Skip to main content
Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024
Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι

Ο συγγραφέας οφείλει να ενορχηστρώνει την τυχαιότητα προς το συμφέρον του. Ο Γιάννης Μακριδάκης (Χίος, 1971), με το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, προτάσσει ένα, ας το αποκαλέσω, εύτακτο χάος. Να σημειώσω εδώ ότι έχω γράψει και για το προηγούμενο μυθιστόρημα του Μακριδάκη, όπως και ότι έχω σχολιάσει και συνεντεύξεις του. Ο Μακριδάκης χαρακτηρίζεται από μια ιδιότυπη συνέπεια, γιατί επιτυγχάνει, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο δόκιμα, να συναρμόζει την ιδιότητα του αγρότη με αυτή του συγγραφέα. Διευκρινίζω, γιατί ίσως ξενίζει μια αναφορά που εμπλέκει σε μια κριτική το πρόσωπο του συγγραφέα, ότι ο Μακριδάκης διατείνεται ότι είναι πρωτίστως αγρότης και δευτερευόντως συγγραφέας, κάτι που επιβεβαιώνεται ξανά και στο τελευταίο βιβλίο του. 

«Καθώς το σούρουπο, μαζί και το αυγουστιάτικο αγιάζι που το συνόδευε, άρχισαν να σκεπάζουν με το υγρό τους πέπλο το χωριό και τους τριγύρω λόφους με τα σκινοτόπια ίσαμε κάτω τη θάλασσα, διαχέοντας στην πλάση τη λεπτή, διακριτική ευωδιά του μαστιχιού, άρχισε να βρομάει ξαφνικά παράξενο ψοφίμι ανυπόφορο στην κουζινοτραπεζαρία της Παρής» (σ. 9).

Η Παρή και ο Χαρίλαος, μαστιχοπαραγωγοί, διαπιστώνουν «μια ανεξήγητη δυσωδία». Αρχικά, πιστεύουν ότι η εστία της εντοπίζεται έξω από το σπίτι –κάποιο ποντίκι, λένε, θα ψόφησε στα καυσόξυλα– αλλά γρήγορα συνειδητοποιούν ότι η μυρωδιά έρχεται από το εσωτερικό του σπιτιού. Οι προσπάθειές τους να εντοπίσουν την πηγή της οσμής θα αποβούν άκαρπες. Το ζεύγος, τα παιδιά, οι κοντινοί συγγενείς, όλοι θα προτείνουν ερμηνείες και εικασίες, «ορθολογικές και μεταφυσικές», για τη μυρωδιά. Ο Μακριδάκης θα σκιαγραφήσει την ατμόσφαιρα στο σπίτι της οικογένειας επιτυγχάνοντας, μέσω του ευρήματος της μυρωδιάς, μια ταλάντωση ανάμεσα στην κυριολεκτική και τη μεταφορική αποτύπωσή της. Η σχέση του ζεύγους, η σχέση τους με τη μεγάλη κόρη τους και τον γαμπρό τους, η σχέση τους με τη μικρή και νοητικά καθυστερημένη κόρη τους, θα δοκιμαστούν, και ακόμη και οι πιο νηφάλιοι ανάμεσά τους θα φτάσουν στο σημείο, σχεδόν να πιστέψουν ότι η μυρωδιά ενδέχεται να είναι σημάδι σήψης των οικογενειακών δεσμών τους. 

Το βιβλίο είναι γραμμένο με απλότητα και κάποιος, λόγω της πληθώρας διαλόγων, θα μπορούσε να το δει και ως θεατρικό. Να επισημάνω εδώ ότι ο Μακριδάκης, παρότι συγγραφέας και αγρότης, είναι και μαθηματικός. Η ευκρίνεια και η συνέπεια της πρόζας του, ακόμα κι αν κάποιος έχει αντιρρήσεις για το περιεχόμενo και τη γλώσσα της, ως φόρμα, είναι σχεδόν μαθηματική. 

Αφού μίλησα για θέατρο, ας αναφέρω και την κλασική ρήση, που αποδίδεται στον Τσέχωφ: «αν στην πρώτη πράξη κάνει την εμφάνισή του ένα όπλο, στην τρίτη θα πρέπει να εκπυρσοκροτήσει». 

