Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
«Μετά το Άουσβιτς»
— Shmuel Katz (1926-2010), The summer camp, 1947, λεπτομέρεια από το εξώφυλλο της έκδοσης.
— Shmuel Katz (1926-2010), The summer camp, 1947, λεπτομέρεια από το εξώφυλλο της έκδοσης.

Το Τι είναι ένας κάμπος της Νάσιας Διονυσίου με δυσκόλεψε πάρα πολύ. Δεν είναι μόνο το θέμα του που είναι εξαιρετικά λεπτό, είναι και ο τρόπος που η συγγραφέας επέλεξε να διαχειριστεί το υλικό της. Παρότι διάβασα το βιβλίο δύο φορές, τελικά, μόνο σε μερικά σημεία κατάφερε να μου κινήσει το ενδιαφέρον. Επειδή όμως το βιβλίο πραγματεύεται τόσο εκφάνσεις του σιωνισμού –της δημιουργίας του Εβραϊκού κράτους– όσο και του Ολοκαυτώματος ας διευκρινίσω ότι όταν λέω «μόνο σε μερικά σημεία κατάφερε να μου κινήσει το ενδιαφέρον» εννοώ το λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Όσον αφορά τη θεματική του επουδενί δεν διατείνομαι ούτε υπαινίσσομαι ότι πρέπει για κάποιο λόγο να ξεχάσουμε κάποιες καταστάσεις. Τουναντίον, το επιχείρημά μου εδώ έχει σκοπό να κάνει διακριτό τον κίνδυνο που ελλοχεύει όταν σφετερίζεται κάποιος ιστορικά γεγονότα για να κατασκευάσει λογοτεχνία με τον λάθος τρόπο. Όπως έχω γράψει ξανά, δυστυχώς, δεν λειτουργούν έτσι τα πράγματα. Ας φροντίσουν οι νεόκοποι συγγραφείς να διδαχθούν, όχι βέβαια από μένα, αλλά από καταξιωμένους συναδέλφους τους για την αισθητική διαχείριση κάθε φρικωδίας και ειδικά του Oλοκαυτώματος. Όταν η Διονυσίου γράφει για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης κι εγώ τη διαβάζω και γνωρίζω πολύ καλά τι μου λέει, η αισθητική της άσκηση έχει ήδη αποτύχει. Όταν ο αναγνώστης διαβάζει και λέει από μέσα του –και πιστέψτε με, και λίγο να έχει διαβάσει, αυτό λέει– «ναι, άλλα αυτό το ξέρουμε» δεν είναι ούτε ανάλγητος ούτε φασίστας. Είναι αναγνώστης λογοτεχνίας που αν έχει διαβάσει πέντε (ή πενήντα) βιβλία δεν θα διαβάσει το συγκεκριμένο. Και δεν είναι μόνο αυτό: παρόμοιες προσπάθειες χτίζουν σταδιακά μια αρνητική συλλογική στάση απέναντι στο θέμα: ο αναγνώστης, επαναλαμβάνω, δεν είναι ανάλγητος, είναι άνθρωπος που, όσο κι αν κάποιοι στα δυσθεώρητα ύψη του διανοουμενισμού τους δυσκολεύονται να το κατανοήσουν, δεν τον ακουμπάνε πάντα αυτά τα θέματα. Ο αναγνώστης είναι σχεδόν πάντα ράθυμος και πρέπει να δελεαστεί, αν όχι να συρθεί, στο ιστορικό/ηθικό συγκείμενο αποκλειστικά και μόνο με αισθητικούς όρους, αν υπάρχει κάποια πιθανότητα να ακολουθήσει τον δημιουργό στις αναζητήσεις του. Δεν γίνεται να πιστεύει η συγγραφέας, στην προκειμένη περίπτωση, ότι το βιβλίο θα γραφτεί μόνο του αν συγκεντρώσει και εγκιβωτίσει στοιχεία που διακρίνονται από εκλεκτικές συγγένειες.  

