«Πέρασε ποτέ από το νου σου πως ίσως κατά βάθος να ήμουν ένας ποιητής;»
— Γιάννης Πάνου, Ιστορία των Μεταμορφώσεων, Καστανιώτης: 1998.
«Οι άνθρωποι είναι εξαιρετικά επινοητικοί όταν αναζητούν τρόπους να σε μειώσουν, αλλά πόσο πεζοί γίνονται όταν σε θυμούνται! Ένα χαρακτηριστικό τους είναι ότι κρίνουν εκ του αποτελέσματος. Την ερωτική εμμονή που ευοδώνεται τη βαφτίζουν έρωτα υποδειγματικό, όμως την ερωτική εμμονή που αποτυγχάνει την περιφρονούν. Το ίδιο συμβαίνει με τα βιβλία και με όλα – το αποτέλεσμα ορίζει την προοπτική τους. Μόλις αντιληφθείς τον μηχανισμό πίσω από τις κρίσεις και τις εκτιμήσεις του ενός και του άλλου, αντιλαμβάνεσαι πως η γνώμη των ανθρώπων δεν έχει καμιάν αξία» (σ.193).
Διάβασα το βιβλίο του Νικήτα Σινιόσογλου από καθαρή περιέργεια μετά από τα διθυραμβικά σχόλια που έβλεπα να αναρτώνται δεξιά κι αριστερά από εκστασιασμένους αναγνώστες μεταξύ των οποίων και ο Γιάννης Μπασκόζος που ως εκδότης του ηλεκτρονικού περιοδικού «ο αναγνώστης» έκρινε ότι έπρεπε να μιλήσει (βλ. «Το ύφος Σινιόσογλου»). Λυπάμαι που δεν θα συμμετέχω κι εγώ σε αυτή τη γιορτή. Και λυπάμαι, όχι γιατί δεν γράφω αρνητικές κριτικές εκεί που άλλοι γράφουν διθυράμβους και αυτή θα ήταν μια εξαίρεση αλλά γιατί ο Σινιόσογλου, αν διαβάσει κανείς το βιογραφικό του προϊδεάζει για κάτι εντελώς διαφορετικό. «Τι;» θα ρωτήσετε. Δεν έχω απάντηση· πάντως κάτι διαφορετικό από αυτό που διάβασα. «Ας μην διάβαζες το βιογραφικό του» θα πείτε και θα έχετε και δίκιο. Έλα όμως που τείνω να παρασύρομαι από τα βιογραφικά των συγγραφέων καθότι πιστεύω ότι συνιστούν εξαιρετικές πύλες εισόδου στο ιδιαίτερο είδος της αυτομυθοπλασίας. Και δεν υπαινίσσομαι ότι αναγράφουν αναλήθειες· απλώς, κατανοώ ότι μπορούν πάντα να είναι πιο αφαιρετικά, να αναγράφουν λιγότερα από την αλήθεια. Τέλος πάντων· τα βιβλία, ενάντια στη θέση του συγγραφέα, κρίνονται εκ του αποτελέσματος. «The proof is in the pudding», «η απόδειξη βρίσκεται στην πουτίγκα» λένε οι Βρετανοί και κανείς δεν χάλασε τη ζαχαρένια του ακολουθώντας τη συγκεκριμένη ρήση.
Στην προσπάθειά μου να αφουγκραστώ το «ύφος Σινιόσογλου» σε αυτό το τελευταίο πόνημά του κατέληξα στα ακόλουθα: το βιβλίο δεν είναι δοκίμιο, δεν το διατρέχει κάποιο επιχείρημα, αλλά από την άλλη δεν είναι και μυθιστόρημα. Αυτό όμως ήταν και το ζητούμενο γιατί ο συγγραφέας λέει ότι «το βιβλίο αρθρώνεται ως πειραματικό δοκίμιο και άσκηση αυτομυθοπλασίας» (βλ. οπισθόφυλλο) όπως και ως «Δοκίμιο με σάρκα και οστά» (βλ. εξώφυλλο). Και ενώ η απόπειρα αυτή προς το υβρίδιο, το κρίσιμο μεσοδιάστημα, ακούγεται θελκτική και πολλά υποσχόμενη, το όλο εγχείρημα χάνει στα σημεία. Οι προγραμματικές δηλώσεις και ο γενικότερος σχεδιασμός μπορεί να θέτουν τις βάσεις για ένα σαγηνευτικό σκηνικό –«Νοσταλγώ τις στιγμές που οι λέξεις παύουν να είναι θραύσματα του λόγου και σαν να αποκτούν το βάρος ενός συναρπαστικού φυσικού αντικειμένου ή ανθρώπινου μέλους» (σ. 29) γράφει κάπως κρυπτικά αλλά δόκιμα ο συγγραφέας– αλλά στην πράξη το κείμενο δεν σαρκώνεται όπως επιθυμεί ο Σινιόσογλου· τα όμορφα λόγια και κυρίως το ύφος δεν εξαργυρώνονται στο ταμείο. Ο μύθος, από τη μία, δεν κρίνεται ικανός να συντηρήσει το ενδιαφέρον κάποιου που το διαβάζει ως μυθιστόρημα (έστω ως «άσκηση αυτομυθοπλασίας») παρότι υπάρχει μύθος και μάλιστα ο συγγραφέας προτάσσει τον εαυτό του ως ήρωα, ενώ, από την άλλη, το κείμενο δεν στέκεται ως δοκίμιο (έστω και με «σάρκα και οστά»), δεν διαθέτει την απαραίτητη κράση του επιχειρήματος που θα σαγηνεύσει τον εραστή του είδους. «Μα το βλέπεις λάθος», θα πείτε. «Δεν γίνεται να το κρίνεις ούτε με στοιχεία από το ένα είδος, ούτε με στοιχεία από το άλλο! Πρέπει να αφήσεις τον νου σου ελεύθερο!» Το υβρίδιο όμως πρέπει να κριθεί κάπως. Ο συγγραφέας πρέπει να μας σύρει στο παιχνίδι με την πρόφαση είτε του μυθιστορήματος είτε του δοκιμίου (εδώ είναι η περίπτωση του δοκιμίου) και κάποια στιγμή, σε ανύποπτο χρόνο, αν όλα έχουν πάει κατ’ ευχήν, θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε βρεθεί κάπου αλλού από εκεί που είχαμε ξεκινήσει – κάτι που όμως δεν συμβαίνει.
