«[...] [Έ]μπνευστής της θεωρίας ότι ένα οποιοδήποτε λογοτεχνικό έργο (αργότερα θα το περιορίσει στο διήγημα) δεν είναι μόνο αυτό που γράφτηκε, αλλά και όλα αυτά που θα μπορούσε να έχουν συντεθεί με τα ίδια συστατικά, δίνοντας έτσι μια προ-ουλιπιανή πρωτοκαθεδρία στην εκδοχή κάθε αναγνώστη [...]» (σ. 114, υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
«28 μικροδιηγήματα» που ερεθίζουν τον αναγνώστη, τον βάζουν, σε σημεία, να γκουγκλίσει και ομολογουμένως, σε άλλα πάλι σημεία, τον υποκινούν στην καθ’ όλα ηδονική απόπειρα κατασκευής/ανακάλυψης κάποιου βαθύτερου συνεκτικού αρμού της συλλογής «[...] ως παραδοχή της ήττας της τεχνικής έναντι του νοήματος, της μοιρολατρίας έναντι της ελπίδας και (γιατί όχι;) του κανόνα έναντι της ελευθερίας» (σ. 71).
Θα αδικούσα κατάφωρα τον Αχιλλέα Κυριακίδη (Κάιρο, 1946) αν έλεγα ότι τελικά δεν βρίσκει ισορροπία ανάμεσα στην τεχνική και το νόημα. Και, μάλιστα, μιλάμε για μια ισορροπία που ικανοποιεί, γιατί δεν είναι προφανής, παρότι ο συγγραφέας εμφανίζεται, μέσω των σημειώσεων που συνοδεύουν τα διηγήματα, λίαν επεξηγηματικός. Στην προσπάθειά του, εικάζω, να προσεταιριστεί χωρίς προκαταλήψεις ή υπεροψία τον αναγνώστη, να μην φανεί δηλαδή κρυπτικός ή στρυφνός, ανοίγει τα χαρτιά του. Πεποίθησή μου πάντως είναι ότι το κείμενο, τρόπον τινά, κραυγάζει να διαβαστεί για να αναμετρηθεί, περισσότερο απ' όσο κάθε λογοτεχνικό έργο αποζητά να διαβαστεί για να δοκιμαστεί στις αντιληπτικές ατραπούς κάθε νου.
Το κερί του Καρτέσιου –τίτλος συλλογής και διηγήματος– όχι μόνο επεξηγείται πλήρως αλλά συνιστά και μια εξαίρετη αναλογία για το σύνολο του εγχειρήματος.
Παραθέτω από τη σημείωση που συνοδεύει το ομώνυμο διήγημα:
«Το περίφημο παράδειγμα του Καρτέσιου [...] τείνει ν’ αποδείξει την ανωτερότητα, αλλά και τη διάρκεια, της νοητικής αντίληψης των πραγμάτων έναντι της αισθητηριακής πρόσληψής τους, όπως ένα κερί που, ακόμα κι όταν λιώνει και συρρικνώνεται και εκφυλίζεται και χάνει κάποιες ιδιότητές του, δε χάνει την ουσία του, αφού δεν παύει να είναι κερί [...]» (σ. 160, υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
Οι ήρωες, σχεδόν στο σύνολο των διηγημάτων, θα αποπειραθούν να επιβεβαιώσουν την ουσία των πραγμάτων ενάντια στο θέατρο των αισθήσεων και παραισθήσεων.
«“Φεύγω, σ’ αφήνω, μόνο έτσι θα πάψεις να σκάβεσαι, μόνο έτσι θα γράψεις για τους άλλους”» (σ. 14), θα ακούσει στον τηλεφωνητή του ο ήρωας στο «Ο άνθρωπος που έχασε τον εαυτό του».
«“Να τελειώσω πρώτα εδώ, κακομοίρα μου”» (σ. 18) θα απαντήσει στην προσευχή της ηρωίδας η ίδια η Παναγία στο «Γονυκλισίες».
