Skip to main content
Τρίτη 03 Δεκεμβρίου 2024
Κοσμικό συναξάρι

«Πάροικος και παρεπίδημος» η Ματούλα Μυλλέρου αλλά ως προς τι; Πώς ακριβώς ορίζει ο συγγραφέας τον συγκεκριμένο υπότιτλο; Μόνο αναφορικά με τις γεωγραφικές συντεταγμένες στις οποίες θα βρεθεί να ασκεί τα καθήκοντα της γραμματέως, της «dame de compagnie», της ερωμένης, της αρραβωνιαστικιάς, της δασκάλας; Όχι ακριβώς, αν και αυτή είναι η προφανής ερμηνεία του. Η ηρωίδα του Δημήτρη Νόλλα (Αδριανή Δράμας, 1940), Ματούλα Μυλλέρου, είναι πάροικος και παρεπίδημος αναφορικά με τις ιδέες και την κοσμοθεωρία της που συνοψίζονται στην καλοσύνη και την προσφορά της. 

«Μόνο που τώρα, αυτό στο οποίο επιθυμούσε να επιστρέψει, αυτό που νοσταλγούσε δεν ήταν το σπίτι στην Αττική, ήταν ένα σπίτι διαφορετικό. Τα μάτια της ψυχής επιθυμούσαν να βλέπουν ένα σπίτι μεγεθυμένο στα όρια του ουρανού και μέχρι της γης τις άκρες, ένα σπίτι πλατύτερο και ψηλότερο, ηλιόλουστο, και στα όνειρά της χρυσαφένιο, σπίτι που θα αγκάλιαζε ανθρώπους έρημους από τη δυστυχία χτυπημένους, ένα κοινόβιο στο οποίο θα τους πρόσφερε ό,τι είχε, με τον εαυτό της πρώτο» (σσ. 61-62). 

Ακόμη κι όταν αποπειράται να κάνει το ανυστερόβουλο καλό, η Ματούλα βρίσκεται πάντα εκτός: μια ξένη. Ο συγγραφέας αφήνει να εννοηθεί, ειδικά στο τέλος του βιβλίου, ότι η σημασία του «Πάροικος και παρεπίδημος» είναι δυνητικά χριστιανική. Θα υποστηρίξω ότι ο μύθος σηκώνει και μια άλλη ανάγνωση.

Ο Νόλλας κατασκευάζει έναν λογοτεχνικό στοχασμό που συναρμόζει ιστορία, μυθοπλασία και πολιτική μέσα σε μόλις εκατό σελίδες. Ο μακροπερίοδος λόγος –οι δευτερεύουσες προτάσεις, οι στιγμιαίες νοηματικές παρεκβάσεις, ο εμβόλιμος υποδόριος σχολιασμός εκ μέρους του αφηγητή– στέκει σχεδόν δόκιμα και συμπληρωματικά προς τον σκοπό του συγγραφέα. Ο αναγνώστης εισάγεται στο σύμπαν των ηρώων με μια φορμαλιστική επιτήδευση και πολυπλοκότητα που κατοπτρίζει τις καταστάσεις που αποπειράται να αποτυπώσει ο μύθος.  

