Skip to main content
Σάββατο 15 Μαρτίου 2025
Το «μη συγκλονιστικό»

Η “δυστοπία” στο πλαίσιο της οποίας εκτυλίσσεται ο μύθος του Φοίβου Οικονομίδη (Αθήνα, 1997) ελάχιστα διαφέρει από το σήμερα. Κάνει ίσως περισσότερη ζέστη, η προσκόλληση στις οθόνες είναι πιθανώς πιο εμμονική, η διαφήμιση κυριαρχεί. Η ποσοτική αυτή διαφοροποίηση έχει όμως σημαντικό αντίκτυπο. Εκατομμύρια νέοι σε όλο τον κόσμο φαίνεται να έχουν καθηλωθεί στα κρεβάτιά τους, χωρίς να παρουσιάζουν κάποια παθογένεια, πέρα ίσως από τα συμπτώματα ενός ιδιότυπου burnout. 

«Υπήρχε κάτι, ένα ύψος, μια κορυφή που δεν έφτανα ποτέ. Ό,τι κι αν έκανα, δεν ήμουν αρκετός γι’ αυτήν. Αλλά δεν υπήρχε κι ο χώρος για να ψηλώσω. Έφτανες στον στόχο, έπαιρνες την προαγωγή, έπαιρνες τον νέο τίτλο, έπαιρνες την επιβεβαίωση από το σώμα κάποιου άλλου, αλλά τίποτα δεν ήταν αρκετό. Τη μια η σκάλα ήταν ατελείωτη, πήγαινε και πήγαινε και δεν σταματούσε ποτέ, την άλλη δεν υπήρχε καν. [...] Χρειαζόταν κάτι ακόμα, έπρεπε να υπάρχει κάτι μεγαλύτερο απ’ όλα αυτά, έπρεπε κάποια στιγμή, πριν να πεθάνεις, να φτάσεις εκεί, γιατί αλλιώς δεν ξέρω κι εγώ τι θα έκανες. Και γι’ αυτό ήσουν με την ψυχή στο στόμα, κι ένιωθες το σώμα και το μυαλό σου στραγγισμένα» (σ. 72). 

Ο 27χρονος Δημήτρης Μπακάλμπασης, μέσα από τη φωνή του οποίου παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα, είναι προγραμματιστής στη Span, μια πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης με εξαιρετική διείσδυση στο νεανικό κοινό, μέλη του οποίου τυγχάνει να έχουν νοσήσει. 

Τίποτα από όσα προτάσσει ο συγγραφέας δεν ξενίζει τον αναγνώστη. Κατανοεί τη λογική των καταστάσεων που σκιαγραφούνται και μερικώς συμπάσχει. Τελικά, όμως, αδυνατεί να βυθιστεί στον μύθο. Για μυθιστόρημα που στηλιτεύει τον απόλυτο στόχο κάθε μέσου κοινωνικής δικτύωσης –«Πώς θα σε κάνω να μείνεις;» (σ. 35)–, κάτι φαίνεται να λείπει από το Γιακαράντες.  

Το πρόβλημα είναι ότι ο ίδιος ο συγγραφέας μοιάζει να προσεγγίζει τη συνθήκη που αποτυπώνει σαν να βρίσκεται εκτός της. Η γλώσσα, το ύφος, η αλληλουχία των γεγονότων, η προσήνεια και σαφήνεια του μηνύματος που συμπυκνώνεται στον τίτλο· όλα μοιάζουν παραδοξως σαν να έχουν γραφτεί όχι από έναν συνομήλικο του αφηγητή αλλά από κάποιον μικρομέγαλο. 

Προς υπεράσπιση αυτής της ιδιότυπης οπτικής που αποπνέει η αφήγηση, διαβάζοντας κανείς το μυθιστόρημα διαπιστώνει το αμφίβολο κατασκεύασμα των αυστηρά οριοθετημένων γενεών. Το διαγενεακό χάσμα είναι σε αρκετά σημεία μια χονδροειδής απλούστευση των λεπτών διαβαθμίσεων που χωρίζουν αλλά και συμπλέκουν τις γενιές σε ένα λειτουργικό πεδίο απρόσμενων προσχώσεων. 

