«Μελθόν, μέλλον που κυλούσε προς το παρελθόν σαν μια βάρκα στο ρεύμα. Το μελθόν τις είχε απαλλάξει από την πίεση της επικοινωνίας. Συσκευές τηλεφώνου, μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αεροπλάνα ήταν μια πραγματικότητα χωρίς πραγματικότητα. Ένας εφιάλτης. [...] Ζούσαν ελεύθερες, μακριά από παιδικά δωμάτια και οικογένειες που τις καταπίεζαν. Δεν υπήρχε η δικαιολογία της ομορφιάς και της τάξης» (σ. 35).
«Ακόμη και στα κτήρια της ακροποταμιάς, που ολίσθαιναν προς το νερό, έβλεπαν απλές εκδηλώσεις εντροπίας, αφορμές για ν’ αναρωτηθούν πώς πρέπει να ζήσουν» (σ. 16).
Στον αντίποδα της κοινωνίας που οδεύει προς μια ολοένα πιο κανονιστική διευθέτηση της επικράτειάς της –μια καθαρή αντιστροφή στη φορά της εντροπίας– η Αμάντα Μιχαλοπούλου (Αθήνα, 1966) προτάσσει στη νουβέλα της το καταλυτικό γεγονός ενός κατακλυσμού. Κατακλυσμού που επιφέρει, μετά την κατάρρευση των κοινωνικών δομών, ένα σκηνικό πολύ κοντά στην πρωταρχική συνθήκη των απείρων δυνατοτήτων μιας νέας αρχής ως απάντηση τόσο στη δυναστεία της «ομορφιάς και της τάξης», αλλά, και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, στη βάσανο των καθαρών εννοιολογικών διαχωρισμών. Ο «Κατακλυσμός» διαβάζεται λοιπόν τόσο ως καταστροφή της καθεστηκυίας λογικής όσο και ως κοιτίδα των ιδανικών συνθηκών δημιουργίας – ας μην μας διαφεύγει ότι η κοσμική Εδέμ, αυτή η αρχέγονη σούπα (primordial soup), εντοπίζεται στο υγρό στοιχείο. Μέσα από τη δυστοπία που σκιαγραφείται στο βιβλίο, έτσι όπως όλες οι πολυτέλειες του παλαιού κόσμου έχουν εκλείψει, μια ενάρετη συνθήκη φαίνεται να ανατέλλει, τουλάχιστον από το πρίσμα των έμφυλων ταυτοτήτων όπου επιλέγει η συγγραφέας να μας διηγηθεί την ιστορία της. Η Σάσα (να σκεφτούμε άραγε και «Σάμσα»;) θα ξυπνήσει ένα πρωί μεταμορφωμένη σε άντρα και θα βρεθεί αντιμέτωπη με την επαναδιαπραγμάτευση της θέσης της, αρχικά στον μικρόκοσμό της –φίλοι, γείτονες– στη φοιτητική εστία που διαμένει, και, στη συνέχεια, με τα μέλη του ευρύτερου κύκλου της –καθηγητής, δυνητικοί εραστές/ερωμένες, αλλά και με τους γονείς της από τους οποίους ζει, λόγω των πραγματολογικών συνθηκών του κατακλυσμού, αποξενωμένη.
Η Μιχαλοπούλου κατασκευάζει μια ιστορία που μέσα στην απλότητά της στοχάζεται πάνω σε κομβικά στοιχεία της θεωρίας έμφυλων ταυτοτήτων. Το κείμενο, αρχικά, παρουσιάζει μια εξαιρετική συνθήκη: τη γεγονοτική μεταμόρφωση που συνεπάγεται η αλλαγή φύλου –η Σάσα ξυπνάει άνδρας. Στη νέα της θέση θα πρέπει να διαχειριστεί ταυτοχρόνως δύο πράγματα. Το κείμενο μας βάζει αρχικά στη λογική μιας σειράς γραμμικών διαπιστώσεων της αίσθησης του να είσαι άνδρας έχοντας ζήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή ως γυναίκα. Η Σάσα, σε ένα πρώτο επίπεδο, διαπιστώνει ότι είναι άνδρας με τη βιολογική έννοια που υπαγορεύει η μεταμόρφωση: «[...] και χτύπησε δυνατά το χέρι της στο τραπέζι. Πάλι δεν υπολόγισε σωστά τη δύναμή της [...]. Τα βιβλία κλυδωνίστηκαν κι έπεσαν στο πάτωμα. [...] Τι ήταν αυτό; Επίδειξη δύναμης;» (σ. 53)· σε ένα βαθύτερο επίπεδο όμως, εκεί που θα εστιάσει η Μιχαλόπουλου και θα κάνει τη λεπτοδουλειά, η Σάσα επιθυμεί να καθορίσει την έμφυλη ταυτότητά της που, όπως γρήγορα αντιλαμβανόμαστε, παραμένει γυναικεία, αλλά με μια θεμελιώδη διαφορά που καθορίζει και το έργο.