Η νουβέλα στέκεται σε επίπεδο αντάξιο του ονόματος του συγγραφέα. Η αρχική στοιχειοθέτηση των νημάτων του μύθου και ο τρόπος που επιλέγει ο Νόλλας να αρχίσει να ξεδιπλώνει την πλοκή ικανοποιούν τον αναγνώστη, ειδικά στο πρώτο μισό του βιβλίου. Η παρουσία του Ροδόλφου Σιμωνίδη, που τυγχάνει απόγονος του γνωστού πλαστογράφου Κωνσταντίνου Σιμωνίδη, ο Ελληνοβρετανός δημοσιογράφος Μάικλ Στιούαρτ που δήθεν ερωτεύεται τη Ματούλα, ο Αντωνάκης, φίλος του αφηγητή που στέκει «40τόσα χρόνια μετά από όσα συνέβησαν στη διάρκεια εκείνης της διετούς εξορίας» των φιλοβασιλικών στην Κορσική το 1918, όλα αυτά χτίζουν ένα μυθοπλαστικό σύμπαν υψηλών προδιαγραφών που γεννά προσδοκίες στον αναγνώστη – σε μεγάλο βαθμό, αυτές, εξαργυρώνονται στη συνέχεια. Αυτό που αφήνει μια επίγευση, όχι ακριβώς δυσαρέσκειας, αλλά του ανικανοποίητου είναι οι επιλογές του συγγραφέα αναφορικά με τα κομβικά σημεία και τα γεγονότα στροφείς που υποτίθεται ότι σμιλεύουν τον χαρακτήρα και καθορίζουν τη μοίρα της ηρωίδας του. Η απλοϊκότητα των στοχασμών που αποτυπώνονται σε κρίσιμα σημεία φαντάζει ελλειμματική για το διακύβευμα της “αγιοσύνης” της Ματούλας. Η “αγιοσύνη”, βλέπετε, συνιστά βαρύ μυθοπλαστικό χαρτί που υπαγορεύει και τις ανάλογες καταστατικές προκείμενες. Η βαθύτερη αποτύπωση του χαρακτήρα της Ματούλας, που δεν εξαντλείται στις αγαθές πράξεις της αλλά αφήνει να εννοηθεί και μια μεταφυσική ποιότητα –ποιότητα που συνιστά δίοδο προς τον καταληκτικό επουράνιο «καθαγιασμό» της– δεν υποστηρίζεται δόκιμα από τον Νόλλα. Το κεφάλαιο που αναφέρεται στο Μόναχο, αλλά και αυτό που εκτυλίσσεται στη Μηχανιώνα σκιαγραφούν τις καταστατικές εμπειρίες της Ματούλας κάπως απλοϊκά. Παραθέτω ενδεικτικά:

«Η αλήθεια είναι, όπως τουλάχιστον την μετέφερε ο Αντωνάκης σε μένα και όσους ήθελαν να την ακούσουν, πως όλα αυτά που ακολούθησαν μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα φανερώνουν ότι η ακατανόητη μεταστροφή της για τους μέχρι τότε γνωστούς της, ακουμπούσε, αν δεν οφειλόταν αποκλειστικά, στα όσα είχε ζήσει στο Μόναχο εκείνους τους πρώτους μήνες του 1919, που είχαν αφήσει το σημάδι τους στον μετέπειτα βίο της. [...] “Θα ‘πρεπε κάποτε να πληρώνουν οι υπεύθυνοι των πολέμων! Να τιμωρούνται!... Τόσο αίμα αθώων παλικαριών…

“Είναι πιο μπερδεμένο το πράγμα “, μίλησε ήρεμα ύστερα από μια στιγμή ο ξανθός, και όλες έσκυψαν μπροστά να τον ακούσουν. Η Ματίλντε/[Ματούλα], καθισμένη δίπλα του, δεν χρειάστηκε. “Υπεύθυνοι είμαστε όλοι μας γι’ αυτό!” πρόσθεσε, κι όταν υψώθηκαν ερωτηματικά κι ακούστηκαν μουρμουρητά διαφωνίας συνέχισε, “Γιατί απορείτε; Δεν έχετε προσέξει πως όταν κηρύσσεται πόλεμος, όταν χτυπούν οι καμπάνες της επιστράτευσης, όλοι πετάγονται απ' τα κρεβάτια τους, παρατούν τις δουλειές τους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους και με έναν τρελό ενθουσιασμό που ξεπηδάει από βαθιά μέσα τους, σαν έτοιμοι από καιρό, από αιώνες πριν, αρπάζουν τα όπλα τους και αθώοι ορμούν να μακελέψουν άλλους αθώους, αγνώστους ανθρώπους, με γυναίκες και παιδιά, που κι εκείνοι με τη σειρά τους έχουν πεταχτεί απ’ τα κρεβάτια τους κι έχουν παρατήσει τις δουλειές τους… Όλους αυτούς τους δυστυχισμένους τους θεωρείτε αθώους, άμοιρους κι ανίδεους της τύχης που τους περιμένει;”» (σ. 55) «“Ξέρεις”, είπε ο ξανθός καπνοδοχοκαθαριστής, κοιτώντας τώρα αυτός στα μάτια τη Ματίλντε, “το πραγματικό θύμα του φονιά είναι ο ίδιος του ο εαυτός… Ο άνθρωπος που γίνεται φονιάς, από εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούει πάνω απ’ το κεφάλι του το φτεροκόπημα του αγγέλου του και ζει σαν να ήταν ήδη νεκρός…» (σ. 56). «“Πρέπει να σας βρήκε πολλές φορές στη ζωή σας το κακό… Θα προσεύχομαι για σας”. “Ό,τι κακό με βρήκε το ‘φερα εγώ σε μένα· το καλό, οι άλλοι”, είπε εκείνος με ένα ίχνος χαμόγελου στο πρόσωπό του. Την καληνύχτισε και η Ματίλντε ήξερε πως τα τελευταία λόγια του είχαν χαραχτεί βαθιά στην καρδιά της» (σ. 57).        

