Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Μαργαριτάρια

«Χάρτη θέλει αυτή εδώ η περιγραφή που να μας χαρτογραφεί» (σ. 12). 

Η Μαρία Κοπανίτσα (Λονδίνο, 1956) γράφει μια ασυνάρτητη συλλογή “διηγημάτων”. Λέω “διηγημάτων” γιατί δεν έχουμε να κάνουμε με διηγήματα αλλά με πρωτοπρόσωπα κείμενα, που μοιάζουν να έχουν γραφτεί χωρίς ιδιαίτερη σκέψη. 

Η Κοπανίτσα μοιάζει να αποφεύγει οτιδήποτε θα οδηγούσε σε βαθύτερα συμπεράσματα. Μοιάζει να πραγματεύεται σφάλματα. Εξού, βέβαια, και «νύχια περλέ»: μαργαριτάρια αμφιβόλου ποιότητας και ηθικής. Ας δούμε όμως λίγο αυτό το «ασυνάρτητη». Η συγγραφέας, καταρχάς, γράφει χωρίς ειρμό.  Ό,τι θα μπορούσε να προσομοιάζει ειρμό είναι απλώς μια ομαδοποίηση καταστάσεων που τείνουν λίγο πολύ να μοιράζονται παραλλαγές της ίδιας θεματικής. 

Για παράδειγμα, στο δεύτερο, «[Άτιτλο]», κείμενο της συλλογής η ηρωίδα θα αφηγηθεί, αρχικά, κάποια περιστατικά από τα ιδιαίτερα μαθήματα μαθηματικών που έκανε όταν ήταν δεκατριών ετών. Στη συνέχεια, με τη φράση «Γεροντικές αναμνήσεις, θα μου πεις» (σ. 14), θα περάσει στην περίοδο που η ίδια άρχισε να παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικών. 

«Αγγλικά ήξερα καλά αλλά από κανόνες γραμματικής τίποτα. Τα ξεσκόνισα και θυμάμαι που ερχόταν σπίτι μου για μάθημα μια ειδικευόμενη ψυχίατρος που βούρκωνε όταν της ανέφερα το past participle» (σ. 15). 

Θα μας μιλήσει για τη βαρεμάρα της και για τις δικαιολογίες που πρόβαλε για να μην πηγαίνει στα μαθήματα. Θα μας εξιστορήσει ακόμη ένα περιστατικό από τα μαθήματα και, λίγο πριν το τέλος του κειμένου, θα ομολογήσει «Ναι, μου άρεσαν τα ξένα σπίτια κι οι ζωές, αλλά όχι η διδασκαλία» (σ. 16).

Η Κοπανίτσα μοιάζει να αδιαφορεί πλήρως για κάθε σύμβαση ή κανόνα που θα προσέδιδε στο κείμενο βαθύτερη συνοχή. Ακριβώς όμως επειδή η αδιαφορία της θέτει υφολογικές αξιώσεις, ο αναγνώστης αρχίζει να νιώθει ότι εδώ συμβαίνει κάτι αξιοπρόσεκτο. 

Εξηγούμαι.

Στο ίδιο κείμενο, εκεί που η ηρωίδα περιγράφει τη διδασκαλία των μαθηματικών, διαβάζουμε: 

«Μου χάραζε σκονάκια με τον διαβήτη, τις εξισώσεις πάνω σε μπικ στιλό και μου έλεγε πως στα μαθηματικά το δύο συν δύο δεν το υποθέτουμε αλλά το υπολογίζουμε γραπτώς. [...] Τον παρακολουθούσα τόσο προσεκτικά που τα έφτιαχνε τέλεια [τα σκονάκια] χωρίς γρατζουνιές στην επιφάνεια του μπικ, που τελικά έμαθα μαθηματικά και ήμουν από τότε άριστη σε αυτά. [...] Το πώς έμαθα μαθηματικά επειδή ήταν τόσο επιμελής, έξυνε και τα μολύβια του στην εντέλεια, μου παραμένει μυστήριο. Πάντως έτσι κατέκτησα την τέχνη των μαθηματικών» (σσ. 13-14).

Το αξιοπερίεργο, εδώ, δεν είναι ο δάσκαλος που φτιάχνει σκονάκια στη μαθήτριά του αλλά η ιδιότυπη δήλωση για την «κατάκτηση» της «τέχνης των μαθηματικών». Πόθεν τέχνη τα μαθηματικά;

Για την Κοπανίτσα, όμως, όπως αντιλαμβάνεται σταδιακά ο αναγνώστης, το «δύο συν δύο» παραμένει πάντα μια υπόθεση. Παρότι συγγραφέας και ποιήτρια, τίποτα δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα υπολογισμού «γραπτώς». Η συγγραφέας επιδίδεται διαρκώς σε ασυνάρτητες “υποθέσεις”, που, παραδόξως, μοιάζουν να οδηγούν κάπου. 