Το βιβλίο χάνει στα σημεία, αν και σε κάποια άλλα, που τα βρήκα αρκούντως ενδιαφέροντα, δείχνει τις δυνάμεις του. Όπως, για παράδειγμα, στις σελίδες που πραγματεύονται τον Κλέωνα Παράσχο (σσ. 137-58), ή στο σημείο που ο συγγραφέας μιλάει για τον ηθοποιό (σσ. 133-4). Ο Σινιόσογλου, αν τον διαβάζω σωστά, θα μπορούσε να σκιαγραφεί στο πρόσωπο του ηθοποιού (όπως και του μίμου – βλ. σσ. 33-8) μια έκφανση του έργου που ο ίδιος αποπειράται να κατασκευάσει: ο ηθοποιός, με τη μεστή και αναπόδραστη σωματικότητά του, ανάγεται στο ισοδύναμο του «δοκιμίου με σάρκα και οστά» στο πλαίσιο του θεάτρου, έτσι όπως το έργο τού ηθοποιού είναι «κρυφό» και «αλλιώτικο» από αυτό του σκηνοθέτη και του συγγραφέα: «[...] μισός άνθρωπος και μισός ξένες φαντασίες». Είναι πάντως κατανοητό τι προσπαθεί να πετύχει ο Σινιόσογλου και με ποιους θέλει να συμπορευτεί και να αναμετρηθεί και αυτό είναι προς τιμήν του· δηλαδή, εδώ, έχουμε να κάνουμε με χαρακτηριστική περίπτωση noble failure και αυτό φέρει το βάρος του στο πώς τον διαβάζω και τον κρίνω. Αλλά ας εξηγήσω πιο αναλυτικά γιατί πιστεύω ότι το όλο εγχείρημα δεν λειτουργεί. Καταρχάς, ο ήρωας που υποτίθεται ότι είναι ο ίδιος ο συγγραφέας δεν πείθει ως αυτομυθοπλαστική περσόνα. Δηλαδή, για παράδειγμα, στα σημεία που θα έπρεπε να είναι πιο ζεστός και προσηνής παρουσιάζεται ψυχρός και απόμακρος σαν δοκιμιογράφος. Υπάρχει ένας υποτυπώδης μύθος στο βιβλίο, μια ερωτική ιστορία του συγγραφέα με μια ηθοποιό, τη Ζ., την οποία και χρησιμοποιεί κάπως ως σκηνικό βοήθημα για να μιλήσει για τον εαυτό του και την ασθένειά του. Πραγματικά, δεν μπορώ να αντισταθώ στη σκέψη των αντιδράσεων της άμοιρης αυτής «Ζ.» –αν έχει φυσική υπόσταση και αν ποτέ μπορούσε να διαβάσει τη συγγραφική μεταχείρισή της– γιατί η Ζ. κρίνεται διαρκώς ανθρωπολογικά –«σαν εντομολόγος» (σ. 305) αναφέρει ο Σινιόσογλου ότι λειτουργούσε μαζί της– χωρίς ίχνος ευαισθησίας. Για να είμαι όμως ακριβοδίκαιος ο συγγραφέας έχει επίγνωση του θέματος, ή τουλάχιστον φοβάται ότι κάτι τέτοιο λαμβάνει χώρα («Εξαρχής αυτό έκανα;», σ. 305)· η μεταχείριση της Ζ. κατ’ αυτό τον τρόπο είναι μέρος του προβλήματος· είναι σύμπτωμα της «ασθενείας» του. Αυτά αρκούν για την ώρα αναφορικά με τη μυθιστορηματική πλευρά του ήρωα· από την άλλη, εκεί που θα έπρεπε ο Σινιόσογλου να τηρήσει την ψυχρότητα του δοκιμιογράφου σαγηνεύεται ο ίδιος από τη γραφή του, ακκίζεται –είναι εμφανώς πιο διαλλακτικός και ευαίσθητος με τον εαυτό του παρά με τη Ζ.– και ενδίδει σε συμπεράσματα που λίγο να τα ξανασκεφτεί ο αναγνώστης, σε μια δεύτερη (και τρίτη) ανάγνωση αρχίζει και αμφιβάλλει για τη στιβαρότητά τους (βλ., για παράδειγμα, «Περί της καταδίκης εις θάνατον», σ. 167-70, όπου ο συγγραφέας καταλήγει ότι η χαρισμένη ζωή του Ντοστογιέφσκι «[...] απολήγει από μίαν άποψη στο ίδιο ψυχικό αδιέξοδο με την αυτοχειρία που έγινε», αναφερόμενος στο άδοξο (ή ένδοξο) τέλος του Αλμπέρ Καρακό. Επίσης, στο «Μπορεί ο λόγος να γίνει φάρμακο αλυπίας;» (σσ. 170-76) διαβάζουμε: «Ευνομία και σωτηρία υπήρξαν οι μεγαλύτερες αποτυχίες της ιστορίας. Η υπακοή στον νόμο δεν τα κατάφερε καλύτερα από την υπακοή στον Θεό. Κοινό έχουν το υπόστρωμα του λόγου που υποχωρεί αδιάλειπτα, εκτός από τις περιπτώσεις όπου κράτη και θεσμοί τον χειραγωγούν καταλλήλως προς ίδιον συμφέρον» (σ. 174). Εκτός του ότι διαφωνώ κάθετα με τον παραλληλισμό «ευνομίας» και «σωτηρίας», αναρωτιέμαι τι σχέση έχει ο λόγος στο πλαίσιο του νόμου με τον λόγο στο πλαίσιο του Θεού, όταν είναι θαρρώ κατανοητό ότι ο λόγος του Θεού είναι κατ’ εξοχήν υπερβατικός και παράλογος. Επισημαίνω ότι ο διαχωρισμός που κάνω –όταν αξιολογώ τον συγγραφέα ως μυθιστοριογράφο και ως δοκιμιογράφο– δεν θα έπρεπε να λαμβάνει χώρα αν η συνταγή είχε πετύχει. Το ότι διακρίνω τις δύο πλευρές σημαίνει ότι κάτι δεν έχει σαρκωθεί σωστά. Βλέπεις, τελικά, το «δοκίμιο με σάρκα και οστά», ιδιότυπο κράμα γαρ, απαιτεί υψηλές θερμοκρασίες για να σφυρηλατηθεί με επιτυχία και να καταφέρει να κεντρίσει την προσοχή του αναγνώστη καθότι η όποια αναστολή δυσπιστίας τελεί υπό αίρεση· μπαίνουμε κρύοι στο έργο καθότι ο συγγραφέας έχει ταχθεί «εναντίον της μυθοπλασίας» (σ. 27) ως μέρος των προγραμματικών δηλώσεών του. Ποιος όμως είπε ότι είναι εύκολο να μιλήσει κάποιος για τον εαυτό του όταν ταυτόχρονα επιθυμεί να ακολουθήσει τα ίχνη ενός Μονταίν, ενός Πασκάλ, ενός Σιοράν.
