Skip to main content
Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024
Μελαγχολική αισιοδοξία εν μέσω χάους

Ένα μυθιστόρημα –όπως κάθε έργο μυθοπλασίας, άλλωστε– είναι, μεταξύ άλλων, και μια δοκιμασία αντοχής της πραγματικότητας. Κάθε μυθιστοριογράφος καλείται να βάλει σε τάξη το χάος της ίδιας του της φαντασίας. Το αποτέλεσμα της εκάστοτε προσπάθειας εξαρτάται από τόσο πολλές παραμέτρους που η χαρτογράφηση μιας οργάνωσης του χάους είναι εκ των πραγμάτων ανέφικτη, χαοτική. Σε αυτή την a priori ανέλπιδη προσπάθεια λογικής ευταξίας κείται ένας από τους παράγοντες της γοητείας της λογοτεχνίας: ο αναγνώστης αντλεί απόλαυση από την περιήγηση στη φαντασία κάποιου άλλου, πάνω στην οποία δεν έχει άλλη εξουσία πέραν της (ενίοτε αυθαίρετης) ερμηνείας. Αυτός ο άλλος, ο συγγραφέας, δεν είναι υποχρεωμένος να διευκολύνει την περιήγηση στη φαντασία του, να την κάνει δηλαδή προσιτή και προσπελάσιμη· η μόνη του υποχρέωση είναι να καταγράψει τις διαδρομές της φαντασίας του με τρόπο ενδιαφέροντα και διανοητικώς προκλητικό. Τα υπόλοιπα επαφίενται στον αναγνώστη.

Μολονότι αυτά ισχύουν για τη λογοτεχνία εν γένει, η αστυνομική λογοτεχνία επιβάλλει εγγενώς ορισμένους λογικούς περιορισμούς γιατί είναι εξ ορισμού συνδεδεμένη με την τάξη, τη συνοχή και τη συνάφεια. Αυτοί οι περιορισμοί είναι που καθιστούν το αστυνομικό –αντίθετα με την πεποίθηση πολλών ότι είναι συγγραφικά (και αναγνωστικά, συνεπώς) «εύκολο είδος»– εξαιρετικά περίπλοκο. Στην αστυνομική λογοτεχνία δεν ταιριάζει το χάος: στο τέλος, όλα πρέπει να έχουν μπει στη θέση τους.

Ο Μίνως Ευσταθιάδης (γεν. 1967) δεν γράφει τυπικά αστυνομικά μυθιστορήματα: αποφεύγει τα κλισέ, δεν ασχολείται ιδιαίτερα με τη whodunit ή την procedural όψη της πλοκής, καινοτομεί. Αυτό το χαρακτηριστικό του προσδίδει από μόνο του ξεχωριστό ενδιαφέρον στα έργα του. Μέχρι στιγμής έχει γράψει τέσσερα μυθιστορήματα με κεντρικό ήρωα τον Κρις Πάπας, έναν Ελληνογερμανό ιδιωτικό ντετέκτιβ. Στο τέταρτο που θα μας απασχολήσει εδώ, τα Σχέδια του χάους, κάνει μία έξυπνη κίνηση: γυρίζει στο παρελθόν του ήρωά του και μας τον παρουσιάζει στην εφηβεία και τη μετεφηβεία του, πριν γίνει ντετέκτιβ. Κάτι σαν τα κινηματογραφικά prequel δηλαδή. Χαρακτήρισα έξυπνη την επιλογή του γιατί όσοι έχουν παρακολουθήσει (και συμπαθήσει) τον Πάπας στις τρεις προηγούμενες υποθέσεις του, σίγουρα θα ήθελαν να μάθουν περισσότερα για τις συνθήκες που διαμόρφωσαν τον μακριά από στερεότυπα χαρακτήρα του. Επιπλέον, το τέχνασμα της επιστροφής στο παρελθόν προσφέρει απεριόριστες δυνατότητες – αρκεί ο συγγραφέας να έχει αποκρυσταλλωμένο στο μυαλό του τον ήρωά του καθ’ όλο το χρονικό εύρος της ύπαρξής του. Γι’ αυτό είπα πριν ότι το αστυνομικό δεν ευνοεί τα άλογα άλματα: εδώ όλα πρέπει κάπως να εξηγούνται – στο τέλος. Ευτυχώς ο Ευσταθιάδης όντως έχει ξεκάθαρη εικόνα για τον ήρωά του – και μας την παρουσιάζει κομματιαστά. Υπό αυτή την έννοια, τα Σχέδια του χάους είναι ένα σημαντικό κομμάτι του παζλ Πάπας γιατί μας δίνει στοιχεία που τον καθόρισαν σε μια ηλικία σημαντική στη διαμόρφωση κάθε χαρακτήρα.

