Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Μια πύρρειος νίκη για τη «Διεθνή των Καλών»

Στο μυθιστόρημα του Νικόλα Ζηργάνου Επιχείρηση «Νόστος» προτάσσεται το εξής μότο: «Ό,τι γράφουμε συνέβη. Τίποτα δεν συνέβη όπως το γράφουμε» (σ. 9). Αρχικά δεν έδωσα σημασία, το εξέλαβα ως παραδοξολόγημα. Κατάλαβα τι σήμαινε μόνο μετά την ανάγνωση του βιβλίου: ο συγγραφέας μάς προειδοποιεί ότι η πλοκή του βασίζεται σε αληθινή ιστορία που έχει υποστεί μυθοπλαστική επεξεργασία. Αυτή η διαπίστωση άλλαξε τον τρόπο που διάβασα το μυθιστόρημα τη δεύτερη φορά.

Ο κινηματογραφικός όρος docufiction αναφέρεται σε ταινίες που συνδυάζουν ντοκιμαντερίστικες τεχνικές με στοιχεία μυθοπλασίας. Κάτι (περίπου) αντίστοιχο στην αστυνομική λογοτεχνία είναι και το Επιχείρηση «Νόστος»: η περιγραφή του ρεπορτάζ ενός true crime με μυθιστορηματικούς όρους. Ο συνδυασμός ακούγεται ενδιαφέρων. Μένει να αποδειχτεί αν ο συγγραφέας χειρίστηκε επιτυχώς την ιδέα του.

Ως γενική αρχή, πιστεύω ότι προς κρίση σε ένα λογοτεχνικό έργο είναι το ίδιο το κείμενο και μόνο. Με άλλα λόγια, δεν (πρέπει να μας) ενδιαφέρει ούτε το βιογραφικό του συγγραφέα, ούτε η πηγή της έμπνευσής του, ούτε αν πρόκειται για αληθινή ιστορία, ούτε αν (και κατά πόσο) συμμετείχε ο ίδιος στην ιστορία που αφηγείται. Κατά συνέπεια, σκόπευα να αντιμετωπίσω το Επιχείρηση «Νόστος» ως μυθιστόρημα – γιατί έτσι προσδιορίζεται στην έκδοση. Τα προβλήματα άρχισαν όταν διάβασα σε συνεντεύξεις (και σε κριτικές/παρουσιάσεις) ότι η ιστορία είναι όντως αληθινή (στην ουσία της, όχι στις λεπτομέρειες) και ότι ο συγγραφέας, ως δημοσιογράφος, έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτήν. Από τη στιγμή όμως που ο ίδιος επέλεξε να μην χρησιμοποιήσει τα πραγματικά ονόματα των εμπλεκομένων (αν και κάποια από αυτά είναι αναγνωρίσιμα από τα συμφραζόμενα, έτσι κι αλλιώς), αλλά και να προσθέσει στοιχεία από διάφορες άλλες υποθέσεις στην πλοκή, όφειλα και πάλι να αγνοήσω τα παράφερνα και να εστιάσω στο κείμενο και μόνο. Εντούτοις, από τη στιγμή που έμαθα ότι στηρίζεται σε πραγματική ιστορία, όσο κι αν το ήθελα, δεν μπόρεσα να απεμπλακώ από τα γεγονότα και να διαβάσω το κείμενο ως αμιγές μυθιστόρημα. Η ζημιά είχε γίνει: τη δεύτερη φορά το διάβασα ως «εμπλουτισμένο ρεπορτάζ». Ανθρώπινο το ολίσθημα: δεν μπορείς να ξεμάθεις κάτι που έμαθες. Φταίει όμως και ο Ζηργάνος, ο οποίος τονίζει ότι αυτό που έγραψε είναι μεν προϊόν μυθοπλασίας, αλλά μέσα από τη ματιά ενός μαχόμενου δημοσιογράφου: η μυθοπλασία στην υπηρεσία της ερευνητικής δημοσιογραφίας.

Παρ’ όλα αυτά, θα προσπαθήσω να το αντιμετωπίσω ως προϊόν μυθοπλασίας – γιατί έτσι ακριβώς θα το αντιμετωπίσει και ο ανυποψίαστος αναγνώστης.