Διερωτήθηκα κάποια στιγμή στην αρχή, καθώς προσπαθούσα να εισέλθω στο κείμενο γι’ αυτή την εμμονή για την «ψυχή» που κυριαρχεί στο βιβλίο. Κρύβει άραγε κάποια μεταφυσική επιθυμία; Επίσης, το πολυτονικό τι εξυπηρετεί; Είναι απλώς ύφος και πατίνα; «Είναι άραγε εφηβικός ο στόμφος και κίβδηλη η ευσχημοσύνη [...] ή μήπως επιλογή στρατηγική;» (σ. 17), όπως λέει κάπου ο συγγραφέας αναφερόμενος στη Ζ.. Μετά όμως συνειδητοποίησα ότι η «ψυχή» ενυπάρχει στο «ψυχοπονιάρα» αλλά και στο «ψυχοβγαλτική» και είναι δόλωμα πρώτης τάξεως ορατών τε πάντων και αοράτων. Η ψυχή συγκεκριμενοποιεί τον μύθο και δίνει λαβές σε μια απόπειρα (αυτο)μυθοπλασίας που σφυρηλατείται μεν στο αμόνι του σήμερα αλλά με πρώτες ύλες εξορυγμένες από την αρχαιότητα και την ύστερη αρχαιότητα. Η ψυχή εδώ ανάγεται στον υποβολέα του δημιουργού, που ενδύεται τον μανδύα ενός ρόλου, που αρέσκεται να ισορροπεί στα αναμεταξύ «επαγγελματικής φιλοσοφίας» και «δοκιμιακού ύφους» γιατί πέφτει «λαϊκός» για την πρώτη και «ατίθασος» για το δεύτερο (29). Ο Σινιόσογλου εξάλλου αποζητά αυτο το κρίσιμο μεσοδιάστημα –είναι ο ζωτικός του χώρος– και χωρίς τις συνδηλώσεις της ψυχής (μεταφυσικές και υφολογικές) το συγκεκριμένο βιβλίο δεν θα ήταν δυνατόν να γραφτεί. Ο συγγραφέας μπορεί να αστοχεί τελικά, αλλά αυτά τα δομικά εργαλεία τα κατέχει. Η χρήση του νου δηλαδή, το κοσμικό ισοδύναμο της ψυχής, δεν στερείται μόνο μεταφυσικών προεκτάσεων αλλά υπαγορεύει και θερμοκρασίες, μια ψυχρότητα, που δεν θα επέτρεπε στον Σινιόσογλου να τεθεί σημασιολογικά σε τροχιά γύρω από έναν Μονταίν. Και ο Σινιόσογλου, πάνω απ’ όλα, επιθυμεί να μιλήσει για τον εαυτό του μέσω άλλων –αν και για να μην ακούγεται αυτό περισσότερο φορτισμένο αρνητικά από όσο είναι, κάθε συγγραφέας αυτό επιθυμεί– κι ας παριστάνουμε ότι δεν το καταλαβαίνουμε· απλώς, κάποιοι το κρύβουν καλά και κάποιοι καλύτερα.
Το βιβλίο είναι έτσι κατασκευασμένο που έχει προεγκατεστημένα και τα αντίμετρά του. Ως απόπειρα αυτομυθοπλασίας επιδεικνύει και μια αξιοθαύμαστη ομπρέλα αυτοπροστασίας – όπως ίσως θα έγινε κατανοητό με το απόσπασμα από το βιβλίο που ανοίγει το παρόν κείμενο. Είναι κρίμα όμως που μάλλον δεν συμμερίζεται ο συγγραφέας ότι αφού «η γνώμη των ανθρώπων δεν έχει καμιάν αξία» τότε και οι τόσες θετικές κρίσεις για το βιβλίο του δεν θα έπρεπε να έχουν αξία· αλλά λέω «μάλλον» γιατί είναι πιθανό να το συμμερίζεται αν και ομολογουμένως δεν το δείχνει έτσι όπως ο ίδιος τις επιδεικνύει (η ακρασία είναι εξάλλου δομικό στοιχείο του βιβλίου, και η πραγμάτευσή της συνιστά ένα από τα δυνατά σημεία του).
«(Πόσο παράξενο – όλη μέρα στο σπίτι δεν σταύρωσα λέξη. Ορίστε τι θαυμάζω στους καλλιτέχνες του σώματος, πως η φυσική καθημερινή παρουσία συνιστά την τέχνη τους με τρόπο αδιάκοπο, ακόμα κι αν δεν κάνουν τίποτ’ άλλο απ’ το να υπάρχουν. Αυτή την απλή αντίσταση στην ασυνέχεια επιδεικνύουν αβίαστα όσοι έχουν για εργαλείο το σώμα κι όχι μόνον τον νου, που απαρτίζεται από τόσες συγκοπές και παρεγκλίσεις)» (σ. 118).