«Σκέφτομαι πως στον καθένα έρχεται η ώρα που πρέπει να αποφασίσει μια για πάντα σε τι θα ωφελήσει στη ζωή του. Εγώ δεν έχω τίποτα παρά μόνο τις λέξεις – που αν από δικές μου δεν γίνουν των άλλων, μένουν του κανενός. Ρωτιέμαι αν τούτο μονάχα αρκεί: το να μιλήσει κανείς την αλήθεια και έτσι να σταθεί απέναντι στη λήθη· απέναντι εννοώ απ’ τη μεριά της ανθρωπιάς. Λέω πως, ναι, έστω, αρκεί. Και πως μ’ αυτόν τον τρόπο ίσως κάποτε να λυτρωθούμε από την ελεεινή αίσθηση πως καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια, ενώ το κακό εξακολουθεί να συμβαίνει αδιάκοπα» (σ. 19), λέει ο αφηγητής, ο Κύπριος δημοσιογράφος, που μπαίνει στα βρετανικά στρατόπεδα της Αμμοχώστου – των «camps» όπου μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και πριν την ίδρυση του Ισραήλ κρατήθηκαν Εβραίοι πρόσφυγες. 

Το πρόβλημα δεν είναι η λήθη· το πρόβλημα είναι πάντα η αδιαφορία. Και δεν αρκεί ποτέ «να μιλήσει κανείς την αλήθεια» για να σταματήσει κάποιο κακό. Ο αναγνώστης, διαβάζοντας λογοτεχνία επιθυμεί, πρώτα και κύρια, να ψυχαγωγηθεί ακόμη και όταν η συγγραφέας αναφέρεται σε πρόσφυγες και στρατόπεδα, αλλά και στο Ολοκαύτωμα! Πριν κάποιος σηκώσει το φρύδι στη φράση αυτή, ας πω ότι η λογοτεχνία δεν είναι ούτε ιστορία ούτε δημοσιογραφία· η λογοτεχνία είναι πρωτίστως ψυχαγωγία. Και για να προλάβω και άλλα φρύδια και αντιρρήσεις η «ψυχαγωγία» είναι εξαιρετικά ευρεία έννοια που καλύπτει μια θαυμαστή παλέτα ουδόλως απλοϊκών συναισθηματικών αντιδράσεων. Εγώ λοιπόν θα πω ότι ένας κάμπος δεν είναι καθόλου αυτό που υποστηρίζει και σκιαγραφεί και μεταγράφει μυθοπλαστικά η συγγραφέας. Καταρχάς, σκιαγραφείται παραλληλισμός με το μεταναστευτικό/προσφυγικό γενικά, με νύξεις και στο σήμερα. Η συγγραφέας διαστέλλει τον ιστορικό ορίζοντα και αναφέρεται τόσο στο παρελθόν, στον Τεύκρο, «ο πρώτος εξορισμένος της ιστορίας μας· από αυτόν καταγόμαστε όλοι» (σ. 15) όσο και στο μέλλον, «[σ]αν κάποιος να γυρεύει να μας εξοικειώσει για τα καλά σ’ αυτόν τον τόπο με τούτα τ’ απομεινάρια, μπορεί και προμηνύματα, σκέφτομαι του χαμού» (σ. 13). Αυτός που λέει «σκέφτομαι» είναι ό ήρωάς της το 1947. Το να σκέφτονται ήρωες αυτά που γνωρίζει η συγγραφέας και οι αναγνώστες για τα μέλλοντα συνιστά φθηνό στρατήγημα που δεν προσδίδει κάποιο μυθοπλαστικό βάθος, ειδικά εφόσον δεν θα εξυπηρετήσει τον μύθο του βιβλίου πέρα και πάνω από την κοινοτοπία της σκέψης που η Διονυσίου επαναλαμβάνει αρκετές φορές και που συνοψίζεται στο «ενώ το κακό εξακολουθεί να συμβαίνει αδιάκοπα». Στη συνέχεια, ας διερωτηθούμε: ανήκουν οι περιπτώσεις του σιωνισμού και ειδικά του Oλοκαυτώματος στην ίδια κατηγορία με αυτά που έχουν συμβεί στο παρελθόν ή θα συμβούν στο μέλλον (εννοώ στο παρελθόν και μέλλον του ιστορικού χρόνου που διαδραματίζεται το βιβλίο της); Κάνει τη διάκριση ξεκάθαρη η συγγραφέας ή αφήνει να εννοείται ότι κάθε έννοια «στρατοπέδου» τείνει προς το «στρατόπεδο συγκέντρωσης»; Επιμένω σε αυτό γιατί δεν αρκεί απλώς να μην αναφέρει η συγγραφέας κάτι που να υπαινίσσεται ή να τείνει προς τον επονείδιστο συμψηφισμό· η διάκριση πρέπει να είναι ξεκάθαρη γιατί όταν γράφεις απλώς «[...] πίσω από τη δόξα κρύβεται κάθε φορά η αρπαγή, ο ξεριζωμός, το μοιρολόγι, τότε και πάντα, πολύδακροι πόλεμοι, πάντα» (σ. 15), ο αναγνώστης, που είπαμε ότι είναι ράθυμος, εύκολα καταφεύγει σε αδόκιμες γενικεύσεις. Επιμένω σε αυτό γιατί η συγγραφέας όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό της όχι μόνο έχει σπουδάσει και «Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» αλλά «εργάζεται [και] στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».     