Πράγματι, ο Μακριδάκης, στην έκτη σελίδα, θα εισαγάγει «[...] εκείνη τη γυαλωμένη κόκκινη κεραμική γαβάθα-σαλατιέρα» (σ. 15 ), η περιγραφή, το ιστορικό και η θέση της οποίας θα καταλάβουν σχεδόν δύο ολόκληρες σελίδες. Δεν θα αποκαλύψω ακριβώς τη λύση του “μυστηρίου” αλλά από την έκταση και την ασύμμετρα μεγάλη σημασία στη λεπτομέρεια, που προσδίδει ο συγγραφέας στο συγκεκριμένο σκεύος, γίνεται εξ αρχής εμφανές ότι θα παίξει καθοριστικό ρόλο για το πού ακριβώς θα γύρει η πλάστιγγα. 

Ο Μακριδάκης δεν αρκείται στην περιγραφή των καταστάσεων αλλά αφήνει τους ήρωες να μιλήσουν και, κυρίως, να δράσουν καθώς αποτυπώνει, περιπαικτικά σε αρκετά σημεία, το πλέγμα των σχέσεων της οικογένειας. Αν λοιπόν εντοπίζεται κάποιο θεατρικό στοιχείο στο μυθιστόρημα αυτό επικεντρώνεται στον υπερτονισμό των διαλόγων, που όμως αναδεικνύουν τη δράση. Σε ελάχιστα σημεία παρεμβαίνει ο συγγραφέας, ως αφηγητής, για να εξηγήσει τι ακριβώς συμβαίνει. Αφήνει την Παρή, για παράδειγμα, η οποία νοσεί από καρκίνο, να φτάσει στο σημείο να πιστέψει ότι η δυσωδία προέρχεται από εκείνη, όχι μόνο γιατί πεθαίνει, αλλά και επειδή συμπεριφέρεται αυταρχικά, ενίοτε και ρατσιστικά, προς όποιον συναναστρέφεται. Ο συγγραφέας θα στήσει με τέτοιο τρόπο την πλοκή, ώστε το πρόσωπο που τραβάει τη λιγότερη προσοχή του αναγνώστη, η Αντριανή, η νοητικά καθυστερημένη κόρη, να παίξει κομβικό ρόλο στη λύση του “μυστηρίου”. Ο Μακριδάκης παρουσιάζει την Αντριανή ως άβουλη, τρομαγμένη και παραγκωνισμένη στη γωνιά της –σε μια πολυθρόνα να παρακολουθεί σειρές στο τάμπλετ– η οποία διαρκώς επαναλαμβάνει τις τελευταίες λέξεις των φράσεων που ξεστομίζουν οι υπόλοιποι ήρωες. Η Αντριανή δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, έχει μέσα στο σπίτι τον ρόλο της ηχώς. Η κατασκευή αυτής της ηχώς δεν βγάζει απλώς έκτυπα την περιθωριοποίησή της, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις φοβίες της μητέρας της, αλλά την υποβιβάζει σε αντικείμενο, που, παρά τη διαρκή παρουσία του, αποτραβιέται στο παρασκήνιο του έργου και περνάει σχεδόν απαρατήρητο στον αναγνώστη. Η Αντριανή όμως, και δεν θα αποκαλύψω πώς ακριβώς, είναι εκείνη που θα “σώσει” την οικογένεια από τη δυσωδία. Και αυτό θα το κάνει φαινομενικά τυχαία, αν και, ουσιαστικά, ακριβώς επειδή θα προσπαθήσει να φανεί χρήσιμη διαψεύδοντας και αντικρούοντας τους προπηλακισμούς που υπομένει διαρκώς από τη μητέρα της. Με τον τρόπο αυτό ο Μακριδάκης επιδεικνύει και τη μυθοπλαστική ενορχήστρωση του χάους, που ανέφερα στην αρχή. Θα αφήσει, μεθοδικά, την οικογένεια να εξαντλήσει όλες τις λογικές εναλλακτικές για την πηγή της μυρωδιάς· θα αφήσει την οικογένεια να γλιστρήσει στο χάος, και όταν πια φτάσουν όλοι σχεδόν να αποδεχτούν, και μάλιστα να αποδεχτεί η ίδια η αυταρχική Παρή το αδιέξοδο και να αφεθεί στη μοίρα της, ο συγγραφέας, θα βγάλει την Αντριανή από τον λήθαργό της. Χωρίς επίγνωση των ενεργειών της, θα οδηγήσει στην ανακάλυψη της πηγής της δυσωδίας:

«Δεν θυμάσαι που πρόσβαλες το παιδί σου; της είπε στο τέλος η μικρή και την έπιασαν τα γέλια την Παρή. [...] Τι σου είπα και σε πρόσβαλα; τη ρώτησε. Μου είπες σήκωσε τον κώλο σου από την πολυθρόνα και βοήθησε λιγάκι την κατάσταση εδώ μέσα, να φτιάξουμε το τραπέζι. Σηκώθηκα κι εγώ και πήρα τη σαλατιέρα και την πήγα μέσα. Μμμμ, έκανε με απαξίωση η Παρή, σπουδαία δουλειά έκανες. Τι; Δεν έκανα σπουδαία δουλειά, μαμά; Δεν έκανα; μουρμούρισε μονότονα η Αντριανή» (σ. 131).