Το Επιχείρηση «Νόστος» είναι αστυνομικό procedural: η βήμα προς βήμα διαδικασία διαλεύκανσης ενός οικονομικού, πολιτικού και πολιτισμικού εγκλήματος από τον δημοσιογράφο Αλέξη Καρρά (και την εφημερίδα Ελευθερία) και τον αστυνόμο Γρηγόρη Γεωργίου (και την ομάδα του). Δεν είναι noir και κακώς προωθείται ως τέτοιο: τα μπαρ, τα ποτά και τα ξενύχτια –και οι φόνοι (καλύτερα: οι θάνατοι· από τους τέσσερις που αναφέρονται, μόνο ο ένας είναι αποδεδειγμένα φόνος εκ προμελέτης)– δεν καθιστούν απαραίτητα noir ένα μυθιστόρημα. Πρόκειται ξεκάθαρα για procedural· αυτό δεν το λέω για κακό, αλλά πρέπει κάποτε να πάψουν όλοι οι εμπλεκόμενοι (συγγραφείς, εκδότες, βιβλιοπαρουσιαστές) να βάζουν αυθαίρετα ταμπέλες. Άλλωστε, η ειδολογική κατάταξη ελάχιστη σημασία έχει: τα κείμενα, στο τέλος, μένουν μόνα τους – και λένε τη δική τους ιστορία.

Η ιδιαιτερότητα του Επιχείρηση «Νόστος» έγκειται στο θέμα του: μια υπόθεση αρχαιοκαπηλίας που διαδραματίζεται στα μέσα της δεκαετίας του 2000 σε εφτά χώρες και δύο ηπείρους. Ευχάριστη παρέκκλιση από τις συνήθεις θεματικές (ναρκωτικά, τράφικινγκ, κακοποίηση κ.λπ.) και κίνητρα (απληστία, εκδίκηση, εξουσιομανία κ.λπ.). Φυσικά, σε μια υπόθεση αρχαιοκαπηλίας όπου αλλάζουν χέρια μαύρα εκατομμύρια ευρώ, όπως η συγκεκριμένη, είναι επόμενο να εμφιλοχωρεί η απληστία του εύκολου πλουτισμού, οπότε αυτό είναι και πάλι το βασικό κίνητρο. Επίσης, για να συντελεστεί ένα μείζον διεθνές έγκλημα αρχαιοκαπηλίας, χρειάζεται να συνδράμουν αργυρώνητοι κρατικοί λειτουργοί (αστυνομικοί, δικαστικοί, δημόσιοι υπάλληλοι), κεφαλαιούχοι αποδέκτες (μεσάζοντες έμποροι έργων τέχνης, πλούσιοι συλλέκτες, μουσεία) και οργανωμένοι εγκληματίες (λαθρανασκαφείς, συμμορίτες, διακινητές). Άρα, αρχαιοκαπηλία σε διεθνή κλίμακα χωρίς διαφθορά και διαπλοκή δεν νοείται. Εντούτοις, ο Ζηργάνος, ως δημοσιογράφος, πάει ακόμα παραπέρα και διερευνά για τον καθοριστικό ρόλο των διαπλεκόμενων εξουσιών (συγκεκριμένα: της εκτελεστικής, της δικαστικής και των ΜΜΕ) στην υπόθεση – και είναι αυτή η διευρυμένη παράμετρος της πολιτικής εντέλει κάλυψης (και συγκάλυψης) που δίνει πρόσθετη αξία στο μυθιστόρημά του. Αν έπρεπε να κρατήσω δύο ακόμα χαρακτηριστικά από το Επιχείρηση «Νόστος» θα ήταν η ανάλυση του πώς λειτουργεί ένα διεθνές κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας και η αγωνία του εκδότη και του διευθυντή της Ελευθερίας (της εφημερίδας όπου δούλευε ο Καρράς) αφενός να μην κλείσει η εφημερίδα (που έκλεισε τελικά) και αφετέρου να αποκτήσουν ακόμα μεγαλύτερη εξουσία, έτσι ώστε, προκαλώντας ευνοϊκές για τους ίδιους πολιτικές εξελίξεις, να προστατέψουν τα οικονομικά τους συμφέροντά.