Εδώ, ίσως και να αρχίζει να γίνεται διακριτή η δυσκολία του εγχειρήματος όταν ο συγγραφέας καλείται να συμπυκνώσει σε λίγες σελίδες τις κομβικές καταβολές της ηρωίδας του. Αν και φοβάμαι ότι η ποσότητα, η έκταση δηλαδή του κειμένου, δεν είναι ούτε ικανή ούτε αναγκαία συνθήκη για να πειστεί ο αναγνώστης για την “αγιοσύνη” της ηρωίδας. Δυστυχώς, ξεφεύγει από τα όρια ενός κριτικού σημειώματος μια τόσο ριζική αλλαγή στον μύθο· κατά συνέπεια δεν μπορώ να υποδείξω τι ακριβώς θα λειτουργούσε δόκιμα. Η “αγιοσύνη” απαιτεί ποιοτικές επινοήσεις που θα υπαινίσσονταν εκείνα ακριβώς τα στοιχεία μιας προσωπικότητας που παρά την πασιφανή δυσκολία της να ενταχθεί σε ένα κοινωνικό σύνολο, που συνεχίζει να αποτιμά διαφορετικά τις αξιακές προτεραιότητές του, όχι μόνο εξακολουθεί να επιμένει αλλά και να ευαγγελίζεται δραματικές αξιακές αλλαγές.  

Ας εξετάσουμε όμως το εύρημα που συνιστά ο πλαστογράφος Σιμωνίδης. Παραθέτω:

«Στην πραγματικότητα, όμως, αν κάποιος κοίταζε ψύχραιμα την υπόθεση, θα έβλεπε πως ο Σιμωνίδης δεν ιστοριογραφούσε. Μέσω των κατασκευασμένων ή πλαστογραφημένων αρχαίων κειμένων του εξέφραζε και ερμήνευε τα συμβάντα με τον δικό του τρόπο, τρόπο ανάλογο με την πρόθεση και à la manière των συναξαριστών, συμβάλλοντας έτσι, κατά τον περασμένο αιώνα στην οικοδόμηση εθνικής συνείδησης» (σ. 41) 

Το εύρημα, εδώ, συνίσταται στην αποτύπωση των στοιχείων εκείνων που επιτρέπουν στο σώμα του κειμένου να ξεφύγει των στενών δεσμών της ιστοριογραφίας και να εισέλθει στην επικράτεια του μύθου. Ο Νόλλας κατασκευάζει ένα κείμενο και αφήνει τον αναγνώστη, ανάλογα με τη σκευή του και τις προτιμήσεις του να το διαβάσει είτε ως παραμύθι αξιώσεων (κοσμικό συναξάρι) είτε ως υπόμνημα μιας άλλης τάξης πραγμάτων (συναξάρι Αγίας): «Η μυθιστορηματική ανασύνθεση του παρελθόντος υπερβαίνει και αυτό το ίδιο το καθαυτό και πεπερασμένο γεγονός και την καθημερινότητά του, τα καθαγιάζει και τα καταπραΰνει, με αποτέλεσμα όσο η μνήμη γρηγορεί τόσο ο μύθος, βραχωμένος στη γλώσσα, να θάλλει αενάως, όπως ο φοίνικας που υψώνεται προς την κορφή, όπου όλα συγκλίνουν σε ένα» (ό.π.).       