Ας δούμε κάποια θέματα με λεπτομέρεια: η συγγραφέας δεν με πείθει ότι αυτά που γνωρίζει εκείνη, εν έτει 2021, είναι και αυτά που δύνανται να διαπερνούν τις σκέψεις και τα λόγια των ηρώων που παρουσιάζει στη νουβέλα της. Δεν μπορώ να μην νιώθω άβολα λοιπόν όταν η Διονυσίου βάζει αγρότες (βλ. το κεφάλαιο «Πορτοκάλια») που ζουν στην Κύπρο το 1947 να ψυχανεμίζονται, δίκην ποιητικού οίστρου, τα μέλλοντα: «[...] κι ούτε με τους Εγγλέζους θέλει λογαριασμούς, θα ‘ρθει ο καιρός που θα κρεμάζουν τα παιδιά του κόσμου» (σ. 27), ή που εμφανίζονται ενήμεροι για γεγονότα και παρουσιάζονται αρχιτέκτονες συλλογισμών που ακόμη και σήμερα δεν συνιστούν ίδιον του αγροτικού (ή γενικού) πληθυσμού: 

«Όμως αυτή έχει ακουστά πως τούτοι με τις μπλε στολές [οι Γερμανοί αιχμάλωτοι] ήταν στον πόλεμο αξιωματικοί και στρατιώτες, μηχανικοί των τρένων και γιατροί, δάσκαλοι και γραφιάδες, και γείτονες με τους ανθρώπους των πλοίων [οι Εβραίοι πρόσφυγες], μακριά στα βάθη της Ευρώπης. Κι ίσως ήταν οι ίδιοι, σκέφτεται, που πρώτα έβλεπαν τα βαγόνια να γυρίζουν αδειανά, χωρίς ανθρώπους, και δεν ρωτούσαν τι ν’ απέγιναν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι, γιατί δεν γύριζαν πίσω. Ή μπορεί και να ήταν ακόμα οι ίδιοι που –ως διαμοίρασαν τα ιμάτιά σου, Χριστέ μου– άρπαξαν τα σπίτια των ανθρώπων που δεν γύριζαν και τα κατοίκησαν, κατοίκησαν τους κήπους και τα έπιπλα και τα πιάτα τους, κατοίκησαν τις ζωές όλων εκείνων των ανθρώπων, νίπτοντας τα χέρια κι επιμένοντας πως εμείς δεν ξέραμε, εμείς είμαστε αθώοι, την ίδια στιγμή που εκείνοι οι άνθρωποι ήταν ήδη μες στους φούρνους και πάσκιζαν να κρατηθούν, μα το μόνο που απέμεινε εκεί ήταν νυχιές στους τοίχους, τίποτ’ άλλο, μόνο νυχιές, τίποτ’ άλλο, μόνο νυχιές μεγάλες, νυχιές μικρές» (σ. 30-31).  

Παραθέτω εκτενή αποσπάσματα για να γίνουν κατανοητές οι αντιρρήσεις μου. Επαναλαμβάνω, βρισκόμαστε στο 1947! Αν η Διονυσίου επιθυμεί να σκιαγραφεί Χριστιανούς λαϊκών/αγροτικών στρωμάτων, ας μελετήσει, για παράδειγμα, τον τρόπο που το κάνει αυτό ο Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ για τους Εβραίους, και ας δοκιμάσει να το μεταγράψει στα καθ’ ημάς. Γιατί, έτσι όπως παρουσιάζει τη συγκεκριμένη γυναίκα –την οποία μάλιστα βάζει και λύνει και ένα τεράστιο ηθικό δίλημμα– ο αναγνώστης προβληματίζεται με το πόσο αφελή πρέπει να θεωρεί εαυτόν για να συνεχίσει να διαβάζει.   