Έχει ήδη καταστεί σαφές ότι, θεματικά, το Επιχείρηση «Νόστος» ανοίγει πολλά μέτωπα. Αυτό κατά κανόνα λειτουργεί αρνητικά στην οικονομία ενός μυθιστορήματος. Ο Ζηργάνος χρειάστηκε 435 σελίδες για να πει την ιστορία του (και δεν φλυαρεί ιδιαίτερα, πρέπει να πω) και καμιά πενηνταριά σημαντικούς χαρακτήρες (δημοσιογράφους, δικαστικούς, αστυνομικούς και εγκληματίες). Παρ’ όλα αυτά, διαχειρίστηκε καλά τον υλικό του: η πλοκή ρέει αβίαστα, είναι κατανοητή, δεν έχει τρύπες και είναι αληθοφανής.

Δύο ενστάσεις μόνο: (α) η σύμπτωση να δουλεύει στο Υπουργείο Πολιτισμού η ανιψιά μιας γειτόνισσας του Καρρά, η Αλκμήνη, η οποία, έχοντας πρόσβαση σε απόρρητα κρατικά έγγραφα και όντας αρχαιολόγος, θα τον βοηθήσει καθοριστικά στην έρευνα (βλ. σσ. 202-204)· (β) η σύμπτωση να κερδίσει ο Καρράς ένα τριήμερο ταξίδι στην Ευρώπη, ακριβώς τη στιγμή που επείγεται να πάει για έρευνα στο Λονδίνο και είναι απένταρος (βλ. σσ. 155-156). Οι συμπτώσεις δεν έχουν θέση σε ένα αστυνομικό. Ακόμα κι αν όντως η τύχη έπαιξε ρόλο στην πραγματικότητα (γιατί στη ζωή υπάρχουν συμπτώσεις), ο συγγραφέας θα έπρεπε να επέμβει υπέρ της μυθοπλασίας.

Η δομή είναι περίπλοκη, χωρίς όμως αυτό να δημιουργεί προβλήματα. Το κείμενο χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια, το καθένα με πολλά υποκεφάλαια. Το βάρος της αφήγησης πέφτει στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες, τον Καρρά και τον Γεωργίου, και η οπτική γωνία εναλλάσσεται μεταξύ τους κατά το δοκούν (μερικές φορές ακόμα και μέσα στο ίδιο υποκεφάλαιο). Ο Καρράς αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο (λογική επιλογή, από τη στιγμή που πρόκειται αναμφίβολα για το alter ego του Ζηργάνου), ενώ τα πεπραγμένα του Γεωργίου τα αφηγείται ένας παντεπόπτης αφηγητής (ο Καρράς εικάζω, ακριβώς επειδή δεν κατονομάζεται). Επίσης, υπάρχουν δύο υποκεφάλαια από την οπτική γωνία του Ιταλού εισαγγελέα Κόντι (σσ. 259, 265) και ένα του αστυνομικού διευθυντή Παναγιωταρέα (σ. 331). Η ανέλιξη είναι σχεδόν γραμμική, με μόνο τέσσερα υποκεφάλαια flashback (σσ. 11, 34, 141, 188) και ένα flashforward (σ. 427). Ακούγεται μπερδεμένο, αλλά δεν είναι: η δομή λειτουργεί.

Γλωσσικά και υφολογικά ο Ζηργάνος τα καταφέρνει επαρκώς. Καλά ελληνικά, χωρίς υπερβολές. Αποφεύγει τις περιττές περιγραφές. Γλώσσα του σαλονιού όπου χρειάζεται [«“Εξυπακούεται ότι δεν σκυλεύω νεκρούς”» (σ. 241)], αλλά και του λιμανιού, αντιστοίχως [«“Καλώς τ’ αρχίδια μας τα δυο”, είπε με χαμόγελο όταν με αντίκρισε» (σ. 32)], ενώ δεν λείπουν και κάποιες ενδιαφέρουσες μίξεις αγοραίου και λόγιου ύφους, ακόμα και στην ίδια φράση [«ενδομπατσική διαμάχη» (σ. 226)]. Ίσως θα έπρεπε, υφολογικά, να διαφοροποιούνται περισσότερο κάποιοι χαρακτήρες (π.χ., δικηγόροι και δικαστικοί) στους διαλόγους, αλλά αυτό δεν είναι εύκολο όταν έχεις τόσο κόσμο να μιλάει.

