμε, ας κοιτάξουμε αλλού» (272, υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
Ο Μαργαρίτης, μόνος του, είτε λόγω συναίσθησης του τι γράφει λόγω πίστης, είτε λόγω ειρωνείας απέναντι στον κάθε άπιστο σαν και του λόγου μου, είτε ακόμη και λόγω λιποψυχίας, διατυπώνει τις αντιρρήσεις στο έργο του. Δεν βάλλω επ’ ουδενί κατά των αγωνιστών της ΕΟΚΑ· εκφράζω τις αμφιβολίες μου για «το πνεύμα» και όχι το «γράμμα» του βιβλίου –παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας διατείνεται πως δεν υφίσταται διάσταση ανάμεσα στα δύο–, «πνεύμα» που ανάγει τον Μαργαρίτη σε συναξαριστή αγίων να κατασκευάζει ένα προσευχητάρι, ένα κομποσκοίνι για πιστούς – που όμως απευθύνεται, θέλω να πιστεύω, και σε μη πιστούς.
«Η αυτοβιογραφία καθενός ιστορεί τη σχέση του εαυτού με τον Λόγο. Γι’ αυτό ανήκει στους άλλους. Γι’ αυτό τον ενώνει με όλους τους άλλους. Αμέτρητα νήματα» (300). Αυτή την αυτοβιογραφία/αυτομυθοπλασία συγγράφει εδώ ο Μαργαρίτης. Αν θα εξέφραζα μια αντίρρηση λοιπόν αυτή θα ήταν η επιθυμία μου να προσπαθούσε ο συγγραφέας να κοιτάξει και τους άλλους – είπαμε: κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου. Η ένωση με τους άλλους δεν επιτυγχάνεται απαραίτητα με τον ένα και μοναδικό τρόπο. Και φέρω ως παράδειγμα –ναι, συγγνώμη, κοσμικό παράδειγμα– Το Βουνί της Λουΐζας Παπαλοΐζου που πραγματεύεται, εξαιρετικά, εξαιρετικά παρόμοια θεματική με το Εννέα από μια όμως τόσο διαφορετική οπτική. Γιατί; Κυρίως εξαιτίας τής διαφορετικής σχέσης τής συγγραφέως με τον λόγο ή «Λόγo», όπως θα έλεγε ο Μαργαρίτης.
Στο τέλος, διερωτάται ο άπιστος αναγνώστης: Τι θα ήταν ο θάνατός των εννέα αν δεν ήταν ενδεδυμένος το πέπλο της πίστης; Με την ίδια λογική, τι θα απέμενε να αφηγηθεί ο Μαργαρίτης σε ένα κοσμικό μυθιστόρημα που θα πραγματευόταν τον θάνατό τους; Οι απαντήσεις και στις δύο ερωτήσεις είναι καθολικά αδόκιμες. Μέχρι κι εγώ το καταλαβαίνω αυτό! Οι εννέα –Εννέα– δεν υφίστανται έξω από το πλαίσιο της πίστης, με την ίδια λογική που ο Κυριάκος Μαργαρίτης δεν γράφει εκτός πίστης. Αλλά η «περιπέτεια» υφίσταται κι ας μην την αποκαλούμε όλοι με το ίδιο όνομα. Την τέχνη της ζωής, όπως λέει ο συγγραφέας και φέρει ως παραδείγματα τις περιπτώσεις των Ρεμπώ, Νίτσε, Μπάιρον, και βέβαια του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, τη διδάσκει ο θάνατος (361). Μέχρι κι εγώ το καταλαβαίνω αυτό! Και πολύ με συγκινεί, γιατί ερμηνεύει, για παράδειγμα, από μια άλλη οπτική και τη συγγραφική στάση του αγαπημένου μου Ρομπέρτο Μπολάνιο, που διαρκώς σπρώχνει με τη γραφή του εκτός των βιβλίων –σε έναν εναγκαλισμό με τον θάνατο– καθ’ οδόν προς τη μεγάλη περιπέτεια – γιατί, και ξαναλέω, η «περιπέτεια» υφίσταται κι ας μην την αποκαλούμε όλοι με το ίδιο όνομα.
Το Εννέα είναι ένα πολύ ιδιαίτερο εγχείρημα που εγώ το διάβασα, σχεδόν απνευστί, με μεγάλο ενδιαφέρον παρά τα σημεία που με κούρασαν. Και ίσως τελικά να ήταν τα σημεία που με κούρασαν αυτά που με παρακίνησαν να δώσω μεγαλύτερη σημασία στα λεγόμενα του συγγραφέα. Σημειώνω εδώ ότι σχεδόν κανείς δεν έχει γράψει τίποτα ουσιαστικό για το βιβλίο παρά το γεγονός ότι εκδόθηκε στο τέλος του 2021 – υποθέτω οι Κύπριοι λογοτέχνες θεωρούνται στα καθ΄ ημάς υποδεέστεροι. Γράφει εκεί προς το τέλος ο συγγραφέας, με τη χαρακτηριστική σπιρτάδα του: «Ότι χρειάζεται μια ορισμένη βία (αλλά: εις εαυτόν), το διδάσκει η ακόλουθη, κρίσιμη λέξη, που εκφράζει, στην Κύπρο, την πρόσκληση σε γιορτινά φαγοπότια, ως εξής: κοπιάστε. Σε άλλη περίπτωση, άδικα στρώνονται τόσα αγαθά στο τραπέζι» (444, υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
Θα κλείσω με το κρίσιμο θραύσμα από τον ίδιο στίχο του Καρούζου που άνοιξε το κείμενο: «κοπιάστε» στο Εννέα, ακόμη κι «[...] όταν / έχετε / δίκιο».
*Χρήζει ειδικής μνείας η επιμέλεια και οι διορθώσεις της Ευδοξίας Μπινοπούλου γιατί σπάνια, παρότι ερασιτέχνης, συναντώ βιβλία χωρίς αβλεψίες.
— Κυριάκος Μαργαρίτης, Εννέα, Ίκαρος: 2021, 464 σελίδες, ISBN : 9789605724337, τιμή : €17.70.