Το κείμενο νοσεί (καρπός ασθενείας γαρ) από αυτή τη διαρκή ασυνέχεια, ειδικά όταν ο συγγραφέας αφήνει να ελλοχεύουν μέσα του τέτοιοι δυϊσμοί όπως του αποσπάσματος που μόλις παρέθεσα. Αφενός, δεν υπάρχει νους χωρίς σώμα ούτε σώμα χωρίς νου, αφετέρου, ο δυϊσμός αυτός αντηχεί και βαθύτερα στο κείμενο, το αμαυρώνει, και δεν το αφήνει να σαρκωθεί όπως επιθυμεί ο συγγραφέας. Δεν εμπίπτει σε ασυνέχειες το σώμα; Δεν καταρρέει; Δεν νοσεί; Δεν κάνει του κεφαλιού του; Αλλά, από την άλλη, δεν χαρακτηρίζεται από μια θαυμαστή συνέχεια ο νους; Συνέχεια μάλιστα που με την αγαστή συνέργεια της συνείδησης αναδεικνύεται εγγυήτρια και στυλοβάτισσα της ίδιας της έννοιας του προσώπου.
Καρπός ασθενείας γαρ – επαναλαμβάνω. Όταν λέω ότι το βιβλίο έχει προεγκατεστημένα τα αντίμετρά του εννοώ ότι ο Σινιόσογλου προτάσσει κάτι που από την ετικέτα του νοσεί, αλλά φυσικά, επουδενί δεν το εκλαμβάνει αυτό τοις μετρητοίς, και, κυρίως, δεν επιθυμεί να το εκλάβουμε εμείς τοιουτοτρόπως. Αυτό που εύλογα αποζητά είναι «ο καρπός της ασθενείας του» να γίνει αποδεκτός μετά βαΐων και κλάδων (όπως εξάλλου και γίνεται) και να αναγνωριστεί ως γνήσια εξομολογητική αυτομυθοπλασία όπου η μεταβίβαση του όποιου άχθους στον αναγνώστη θα επιφέρει στον δημιουργό την έστω μερική ίασή του. Διακρίνω σε αυτό το σημείο έναν τακτικισμό που νομίζω χρήζει σχολιασμού: ο Σινιόσογλου όχι μόνο απεύχεται ο καρπός της ασθενείας του να αφεθεί να σαπίσει γιατί τον προίκισε με υπαρξιακό άχθος, αλλά, αποζητά, ακριβώς επειδή ο καρπός φέρει το άχθος αυτό, να θέσει τον αναγνώστη σε μια ιδιότυπη συνθήκη ακρασίας όπου το φθίνον σώμα αυτού του «δοκιμίου με σάρκα και οστά», στο οποίο καθρεφτίζονται τόσο ο συγγραφέας όσο και τα αδιέξοδά του, θα ανακινήσει τη σαγήνη για το μακάβριο με τον ίδιο τρόπο που αυτή εντοπίζεται στο «Για την επιθυμία να κοιτάξεις αυτό που δεν πρέπει» όπου περιγράφεται ένα περιστατικό από το τέταρτο βιβλίο της Πολιτείας όπου κάποιος ονόματι Λεόντιος «[...] ανεβαίνοντας στην Αθήνα από τον Πειραιά παρατήρησε κάτω από το βόρειο τείχος της πόλης έναν σωρό από πτώματα, τα απότοκα δημόσιων εκτελέσεων. Ο Λεόντιος, πριν ενδώσει, ένιωσε συνάμα [...] τη φοβερή επιθυμία να τα κοιτάξει καλά καλά και μιαν αποστροφή, μια δυσφορία που τον απέτρεπε» (σ. 98), αλλά και στο «Περί της καταδίκης εις θάνατον» όπου ο Μίσκιν, στον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, αδυνατεί να αντισταθεί σε ένα παρόμοιο θέαμα «[...] ο μαγνητισμός που ασκούσε το φριχτό θέαμα, η αδυναμία του Μίσκιν να πάρει το βλέμμα του απ’ ό,τι δεν ήθελε να δει» (σ. 168), αλλά και στο «Για τον catacanthus incarnatus» όπου ο συγγραφέας αναφέρεται στο διήγημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε «Ο Χρυσός Σκαραβαίος» και γράφει: «[...] αποδίδει μυστηριακές δυνάμεις σε ένα μασκαρεμένο πλάσμα [...] ένα καινούργιο και σπάνιο είδος που, καθώς μοιάζει με τέλεια νεκροκεφαλή, προκαλεί την περιέργεια κι έτσι παγιδεύει όσους την περιεργάζονται [...]» (σ. 154). Αυτό εποφθαλμιά και ο Σινιόσογλου: να περιεργαστούμε το βιβλίο σαν «τέλεια νεκροκεφαλή» –σαν μετανεωτερικό vanitas–που θα μας αναγκάσει, παρά την αποστροφή μας προς αυτό που κομίζει, να αφεθούμε στη σαγήνη του. Λειτουργεί όμως τελικά αυτή η στρατηγική; Η απάντηση είναι αρνητική, γιατί ο συγγραφέας αποτυγχάνει, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του, να ενσταλάξει στο κείμενο το σωστό ύφος: ικανές δόσεις, με τον σωστό τρόπο, του φθίνοντος αυτού σώματος. Επαναλαμβάνω: ενώ τα στοιχεία της συνταγής είναι παρόντα, το βιβλίο χάνει στα σημεία.