Το θέμα της γλώσσας που τίθεται στο βιβλίο είναι ίσως το πιο ουσιαστικό και κατά την άποψή μου ένα στοιχείο που αν δεν είχε μείνει ανεκμετάλλευτο θα το είχε μεταμορφώσει. Εισάγεται στο κείμενο με την παρουσία, σε ένα όνειρο του αφηγητή, του Πάουλ Τσέλαν. «Λες κι εκείνος ο άντρας πάλευε με τις λέξεις, λες και προσπαθούσε να τις ανασύρει από κάποιο βάθος, από μακρινό σκοτάδι, κι ύστερα τις έφτυνε, τις έφτυνε για ν’ αναπνεύσει. Αφουγκραζόταν μετά τους ήχους, όπως κανείς ψηλαφεί μες στο φως κάτι που δεν θυμάται αν είναι δικό του, έπειτα τους ένωνε μέχρι που να βρεθεί η σειρά τους. Κάποια στιγμή μου φάνηκε πως πλάστηκε μια λέξη, έπειτα μια άλλη. Ξεχώριζα τώρα μια ολόκληρη φράση: Πέφτει το σκοτάδι στη Γερμανία, έλεγε» (σ. 54-55, έμφαση στο πρωτότυπο). Ο Τσέλαν, στη νουβέλα της Διονυσίου συμβολίζει τον Γερμανό που έχει απολέσει τη γλώσσα του καθώς αυτή έχει καταστεί γλώσσα/εργαλείο ανθρώπων που έχουν κάνει πράξη τη φρικωδία. Παρατηρήστε τι γράφει η συγγραφέας: «[...] μαχόταν να ξανακατακτήσει τη γλώσσα, να την ξανακάμει ανθρώπινη, να μην είναι κλαυθμός, ούτε μούγκρισμα, να ξαναγίνει πατρίδα». (σ. 60). Ενώ λοιπόν η Διονυσίου ακουμπάει το θέμα της γλώσσας με το εύρημα της φασματικής παρουσίας τού Πάουλ Τσέλαν στη νουβέλα, και πραγματεύεται το δύσκολο και βαθύ θέμα τής αποξένωσης του Εβραίου Γερμανού από τη γλώσσα του –που ανάγεται σε πατρίδα–, ενώ δηλαδή διαβάζουμε «[...] σκέφτομαι και αν ακόμα πρέπει να επινοηθούν από την αρχή οι λέξεις, ώστε να μπορέσουν να περιγράψουν τα νέα πάθη των ανθρώπων, τα νέα λάθη τους, τον κάθε τους νέο δόλο – παλιά ωστόσο όλα κι απαράλλαχτα» (σ. 60), ενώ λοιπόν η συγγραφέας φτάνει ως εδώ –και αυτό δεν είναι καθόλου λίγο– δεν συνειδητοποιεί ότι αυτή η ανάγκη «να επινοηθούν από την αρχή οι λέξεις» υπαγορεύει και την ανάγκη μιας εντελώς διαφορετικής αντιμετώπισης της θεματικής που εκείνη αποπειράται να πραγματευτεί. Σημειώνω εδώ ότι η συγγραφέας κάνει, εμμέσως πλην σαφώς, και αναφορά στη γνωστή θέση Αντόρνο –ότι δεν μπορεί να υπάρξει ποίηση μετά το Άουσβιτς– όταν γράφει «[...] κι εκείνος ο άνδρας υπάρχει, συνειδητοποιώ πως υπάρχει ζωντανός έξω από μένα, έξω από τον ύπνο μου, και πως είναι ένας ποιητής, αν μπορεί να είναι πια, αν μπορεί να είναι ακόμη, ένας ποιητής! (σ. 71, έμφαση στο πρωτότυπο). Και πάλι όμως δεν αναλογίζεται τη σημασία για το έργο της, ή τουλάχιστον τη σημασία όπως την εννοώ εγώ. Επισημαίνω ότι η Διονυσίου, εδώ, βάζει μια τέτοια δήλωση στο στόμα του αφηγητή της το 1947 ενώ ο Αντόρνο διατυπώνει τη γνωστή θέση το 1949!  
 