Δεν λείπουν τα κλισέ, αλλά είναι λίγα αυτά που θα μπορούσαν να εξαλειφθούν – π.χ. «μια σιωπή που την έκοβες με το μαχαίρι» (σ. 318) ή εκεί όπου ο Αναστασίου, ο διευθυντής της Ελευθερίας, λέει «Είναι σαν τον λύκο και τον βοσκό» (σ. 343) και μετά αφηγείται ολόκληρη την ιστορία, πράγμα περιττό γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην την ξέρει. Τέλος, βρήκα γλυκανάλατο το απόσπασμα απ’ όπου προέκυψε ο τίτλος: «“Αυτά τα αρχαία πρέπει να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Νοσταλγούν τον τόπο που γεννήθηκαν. Κι εμείς οφείλουμε να τα φέρουμε πίσω”. Έτσι ξεκίνησε η επιχείρηση “Νόστος”» (σ. 318).

Ως προς το χιούμορ, ο Ζηργάνος προσπαθεί. Εικάζω –με μεγάλο βαθμό βεβαιότητας– ότι, ως άνθρωπος, διαθέτει χιούμορ. Όμως, το να μπορείς να γράψεις αστεία είναι εντελώς άλλη ιστορία. Αλλού τα κατάφερε [π.χ., όταν αναφέρεται σε κάποιον «γνωστό ποινικολόγο από την Αθήνα, φίρμα στα κανάλια, από αυτούς που αναλαμβάνουν μόνο ένοχους και τους αποδίδουν λευκούς στην κοινωνία με τη βοήθεια του παραδικαστικού κυκλώματος», προσθέτει ότι «θα έπρεπε να καταδικάζεται ο κατηγορούμενος στη μέγιστη ποινή με μοναδικό κριτήριο ότι είχε αυτόν για δικηγόρο» (σ. 105)], αλλού όχι [π.χ., όταν αναφέρεται στην Ελένη, την οποία παρουσιάζει, κατά τα αναμενόμενα, ως καταπιεσμένη στον χώρο εργασίας, γράφει: «Βασική της δουλειά ήταν να τυπώνει στον έναν για όλους –όπως λένε “όλοι για έναν”– εκτυπωτή τα υπηρεσιακά έγγραφα και να αλλάζει το μελάνι» (σ. 94)]. Κάνει και λογοπαίγνια (πράγμα ασύνηθες για το είδος), άλλα προβλέψιμα [π.χ., «Όταν τελικά άνοιξε το σουσάμι» (σ. 303)] ή αποτυχημένα [π.χ., «η μπίρα έπιπτε στρέιτ θρου» (σ. 176)], κάποια άλλα κάπως καλύτερα [π.χ., Φύλαγε τον κώλο του, αλλά δεν φίλαγε κατουρημένες ποδιές (σ. 98)]. Γενικά, δείχνει τη διάθεση να σπάει ευκαιριακά την πρόζα του με αστεία, πράγμα ευχάριστο.

Για να κλείσω με το ύφος, ο Ζηργάνος δεν χειρίζεται με άνεση τα ερωτικά των ηρώων του. Τόσο τα αποσπάσματα όπου ο Καρράς τα μπλέκει με την Αντιγόνη στις διακοπές του (βλ. σσ. 23-29), αλλά και αργότερα όταν φλερτάρει με την Αλκμήνη (βλ. σσ. 214-219), όσο και το επεισόδιο του Γεωργίου με τη Ρωξάνη (βλ. σσ. 415-516) αποπνέουν αμηχανία. Υποθέτω ότι ο συγγραφέας, στην προσπάθειά του να προσδώσει λογοτεχνική αίσθηση στο μυθιστορηματικό του ρεπορτάζ, θεώρησε σωστό να παρεμβάλει μερικά ερωτικά επεισόδια στα τεκταινόμενα. Δεν χρειαζόταν· οι βεβιασμένες προσθήκες, ειδικά όταν, λόγω απειρίας, εγκιβωτίζονται άτσαλα, παραμένουν ξένα σώματα μέσα στο κείμενο.