Το πιο δυνατό σημείο του βιβλίου –η άλλη ανάγνωση που ανέφερα στην αρχή– εντοπίζεται στην αμφισημία της υπόστασης της Ματούλας που στέκεται αινιγματικά και ως παραλλαγή των απολήξεων του μύθου του Σιμωνίδη για την «[...] οικοδόμηση εθνικής συνείδησης» μέσα από τις πλαστογραφίες του. Ο Νόλλας αποπειράται κάτι παρόμοιο καθώς προτάσσει τις ασάφειες, τις παραφθορές αλλά και τις δυνητικές παραχαράξεις της ιστορίας της Ματούλας, έτσι όπως αυτή μεταφέρεται από τον Αντωνάκη στον αφηγητή του μύθου που διαβάζουμε εμείς. Ο συγγραφέας παραλλάσσει κατάτι την εστίαση του μυθοπλαστικού φακού του και πάνω στην καλοσύνη της Ματούλας μεταγράφει την «οικοδόμηση», όχι «εθνικής συνείδησης», αλλά ηθικής (συνείδησης) μέσα από τον μύθο/παράδειγμά της, που, δεν στέκει καταλυτικά μόνο προς τους υπόλοιπους ήρωες του βιβλίου –ούτε ο Στιούαρτ, ούτε ο Παπαντινόπουλος, για παράδειγμα, αποδεικνύονται αντάξιοι εραστές της– αλλά και προς εμάς, τους αναγνώστες του. Το έτερο εύρημα του τέλους, έτσι όπως η ηρωίδα μοιάζει να εξαϋλώνεται καθώς πέφτει από ένα μπαλκόνι –το πτώμα της, θα πουν οι μάρτυρες, δεν βρέθηκε ποτέ– ενισχύει τη μεταφυσική της υπόσταση, όχι απαραίτητα με στοιχεία που της προσάπτουν κάτι το θεϊκό, αλλά, με τη δύναμη της μυθοπλασίας στην υψηλότερη μορφή της. Θα επαναλάβω στο σημείο αυτό την πάγια τακτική μου: διαβάζω κάθε ιδρυτικό κείμενο θρησκείας ως ύψιστο επίτευγμα μυθοπλασίας –παραμύθι αξιώσεων– που όχι μόνο έχει αντισταθεί στο πέρασμα των αιώνων αλλά έχει τύχει και εμβριθέστατου σχολιασμού. Η νουβέλα που έχει κατασκευάσει ο Νόλλας θα μπορούσε, διατείνομαι, να αναγνωσθεί και σαν κοσμικό συναξάρι (παραμύθι αξιώσεων).      

Η χρονική στιγμή που επιλέγει να κλείσει ο συγγραφέας το βιβλίο –η άνοιξη του 1967, στο κεφάλαιο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «ανίδεοι την άνοιξη»– μπορεί να γέρνει την πλάστιγγα προς το ζοφερό συμπέρασμα της πληθώρας κακού, αλλά ο Νόλλας έχει φροντίσει, λίγο πριν, και για τις απαραίτητες εξισορροπητικές τάσεις. Διαβάζουμε: «“Ματούλα, νομίζεις πως έχουν τέλος οι δυστυχίες των ανθρώπων;”» (σ. 83). «[...] [Γ]ι’ αυτό ακούστηκαν γαλήνια τα λόγια της, όταν είπε πως ακριβώς επειδή δεν έχει τέλος η ανθρώπινη δυστυχία, όταν συναπαντιέσαι  μαζί της, όταν βρίσκεσαι πρόσωπο με πρόσωπο μ’ αυτήν, έχεις χρέος να την αντιμετωπίσεις» (σ. 85).  

— Δημήτρης Νόλλας, Ματούλα Μυλλέρου - πάροικος και παρεπίδημος, Ίκαρος: 2022, 112 σελίδες, ISBN: 9789605724580, τιμή: €12.20.