Η συγγραφέας φαίνεται να μην συνειδητοποιεί πόσο δύσκολο είναι η πολιτικοποιημένη γραφή να πραγματευτεί τους όρους που θα την κρατήσουν εντός της αισθητικής επικράτειας του κειμένου. Δεν έχει απλώς σημασία «να μιλήσει κανείς την αλήθεια» για να μην ξεχαστούν οι φρικαλεότητες. Καθόλου δεν ισχύει κάτι τέτοιο, και όποιος διατείνεται ότι η όποια αυστηρότητα απέναντι στα λογοτεχνικά κατασκευάσματα είναι αδόκιμη, γιατί ο καθένας τελικά έχει δικαίωμα να γράφει και να εκδίδεται, υποτιμά τη σπουδαιότητα και τη χρησιμότητα της λογοτεχνίας που δεν έρχεται ποτέ να διδάξει, αλλά να ψυχαγωγήσει – μεστά και καταλυτικά. Και εδώ εντοπίζεται συνήθως και το παράδοξο: όσο πιο ακανθώδεις και στιβαρές οι θεματικές που επιλέγει να πραγματευτεί ο συγγραφέας, τόσο υψηλότερος και ο πήχης δημιουργικότητας που καλείται να φτάσει και να υπερκεράσει. Γιατί ο συγγραφέας, όπως εξάλλου και κάθε δημιουργός, καλείται πάντα όχι να πει την αλήθεια, αλλά να επινοήσει την αλήθεια. Καλείται να ανακαλύψει (ή και να κλέψει) τις τεχνικές και τη γλώσσα που θα σαγηνεύσουν τον πάντα ράθυμο αναγνώστη έτσι ώστε να εγκαταλείψει τη μικροαστική βολή του και να σταθεί στον μεταιχμιακό και αενάως αταξινόμητο χώρο της λογοτεχνίας: σε αυτό το μεσοδιάστημα ανάμεσα στις επιστήμες και στη φιλοσοφία. Μεσοδιάστημα που υποχρεώνει πάντα τον δημιουργό να απαντήσει στο γνωστό ερώτημα γιατί η αισθητική είναι της ίδιας συνομοταξίας με την ηθική, ή ακόμη και γιατί, ενίοτε, η μεγάλη φρίκη, αναγνωστικά και δημιουργικά, δύναται να ταυτίζεται με τη μεγάλη απόλαυση – που συνιστά και μια από τις προεκτάσεις της θέσης Αντόρνο. 

Αναγνωρίζω ότι οι τρεις ιστορίες που παρεμβάλλονται ανάμεσα στο σώμα του κειμένου των 95 αραιογραμμένων σελίδων παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Αλλά τρεις, περίπου ασύνδετες ιστορίες με το υπόλοιπο έργο, με τα όποια προβλήματά τους, δεν δύνανται να νοηματοδοτήσουν ένα βιβλίο στο οποίο η συγγραφέας, παράλληλα με τις «πειραγμένες» μαρτυρίες Εβραίων προσφύγων, επιθυμούσε να εμφανίσει τον Πάουλ Τσέλαν ως πρόσωπο που απαγγέλει στίχους από ποιήματά του, και στίχους από τη στιγμή της δημιουργίας τού «Η Φούγκα του θανάτου», αλλά και, στο όνειρο του αφηγητή, μια περιγραφή του έργου του Πικάσο «Το Οστεοφυλάκιο». Και βέβαια όλα αυτά, τα οποία με δέος και θαυμασμό αναφέρουν όλοι οι συντάκτες που έγραψαν για το βιβλίο, μας τα αναφέρει η συγγραφέας στο επίμετρό της καθώς μας εξηγεί τι ακριβώς έπραξε στη νουβέλα της. Καταλήγει: «Θα ήθελα, τέλος, να αναφέρω ότι για τη σύνθεση των ημερολογιακών εγγραφών και τη διαμόρφωση του ύφους του αφηγητή έχω καθοδηγηθεί από τις Μέρες, καθώς και την ποίηση, του Γιώργου Σεφέρη, θέλοντας να αποτίσω τιμή στον δημιουργό, ο οποίος μνημόνευσε και αγάπησε τον κόσμο της Κύπρου». 