Όταν ο αναγνώστης διαβάζει τον τίτλο του βιβλίου, Η μεταμόρφωσή της, εύκολα μπορεί να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η «μεταμόρφωση» αναφέρεται στο εξαιρετικό γεγονός που παρουσιάζεται στην πρώτη πρόταση του βιβλίου: «Ένα πρωί που ξύπνησε από εφιάλτη, η Σάσα ανακάλυψε πως είχε μεταμορφωθεί σε άντρα» (σ. 13). Αυτό όμως είναι λάθος. Ο πυρήνας του έργου και η μεταμόρφωση του τίτλου της νουβέλας δεν συνίστανται στην ανέξοδη, ως δια μαγείας, αλλαγή του βιολογικού φύλου (sex) της Σάσας αλλά στην επιλογή τού κοινωνικού φύλου (gender) και κατά συνέπεια στην κατασκευή της έμφυλης ταυτότητάς της. Υπογραμμίζω το «ανέξοδη» γιατί η συγγραφέας επινοεί αυτή την αρχική μεταστροφή –κάπως σαν να πεθαίνει και να ξαναγεννιέται στον ύπνο της, ανάλαφρα, με χαρακτηριστική ευκολία– για να βγάλει την αντίστιξη με τη βαρύτητα και τη δυσκολία της επιλογής που ακολουθεί. Η Σάσα, είναι σαν να μας λέει η Μιχαλοπούλου, έπρεπε να ξαναγεννηθεί άντρας για «να γίνει γυναίκα». Αυτό συνιστά και τον πυρήνα του βιβλίου: η συγγραφέας δεν θέλει απλώς να πραγματευτεί τη θέση τής ντε Μποβουάρ από το Δεύτερο Φύλο –το κλασικό «Γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι»– αλλά να περάσει σε κάτι πιο βαθύ.
Η Μιχαλοπούλου, στο τέλος της νουβέλας, στις «Ευχαριστίες και Διευκρινήσεις», αναφέρει το διάσημο δοκίμιο της Judith Butler: Performative Acts and Gender Constitution: An Essay in Phenomenology and Feminist Theory (The Johns Hopkins University Press, Theatre Journal, Dec., 1988, Vol. 40, No. 4 (Dec., 1988), pp. 519-531), το οποίο και διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον. Το δοκίμιο, ομολογώ, καθότι αδαής περί των gender studies, με βοήθησε, αφενός να κατανοήσω τι ακριβώς διακυβεύεται στον συγκεκριμένο χώρο, και αφετέρου να διαβάσω τη νουβέλα της Μιχαλοπούλου με εντελώς διαφορετικό βλέμμα. Έτσι, καταλαβαίνω ότι η συγγραφέας αποπειράται μια μυθοπλαστική μεταγραφή θέσεων της Butler από το συγκεκριμένο δοκίμιο. Αναφέρω ενδεικτικά το «προσωπικό είναι πολιτικό» που μέσα από τα εργαλεία της φεμινιστικής θεωρίας έχει ως αποτέλεσμα, έστω και μερικώς, να απολαμβάνουν οι πράξεις του ατόμου μια επιτελεστική διασταλτικότητα που επηρεάζει καθολικότερα το κοινωνικό σύνολο: «In other words, there is, latent in the personal is political formulation of feminist theory, a supposition that the life-world of gender relations is constituted, at least partially, through the concrete and historically mediated acts of individuals» (523), γράφει η Butler. Το πιο σημαντικό όμως που μεταγράφει στον μύθο της η Μιχαλοπούλου είναι να