«Συνήθως, άμα είμαι ανήσυχο πνεύμα, βγαίνω μόνη μου για ποτό, αλλά σήμερα ζήλεψα από περιγραφή ενός γεύματος μετά από κηδεία» (σ. 39). 

Η όποια «ανησυχία πνεύματος» μετουσιώνεται συνήθως σε ένα μοναχικό ποτό· σήμερα, σε ζήλια προς τη συγκυριακή κατηγορία «γεύμα μετά από κηδεία». Επαναλαμβάνω, μην αναζητάτε υπολογισμούς.

Η Κοπανίτσα, μέσω ειρωνείας, αυτοσαρκασμού και, σε σημεία, με την πρόκληση ετεροντροπής στον αναγνώστη κατασκευάζει ένα ύφος που συναρμόζει το νηπιακό με το ενήλικο. Μέσα στο δυσβάσταχτο, η συγγραφέας θα διακρίνει το ανάλαφρο, το κωμικό. Πώς αλλιώς εξάλλου να ερμηνεύσει κανείς τη σαγήνη που ασκούν στην ηρωίδα τα «επικήδεια γεμιστά» (σ. 40); Ή αυτό το «Κυλιόμουνα στο πάτωμα σαν πουλάρι και ούρλιαζα από χαρά στης θείας Τασίας το σπίτι στη Σπύρου Μερκούρη. Πω πω, πώς ντράπηκα όταν μου είπαν “σήκω πάνω, γίνεσαι γελοία”. Πάντως έτσι εκφράζομαι και ως ενήλικη (και πόσο ενήλικη πλέον) όταν εκστασιάζομαι. Υπερδιέγερση» (σ. 29). 

Η συγγραφέας δυναμιτίζει διαρκώς κάθε απόπειρα του αναγνώστη να βάλει στο κείμενο χαλινάρι, μέσω επιβολής νοηματικής συνοχής ή έστω στοιχειώδους ευταξίας. Μίλησα όμως για ετεροντροπή (cringe):

«Είχα μια κύστη κάτω από το δεξί βυζί, πάω λοιπόν σε κάποια δερματολόγο που μου σύστησε ο πατέρας μου ως εξαιρετική. [...] Τρελαινόμουν για τις συναντήσεις μας. Μου ζούλαγε το σπυρί (κάτω από το δεξί βυζί) γελώντας κάτω από τα μουστάκια της. Το ευχαριστιόμασταν και οι δύο. Με έλεγε “μωρό μου” στις ιατρικές, εντός εισαγωγικών, συναντήσεις μας (αντί να με ψηλαφίζει με πασπάτευε) και έμπαινε ο παθολόγος αδελφός της από τη διπλανή αίθουσα-ιατρείο, προφανώς για να μην τη συλλάβουν!» (σσ. 35-36)

Ή

«Δεν θα συνεχίσω με τη ζωή του θείου του πατέρα μου, αλλά ως βουλευτής διάλεγε και έδινε ανάλογα ένα ή δύο δάκτυλα στους ψηφοφόρους που χαιρετούσε. Δηλαδή γκέι, αλλά κατέληξε κουφό γεροντοπαλίκαρο στο σπίτι της κουνιάδας του, κυριολεκτικά γέρος. Αχ! Μελαγχολώ και σταματάω εδώ» (σ. 42).

Πού οδηγούν όμως όλα αυτά;

«Ξύπνησα με μια σκληρή/οδυνηρή καύλα σήμερα το πρωί, που δεν ήταν σεξ, ήταν οργή» διαβάζουμε στο μότο. 

Οργή όμως απέναντι σε ποιόν; Η απλοϊκή απάντηση θα στρεφόταν στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον της, ή τουλάχιστον στην ανάμνησή του, το οποίο εξάλλου φαίνεται να την απασχολεί αρκετά. Φαίνεται να την απασχολεί περισσότερο από όσο ίσως θα περίμενε κανείς για την ηλικία της. Η ηρωίδα αναφέρει ότι είναι «εξήντα εφτά» (σ. 45), η συγγραφέας είναι εξήντα οκτώ. 