Όταν η Αντριανή λέει αυτό το «Τι; Δεν έκανα σπουδαία δουλειά, μαμά; Δεν έκανα;», ο Μακριδάκης δεν ενορχηστρώνει απλώς το τυχαίο αλλά είναι σα να “διορθώνει” την, λόγω νοητικής αναπηρίας, αφέλειά της: η Αντριανή εννοεί ακριβώς ό,τι λέει, χωρίς όμως να έχει συναίσθηση τι λέει, και είναι ακριβώς αυτή η κίνησή της που οδηγεί στη λύση του “μυστηρίου”.   

Αντιρρήσεις. Η ιστορία, όπως είπα, είναι καλοζυγισμένη, αλλά δυστυχώς κοινότοπη και σε σημεία βαρετή. Οι νυν αγρότες τέως κάτοικοι Αθηνών, που λόγω της κρίσης ζουν πλέον στο νησί· η μεγάλη κόρη με τον δικηγόρο σύζυγό της, που δυσκολεύονται να τεκνοποιήσουν, που έχουν έρθει για διακοπές από την πόλη και εμπλέκονται στο “μυστήριο” της δυσωδίας· η αδελφή της Παρής με την εμμονή στην «ανάδρομη Αφροδίτη», όλα αυτά αδυνατούν να κρατήσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Πέρα από τις προσηνείς περιγραφές των ηρώων στο οικογενειακό περιβάλλον, που βγάζουν την ταύτιση προς τους «ιπποπόταμους συντροφιάς», δεν μπόρεσα να διακρίνω κάτι αξιοσημείωτο. 

«Ο Μάνος την προσγείωνε. Ήτανε κατηγορηματικός στη γνώμη του ότι όλα αυτά που του αράδιαζε η Νάγια περί βαλτωμένης οικογενειακής κατάστασης, η οποία δημιουργήθηκε σταδιακά και διατηρείται τόσα χρόνια με ευθύνη και των δύο γονιών της αλλά πρωτίστως της μητέρας της, και άρχισε πια να όζει, ήταν βεβαίως μια πραγματικότητα αδιαμφισβήτητη αλλά δεν υπήρχε περίπτωση καμιά να είναι και το αίτιο αυτής της δυσοσμίας. 

Σημειολογικά είναι πολύ εύστοχος ο παραλληλισμός, της έλεγε, αλλά δεν έχει ουδεμία πιθανότητα πραγματικής ισχύος. Θα έζεχνε, εξάλλου, το σύνολο της επικράτειας, αν ίσχυαν αυτά, συμπλήρωνε γελώντας. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ζευγαριών, ακόμα και νεότερων, ζούνε σαν ιπποπόταμοι συντροφιάς μέσα σε βάλτους οικιακούς» (σ. 72).

Θα διερωτηθείτε, πιθανώς, τι ακριβώς συμβολίζουν οι ιπποπόταμοι. Δεν έχω απάντηση. Να είναι άραγε υπαινιγμός για τη ροπή των ζευγαριών προς το πάχος; Ή μήπως ο συγγραφέας τούς βρίσκει, απλώς, χαριτωμένους; Θα σας γελάσω. 

Το όποιο αφηγηματικό χάρισμα του Μακριδάκη, η ζυγισμένη ανάπτυξη και ο δόκιμος συγκερασμός των νημάτων του μύθου, ειδικά αναφορικά με τη λειτουργία του χαρακτήρα της Αντριανής, αμαυρώνονται από την έλλειψη ευρηματικότητας σε επίπεδο περιεχομένου. Πραγματικά, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν ο Μακριδάκης, εδώ, γράφει μια ιστορία που τον ικανοποιεί προσωπικά, ή αν γράφει ένα εύπεπτο παραμύθι για τους αναγνώστες του, τους οποίους όμως υποτιμά, ή, απλώς, επιλέγει να χαϊδεύει τα αυτιά τους – ή έστω τη μύτη τους.

«Είναι Αύγουστος, ο μήνας για το “κέντος” των σκίνων, και το μαστίχι σκορπά στην πλάση την ευωδιά του» (οπισθ.).

 

— Γιάννης Μακριδάκης, Ιπποπόταμοι συντροφιάς, Εστία: 2024, 168 σελίδες, ISBN: 5786948519235, τιμή: €14,00.