Τώρα, επειδή είναι πάντα και θέμα γούστου –πέρα από όποια επιχειρήματα– τι δεν κάθεται καλά στον καθένα, παραθέτω μερικά αποσπάσματα, λίγα μόνο από όσα ξεχώρισα, έτσι ώστε να πάρετε ακόμη μια γεύση της γλώσσας του κειμένου:

«[...] εγώ έγραφα για ανθρώπους. Αλλά δεν είπα τίποτε· τα αυτονόητα είτε που νιώθουνται είτε που δεν θα εξηγηθούν ποτέ» (σ. 12). 

«Ήμασταν όμως μαθημένοι να τη στοχαζόμαστε αλλιώς την καλοσύνη» (σ. 17).

«Το να κρατάς φυλακισμένο κόσμο που δεν έφταιξε είναι μια ακόμη όψη της παλιανθρωπιάς» (σ. 19).

«Ποιος τίμιος άνθρωπος δεν θα ‘νιωθε μια τέτοια ευθύνη, ρωτιέμαι, ποιος δεν θα ντρεπόταν για όλα αυτά; Του ‘σφιξα το χέρι» (σ. 22).

Τόσα άκλαυτα δάκρυα, σκέφτομαι, τόσο κακό και ποιος θα το εξαγοράσει; Μου ’ρχεται να μουγκρίζω (σ. 40).

Τόσο με βουβαίνει ο πόνος των άλλων, που καμιά φορά συλλογιέμαι πως ο Θεός έβαλε την πένα στα δάχτυλά μου για να μην μένει τέλεια ανόητο το πέρασμά μου στον κόσμο (42).

Πίσω μου έμενε η θάλασσα, αιώνιος μάρτυρας, και ποιος να την εξαντλήσει; (σ. 44)

Σαν να είχε έρθει πια ο καιρός αυτό να είναι ο κάμπος, αυτό κι ο κόσμος – πλάσματα μαζί, να υπερασπίζονται τ’ ανυπεράσπιστα» (σ. 88). 

Σπάνια γράφω τόσο αρνητικά για μια νέα συγγραφέα. Βλέπεις, είμαι της άποψης ότι ο νέος συγγραφέας διαβιοί σε μια κατάσταση που χρειάζεται διαρκώς ενθάρρυνση, ή τουλάχιστον η αποθάρρυνσή του πρέπει να είναι ελεγχόμενη και λελογισμένη. Η νουβέλα της Διονυσίου επαινέθηκε όμως τόσο πολύ, από τόσο πολλούς, που νιώθω επιτακτική την ανάγκη κάποιος να διατυπώσει μερικές αντιρρήσεις – διαφορετικά, ο νέος συγγραφέας οδηγείται στην αμετροέπεια. Θα ήθελα λοιπόν κι εγώ να μπορούσα να είχα συναντήσει όλα αυτά τα αξιοθαύμαστα που συνάντησαν τόσοι συντάκτες στο μόλις δεύτερο βιβλίο της συγγραφέως αλλά δυστυχώς δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Θα προτιμούσα βέβαια κάτι πιο ταπεινό, ως απλή νύξη ότι η συγγραφέας συναισθάνεται τι ακριβώς πραγματεύεται και με ποιους επιθυμεί να συνδιαλέγεται και να σχετίζεται· θα ήθελα να μπορούσα να είχα διακρίνει την υπόνοια ύπαρξης ενός θύλακα εντός του οποίου η συγγραφέας θα είχε κάνει μια απόπειρα να μιλήσει περισσότερο με τη δική της φωνή έτσι ώστε να με είχε πείσει κάπως αλλά και να είχε πείσει και τον εαυτό της ότι η καλοσύνη και η ανθρωπιά που ευαγγελίζεται καθώς κλείνει τη νουβέλα της δεν είναι έωλες· παραμυθάκια για παιδιά. 

— Νάσια Διονυσίου, Τι είναι ένας κάμπος, Πόλις: 2021, 112 σελίδες, ISBN: 9789604357765, τιμή: €12.00.