Σε κάποιο όχι πολύ μακρινό παρελθόν, ο Χρήστος Παπαδημητρακόπουλος (πριν ακόμα γίνει Κρις Πάπας), γιος ενός Έλληνα και μιας Γερμανίδας, είναι 16 χρονών και ζει στο Αίγιο. Κάποια στιγμή εμφανίζεται στην πόλη ένας Γάλλος, ο Μεσιέ όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι, ένας ξένος που θα σταθεί καταλύτης των εξελίξεων στην κλειστή κοινωνία της επαρχιακής πόλης: το δραματουργικό σκηνικό έχει στηθεί – και είναι δοκιμασμένο και αποδοτικό. Ο Μεσιέ βιοπορίζεται παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικών σε νέους του Αιγίου, ενώ στον ελεύθερο χρόνο του ζωγραφίζει παραθαλάσσια τοπία. Περίεργος τύπος, ολιγόλογος, μποέμ· τον περιβάλλει εκ των πραγμάτων μια αύρα κοσμοπολιτισμού και ελευθεριότητας. Συμπαθής, παρ’ όλα αυτά, στην τοπική κοινωνία – μέχρι που μπαίνει επικεφαλής σε μια προσπάθεια ανατροπής των σχεδίων του δήμαρχου να μετατρέψει ένα δασάκι σε πάρκινγκ.

Έτσι ξεκινάει το μυθιστόρημα, αλλά ο οικολογικός ακτιβισμός είναι προσχηματικός: αποτελεί δευτερεύον θέμα και χρησιμοποιείται απλώς ως έναυσμα της ιστορίας, κομβικό σημείο της οποίας είναι ο φόνος του Μεσιέ. Αφού πρώτα πέφτει σε δυσμένεια όταν γίνεται παγκοίνως γνωστό ότι τα είχε φτιάξει με μία δεκαεπτάχρονη μαθήτριά του, την Κατερίνα, ο Γάλλος βρίσκεται νεκρός (και χαμογελαστός) στο κρεβάτι του, μαχαιρωμένος στην καρδιά. Σύντομα, μία ανύπαντρη μητέρα, η Αναστασία, ομολογεί ότι εκείνη τον δολοφόνησε, από ζήλια: είχαν δεσμό, λέει, και την απατούσε με την Κατερίνα. Η Αναστασία συλλαμβάνεται, αλλά σύντομα απαλλάσσεται και αφήνεται ελεύθερη, όταν ο γιος της –και μαθητής του Μεσιέ–, ο Νέστορας, ένας ιδιόμορφος έφηβος που εμφανίζει «ορισμένα συμπτώματα του συνδρόμου Άσπεργκερ, σε συνδυασμό με ένα είδος νευρικής ανορεξίας» (σ. 110) ομολογεί (και αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας) ότι εκείνος διέπραξε τον φόνο. Ως κίνητρο επικαλείται κι αυτός τη ζήλια: είναι ερωτευμένος με την Κατερίνα. Η δε Αναστασία έχει ψευδώς ομολογήσει πρώτη για να τον προστατέψει. Η θυσία της μάνας, όμως, ακυρώνεται από την έμπρακτη ειλικρίνεια του γιου. Αυτός είναι ο καμβάς του μυθιστορήματος: ένα έγκλημα πάθους.

Την ιστορία αφηγείται, γραμμικά και σε πρώτο πρόσωπο, ο Χρήστος, ο καλύτερος φίλος του Νέστορα και επίσης μαθητής του Μεσιέ. Ο Νέστορας δικάζεται, καταδικάζεται και φυλακίζεται, η Αναστασία εξαφανίζεται, ο Χρήστος φεύγει για τη Γερμανία, ακολουθώντας τη μητέρα του στο Αμβούργο μετά τη διάλυση του γάμου των γονιών του. Μολονότι αφηγητής και κινητήριος μοχλός είναι ο Χρήστος, κεντρικός ήρωας είναι ουσιαστικά ο Νέστορας, κι ας μην αφηγείται εκείνος την ιστορία – γιατί, όπως λέει και δευτερεύων χαρακτήρας στον Χρήστο, «Ο φίλος σας ανήκει στους πρωταγωνιστές, κι αυτοί σπάνια γράφουν» (σ. 144).

Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη. Το περιεχόμενο του πρώτου το έχω ήδη περιγράψει. Εδώ εμφανίζονται και τα σχέδια του χάους (που δίνουν τον τίτλο στο μυθιστόρημα), κάτι περίπου τυχαίες ζωγραφιές δια χειρός Χρήστου, οι οποίες είχαν για κάποιον λόγο εντυπωσιάσει τον Νέστορα: «Μάλλον το μοναδικό πράγμα που του κίνησε την περιέργεια ήταν τα σχέδιά μου, μια σειρά από δώδεκα σελίδες Α4 που είχα κολλήσει πρόχειρα στο ταβάνι του δωματίου μου» (σ. 80). Ο Χρήστος παραδέχεται ότι «δεν υπήρχε η παραμικρή προσπάθεια οποιασδήποτε απεικόνισης» (σ. 81), δεν ήθελε να πει κάτι με αυτά. Όμως ο ιδιοφυής Νέστορας έχει άλλη γνώμη [«Κάποια στιγμή είπε ότι είχα τραβήξει μονοκοντυλιές από το πουθενά στο παντού» (σ. 81)] και λέει πως ξέρει τι έχει σχεδιάσει, εν αγνοία του, ο φίλος του: «Το χάος» (σσ. 83 και 113). Το πόσο σημαντικά είναι τα σχέδια του Χρήστου για τον Νέστορα προκύπτει και από το πώς κλείνει την απολογία του στο δικαστήριο: «Αντίθετα με ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι, το χάος όχι μόνο μπορεί, αλλά και πρέπει να απεικονίζεται. Στο κάτω κάτω, έτσι αποκαλύπτεται ο πραγματικός τόπος και χώρος μας. Το αχανές sitio. Κάθε σχέδιο είναι ένα ιερό καθρέφτισμα, μια τρύπα αλήθειας σε έναν λαβύρινθο χωρίς φως. Τίποτα δεν είναι τόσο απαραίτητο όσο το τίποτα» (σ. 119). Τα σχέδια, τα οποία επανεμφανίζονται, δια χειρός Νέστορα αυτή τη φορά, σε ένα διαμέρισμα στη Βαρκελώνη στο δεύτερο μέρος (σ. 242), είναι ένα καλό εύρημα που σφραγίζει το μυθιστόρημα σε συμβολικό επίπεδο.

Στο δεύτερο μέρος, ο Χρήστος προσπαθεί να βγάλει άκρη σε αυτή την ιστορία – και να βοηθήσει τον αναίτια αποξενωμένο Νέστορα. Επιστρέφει από τη Γερμανία όταν ο Νέστορας του ζητάει να του πάει δύο ρωσικά μυθιστορήματα στις φυλακές της Τρίπολης όπου κρατείται· πάει πρώτα στην Αθήνα να βρει τα βιβλία και από κει στην Τρίπολη· μετά, πάει στη Μονή Σκαφιδιάς, κοντά στον Πύργο, ακολουθώντας τα ίχνη της Αναστασίας· αργότερα, φτάνει ως τη Βαρκελώνη (με έξοδα του Ταξιάρχη, του σκιώδους δικηγόρου τού Νέστορα και της Αναστασίας) ακολουθώντας αυτή τη φορά τα ίχνη του Νέστορα, που έχει στο μεταξύ αποφυλακιστεί, όπου γνωρίζει την Ανναμπέλ. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες γιατί δεν θέλω να χαλάσω την έκπληξη των ανατροπών για όσους δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο. Ωστόσο, θα πω ότι το επεισόδιο στην Τρίπολη όπου ο Χρήστος χάνει το προκαθορισμένο ραντεβού στις φυλακές (σσ. 149-151) είναι για μένα το κορυφαίο στο μυθιστόρημα. Αντιθέτως, όλα τα σχετικά με τον Τσάρο, τον Ρώσο προστάτη του Νέστορα στη φυλακή, είναι τραβηγμένα από τα μαλλιά και με ξένισαν, γιατί θεωρώ ότι τέτοιες εντυπωσιοθηρικές ενθέσεις δεν έχουν θέση σε ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται κυρίως το εσωτερικό σκοτάδι των δύο βασικών χαρακτήρων: του Νέστορα και της Αναστασίας – και δευτερευόντως την είσοδο του Χρήστου/Κρις σε έναν «ενήλικο» κόσμο όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Ο Τσάρος θα είχε θέση σε ένα pulp αφήγημα β΄ διαλογής, αλλά εδώ μοιάζει ξένο σώμα. Γενικά, ο Ευσταθιάδης έχει την τάση να ενθέτει στα έργα του οιονεί σοκαριστικά επεισόδια που δεν συνάδουν με το σύνολο (χαρακτηριστικό παράδειγμα: ο τυφλοπόντικας στον Δύτη). Πιστεύω ότι θα κέρδιζε αν αγνοούσε την κατανοητή παρόρμηση εντυπωσιοθηρίας. Στο κάτω κάτω, είναι εμφανής η προσπάθεια του να ξεκόψει από το αμιγές αστυνομικό: τα Σχέδια του χάους είναι περισσότερο μυθιστόρημα μαθητείας (του Χρήστου) και βίαιης ενηλικίωσης (και του Χρήστου και του Νέστορα) παρά αστυνομικό.