«Τόσο βουνό, σκέφτηκε ο νους του, πώς το σήκωσα;» (σ. 21) θα διερωτηθεί ο ήρωας στο «Κάθοδος», όταν θα πισωκοιτάξει το ύψωμα από το οποίο κατεβαίνει προς το τέλος της ζωής του.
Στο «Σταντάλ» η ουσία των πραγμάτων θα κυριεύσει τον μπλαζέ επισκέπτη της Royal Academy of Arts δια των αισθήσεων, όπως κοιτάζει τα μόλις ανακαλυφθέντα έργα ενός άγνωστου ζωγράφου της πρώιμης αναγέννησης.
Τα αρχικά, ευθύβολα, διηγήματα δίνουν τη θέση τους σε πιο απαιτητικές κατασκευές που τείνουν όμως να κινούνται σε γνώριμες μπορχικές ατραπούς, όπως το «Αεροδρόμια», όπου διά εντυπωσιασμού, σκώμματος και ειρωνείας θα αναιρεθεί η ίδια η θεματική του: «Δεν θέλω να ’ρθεις στο αεροδρόμιο» (σ. 43). Ή το «All’s Welles That Ends Welles», που συναρμόζει τον μπορχικό Πιερ Μενάρ με τον Δον Κιχώτη του, όχι μόνο με τη Δική του Κάφκα αλλά και με την πληθωρικότητα του Όρσον Ουέλς: «το τέλος ή θα είναι οικουμενικό ή δεν θα είναι» (σ. 61).
Ξεχωρίζω το έμπλεο ειρωνείας «Περί της εν πολλαίς αμαρτίαις», όπου κάνει την εμφάνισή του και ο «αμερικάνος κριτικός και στοχαστής Κρίστιαν Γκρέινβιλ», “alter ego” του συγγραφέα: «Σ’ ένα άλλο (μικρό) δοκίμιό του, “What Makes a Good Poem?” (“Πότε ένα ποίημα θεωρείται καλό;”), που δημοσιεύτηκε λίγο μετά το θάνατό του, ο Γκρέινβιλ απαντά στη διερώτησή του αρνητικά: “Κακό ποίημα είναι αυτό που, είτε του αφαιρέσεις είτε του προσθέσεις στίχους, όχι μόνο δε θα πάθει τίποτα, αλλά μπορεί και να βελτιωθεί”. Για το πρώτο, δεν έχω πρόχειρο καλύτερο παράδειγμα από την κατακρεούργηση της Έρημης Χώρας του Έλιοτ από τον Πάουντ· για το δεύτερο, το στίχο “ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη” που συμπλήρωσε στο χειρόγραφο τροπάριο ο αυτοκράτωρ Θεόφιλος όταν τρύπωσε στο μοναστικό κελί της φυγόστοργης Κασσιανής» (σσ. 71-72).
Ειδική μνεία στο «Ζεν», που, όχι τυχαία, ξεκινάει με ένα απόσπασμα που βρίσκεται και στο οπισθόφυλλο:
«“Αν όλοι οι άνθρωποι έκλειναν ταυτόχρονα και για μισό λεπτό τα μάτια, σ’ αυτό το μισό λεπτό πού θα ήταν ο κόσμος;” ρώτησε ο μαθητής.
“Εκεί που είναι πάντα: στη φαντασία των τυφλών” απάντησε ο δάσκαλος του ζεν» (σ. 147).