Για του λόγου το αληθές, ο Οικονομίδης προσφέρει μια μυθιστορηματική αποτύπωση δομικών σημείων του δοκιμιακού Η Κοινωνία της κόπωσης (μτφρ.: Ανδρέας Κράουζε, Opera, 2015) του Μπιούνγκ-Τσουλ Χαν. Βιβλίο που εκδόθηκε στη Γερμανία το 2010, από έναν συγγραφέα γεννημένο το 1959, όταν ο Οικονομίδης ήταν δεκατριών ετών. Μπορεί λοιπόν ο Οικονομίδης να πιστεύει ότι γράφει βιωματικά αλλά η οπτική του δεν παύει να είναι επηρεασμένη από θεωρητικά εργαλεία τουλάχιστον μιας δεκαπενταετίας. 

Παραθέτω από το Η κοινωνία της κόπωσης:

«Το εξαντλημένο, καταθλιπτικό επιδοσιακό (sic) υποκείμενο φθείρεται κατά κάποιο τρόπο από τον εαυτό του. Είναι κουρασμένο, εξουθενωμένο από τον εαυτό του, από τον πόλεμο που διεξάγει κατά του εαυτού του. Ανήμπορο να βγει από τον εαυτό, να είναι εκτός, να εγκαταλείψει τον εαυτό του προς τον Άλλο, προς τον κόσμο, γαντζώνεται στον εαυτό του, κι αυτό, όλως παραδόξως, καταλήγει στη σκαφή και κένωση του Εαυτού. Το υποκείμενο φθείρεται σαν να ’ταν μέσα σ’ έναν τροχό του χάμστερ που γυρίζει όλο και πιο γρήγορα γύρω από τον εαυτό του» (Χαν, σ. 21, υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).

Γράφει ο Οικονομίδης: 

«Εκείνη την Πέμπτη, λοιπόν, πήγαμε με τον Γιώργο για spinning. Η προπόνηση γινόταν στην αίθουσα που έμοιαζε με κλαμπ, με τα ηχεία, τα φώτα και τα ποδήλατα. Ο προπονητής καθόταν στο δικό του, υπερυψωμένο ποδήλατο [...]. [...] [Τ]α φώτα αναβόσβηναν και τρεμόπαιζαν μπλε και λευκά, ενώ εμείς πηγαίναμε, κυρίως στο σκοτάδι, ακολουθώντας τις εντολές που μας φώναζε από το χειλόφωνό του [...]» (σ. 111). 

Όπως και:

«Ο κόσμος γύρω είχε πάψει να βγάζει νόημα, το οξυγόνο ήταν μονίμως λιγοστό, οπότε είχε πιάσει ο καθένας από μια γωνιά και είχε στραφεί μέσα του, να καταλάβει τι γίνεται εκεί έστω. Αλλά δυστυχώς δεν μπορούσε» (σ. 69). 

Το Γιακαράντες επικεντρώνεται σε μια έκφανση του προβληματισμού που θίγει ο Χαν, έτσι όπως ο Οικονομίδης αναφέρεται στο κοινό της γενιάς του. Το βαθύτερο πρόβλημα όμως είναι ότι αποτυγχάνει να εκμεταλλευτεί δεόντως το ιδεολογικό οπλοστάσιο περιπτώσεων όπως ο Χαν. Διευκρίνηση: διαβάζω τον Μπιούνγκ-Τσουλ Χαν περισσότερο σαν μυθοπλασία παρά σαν φιλοσοφία. Δεν είναι τίποτα από τα δύο. Βρίσκω απολαυστικές τις συνδέσεις και τις νοηματικές ακροβασίες του αλλά είμαι της άποψης ότι συνιστούν περισσότερο ρητορεία παρά επιχειρηματολογία. Με άλλα λόγια, ιδανικό υλικό για μυθιστορήματα. 

Και γιατί θα έπρεπε ο Οικονομίδης να γνωρίζει την ύπαρξη του Χαν; θα ρωτήσει κάποιος. Μέρος του καμβά προσχώσεων, που συναρμόζει λειτουργικά τις γενιές, είναι και η έκθεση σε ιδέες που ενώ στερούνται ρητή γενεαλογία, ανακυκλώνονται συστηματικά μέσα από τις ατραπούς της κοινωνικής δικτύωσης. 