Στον αντίποδα, χειρίζεται ικανοποιητικά τις σκηνές δράσης, πράγμα σημαντικό για το είδος. Τα επεισόδια με τους αρχαιοκάπηλους και την ομάδα Γεωργίου στην Κορινθία, και οι επιδρομές στο Free Port της Γενεύης και στη βίλα Παπαγεωργίου στο Νησί ξεχωρίζουν.

Επιστρέφω στο, κατά τη γνώμη μου, σημαντικότερο χαρακτηριστικό τού Επιχείρηση «Νόστος»: το κοινωνικοπολιτικό σκέλος. Ο Ζηργάνος σχολιάζει αλύπητα την ελληνική πολιτική σκηνή, την κατάχρηση εξουσίας, τη διαπλοκή των εξουσιών με τους οικονομικά ισχυρούς και τη διαφθορά στην αστυνομία. Άφθονα τα παραδείγματα· σταχυολογώ, ξεκινώντας από την αστυνομία:

Μιλάει ο Μάκης, που υπηρετεί στο ελληνικό τμήμα της Ιντερπόλ: «Τόσα χρόνια στην Αστυνομία έχουν δει τα μάτια μου πολλά. Ναι, ακόμα και στην Ελλάδα. Πόσοι υπουργοί πήραν μίζες και βγήκαν λάδι; Πόσοι επιχειρηματίες μάς κλέβουν γιατί έχουν πολιτικές πλάτες; Πόσοι από αυτούς πάνε φυλακή; Ακόμη κι αν κάτι βγει στη φόρα, στο τέλος μένουν ατιμώρητοι» (σ. 39) και «“Ψάξε κάποιον τίμιο και ξύπνιο”, τον προέτρεψα, για να πάρω την πληρωμένη απάντηση πως “άμα ήταν και τίμιος και έξυπνος, δεν θα γινόταν μπάτσος”» (σ. 42) και «Ας αρχίσω από τα αυτονόητα. Στην Αστυνομία υπάρχει διαφθορά. Δε σου λέω κάτι καινούριο, πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει. Αυτό που διαφέρει τα τελευταία χρόνια είναι πως η ατομική διαφθορά ή τα μικρομάγαζα των διεφθαρμένων αστυνομικών γίνανε σουπερμάρκετ. Μεγαλώσανε, απλωθήκανε σαν καρκίνος. Υπάρχει μέσα στην Αστυνομία τουλάχιστον ένα μεγάλο κύκλωμα με πλοκάμια σε νευραλγικές υπηρεσίες, που αρχίζει από χαμηλά και φτάνει ψηλά, ίσως και πολύ ψηλά. Δεν συνεργάζονται απλά με την Greek mafia, έχουν γίνει και οι ίδιοι μαφιόζοι. Είναι μέλη συμμορίας. Δεν είναι αστυνομικοί. Είναι αρπακτικά του κοινού ποινικού δικαίου» (σσ. 222-223) και «Στο κόλπο είναι και δικαστικοί, δικηγόροι, σωφρονιστικοί υπάλληλοι, το ΣΔΟΕ, τελωνειακοί, κομπιναδόροι επιχειρηματίες, ακόμα και παπάδες. Κι όλοι αυτοί έχουν πολιτικές πλάτες» (σ. 223) και «Μπουρδέλα, μασαζάδικα, τράφικινγκ, χαρτοπαικτικές λέσχες, εκβιασμοί, ναρκωτικά, αρχαιοκαπηλία, ξέπλυμα, συμβόλαια θανάτου, αποφυλακίσεις, προστασία, λαθρεμπόριο πετρελαίου, λαδώματα και μίζες, όλα είναι στο ράφι, όλα έχουν την τιμή τους στο σουπερμάρκετ του εγκλήματος» (σ. 224).