«[...] [Ό]χι μόνο είχε καταγοητευτεί απ’ αυτά τα ευφυή παραδοξολογήματα (πολλά από τα οποία περιστρέφονταν γύρω από την ιδέα ότι ο κόσμος είναι ένα δημιούργημα της σκέψης μας, ένα εκτόπλασμα της φαντασίας μας, ένα μπερκλεϊανό παράδοξο όπου όλα ζουν αλλά τίποτα δεν υπάρχει όσο δεν υποπίπτει στις αισθήσεις μας), αλλά και βρήκε σ’ αυτά μια φιλοσοφική διάγνωση της νοητικής του ιδιαιτερότητας: μια διαρκή αμφισβήτηση της αναγκαιότητας, της ακρίβειας, της αποτελεσματικότητας, αν όχι και της ίδιας της υπόστασης της μνήμης, ζούμε σ’ έναν ακαριαίο ενεστώτα, μηδενικής διάστασης, που απέκλειε όχι μόνο κάθε νοητική αναδρομή, αλλά και την κατάστρωση οποιουδήποτε σχεδίου, ακόμη και για το πιο βραχυπρόθεσμο μέλλον» (σσ. 147-8).
Το συγκεκριμένο διήγημα, που, και πάλι όχι τυχαία, εντοπίζεται σχεδόν στο τέλος του βιβλίου, εξωθεί στα λογικά άκρα του το λάιτ μοτίφ της συλλογής: το κερί του Καρτέσιου. Η νοητική πρωτοκαθεδρία της αντίληψης των πραγμάτων, η ουσία τους, συγκρούεται με το αισθητηριακό μέτωπο της εμπειρίας. Αν ο κόσμος «πέθαινε κι ανασταινόταν με κάθε ύπνο, αν όχι με κάθε σκαρδαμυγμό» (σ. 150), τότε και μόνον τότε η ουσία θα ταυτιζόταν με τα συμπεράσματα των αισθήσεων. Όλο αυτό δεν είναι μόνο ένα παιχνίδισμα στην πλοκή του διηγήματος, ο ήρωας εξάλλου καταλήγει –και με τις δύο σημασίες– ανοϊκός, αλλά συνιστά και κομβική μπορχική αναφορά από το διήγημα «Τλον, Ούκμπαρ, Όρμπις Τέρτιους» (Μυθοπλασίες, 1944). Στον πλανήτη Τλον η ζωή είναι κάπως σαν αυτό το «μπερκλεϊανό παράδοξο όπου όλα ζουν αλλά τίποτα δεν υπάρχει όσο δεν υποπίπτει στις αισθήσεις μας».
Γράφει ο Νάσος Βαγενάς:
«Οι κάτοικοι του Τλον [...] (και ο Μπόρχες θα πρέπει να θεωρηθεί κάτοικος αυτού του πλανήτη), δεν αναζητούν την αλήθεια, ούτε την αληθοφάνεια, αλλά, όπως οι υπερρεαλιστές, την έκπληξη· [...] την συναντούν μαζί με τον Μπόρχες στην ίδια κορυφή, στο θαυμάσιο, που είναι το κοινό σημείο της υπέρβασης του συναισθήματος και της διάνοιας» (Η λογοτεχνία στο τετράγωνο – Σημειώσεις για τη γραφή του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Πόλις 2020, σ. 22, υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
Είναι και ο Κυριακίδης, καιρό τώρα, κάτοικος του Τλον και η στόχευσή του έχει να κάνει με αυτή τη μεταφυσική του θαυμάσιου. Αυτό είναι το νοηματικό, και όχι απλώς αισθητηριακό, σημείο φυγής του.