Πολλά από τα θραύσματα του κειμένου θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σε ευσύνοπτα δοκίμια (χωρίς «σάρκα και οστά») που θα είχαν τουλάχιστον αξιώσεις ως τέτοια, ή θα μπορούσαν να παραμείνουν θραύσματα σε άλλο μέσο –ο συγγραφέας μάς ενημέρωνει στο τέλος του βιβλίου ότι ψηφίδες ή σχεδιάσματα κεφαλαίων εμφανίστηκαν κατά καιρούς σε περιοδικά. Υποπτεύομαι ότι (υποχθόνιες δυνάμεις) τον έπεισαν τελικά να συγκεντρώσει τα κείμενα αυτά, να τα αβγατίσει, και να τα κάνει βιβλίο… Ως βιβλίο πάντως η απόπειρα προσέγγισης αυτού του no man’s land, της terra incognita, που εντοπίζεται ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη μυθοπλασία δεν φαίνεται να αναδύεται από τον ανταριασμένο ωκεανό της δημιουργίας· δεν φαίνεται να παίρνει σάρκα και οστά. Η αυτομυθοπλασία, είδος άκρως απαιτητικό, απαιτεί, εικάζω, ένα υπερδιογκωμένο εγώ όπου ο κάτοχός του, ως άλλος Προμηθέας, θα έχει το σθένος να το ακρωτηριάσει τεχνηέντως και να το παροχετεύσει –έτσι, για να αποτυπωθεί και ολίγη Mary Shelley στο γκροτέσκο της πρότασης– στις σωστές αναλογίες για να σαρκωθεί στο έργο. Το κείμενο νοσεί γιατί ο συγγραφέας τελικά αδυνατεί να επινοήσει αυτό που απαιτείται για να μετουσιωθεί –να σαρκωθεί– το θραύσμα σε δόκιμη, αδιατάρακτη αυτομυθοπλασία που θα μπορούσε να συνεπάρει τον αναγνώστη χωρίς να τον αφήνει να διολισθαίνει σε μεθοδολογικούς διαχωρισμούς μυθοπλασίας/δοκιμίου, όπως συμβαίνει στην περίπτωσή μου. Εγώ δεν είμαι συγγραφέας και οι δημιουργικές μου ικανότητες είναι ιδιαιτέρως ατροφικές· μπορώ όμως να διακρίνω ξεκάθαρα, ως υπόδειγμα για το πώς το θραύσμα μετασχηματίζεται σε κείμενο χωρίς ασυνέχειες, τη ζηλευτή περίπτωση της αυτομυθοπλασίας τού Μαξ Ζέμπαλντ (W. G. Sebald). Μια απλή περιήγηση στο «Οι Δακτύλιοι του Κρόνου», αλλά και στις υπόλοιπες μυθοπλασίες του Ζέμπαλντ, μπορεί να πείσει και τον πλέον διστακτικό για τις αρετές του να εγκιβωτίζει τον εαυτό του σε μυθοπλασίες. Το «συμπίλημα» σκέψεων, που σχολιάζουν σκέψεις, στο οποίο επιδίδεται ο Σινιόσογλου αδυνατεί να φέρει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Και το πιο στενάχωρο είναι ότι το κείμενο δεν είναι απλώς «συμπίλημα» ατάκτως ερριμμένων σκέψεων (και σχολιασμού τους), υπάρχει νήμα που τις ενώνει και είναι διακριτό, αλλά παρόλα αυτά δεν μας οδηγεί κάπου, ή, κατά κάποιο τρόπο, κάνει έναν κύκλο και μας επιστρέφει άγαρμπα, ξανά στην αρχή, σε αυτή την τριπλέτα των τριών πρώτων θραυσμάτων όπου φαίνεται να απορρίπτεται αυτός ο ενεστώτας του πρώτου…
Έχει γράψει ο Σινιόσογλου ένα εξεζητημένο βιβλίο αυτοβελτίωσης για δήθεν διανοούμενους; Θα παραθέσω τις σελίδες στις οποίες εντοπίζω ότι το βιβλίο γλιστράει επικίνδυνα κοντά σε κάτι τέτοιο: 171-72, 183, 187, 188, 189, 221-2, 230, 231, 233, 240, 262-63, 267, 275, 277, 278, 283. Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό δεν δύναμαι να συζητήσω τις περιπτώσεις αυτές. Δεν γίνεται όμως και να μην παραθέσω τρία μόνο αποσπάσματα για να καταλάβετε ίσως τι εννοώ:
«Οι άνθρωποι είναι ικανοί για το καλύτερο και για το χειρότερο, αλλά συνήθως για το χειρότερο. Γι’ αυτό μην είσαι μισάνθρωπος εντελώς, μόνον να βαίνεις ταχέως προς τα εκεί» (187).
«Ό,τι φτιάχνεις κάθε στιγμή, να ‘ναι το έργο σου και συγχρόνως ένα τίποτα. Αυτό είναι το κύριο μάθημα του μυστικισμού της καθημερινής ζωής, όπως φαίνεται να το μεταγράφουν άνθρωποι που θαυμάζω. Έτσι εργάζεται ο σπουδαστής, ο ηθοποιός, ο συγγραφέας. Απ’ ό,τι φαίνεται, κι η ζωή η ίδια» (230).
«Αφήνοντας έναν άνθρωπο, πάρε μαζί σου ό,τι μπορείς. Λήστεψέ τον. Αλλά η υπόστασή του να παραμείνει άθικτη. Πάντα να σέβεσαι τον άνθρωπο που επισκέπτεσαι. Και προσπάθησε ν’ απωθείς τη δυσάρεστη σκέψη πως η χρήση ενδέχεται να του αλλάζει την ουσία, ή τουλάχιστον τη μορφή» (267).