«Τη μανούλα την έβρισα με το βρομόστομά μου, πάλι στα τριάντα τρία. [...] Από τα τριάντα τρία μου μέχρι τα σαράντα εφτά σταμάτησα να σκέφτομαι και να δρω για πάρτη μου. Μόνο για πάρτη της. Μα γιατί; Βέβαια της είχα πει πριν την πατήσω κάτω: “Τι έκανες στο σώμα μου;” Κάτι θα είχε κάνει λάθος και αυτή! Και όμως αυτή μου είχε πει: “Εγώ θα είμαι το τέλος σου, εσύ θα είσαι το τέλος μου”. Ερωτευμένη με γυναίκα; Δεν το σήκωνε» (σ. 24). 

Ή

«Ο πατέρας μου μου σέρβιρε χωρίς πολλές φιοριτούρες, ιστορίες / για τις Αγγλίδες που αγάπησε. Ήταν πολύ σκληρές για μας σαν την μπριζόλα που δεν μπορείς να φας χωρίς γαρνιτούρες. Μπριζόλα και πίτα με νεφρά; / Ναι. Πραγματικά. / “Και το σερβίρετε χωρίς πουρέ;”» (σ. 60). 

Σε άλλο σημείο η ηρωίδα θα πει, και μάλιστα δύο φορές:

«Τα γράφω επειδή δεν μπορώ να τα μιλήσω» (σσ. 36, 37).

Όπως και: 

«Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να σκεφτεί, όπως τότε δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να ελπίσει» (σ. 25). 

Όλα αυτά οδηγούν προς τον εαυτό και την εικόνα του προς τα έξω. Μέσα από την αδολεσχία της ηρωίδας, παρότι αφηγείται με τόση ενάργεια καταστάσεις που σοκάρουν τον αναγνώστη, παρότι μιλάει για ένα μακρινό παρελθόν, η Κοπανίτσα, με το νηπιακό/ενήλικο ύφος της, αποτυπώνει στην ιδιότυπη αυτή συλλογή κειμένων μια πολύ οικεία συνθήκη. Σήμερα, ειδικά σήμερα, που η ζωή τείνει να δημοσιοποιείται μέσω της κοινωνικής δικτύωσης, σήμερα όπου η ετεροντροπή λόγω της αέναης φωτογράφισης/βιντεοσκόπησης του εαυτού τείνει να εδραιωθεί ως βασικό στοιχείο επικοινωνίας, η συγκεκριμένη συλλογή κλείνει το μάτι στον αναγνώστη ως σκιαγράφηση της ανερμάτιστης πορείας όπου τα βαθύτερα ερωτήματα, ενώ αχνοφαίνονται, παραμένουν αναπάντητα. Δεν υπάρχει χρόνος, παρά μόνο ύφος. Γιατί η επιφάνεια κυριαρχεί και κανοναρχεί τις θέσεις της: 

«Ο Ισίδωρος έχει άποψη συνήθως σωστή για τα πάντα. Είναι και όμορφος. Οι πελάτες του που τους κάνει πέρσοναλ του βάζουν τα χρωστούμενα στο σώβρακο, τον φιλάνε στο λαιμό, εκεί που σκύβει να τους κάνει διατάσεις τού κουνάνε το πουλί τους στα μούτρα και το βλέπει ξαφνικά. Μου τα λέει και γελάμε. [...] Τώρα, Ισίδωρε, που γράφω κουράστηκα. Από τις καταχρήσεις που ξέρεις και ποτέ δεν κατέκρινες. Ίσα ίσα μου έλεγες ότι είμαι από τους λίγους πελάτες σου που δεν έχουν καμία πάθηση και ότι “μια ζωή την έχουμε”. Βέβαια με ειρωνευόταν. Δεν είναι κανένας ηλίθιος. Εγώ είμαι η γελοία» (σσ. 33-34). 

Ο Ισίδωρος εξάλλου είναι εκείνος που θα πει: «Η σύνταξη θέλει φτιάξιμο αλλά το ύφος είναι Κοπανίτσα» (σ. 33).

Το ύφος και η σύνταξη δεν έχουν πρόβλημα. Σε σημεία παρατηρούνται κάποιες αβλεψίες και αγγλισμοί (βλ. σ. 20) αλλά τελικά το βιβλίο σε κερδίζει με τον περίτεχνο, ασυνάρτητο αυθορμητισμό του. 

Enter at your own risk, όπως θα έλεγε σε άψογα ελληνικά και η συγγραφέας.

— Μαρία Κοπανίτσα, νύχια περλέ, Ποταμός: 2024, 64 σελίδες, ISBN: 9789605450861, τιμή: €11,89.