Στο τρίτο μέρος, όλα μπαίνουν στη θέση τους. Μαθαίνουμε τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις τόσο του Νέστορα όσο και της Αναστασίας – αλλά και του Ταξιάρχη, δευτερευόντως. Ο Χρήστος/Κρις επιστρέφει στο Αίγιο για την κηδεία του πατέρα του (από τις ωραιότερες σελίδες η αναζήτηση της σορού του πατέρα, την οποία ο γιος επιμένει να δει πριν την ταφή), συναντάει πάλι τον Νέστορα, ο οποίος εδώ δείχνει μία άλλη εικόνα από εκείνη της Βαρκελώνης, πράγμα που μυθοπλαστικά εξηγείται επαρκώς. Ο Νέστορας δείχνει στον Χρήστο/Κρις το διαβόητο γράμμα της Αναστασίας, το οποίο ο δεύτερος κίνησε γη και ουρανό για να το παραδώσει πριν μερικά χρόνια στον πρώτο (χωρίς, προς τιμήν του, να μπει στον πειρασμό να το ανοίξει και να το διαβάσει – αλλιώς δεν θα υπήρχε το μυθιστόρημα, εδώ που τα λέμε). Στο τέλος, συναντιέται και με τον χορηγό του, τον Ταξιάρχη, ο οποίος του εκμυστηρεύεται επιτέλους τον δικό του ρόλο στην ιστορία. Και όλα πλέον εξηγούνται, μπαίνει μια τάξη στο χάος.

Πολλά τα θέματα που θίγονται: οι διαψεύσεις πρώιμων προσδοκιών, η κοινωνική νόρμα στην αντιμετώπιση της διαφορετικότητας (του Νέστορα και της Αναστασίας, αλλά και του Μεσιέ), οι αμείλικτες επιπτώσεις των τύψεων, το βάθος της νεανικής φιλίας, οι σχέσεις γονιών-παιδιών. Αν όμως έπρεπε να ξεχωρίσω ένα, θα διάλεγα τη θυσία. [Μια φράση της Αναστασίας δίνει το ακριβές στίγμα του μυθιστορήματος: «Είναι τρομερό να μη σε τιμωρούν» (σ. 189).] Η θυσία είναι που κινεί τα νήματα στην πλοκή, από εκεί πηγάζει η υπαρξιακή αγωνία των ηρώων, οι οποίοι χάνουν και ξαναβρίσκουν τον εαυτό τους, ανιχνεύοντας τα όρια τους που είναι δυσδιάκριτα για τους ίδιους, έτσι που μετακινούνται διαρκώς στο μυαλό τους. Το μυθιστόρημα διαπνέεται από μία μελαγχολική αισιοδοξία: οι ήρωες, οσοδήποτε τσακισμένοι από τα τεκταινόμενα, επιθυμούν να ζήσουν. Δείχνουν με τον χαώδη τρόπο τους ότι η ζωή είναι χάλια – και διαρκεί τόσο λίγο, όπως θα έλεγε ο Woody Allen.