δείξει, και θαρρώ επιτυχώς, πώς εισάγεται μια σφήνα ανάμεσα στις έννοιες του βιολογικού φύλου (sex) και του κοινωνικού φύλου (gender). Σφήνα που αποπειράται να διερευνήσει τις δυνατότητες αυτονομίας της έννοιας της έμφυλης ταυτότητας. Έννοια που η Butler, μέσω του επιτελεστικού (performative) χαρακτήρα, σε αντίθεση με τον απλώς εκφραστικό (expressive), των πράξεων του ατόμου αναγάγει σχεδόν σε οντολογική συνθήκη. Εδώ, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί και γιατί η Μιχαλοπούλου βάζει τη Σάσα να εγκαταλείπει τις σπουδές ιατρικής (βιολογία) και να γράφεται στο τμήμα «Θεατρικής Πράξης και Ερμηνείας» (σ. 22) (κοινωνία). Η έμφυλη ταυτότητα, διατείνεται η Butler και μυθογραφεί η Μιχαλοπούλου, που χτίζεται μέσα από ένα σύνολο επιτελεστικών πράξεων σε βάθος χρόνου, αποκτά υπαρξιακή οντότητα. Έτσι, οι έννοιες βιολογικό φύλο (sex) - κοινωνικό φύλο (gender), που φαντάζουν πολλές φορές ταυτισμένες σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι αδύνατον να τις διανοηθεί κάποιος πέρα από το κοινωνικό κατασκεύασμα της αυστηρής δυαδικότητας των φύλων, απελευθερώνονται. Η μεταμόρφωση της Σάσας σε άνδρα, όπου το βιολογικό φύλο της ορίζεται γεγονοτικά, περνάει σε δεύτερη μοίρα στην κατά μέτωπο σύγκρουση με τον αγώνα της για το κοινωνικό φύλο και την έμφυλη ταυτότητά της που δεν θα ανακτηθούν απλώς εκ νέου –η Σάσα δεν «είχε γίνει γυναίκα» όσο ήταν γυναίκα– αλλά θα κατακτηθούν εξ αρχής όταν η Σάσα, αφού γίνει άντρας, θα «γίνει γυναίκα» με τη βαθύτερη από της ντε Μποβουάρ έννοια. Όταν στη συνέχεια η Σάσα επιθυμεί γυναίκες, είναι γιατί κυριαρχεί η έμφυλη ταυτότητά της και όχι το φύλο της που εδώ αποτυπώνεται ως βιολογική βάση. Έχει τεράστια σημασία αυτό για τη Μιχαλοπούλου και για αυτό στο βιβλίο εισάγει μια καθοριστική και πλήρως συμπληρωματική για τον σκοπό της συνθήκη. Η Σάσα θα συναντηθεί με τη «γυναίκα από την γκαλερί» που έχει υποστεί την αντίστροφη μεταμόρφωση: από άντρας ξυπνάει γυναίκα, που η έμφυλη ταυτότητά του παραμένει ανδρική. Όταν η τελευταία επιθυμεί άνδρες είναι γιατί, και πάλι, το κοινωνικό φύλο κυριαρχεί καθώς, αφού έχει γίνει γυναίκα, θα «γίνει άντρας» – η Μιχαλοπούλου, εμφανώς, και πολύ σωστά, διαβάζει την ντε Μποβουάρ διασταλτικά. Το δίδυμο αυτό λοιπόν των εραστών στέκει ως έμβιο γιν-γιανγκ, αλλά και ως αμφίδρομοι/αλληλοσυμπληρωματικοί Τειρεσίες που περνούν στην άλλη πλευρά για να γνωρίσουν από πρώτο χέρι τη γεγονοτική διάσταση του αντιθέτου φύλου και να επιλέξουν μέσα από επιτελεστικές (και όχι απλώς εκφραστικές) πράξεις την κοινωνική κατασκευή της έμφυλης ταυτότητας που τους (τα) προσδιορίζει.