Οι αντιρρήσεις μου όμως δεν εφορμούν από κάποια γενικότερη απέχθεια προς τα βιβλία αυτοβελτίωσης. Ο Σινιόσογλου δηλαδή δεν είναι Στέφανος Ξενάκης· μην πηγαίνει ο νους σας σε τέτοια πράγματα. Κάθε βιβλίο που ενέχει έστω και προσχηματικά έναν μύθο συνιστά κατά κάποιο τρόπο ανάγνωσμα αυτοβελτίωσης που θέλω να πιστεύω ότι μπορεί να διδάξει κάτι· έστω κι αν αυτό το κάτι δημιουργηθεί μόνο ανάμεσα σε έναν αναγνώστη και το κείμενο· έστω κι αν αυτό το κάτι μιλήσει τελικά στον δημιουργό του και αυτό που θα του πει δεν είναι παρά το είδος των ατοπημάτων που θα πρέπει να αποφύγει στο μέλλον. Ποιο όμως ακριβώς είναι το ατόπημα του συγγραφέα εδώ; Δεν αρκεί να σας πω ότι πολλά από τα σημεία στις σελίδες που μόλις παρέθεσα καταλήγουν σε κοινοτοπίες. Ακριβώς επειδή ο Σινιόσογλου δεν είναι Ξενάκης –και δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν Ξενάκης– τα πράγματα είναι κατάτι πιο πολύπλοκα γιατί ο Σινιόσογλου έχει φροντίσει να έχει έναν αντίλογο και γι’ αυτή τη μομφή μου. Πίσω από τα αποσπάσματα αυτά που εγώ, κάπως άγαρμπα, αποκαλώ «προτάσεις αυτοβελτίωσης», σκιαγραφείται ένα ολόκληρο υπόβαθρο που δεν είναι άλλο από αυτό της φιλολογίας των μιμογράφων της αρχαιότητας που «[...] κατέφευγαν συχνά σε αποφθέγματα από γνωμολόγια, τα οποία περιείχαν συμπυκνωμένη μια απρόσωπη πείρα ζωής και συμβουλές πρακτικής σοφίας» (σ. 34). Ο μιμογράφος είχε επινοήσει έναν μηχανισμό ενστάλαξης (παροχέτευσης) των αποφθεγμάτων, –καρπός όχι ασθενείας, αλλά συστηματικού πλιάτσικου– στο σώμα του: αυτή η «αλχημεία» (σ. 36) όπως την ονοματίζει ορθά ο συγγραφέας προσέδιδε στα λόγια αυτά μια δύναμη άλλης τάξης καθώς η οικειοποίησή τους από το πρόσωπο του μιμογράφου, που τους χάριζε σωματικότητα, οδηγούσε στην ανοικείωσή τους –ακόμα κι αν αυτή η κίνηση έφτανε στα όρια της γελοιότητας– με το ενάρετο αποτέλεσμα να θέτουν σοβαρές αξιώσεις στην ίδια την αλήθεια! Η σωματοποίηση αυτή («δοκίμιο με σάρκα και οστά») βρίσκεται στην καρδιά της προσπάθειας του Σινιόσογλου στο παρόν βιβλίο. Ως δοκιμιογράφος/μιμογράφος που καταφεύγει σε αυτό το πείραμα αυτομυθοπλασίας, ο Σινιόσογλου μας λέει ότι καθώς αναστοχάζεται πάνω σε θέσεις του παρελθόντος (γνωμολόγια/αποφθέγματα), και κατασκευάζει διαρκώς είδωλα του εαυτού του, προβαίνει και ο ίδιος σε μια «αλχημεία» που έχει αξιώσεις τόσο στην ίασή του όσο και στο χρυσάφι της αλήθειας. Ποια αλήθεια προωθεί όμως ο συγγραφέας; Την αλήθεια του άχθους που κομίζει το προσωπικό βίωμα· την αλήθεια που σαρκώνει τις άψυχες αυτές θέσεις του παρελθόντος με παροντική πνοή. Ο συγγραφέας θεωρεί άραγε εαυτόν μίμο στα χνάρια των μιμογράφων της αρχαιότητας; Συνιστά άραγε ο έρωτάς του προς τη Ζ. μια γητειά απεικάσματος, καθότι μίμος και ηθοποιός μοιράζονται τη «γελοιότητα» αυτής της σωματικότητας των λεγομένων τους, («έτοιμοι καθώς είναι για μια ακόμα μούτα κι έναν νέο αυτοσχεδιασμό») που μια στις τόσες αξιώνεται τον θαυμασμό όλων; Γράφει ο Σινιόσογλου: «Οι ηθοποιοί και οι μίμοι ήταν ανέκαθεν για κοροϊδία και για χλεύη, μόνον μια φορά στο τόσο ανεβαίνουν ψηλότερα από τη σκάλα των ανθρώπων, λόγω τύχης ή μιας παρέγκλισης απίθανης. Γι’ αυτή τη στιγμή ο κόσμος τους ανέχεται και τους λατρεύει» (σ. 38). Εγώ αυτό το ανέχομαι αλλά όπως ίσως είναι ήδη κατανοητό, δεν το λατρεύω. Επιμένω ότι το εγχείρημα αν και εντυπωσιακό στις προθέσεις του, αποτυγχάνει. Το μπόλιασμα των λόγων με τη πολυπόθητη σωματικότητα και το υπαρξιακό άχθος επουδενί δεν καθίσταται πειστικό· η «αλχημεία» Σινιόσογλου δεν αποδίδει καρπούς· δεν καταφέρνει να μετατρέψει τα ευτελή μέταλλα σε χρυσό: ο εγκιβωτισμός των λόγων στο σώμα παραμένει... στα λόγια. Και αυτό, όπως προείπα, συμβαίνει γιατί ο ήρωας δεν καταφέρνει τελικά να απαλλαγεί από τους ανεπίτρεπτους δυϊσμούς του· από την ψυχρότητά του εκεί που θα έπρεπε να είναι προσηνής· από τον ακκισμό του εκεί που θα έπρεπε να είναι άτεγκτος και σοβαρός –αν και, επαναλαμβάνω, αν όλα είχαν πάει καλά δεν θα έπρεπε να υπήρχε διάκριση: ούτε ανάμεσα στα νου(ψυχή) - σώμα, ούτε ανάμεσα στα δοκίμιο - μυθοπλασία.