Ένας άλλος αστυνομικός, ο Νώντας, επαυξάνει: «Στο τέλος καταλήγουν όλοι να κρατάνε όλους και να κυριαρχεί η ομερτά. Πρέπει κάποτε να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος της μαφιόζικης σιωπής, του συμψηφισμού και της συγκάλυψης» (σσ. 64-65).

Σιγοντάρει ο παντεπόπτης αφηγητής: «Υπήρχε περισσότερη βία –τις πιο πολλές φορές αχρείαστη– επίσης και από τις δύο πλευρές και η κατάσταση ξέφευγε. Οι συμμορίες αισθάνονταν ανεξέλεγκτες καθώς έμεναν ατιμώρητες, όπως και οι αστυνομικοί. Όμως έτσι ήταν πια στην κοινωνία. Ο καθένας έκανε ό,τι γούσταρε, χωρίς αναστολές και λογοδοσία. Αλίμονο σε αυτούς που τηρούσαν τον νόμο (σ. 91) και «Το πρώτο πράγμα που είχε μάθει [ο Γεωργίου] όταν ήρθε στην Ασφάλεια ήταν πως πρώτα ρωτάς ποιος είναι ο ύποπτος και μετά τον συλλαμβάνεις» (σ. 98).

Για τους δημοσιογράφους, ο Καρράς, παροπλισμένος δημοσιογράφος, αδικημένος και καταθλιπτικός [με τα λόγια του ίδιου: «Στα σαράντα οχτώ μου είχα καταφέρει να είμαι ένας ακόμη λούζερ με πολλά υποσχόμενο παρελθόν και ανύπαρκτο μέλλον» (σ. 19)], λέει: «Το ρεπορτάζ υπηρετούσε πλέον τη show biz και το ασήμαντο είχε γίνει σημαντικό» (σ. 20) και «Δεν θεωρούσα συναδέλφους μου όσους είχαν ξεχάσει τι δουλειά έκαναν και είχαν μεταλλαχθεί σε παπαγαλάκια της εξουσίας» (σ. 152) και «Το μαύρο χρήμα έρρεε άφθονο, οι διορισμοί στα γραφεία τύπου υπουργείων είχαν γίνει ο κανόνας και τα αποκλειστικά τα έπαιρναν οι δημοσιογράφοι απευθείας από τον πολιτικό που εξυπηρετούσαν – αντί να τον ελέγχουν. Σιγά σιγά ξεθάρρεψαν κι άλλοι κι άρχισαν να έχουν και οι μεγαλογιατροί, οι μεγαλοδικηγόροι, οι φαρμακευτικές, οι μεγαλοβιομήχανοι, οι κατασκευαστές εργολάβοι, ακόμη και οι βαρόνοι της νύχτας τους δικούς τους νοικιασμένους κονδυλοφόρους για να ταΐζουν σανό τον κοσμάκη, ενώ αυτοί εξαργύρωναν αφορολόγητα χρυσά σύνθετα δίδυμα» (σσ. 152-153) και «Όσο πιο κοντά έρχονταν οι δημοσιογράφοι με όλο αυτό το ασκέρι της εξουσίας και των νεόπλουτων κατσαπλιάδων, τόσο πιο πολύ καίγονταν. Οι δημόσιες σχέσεις και η γκρίζα διαφήμιση, η παραπληροφόρηση και η προπαγάνδα είχαν αντικαταστήσει το ρεπορτάζ» (σ. 153).

Ο ίδιος, για τον εκδότη της Ελευθερίας: «Μπορεί να ήταν χωμένος μέσα στη διαπλοκή και στη διαφθορά, όμως το έκανε με χάρη, είχε τον τρόπο του, είχε μια παιδεία και μια κουλτούρα, ήταν φύσει ευγενής, δεν ήταν αγροίκος, διατηρούσε κάποιες ευαισθησίες, είχε αριστερό παρελθόν στα νιάτα του και ΠΑΣΟΚ παρόν, τον ενδιέφερε το περιεχόμενο της εφημερίδας, κράταγε, όσο μπορούσε, κάποια μπόσικα και κάποια προσχήματα, αρκεί βέβαια να μην θίγονταν ζωτικά του συμφέροντα. Γιατί τότε γινόταν κι αυτός αγρίμι» (σ. 151).