Ο Οικονομίδης αδυνατεί να περάσει στον αναγνώστη τη βαθύτερη ρευστότητα και «υβριδικότητα» (άλλος ένας όρος του Χαν) της εποχής. Τη ρευστότητα και υβριδικότητα μιας εποχής που εξισώνει γενιές, χαρακτήρες και δεξιότητες μέσα από αυτή την ιδιότυπη αναγωγή τους σε προϊόντα: είμαστε όλοι «content creators» προς κατανάλωση. Τη ρευστότητα της αδυναμίας να επινοεί ο καθένας ερείσματα πάνω στα οποία να μπορεί να χτίσει τη βιωματική αλήθειά του. Ο Οικονομίδης, λόγω ηλικίας ή απειρίας, επικεντρώνεται τόσο πολύ στην παρέα των συνομηλίκων του, που χάνει το μυθιστορηματικό πλαίσιο. Χάνει τη δυνατότητα να πει μια ιστορία που να ενδιαφέρει και κάποιον πέρα από τους εικοσάχρονους. Και αυτό μπορεί να ακούγεται παράδοξο, γιατί ανέφερα και το μικρομέγαλο ύφος του κειμένου. Εξηγούμαι: Ο συγγραφέας δεν είναι ότι προσφέρει διαλόγους ή μυθιστορηματικές προκείμενες που στερούνται αληθοφάνειας. Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στη γλώσσα του πρωτοπρόσωπου αφηγητή. Αντιθέτως. Όλα, μέσα στην αποδιοργάνωσή τους, φαντάζουν συγκροτημένα, δομημένα, αλλά κυρίως αναμενόμενα. Όλα βαίνουν καλώς, αλλά και όλα κινούνται, αυστηρά, μέσα σε ελεγχόμενες ζώνες παραμόρφωσης. Οι εικοσάχρονοι ήρωες, για παράδειγμα, καταφεύγουν στη χρήση αμφεταμινών ως αντίμετρου στο συλλογικό burnout που βιώνουν τόσο πολλοί συνομήλικοί τους. Πέρα όμως από τη συμβολική αυτή απόδραση, οι πρωταγωνιστές θα αφήσουν πίσω την καθημερινότητά τους για να βρεθούν στο μερικώς εγκαταλειμμένο εξοχικό μέλους της παρέας, σε μια απόπειρα να συναντηθούν μεταξύ τους, μήπως κι έτσι ανακαλύψουν και τους εαυτούς τους. 

Το μυθιστόρημα υποσκάπτεται ακριβώς σε αυτή τη νομοτέλεια της εκτέλεσής του, που διστάζει να βγει εκτός πλαισίου. Ο Οικονομίδης, εικάζω, υπό το βάρος του Κρατικού Βραβείου Πρωτοεμφανιζόμενου το ‘21, παραμέρισε τον αυθορμητισμό της ηλικίας του προς όφελος πιο συγκροτημένης δουλειάς, και εκεί παρερμήνευσε την έννοια της συγκρότησης. Έπνιξε το μυθιστόρημα στον υπερβάλλοντα ζήλο της ευταξίας. Εξού και το μικρομέγαλο ύφος.  

Για παράδειγμα, η αναφορά και μόνο μιας φράσης του Μπένγιαμιν, δεν αρκεί για να φορτίσει το κείμενο με την αξία «Μπένγιαμιν», μέσω ενός δήθεν επιχειρήματος υπέρ της πλατφόρμας Span. «Ο Ανδρέας διάβαζε, δεν ήξερα πού έβρισκε τον χρόνο, αλλά διάβαζε πολύ» (σ. 39), γράφει ο Οικονομίδης, αλλά ο Ανδρέας, που ανακαλεί τη φράση, φαντάζει τόσο εκτός πλαισίου Μπένγιαμιν –«Από την ώρα που μπήκα στο γραφείο του δεν είχα ακούσει τη μουσική. Δεν είχα παρατηρήσει καν τον ίδιο τον Ανδρέα που κάθε τόσο ξεσπούσε σε έναν μικρό, σύντομο χορό στον ρυθμό της, με τα χέρια και το κεφάλι του, κάποια στιγμή παίζει να πετάχτηκε και όρθιος, να κουνήθηκε και να ξανακάθισε» (σ. 43)– που, όχι μόνο ξεβολεύει τον αναγνώστη αλλά δυναμιτίζει και τη ροή του μύθου.