Ο Ευσταθιάδης έχει χτίσει εξαιρετικά την πλοκή. Παρά τις αναπόφευκτες για το είδος ανατροπές, έχει επιλέξει μία απλούστατη δομή, την οποία υπηρετεί υποδειγματικά. Η υπόθεση, που σε σημεία θυμίζει ελληνική τραγωδία, είναι επίσης απλή, αν την απογυμνώσει κανείς από τα παράφερνα. Απλή αλλά δυνατή: ό,τι πρέπει για ένα μυθιστόρημα που έχει σαν στόχο να σε βάλει σε σκέψεις, πέρα από το να σε κρατήσει σε αγωνία (πράγμα που επίσης καταφέρνει, πάντως). Κατά τη γνώμη μου, το υλικό αυτό θα μπορούσε να δώσει ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα ψυχολογικής εμβάθυνσης και χαρακτήρων. Αντ’ αυτού, ο συγγραφέας επέλεξε να το χρησιμοποιήσει σε ένα αστυνομικό. Εκ του αποτελέσματος, καλά έκανε: τα Σχέδια του χάους είναι από εκείνα τα αστυνομικά που δίνουν στο είδος βάθος και πρωτοτυπία, χαρακτηριστικά απολύτως απαραίτητα για την άνοδό του στην κλίμακα της μυθοπλασίας.

Παρ’ όλα αυτά, έχω τρεις ενστάσεις. Την πρώτη την έχω ήδη αναφέρει: τα επεισόδια της ρωσικής παρένθεσης.

Η δεύτερη έχει να κάνει με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Χρήστου. Είναι αδύνατον ένα δεκαεξάχρονο παιδί να έχει γνώση όλων αυτών που καταγράφει στο πρώτο μέρος, από σκηνές όπου δεν συμμετείχε ο ίδιος. Καταλαβαίνω ότι το πρώτο πρόσωπο (από την οπτική γωνία του Κρις Πάπας) ήταν μονόδρομος για τον συγγραφέα, καθώς έτσι έχει επιλέξει εξ αρχής να χειριστεί τον ήρωά του, οπότε είναι δύσκολο να αλλάξει αυτό τώρα. Ωστόσο, θα έπρεπε να ψάξει για λύσεις που θα προσέδιδαν αληθοφάνεια στην αφήγηση. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να βάλει τον Χρήστο να αναφέρει κάπου τις πηγές της γνώσης του επί των γεγονότων. Ακόμα καλύτερα, θα μπορούσε να μείνει αποκλειστικά στην οπτική γωνία του Χρήστου και να περιγράψει, μέσω αυτού, μόνο όσα υπέπεσαν στη δική του αντίληψη: τα γεγονότα, αυστηρά και απαρέγκλιτα. Αυτή η λύση θα του στερούσε ίσως τη δυνατότητα να περιγράψει κάποια κομβικά για την ανέλιξη της ιστορίας στοιχεία. Ωστόσο, έτσι κι αλλιώς το πρώτο μέρος είναι εσκεμμένα γεμάτο τρύπες που θα γεμίσουν αργότερα! Νομίζω ότι μερικές τρύπες ακόμα δεν θα έκαναν μεγάλη διαφορά.