Μέρος της δυσκολίας στο είδος τής αυτομυθοπλασίας εντοπίζεται στο ότι καλείται να αποτυπώσει το προσωπικό καταφύγιο του προσώπου: την επινόηση ενός ιδιωτικού κόσμου, που συντίθεται από ένα ψηφιδωτό υποκειμενικών εμπειριών, που στιγματίζεται μέσα στη θύελλα κάθε εποχής από αντικειμενικά ιστορικά στοιχεία (βλ. επίσης εδώ για μια διαφορετική απόπειρα αυτομυθοπλασίας). Ο Σινιόσογλου αποτυγχάνει στην κατασκευή αυτής της συνθήκης: ανοίγει τόσο πολύ το εύρος της θεματολογίας που καταπιάνεται, που κάνει τον ήρωά του –τον εαυτό του– να φαντάζει τελικά καρικατούρα· έναν υπεράνθρωπο που φαίνεται σα να προσφέρει απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν έχουν καν τεθεί· έναν υπεράνθρωπο που συνεχίζει να διαβιοί παρά τα συμπτώματα της ασθενείας του, που γαντζώνεται από μια ακρασία που τον ακινητοποιεί, επ' αόριστον, σαν σε μια ιδιότυπα διεσταλμένη στιγμή νοητικής υπερφόρτισης, κάπως όπως το άμοιρο ζωντανό που στα φώτα του επερχόμενου οχήματος βιώνει μια αισθητηριακή υπερφόρτιση. Θα δώσω ένα παράδειγμα που εντοπίζεται στο κεφάλαιο «Για τις χειρόγραφες αφιερώσεις στα βιβλία» (σελ. 159-67), με την ελπίδα ότι θα γίνω κατανοητός: Ο συγγραφέας μάς αφηγείται ένα περιστατικό στο οποίο παρασύρεται σε μια μέθεξη με τους συλλογισμούς του αυτόχειρα μηδενιστή Αλμπέρ Καρακό (1919 - 1971) και διερωτάται πόσο κοντά έφτασε στην αυτοκτονία εκείνο το απόγευμα στη βιβλιοθήκη του Κέιμπριτζ. Προσπερνάει το «άβολο» ερώτημα «μέσω του δοκιμασμένου τρόπου της φιλολογικής μελέτης» (σ. 166), στρέφει δηλαδή το βλέμμα του σε μια άλλη, λιγότερο επικίνδυνη ερώτηση σχετικά με τον Καρακό, και σαν άλογο ζώο αφήνεται να απορροφηθεί πλήρως από αυτή. Διαπίστωση: η άμυνα του έλλογου απέναντι στον πειρασμό της αυτοκτονίας που οδηγούν οι συλλογισμοί του Καρακό συνιστά φτηνό στρατήγημα. Ποιο είναι αυτό; Η αποφόρτιση του πειρασμού της αυτοκτονίας μέσω της επιβεβλημένης απορρόφησης σε μια λιγότερο επικίνδυνη, και γι' αυτό ταπεινότερη μέθεξη. Γιατί το χαρακτηρίζω «φτηνό»; Ο συγγραφέας επιδεικνύει μια ακρασία άλλης φύσης από αυτή που μας περιγράφει μερικές σελίδες πιο πριν· μια ακρασία ενάρετη, ή τουλάχιστον σωτήρια για τη συνέχιση της βιολογικής του ύπαρξης και ωρίμανσης. Προσέξτε όμως το τίμημα που πληρώνει: το να συνεχίσει να ζει ο διανοητής, ενώ έχει καταστεί κοινωνός των λόγων του Καρακό σημαίνει αναπόφευκτα και την παραδοχή μιας διανοητικής ήττας, μιας έκπτωσης που περιέχεται σε αυτή την ακρασία. Συνεχίζω να ζω και να μετουσιώνω τον εαυτό μου σε λέξεις μέσα στο αυτομυθιστόρημά μου –γύρευε με τι πλάνες μεγαλείου (γενικά, όχι μόνο για τον Σινιόσογλου) για το αν θα εξασφαλίσει αυτό το κατοπτρικό είδωλό μου των λέξεων κάποια αθανασία– έχοντας όμως και επίγνωση της αδυναμίας μου να βάλω τέλος σε αυτή την αέναη επινόηση που απλώς και μόνο μασκαρεύει τη φθίση που λέγεται ζωή. Πώς αλήθεια να πιστέψει ο αναγνώστης τον συγγραφέα που διατυπώνει, με πλήρη σοβαρότητα και νηφαλιότητα: «Πόσο κοντά στον Αλμπέρ Καρακό [δηλ. στην αυτοκτονία] έφτασα εκείνο το απόγευμα που περιεργαζόμουν τις ιδιόχειρες σημειώσεις του;» (σ. 166). Για να μην εξαγριώνεται το κοινό, διευκρινίζω ότι δεν ζητάω την αυτοκτονία του συγγραφέα για να πεισθώ γι' αυτά που γράφει. Μέρος της δυσκολίας στην αυτομυθοπλασία εντοπίζεται στην επινόηση του σωστού ύφους που θα επιτρέψει στον συγγραφέα να βαδίσει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στη σοβαρότητα και την ελαφράδα. Ο Σινιόσογλου συνθλίβεται από τη σοβαρότητα αυτών των δηλώσεων, από τη σοβαρότητα αυτού του υπεράνθρωπου, που τελικά δεν υποστηρίζονται. Το κείμενο θα έπρεπε να ρέει με ορμή ποταμού που θα συμπαρέσυρε τις σοβαρές δοκιμιακές καταβολές και προσχώσεις του, και, περνώντας από το δέλτα της δημιουργίας, θα εξέβαλλε στη θάλασσα, έτσι ώστε λίγά μόλις μέτρα από την ωχρή θολούρα των νερών τίποτα να μην είναι ικανό να κινήσει υποψίες στον αναγνώστη και να αμαυρώσει το βαθύ μπλε της μυθοπλασίας.