Αναφέρω όμως, ως δείγμα υπερβάλλουσας ευταξίας, τις αποσπασματικά δοσμένες εικόνες που ανοίγουν τον μύθο. “Εικόνες” που κόβονται στη μέση μιας λέξης, ως απείκασμα αέναου doom-scrolling και διαρκούς διάσπασης προσοχής, που στοιχειοθετεί και τη βάση της εφαρμογής Span, από το «attention span» (σ. 179). 

Ακόμα όμως και η προσθήκη, σε μια κορύφωση του μύθου, της προβληματικής που εντοπίζεται γενικά στη διαφήμιση, συνιστά ψηφίδα που δεν ενσωματώνεται οργανικά στην πλοκή. Νιώθει κανείς ότι ένας ήρωας που δυσανασχετεί στην εργασιακή συνθήκη του εργαζόμενου στη διαφήμιση, με τα εξοντωτικά ωράρια και τη διαρκή αφαίμαξη ιδεών, παρά τις όποιες εύστοχες παρατηρήσεις, δεν παύει να είναι, ως αναφορά, τετριμμένη. Για την επικυριαρχία της διαφήμισης μιλάει, για παράδειγμα, ο Ντον Ντελίλο στο Λευκός θόρυβος το 1985. 

«Τα πάντα ήταν διαφήμιση. Δεν υπήρχε τίποτα, τίποτα, τίποτα άλλο πέραν της διαφήμισης. Όσο πραγματικό ήταν ένα οποιοδήποτε προϊόν, άλλο τόσο πραγματικός ήταν και ο επόμενος πρωθυπουργός της χώρας» (σ. 91), γράφει ο Οικονομίδης. Θα περίμενε κανείς ότι αναφορές του είδους θα είχαν απαλειφθεί ως κοινότοπες. 

Ακόμα και η ίδια η κατάληξη, η περίφημη «επιστροφή πίσω», που προοικονομείται μεθοδικά, μέσα από ποικίλες σκιαγραφήσεις, εκβάλλει τελικά σε μια κοινοτοπία ολκής, που συμπυκνώνεται και στο νόημα του τίτλου: 

«Κάποια στιγμή, προχωρώντας καταλαβαίνεις ότι, πράγματι, τίποτα δεν είναι αρκετά συγκλονιστικό. Τίποτα στη ζωή, εκτός από την ίδια τη ζωή. Από το γεγονός ότι είσαι εδώ κι ότι μπορείς να ζήσεις, να περπατήσεις δίπλα σε άλλους. [...] Αφού τίποτα δεν είναι συγκλονιστικό και τίποτα μεγαλύτερο δεν κρύβεται από κάτω, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην γυρίσεις πίσω, σε όλα τα μη συγκλονιστικά. Να τα απολαύσεις. Να τα ζήσεις, δεν υπάρχει μεγαλύτερο πράγμα από αυτό» (σ. 228). 

Το Γιακαράντες γέρνει περισσότερο προς σενάριο παρά προς μυθιστόρημα. Υπάρχει εικονοποιητική εμμονή, που μπορεί να υποστηρίζει το επίδικο της πλατφόρμας Span, αλλά οι βαθύτεροι προβληματισμοί του συγγραφέα δεν ενσωματώνονται μυθιστορηματικά στο κείμενο με τη χρήση διαλόγων και εικόνων. 

Παρά τις όποιες αντιρρήσεις, διακρίνω όμως την ευχέρεια στην αφήγηση, που, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να δώσει καρπούς. Ο Οικονομίδης πάντως δεν βρίσκεται στο σημείο να εγκιβωτίζει στον πυρήνα του μυθιστορήματός του έναν άνθρωπο που παρατηρεί γιακαράντες. Στη λογοτεχνία, η δόκιμη αποτύπωση του «μη συγκλονιστικού» είναι κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση. 

— Φοίβος Οικονομίδης, Γιακαράντες, Εστία: 2024, 240 σελίδες, ISBN: 9789600519457, τιμή: €16,00.