Η τρίτη αφορά στην εμμονή του συγγραφέα να εντάξει ενεργά στην πλοκή την ταινία Ikiru (1952) του Ακίρα Κουροσάβα. Το πρώτο μέρος επιγράφεται «Ikiru»· εκεί διαβάζουμε ότι ο Μεσιέ «έφτασε να αναφέρει τη συγκεκριμένη ταινία σε κάθε συνάντηση και σε όλους τους μαθητές του» (σσ. 25-26) γιατί «η αντίσταση αποτελεί το πιο βασικό συστατικό της ελευθερίας […] τα “όχι” είναι απείρως σημαντικότερα από τα “ναι”, γιατί μόνο τα “όχι” χαράζουν τη γραμμή αυτού που κατορθώνουμε να μη γίνουμε» (σ. 25). Φυσικά ο Χρήστος αδυνατεί να βρει την ταινία στο Αίγιο, αλλά στο δεύτερο μέρος (σσ. 167-171) διαβάζουμε ότι τρία χρόνια αργότερα την είδε σε θερινό σινεμά στην Αθήνα και μαγεύτηκε. Ξαφνικά κατάλαβε γιατί επέμενε τόσο πολύ ο Μεσιέ να δουν οι μαθητές του την ταινία. Συγκλονισμένος από την ετεροχρονισμένη σύνδεση, έφτασε μέχρι του σημείου να πάει στην ιαπωνική πρεσβεία για να μάθει τι σημαίνει ikiru. Δύσκολη η μετάφραση της λέξης, για κάποιον λόγο. Με τα πολλά, του λένε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει κάτι σαν «να ζεις». (Και πράγματι, αυτό είναι το Ikiru: ένας ύμνος στη μεστή νοήματος ζωή.) Το τρίτο μέρος επιγράφεται ακριβώς έτσι: «Να ζεις»· εκεί διαβάζουμε ότι ο Χρήστος είδε στη Βαρκελώνη, σε μια περίεργη προβολή, την ταινία για τρίτη φορά (σ. 262).

Μετά απ’ όλα αυτά, θα περίμενε κανείς το Ikiru να είναι το κλειδί του κεντρικού θέματος στα Σχέδια του χάους· άλλωστε, και ο Χρήστος, πριν μπει στο θερινό όπου θα την έβλεπε για πρώτη φορά, λέει: «ένιωσα ότι βρισκόμουν μπροστά στην εκπλήρωση μιας προφητείας» (σ. 167). Γιατί όμως; Τι σχέση έχει η ταινία με το μυθιστόρημα τελικά;

Θεωρώ λάθος του συγγραφέα το ότι δεν μας λέει δυο λόγια παραπάνω για το Ikiru. Όλα τα κλειδιά για την κατανόηση ενός έργου πρέπει να βρίσκονται μέσα στο έργο· η εκ των προτέρων γνώση από μέρους του αναγνώστη πραγματολογικών στοιχείων που αναφέρονται σε ένα κείμενο δεν προϋποτίθεται.

Καθώς το θεώρησα σημαντικό (ακριβώς επειδή ο συγγραφέας το κάνει μεγάλο θέμα, πράγμα που δεν συμβαίνει με τις υπόλοιπες –και είναι πολλές!– κινηματογραφικές και λογοτεχνικές αναφορές), είδα την ταινία ενόσω διάβαζα το μυθιστόρημα. Πολύ καλά έκανε ο Μεσιέ και πίεζε τους μαθητές του να την δουν: είναι αριστουργηματική. Εντούτοις, βρίσκω τον συσχετισμό της με το μυθιστόρημα αδύναμο. Το σενάριο της ιαπωνικής ταινίας βασίζεται χαλαρά στη νουβέλα του Λέοντος Τολστόι Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς (1886), η οποία είναι επίσης αριστουργηματική. Για να μην κάνω κι εγώ το ίδιο λάθος (να θεωρήσω, δηλαδή, ως δεδομένο ότι όλοι ξέρουν την υπόθεση της ταινίας), δυο λόγια για το Ikiru: Ένας υψηλόβαθμος γραφειοκράτης του Υπουργείου Εσωτερικών, ο Γουατανάμπι, έχει περάσει τριάντα μονότονα χρόνια στην υπηρεσία, ενώ και η προσωπική του ζωή δεν είναι καλύτερη: χήρος από νωρίς, μεγαλώνει μόνος έναν γιο. Ενώ πλησιάζει στη σύνταξη, παθαίνει καρκίνο του στομάχου και του δίνουν έξι μήνες ζωής. Αφού περνάει μία γερή υπαρξιακή κρίση, βρίσκει νόημα στους τελευταίους μήνες της ζωής του στη δημιουργία μιας παιδικής χαράς σε μια υποβαθμισμένη περιοχή. Πράγματι πεθαίνει έξι μήνες μετά, αλλά έχει στο μεταξύ καταφέρει να αφήσει παρακαταθήκη κάτι, έστω αυτό το ελάχιστο: έναν τόπο που δίνει χαρά στα παιδιά. Οι συνάδελφοι γραφειοκράτες, συγκλονισμένοι από το σθένος του, και μεθυσμένοι με σάκε στην κηδεία του, υπόσχονται να τον τιμήσουν ακολουθώντας το παράδειγμά του: να υπηρετήσουν τους πολίτες όπως τους αξίζει. Στην επόμενη σκηνή βλέπουμε ότι, με το που περνάει η επίδραση του αλκοόλ, τίποτα δεν έχει αλλάξει – ούτε και πρόκειται: ο γραφειοκρατικός μηχανισμός συνεχίζει να κάνει αυτό που ξέρει καλά: να ταλαιπωρεί τον κόσμο.