Πάλι ο ίδιος, για τον υπουργό πολιτισμού Μπεγνή: «Εντόπισα τα έντυπα που τον στήριζαν και τους δημοσιογράφους που είχε για τσουλάκια του, τις σχέσεις του με την αντίπαλη εταιρεία, τις δήθεν τυχαίες συναντήσεις του με τα στελέχη της κατασκευαστικής που πήρε το συμβόλαιο για το μετρό» (σ. 235) και «Η οίηση του υπουργού ξεχείλιζε από τον γιακά του, τα μανίκια, τον καβάλο του, όπως το τσιτωμένο δέρμα του, ξεχυνόταν σαν ποτάμι και έπνιγε ό,τι ήταν ακόμη ζωντανό μέσα στην αίθουσα, γιατί ήταν αδηφάγος, ήταν η φύση του αυτή, έμοιαζε με αέριο μέσα σε μπουκάλι, καταλάμβανε όλο τον χώρο γιατί πίστευε ότι του ανήκει» (σσ. 235-236).

Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όπου «μπορούμε να αγωνιζόμαστε για το καλό της πατρίδας και ταυτόχρονα για τον δικό μας προσωπικό καλό. Αυτά τα δύο όχι μόνο συμβιβάζονται, αλλά πάνε πακέτο» (σ. 332), ήταν επόμενο που «το διεθνές κύκλωμα της αρχαιοκαπηλίας λειτουργούσε με πλήρη θεσμική κάλυψη σε καθεστώς ατιμωρησίας» (σ. 175).

Όλα αυτά είναι γνωστά ακόμα και στον μετρίως ενήμερο πολίτη· ίσχυαν πριν από την κρίση, ισχύουν και σήμερα. Το πρόβλημα είναι ότι ο Ζηργάνος γράφει για μια υπόθεση του 2007, έχοντας την εμπειρία της ζοφερής δεκαετίας του 2010. Αυτό σημαίνει ότι η οργή του, οσοδήποτε δικαιολογημένη, έρχεται κατόπιν εορτής [κυριολεκτικά: «Ήταν η εποχή της ανεμελιάς. Λεφτά υπήρχαν για όλους (σ. 152)] και, με την εκ των υστέρων γνώση, βάζει τον Καρρά να απαγγέλει ετεροχρονισμένες προφητείες, οι οποίες έχουν τη βολική ιδιότητα να εκπληρώνονται στο ακέραιο: «Φτιάξαμε τους αναγνώστες παθητικούς θεατές, και αυτό θα το πληρώσουμε ακριβά» (σ. 177) και «Αυτό το μπάχαλο θα το πληρώσουμε μια μέρα ακριβά, σκεφτόμουνα» (σ. 153). Διττός και εύλογος ο αντίλογος εδώ: Πρώτον: πολλοί τα έλεγαν αυτά και πριν από την κρίση, άρα γιατί όχι και ο Καρράς/Ζηργάνος; Δεύτερον: η μυθοπλασία, μεταξύ άλλων, δίνει ευκαιρίες για αναστοχασμό. Συμφωνώ, δεν τίθεται θέμα. Μόνο που η (αναπόδεικτη) πρακτική τού εγώ-τα-’λεγα-από-τότε προδίδει μιαν εκ του ασφαλούς προπέτεια.