Ας διατυπώσω όμως και τις αντιρρήσεις μου. Ο Κυριακίδης ξέρει πώς να κατασκευάζει έναν δόκιμο φορμαλισμό ακραίας ελλειπτικότητας –μικροδιήγημα, αφορισμός, αποφθεγματική σοφία ή σοφιστεία–, αλλά κάπου εκεί ελλοχεύει και το πρόβλημα. Η συλλογή, σε πολλά σημεία, αποπνέει περισσότερο την ελιτιστική οξύνοια ενός μπουρζουά του πνεύματος, παρά τη λογοτεχνική μεστότητα που θα ικανοποιούσε βαθιά χωρίς να γεννάει αυταρέσκεια στον αναγνώστη. Εξηγούμαι. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι ο αναγνώστης συλλαμβάνει τον εαυτό του να νιώθει ευχαρίστηση, όχι γιατί ο συγγραφέας τον παρέσυρε σε μια προνομιακή θέαση κάποιας έκφανσης του κόσμου, όχι γιατί ο συγγραφέας τον έκανε να νιώσει ότι είναι ζωντανός –ψηφίδα ενός καλειδοσκοπικού συνόλου– αλλά γιατί ο ίδιος είναι αρκούντως αναγνώστης. Ήγουν, έξυπνος, καλλιεργημένος, όχι απλώς συλλέκτης στείρας γνώσης αλλά ένας δεινός συναρμολογητής κόσμων: ιδανικός για να αξιωθεί ένα τέτοιο κείμενο.
«Και μπορεί να μη “θυμόταν” τον Κανόνα του παιχνιδιού, ας πούμε, αλλά η ταινία ερχόταν στο μυαλό του με όλη τη στροβιλιστή μεγαλοφυΐα της, μόλις μια κουβέντα του με φίλους έστελνε στον αέρα ανύποπτες λέξεις, όπως “κυνήγι” ή “καντρίγιες” ή “κουνέλι” ή “βάθος πεδίου”, ακόμα και “Ρενουάρ”, έστω κι αν η αναφορά είχε να κάνει με τον ιμπρεσιονιστή πρόγονο» (σ. 149).
Ο Κυριακίδης δεν εμφανίζεται πουθενά αλαζονικός ή υπερφίαλος. Επουδενί δεν του προσάπτω κάτι τέτοιο. Εμφανίζεται όμως μπορχικός (sic). Και αυτό, όπως συνειδητοποίησα, κομίζει, τελικά, και ένα άχθος. Ο αναγνώστης, επαναλαμβάνω, τον διαβάζει αυτάρεσκα. Θα κάνω μια αντιπαράθεση με δύο συγγραφείς, βιβλία των οποίων αξιολόγησα πολύ πρόσφατα, που εμφανίζονται παρομοίως μπορχικοί (sic), αλλά δεν γεννούν στον αναγνώστη αυταρέσκεια. Αναφέρομαι στους Σταύρο Κρητιώτη και Άγη Πετάλα, οι οποίοι εγκιβωτίζουν την οξύνοιά τους σε εκτενέστερες, πολυπλοκότερες, αλλά πιο προσηνείς κατασκευές – ακόμη και όταν επιδίδονται σε ακραίες συμπυκνώσεις.
Για να το θέσω εικαστικά, και κάπως περιπαικτικά, ο Κυριακίδης εμφανίζεται ως Βελάθκεθ και όχι ως Θεοτοκόπουλος. Εμφανίζεται ως Καραβάτζο και όχι ως Βερμέερ. Κατανοώ ότι κι εγώ, φευ, με τη μομφή της αυταρέσκειας που διατείνομαι ότι γεννά η ανάγνωση της συγκεκριμένης συλλογής, εμφανίζομαι ως Ιερώνυμος Μπος των Επτά Θανάσιμων Αμαρτημάτων. Δεν υποβιβάζεται όμως ο συγγραφέας με το να του προσάπτουν την ταμπέλα «Βελάθκεθ» ή «Καραβάτζο», απλώς, να, νιώθει κανείς κάποιες στιγμές ότι το έργο τέχνης δεν χρειάζεται να είναι προκρούστεια κλίνη: δεν χρειάζεται να αναμετρηθείς μαζί του, αλλά απλώς να το διαβάσεις.
— Αχιλλέας Κυριακίδης, Το κερί του Καρτέσιου και άλλα διηγήματα, Πατάκη: 2024, 176 σελίδες, ISBN: 9786180709414, τιμή: €12.20.