Αυτά διαδραματίζονται το 1952, δηλαδή λίγο μετά το τέλος της Κατοχής της Ιαπωνίας από τους Αμερικανούς. Το θέμα του Κουροσάβα είναι η γραφειοκρατία στην ηττημένη και καταπτοημένη Ιαπωνία, σε συνδυασμό με την υπαρξιακή αγωνία μιας γενιάς που πραγματικά σπαταλήθηκε για το τίποτα. Από τον Τολστόι έχει κυρίως πάρει, με τρόπο δεξιοτεχνικό πρέπει να πω, την αναζήτηση κάποιου νοήματος στη ζωή όταν βρίσκεται κανείς στο κατώφλι του θανάτου. Το αποτέλεσμα είναι ένα αριστούργημα, διαχρονικό και παγκόσμιο. Έχει όμως καμία σχέση αυτή η ιστορία με τον Μεσιέ και το Αίγιο των Σχεδίων του χάους; Ελάχιστη. Το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος ίσως να μην είναι η θυσία, όπως θέλω εγώ, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι ούτε η «αντίσταση» του Μεσιέ. Ίσως ο Ευσταθιάδης να βρίσκει κάποια αντιστοιχία ανάμεσα στην παιδική χαρά που δημιουργεί ο Γουατανάμπι και στο δασάκι που σώζει από τα νύχια της δημοτικής αρχής ο Μεσιέ. Κανένας συσχετισμός, όμως, ανάμεσα στην αγωνία του πρώτου, ο οποίος έχει επίγνωση του ότι πεθαίνει (όπως και ο Ιβάν Ίλιτς, άλλωστε) και του δεύτερου που πεθαίνει απροσδόκητα, δολοφονημένος.

Ας πούμε, όμως, ότι έστω αυτή η αχνή σχέση νομιμοποιεί την έμφαση του δίνει ο Ευσταθιάδης στο Ikiru. Δεν θα είχα πρόβλημα να την εντοπίσω, αν ο συγγραφέας με διευκόλυνε, δίνοντάς μου κάποια στοιχεία για το «δάνειο». Εδώ μπορεί να πει κανείς ότι αδίκως παραπονιέμαι, αφού με αφορμή τα Σχέδια του χάους, είδα μία σπουδαία ταινία και διάβασα μία σημαντική νουβέλα, άρα κερδισμένος βγήκα. Δεν πάει έτσι, όμως. Ο συγγραφέας δικαιούται να έχει τις εμμονές του (ιδίως αν είναι τέτοιας ποιότητας) και να τις εντάσσει οργανικά στα έργα του κατά το δοκούν, αρκεί να μην αφήνει τους αναγνώστες του με την απορία «τι θέλει να πει ο ποιητής;». Μέχρι να δω το Ikiru, είχα ενοχληθεί με τις συνεχείς –και, κυρίως, ανεξήγητες– αναφορές του συγγραφέα σε αυτό. Δεν πιστεύω ότι η πρόθεση του συγγραφέα ήταν να συγχύσει τον αναγνώστη, αλλά στην πράξη αυτό συνέβη.

Πέρα από αυτά τα τρία σημεία, τα Σχέδια του χάους είναι ένα αξιανάγνωστο αστυνομικό που ξεφεύγει από την πεπατημένη. Η (φιλολογική) επιμέλεια είναι άψογη, η έκδοση επίσης. Το ύφος του συγγραφέα, αν και όχι αυθωρεί αναγνωρίσιμο (ακόμα), προβάλλει λογοτεχνικές αξιώσεις. Ο Μίνως Ευσταθιάδης βρίσκεται σε καλό δρόμο.

 

— Μίνως Ευσταθιάδης, Σχέδια του χάους, Ίκαρος: 2022, 304 σελίδες, ISBN: 9789605725297, τιμή: €15,50.