Το τέλος του μυθιστορήματος είναι γλυκόπικρο γιατί ναι μεν το χρυσό στεφάνι και η Κόρη επαναπατρίστηκαν, καθώς το ιδιωτικό αμερικανικό μουσείο που τα είχε αποκτήσει παράνομα αναγκάστηκε να τα επιστρέψει, αλλά η διεθνής συνεργασία που οδήγησε στη διαλεύκανση του εγκλήματος και η επιστροφή των αρχαίων πιστώθηκαν στους κατ’ ουσία συνένοχους, καθώς «εμφανίστηκαν ως κυβερνητικές πρωτοβουλίες» (σ. 387). Ο υπουργός Μπεγνής βγήκε όχι μόνο αλώβητος αλλά και ενισχυμένος από αυτή την ιστορία, και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από τη γενική γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού, την Τσιρώνη. Εν ολίγοις, όλα τριγύρω αλλάξανε κι όλα έμειναν ίδια. Αντίθετα, η «Διεθνής των Καλών» (σ. 278), που έκανε όλη τη δουλειά, διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη: όπως λέει προς το τέλος ο καθηγητής Ανωγειανός, «κορυφαίος αρχαιολόγος και μεγάλος πολέμιος της αρχαιοκαπηλίας» (σ. 310), «πρόκειται για την τέλεια συγκάλυψη, δεν κούνησαν το δαχτυλάκι τους, αφήνουν χιλιάδες λεηλατημένες αρχαιότητες στα χέρια των εμπόρων, προσπαθούν να βγάλουν λάδι τους αρχαιοκάπηλους, ξήλωσαν τον [εισαγγελέα] Δουβή, διέλυσαν την ομάδα του Γεωργίου και, το χειρότερο, γιορτάζουν με ταρατατζούμ την επιτυχία της επιστροφής, την καρπώνονται και παίρνουν όλα τα εύσημα σβήνοντας τις ευθύνες τους» (σ. 430). Πίκρα.

Το μέλλον μας, κατά τον Καρρά, προβλεπόταν δυσοίωνο ήδη από το 2007. Ύστερα ήρθε η κρίση (και οι φωτιές, οι τράπεζες, η πανδημία… – όλες οι πληγές του Φαραώ) και η πρόβλεψη επιβεβαιώθηκε στον υπέρτατο βαθμό. Τα πράγματα, ωστόσο, είναι μάλλον αισιόδοξα για το (λογοτεχνικό) μέλλον του Καρρά. Ο λόγος πάλι στον Ανωγειανό, από την προτελευταία σελίδα: «Μη νομίζετε ότι θα ξεφύγετε εύκολα, κύριε Καρρά. Ακόμη κι αν θελήσετε να αποφύγετε το θέμα σας, θα έρθει αυτό να σας συναντήσει» (σ. 431). Θα υπάρξει συνέχεια, λοιπόν. Έχω την περιέργεια να την δω, όχι μόνο γιατί το πρώτο δείγμα ήταν καλό, αλλά και για έναν επιπρόσθετο λόγο: από τη στιγμή που ο Ζηργάνος βρήκε περίπου έτοιμη την πλοκή για το Επιχείρηση «Νόστος», είναι ένα θέμα αν στο επόμενο βήμα του θα επιμείνει σε κάποιο παρόμοιο true crime ή θα αποτολμήσει να περάσει σε μια καθαρόαιμη επινόηση. Αν συμβεί το δεύτερο (πράγμα το οποίο τού εύχομαι), τότε θα αποτιμηθεί χωρίς αστερίσκους η μυθοπλαστική του αξία.

Συνοψίζοντας, το Επιχείρηση «Νόστος» είναι μια καλογραμμένη μυθιστορηματική αφήγηση ενός ρεπορτάζ και μιας παράλληλης αστυνομικής έρευνας (που στην πορεία τέμνονται) για μια πολύκροτη υπόθεση αρχαιοκαπηλίας. Ο Νικόλας Ζηργάνος είναι μεν πρωτοεμφανιζόμενος στην αστυνομική λογοτεχνία, αλλά δεν είναι πρωτάρης στον γραπτό λόγο, καθώς έχει πίσω του δεκαετίες δημοσιογραφίας. Γι’ αυτό δεν έκρινα το μυθιστόρημά του με την επιείκεια που καταρχήν αντιμετωπίζω τους νέους συγγραφείς. Άλλωστε, δεν χρειάστηκε: το πρώτο του μυθιστόρημα είναι αξιανάγνωστο, θεματικά ασυνήθιστο και χρήσιμο στην ουσία του. Εκείνο που μένει να φανεί είναι αν πρόκειται για συγγραφέα του ενός βιβλίου ή όχι. Η συνέχεια θα δείξει.

 

Νικόλας Ζηργάνος, Επιχείρηση «Νόστος», Τόπος: 2023, σελίδες: 435, ISBN: 978-960-499-441-0, τιμή: €16.