Επιλογικά, συζητά ο συγγραφέας (σ. 251-2) ένα ενδιαφέρον εδάφιο από την Πολιτεία του Πλάτωνα και μιλάει για τη διαδικασία της άλωσης «της ψυχικής ακρόπολης του προσώπου» ως ύστατο ανάχωμα αντίστασης σε μια πόλη που οδεύει προς την τυραννία. Εκεί λοιπόν, μας λέει ο Σινιόσογλου, θα πρέπει ο πάσα ένας να αποφασίσει το πώς και πότε τελικά θα παραδοθεί, γιατί το θεωρεί δεδομένο ότι αυτό θα συμβεί, στον «[...] πανίσχυρο κατακτητή της ψυχής του που όλο και σιμώνει, κερδίζοντας επιπλέον μια καλή συμφωνία μαζί του [...]» (σ. 252). Με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει και ο συγγραφέας να αποφασίσει τι ακριβώς συνιστά το δημιούργημά του αλλά, και, κυρίως, πώς και πότε έχει συναφθεί αυτή η συμφωνία. Αν βέβαια έχει συναφθεί, γιατί μπορεί ακόμη να μην είναι αργά. Και το λέω αυτό γιατί το βιβλίο εμφορείται από αλλοπρόσαλλα στοιχεία που επιστρατεύονται για να προσδώσουν την πολυπόθητη σωματικότητα αλλά πολύ γρήγορα εισέρχονται στο απάγκιο λιμάνι της κοινοτοπίας. Έχει άραγε δώσει κανείς την πρέπουσα σημασία στο «ύφος Σινιόσογλου» όπου πέρα από τις «θρυαλλίδες του αναστοχασμού» (σ. 30) με τις οποίες συγχρωτίζεται ο συγγραφέας/ήρωας, αρχίζει να φαντάζει και σαν πρωταγωνιστής υπαρξιακού νουάρ; Όπου περιφέρεται με το σημειωματάριό του ανά χείρας (σε κινηματογράφους, βιβλιοπωλεία, αυτοκίνητα), ή κάνει δηλώσεις για το «σωματοδοκίμιο» που «[ο]φείλει να έχει την κομψότητα του ευπατρίδη και το θράσος του αλήτη» (σ. 30), ή αναφέρεται σε θανάτους που ωχριούν μπροστά στις ερωτικές απογοητεύσεις; Θα σχολιάσω μόνο την περίπτωση με το σημειωματάριο γιατί αρκετά έχω δοκιμάσει την υπομονή σας και κάποια στιγμή το κείμενο πρέπει να φτάσει στο τέλος του. Ο συγγραφέας, κάθε φορά που αυτομυθιστορείται (sic) θα πρέπει να έχει επίγνωση της επικινδυνότητας των υδάτων. Το να μιλά κανείς για τον εαυτό του –και συνήθως μόνο συγγραφείς τείνουν να γράφουν για συγγραφείς– είναι πάντα επίφοβο· πόσο μάλλον λοιπόν όταν ο συγγραφέας αναφέρεται στη συνήθειά του να κυκλοφορεί με κάποιο σημειωματάριο στο οποίο διαρκώς κρίνει σκόπιμο να καταγράφει στιγμιότυπα ή σκέψεις που ενδέχεται να ενσωματώσει στη δημιουργική διαδικασία. Γιατί; Γιατί τότε έχει ήδη επιβιβαστεί στο τρένο των στερεοτύπων και δεν το έχει καν συνειδητοποιήσει. Ερώτηση: «Μα αν είναι πέρα ως πέρα αληθινό ότι έτσι ενεργεί ο συγκεκριμένος συγγραφέας, να μην το αναφέρει εφόσον κρίνει ότι του χρησιμεύει;» Απάντηση: «Όχι!» Το γεγονός ότι κάτι συμβαίνει στην πραγματικότητα δεν συνιστά εχέγγυο για να συμπεριληφθεί αυτό το κάτι σε ένα έργο μυθοπλασίας. Ο συγγραφέας θα πρέπει να είναι σε θέση να αξιολογεί ότι η παρουσία στο έργο, κάποιου που παριστάνει τον συγγραφέα, που αυτός φυσικά και δεν ταυτίζεται με τον ίδιο ως φυσικό πρόσωπο, και κάνει χρήση σημειωματάριου, καταγράφεται στο παθητικό αυτού του ισοζυγίου που συνιστά τον ορίζοντα του μύθου που κατασκευάζεται (αναφέρεται ο φίλος και συγγραφέας Βασίλης Δρόλιας σε αυτό το θέμα, στην πρόσφατη δική του αυτομυθοπλασία — σ. 28, Ταξίδια με Λάθος Ανθρώπους, Κέδρος 2022). Πώς αλλιώς να σας το πω αυτό; Το στερεότυπο «συγγραφέας με σημειωματάριο» θα λειτουργεί με τέτοιο τρόπο στο έργο ώστε ακόμα κι αν ο δημιουργός επιδεικνύει εξαιρετικές μυθοπλαστικές ικανότητες, και καταφέρνει να εργαλειοποιήσει το σημειωματάριο και να το καταστήσει οργανικό κομμάτι του μύθου του, αυτό θα βαραίνει την εικόνα του χωρίς να καθίσταται πάντα αντιληπτό. Θα είναι ένα ανεπαίσθητο βαρίδι που ένας δημιουργός θα έπρεπε να μπορεί να απορρίψει χωρίς καν να χρειάζεται να καταφύγει σε ολόκληρο αυτό τον συλλογισμό που περιέγραψα. Ζητάω από τον συγγραφέα μια διαισθητική δεξιότητα –κάπως σαν την περίφημη scientia intuitiva του Σπινόζα– να αποφεύγει κακοτοπιές χωρίς πολύπλοκούς συλλογισμούς. Μπορεί το ψάρι να βρωμάει από το κεφάλι αλλά το μυθιστόρημα κακοφορμίζει πάντα από τέτοιες φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες. Το ύφος –ξανά το ύφος– είναι ύψιστης σημασίας σε ένα τέτοιο εγχείρημα και η γραμμή ανάμεσα στο δόκιμο, που το προσπερνάς χωρίς να το συνειδητοποιείς, και το γραφικό, που άλλοτε σου βγάζει το μάτι και άλλοτε τρυπώνει σαν άμμος στο παπούτσι σου και σε εκνευρίζει, είναι εξαιρετικά λεπτή.
Ειλικρινά διερωτώμαι γιατί κάποιος με τις περγαμηνές Σινιόσογλου να επιθυμεί να εμπλακεί σε παραγωγή (αυτο)μυθοπλασιών; Αυτή ίσως είναι και η βαθύτερη απορία μου που ξεκινάει από αυτό που ανέφερα στην αρχή, για το βιογραφικό του συγγραφέα. Αν δηλαδή το βιογραφικό αυτό απέκρυπτε περισσότερα θα ήμουν κι εγώ πιο φειδωλός και πιο αδιάφορος προς το συγκεκριμένο πόνημα. Να εξηγήσω και το μότο του κειμένου, την καταληκτική φράση από το κεφάλαιο «Ο Φιλόσοφος» που αναφέρεται στον Μιχαήλ Ψελλό, στο μυθιστόρημα του Γιάννη Πάνου. Δεν ξέρω αν ο Νικήτας Σινιόσογλου θα ήθελε να τον διαβάσουμε ως ποιητή (παρότι δηλώνει: «[...] δεν μου αρέσει ιδιαιτέρως η ποίηση», σ. 172)· αν πάντως αυτό κρύβεται πίσω από τον «Καρπό» τότε πολλά απ’ όσα του καταλογίζω ίσως να μπορούν να διαγραφούν με μια μονοκοντυλιά.
— Νικήτας Σινιόσογλου, Ο Καρπός της Ασθενείας μου, Κίχλη: 2021, σελ. 368, τιμή: € 16,00, ISBN: 9786185461294.