Η «μεταμόρφωση» επομένως φέρνει στο προσκήνιο την κοινωνική επιτελεστική κατασκευή του φύλου στην πλήρη διάστασή του. Η Μιχαλοπούλου καταφέρνει να περάσει στο κείμενο τη σημασία που έχει αυτό το ξεχωριστό ζευγάρι που βιώνει μια εδεμική συνθήκη –κατά μία έννοια συνιστούν αυθεντικούς πρωτόπλαστους–, να μην ενδώσει στις διευκολύνσεις των νεοαποκτηθέντων βιολογικών φύλων τους αλλά να εμείνει στην προσπάθεια μιας ένωσης που θα στηρίζεται στην ελευθερία των κοινωνικών φύλων τους: «Δεν γίνεται –δεν αξίζει;– να οραματιστούμε μια σχέση αληθινής αγάπης, όπου κανείς δεν θα κυνηγάει κανέναν;» (σ. 147). Ο άντρας που ορίζεται ως γυναίκα που επιθυμεί μια γυναίκα που ορίζεται ως άντρας, γιατί αυτό είναι το σχήμα που προτάσσει η Μιχαλοπούλου, συνιστά εννοιολογικό κατασκεύασμα μιας σχεδόν ερμαφρόδιτης συνθήκης που υπογραμμίζει τόσο το συνεχές της έμφυλης ταυτότητας –που λίγο απέχει από λωρίδα Μέμπιους, αν το σκεφτεί κανείς–, όσο και την απόλυτη αυτάρκεια των όρων που ερμηνεύει αυτό το «όπου κανείς δεν θα κυνηγάει κανέναν». Η συγγραφέας υπογραμμίζει τη σημασία, η σχέση αυτή να μην αφορμάται από την παλιά τάξη πραγμάτων αλλά να στηρίζεται στη νέα συνθήκη που μόλις έχει ανατείλει: Λέει η γυναίκα της γκαλερί: «Το μέτρο της γυναικείας αγάπης, όπως το καταλαβαίνω και το ζω τον τελευταίο καιρό, είναι η αυτοθυσία. Όμως ο άντρας μέσα μου είπε: αν ακολουθήσεις τα γυναικεία ένστικτα, θα ζήσετε την παλιά ιστορία με ανεστραμμένους ρόλους. Μια γυναίκα που έγινε άντρας μεθάει με την ελευθερία της. Ένας άντρας που έγινε γυναίκα ετοιμάζεται να ζήσει υπό περιορισμό» (σ. 146).
Το εντυπωσιακό με τις θέσεις αυτές είναι ότι αποτυπώνουν μια συνθήκη που δεν έχει εφαρμογή μόνο στο συγκεκριμένο παράδειγμα, που ορίζεται ομοερωτικά, αλλά προσφέρει ουσιαστικά στοιχεία για τη βαθύτερη κατανόηση και των ετεροφυλόφιλων σχέσεων, που, τελικά, μέσα από τον ελιγμό που πραγματοποιεί η συγγραφέας εμπλουτίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται.
Αν πρέπει να σταθώ και κάπου επικριτικά αυτό θα είναι στην αφέλεια του συγκείμενου που υποστηρίζει την ιστορία που αφηγείται η Μιχαλοπούλου. Η αποδιοργάνωση του κοινωνικού ιστού ως αποτέλεσμα του «Κατακλυσμού», που οδηγεί στην κατάργηση του μονοπωλίου της κρατικής βίας με τη συνακόλουθη ανυπαρξία αστυνομίας, –στοιχείων που καθιστούν δυνατή την εξέλιξη του μύθου– δεν αφήνουν, επειδή έτσι επιθυμεί η συγγραφέας, την κοινότητα να διολισθήσει στην απόλυτη αναρχία. Η Μιχαλοπούλου κατασκευάζει δηλαδή μια δυστοπία στα μέτρα της, που εντελώς οριακά στέκει ως ένα πλήρως ελεγχόμενο –in vitro– περιβάλλον που επιτρέπει τη διερεύνηση των λογικών χώρων της θεωρίας των έμφυλων ταυτοτήτων όπως εκείνη επιθυμεί. Με απλά λόγια, γιατί σας κούρασα, η συγγραφέας υπογραμμίζει τα στοιχεία εκείνα που της χρειάζονται, ήγουν, μια χαρακτηριστικά ενάρετη αυτορρύθμιση του κοινωνικού ιστού –και γιατί το κάνει αυτό; γιατί θέλει να στηλιτεύσει και τον καπιταλισμό– συγκαλύπτοντας και εσκεμμένα αγνοώντας την ύπαρξη ανασταλτικών παραγόντων που θα απέκλειαν την πραγμάτωση του μύθου της αν ενέσκηπτε αναρχία.
Το κείμενο σε κάποια, λίγα, σημεία δεν γλιτώνει από κοινοτοπίες και στερεοτυπικές διαπιστώσεις, αλλά αυτές δεν καταφέρνουν να αλλοιώσουν μια σφιχτοδεμένη, γενναία αφήγηση που σε συνδυασμό με την ανάγνωση του δοκιμίου της Judith Butler προσφέρει μια πρώτης τάξης αλληλοσυμπληρωματική αισθητική εμπειρία.
Υ.Γ. Θα τολμήσω μια πρόβλεψη: το βιβλίο θα μετασκευαστεί σε θεατρικό και θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία.
— Αμάντα Μιχαλοπούλου, Η Μεταμόρφωσή της, Καστανιώτης: 2022, 160 σελίδες, ISBN: 9789600370737, τιμή: €14.00.