«Καθισμένος σ’ ένα παγκάκι του σταθμού υπεραστικών λεωφορείων, κρατούσε την κούτα ανάμεσα στους αγκώνες του, την τύλιγε σφιχτά με τα χέρια. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Έμοιαζε να μη θυμάται γιατί είχε βρεθεί εκεί» (σ. 7).
Έτσι ανοίγει η νουβέλα των μόλις ογδόντα τριών σελίδων του Δημήτρη Τανούδη (Αθήνα, 1981). Ένας πατέρας θέλει να στείλει στον επτάχρονο γιο του μια κούτα με δώρα αλλά αδυνατεί. Το κείμενο θα τελειώσει στο ίδιο σημείο. Στην μεσοδιάστημα θα εκτεθούμε στην τριτοπρόσωπη αφήγηση της πορείας προς το αδιέξοδο, το «Μούδιασμα», όπως το ονομάζει ο συγγραφέας. Το ζητούμενο, ειδικά σε ένα μυθιστόρημα με προσχηματική πλοκή, είναι να κεντρίσει ο συγγραφέας το ενδιαφέρον του αναγνώστη με τη φόρμα της γραφής του. Το δάσος πρέπει να θυσιαστεί για το δέντρο. Η προσχηματική πλοκή πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο για να αναδείξει ο συγγραφέας το υπαρξιακό βάθος που προτάσσει.
«Απουσίαζε συχνά από τη ζωή του το πρακτικό πνεύμα. Και την απουσία αυτή την επιδίωκε, γνωρίζοντας πόσο εύκολα θα μπορούσε να γίνει πηγή ανεμελιάς. Ξεχνούσε τότε ευθύνες, αγνοούσε καθήκοντα, τίποτα δεν γινόταν να τον φτάσει, τα απέτρεπε όλα η ελαφρότητα του παιδιού, τον προστάτευε ο νόμος του παιδιού, το κληρονομικό δικαίωμα του παιδιού μέσα του» (σ. 30, υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
Υπάρχει κάτι σκανδαλιστικό στην αμετροέπεια του ήρωα, που ενώ πασχίζει να βρει τρόπους να προσεγγίσει τον γιο του συνειδητοποιεί ότι ο ίδιος παραμένει παιδί, αλλά ο συγγραφέας δεν εκμεταλλεύεται την ταύτιση σωστά – περισσότερα για αυτό παρακάτω.
Τι ακριβώς είναι όμως αυτό το «Μούδιασμα»; Η σύντομη απάντηση θα ήταν κάτι που φέρνει προς κρίση πανικού. Ο συγγραφέας είναι πιο περιγραφικός:
«[...] [Μ]ια πτώση παράξενη, σαν να μην ήταν η κίνηση ενός ανθρώπου προς μία υλική επιφάνεια αλλά η κίνηση ενός ανθρώπου προς τον εαυτό του, σαν να μην έπεσε τότε στο πάτωμα του σουπερμάρκετ αλλά να βυθίστηκε στο ίδιο το σώμα του [...]» (σ. 17).
Το έλλειμμα «πρακτικού πνεύματος» αλλά και αυτό το «κληρονομικό δικαίωμα του παιδιού» οδηγούν στη βάσανο της θεωρίας. Και θεωρία άνευ πράξης δεν είναι παρά περιδίνηση στο κενό. Η φύση μας όμως είναι αναπόδραστα θεωρητική. Η σκέψη, ειδικά στην κατάσταση του ήρωα, είναι ενίοτε μια επίφοβη δεξιότητα. Έτσι, όσο κι αν θαυμάζει αυτή την «αγνή ηλιθιότητα» (σ. 20) που προάγει την αταραξία, όσο κι αν αποζητά την απλότητα –«[...] του άρεσε να βρίσκεται σε περιβάλλοντα όπου κάποια αισθητικού τύπου καθυστέρηση παρέπεμπε σε μία ζωή πιο τραχιά αλλά τελικά και πιο απλή» (39)–, όσο κι αν αποπειράται να διαχειριστεί το ά-λογο, με τη μορφή του αλόγου που θυμάται να συναντάει παιδί, του «αλόγου που έμοιαζε να του ζητάει τον λόγο» (σ. 74), η περιδίνηση στο κενό τον ξεβράζει διαρκώς στο «Μούδιασμα».
«Δεν θυμόταν καν γιατί τα ’χε σκεφτεί όλ’ αυτά. Το νήμα της σκέψης κόπηκε κάπου στην πορεία σαν αδύναμο σπέρμα που δεν κατάφερε να φτάσει στην εγκοπή. Τι να γίνει όμως, η σκέψη απλώς αναπτύσσεται. Και η υπερβολική ανάπτυξη είναι η μόνη ανάπτυξη που ξέρει. Μόνο να τρέχει μπροστά ξέρει η σκέψη, χωρίς κανένα σεβασμό για τα περασμένα στάδιο του εαυτού της, όπως το σύμπαν που διαστέλλεται αφήνοντας πίσω συντρίμμια, διαστημικά θρύψαλα αλλά πού ούτε τα αναπολεί ούτε καν τα θυμάται. Το ίδιο όμως δεν συνέβαινε και με το Μούδιασμα» (σ. 59).
Το απόσπασμα, εκτός από τον βαθιά προβληματικό “ορισμό” της σκέψης –η σκέψη δεν είναι κισσός, δεν αναπτύσσεται «απλώς»– φανερώνει και μια βασική έκφανση της προβληματικής προσωπικότητας του ήρωα. Η παρομοίωση «σαν αδύναμο σπέρμα που δεν κατάφερε να φτάσει στην εγκοπή» υποδηλώνει την εμμονή του πρωταγωνιστή με το σώμα και τη σεξουαλική ικανοποίηση. Το βιβλίο βρίθει ερωτικών σκέψεων, αναμνήσεων, φαντασιώσεων, καθώς αυτή είναι όχι μόνο η βασική γραμμή άμυνας του ήρωα απέναντι στο Μούδιασμα αλλά και ο τρόπος του να αντιλαμβάνεται τον κόσμο.
Ο Τανούδης θα περιγράψει τις κινήσεις του ήρωα ανάμεσα στην ταύτιση αρχής και τέλους, στην ακινητοποίηση στο παγκάκι, έξω από τον σταθμό υπεραστικών: ξύπνημα, αγορά δώρων, κούτα, συγκοινωνία, επίσκεψη στο συνεργείο για να παραλάβει το αυτοκίνητο, διαδρομή προς τον σταθμό των λεωφορείων για την παράδοση του κουτιού. Η ατμόσφαιρα, ακόμη κι όταν ο ήρωας βρίσκεται σε εξωτερικούς χώρους είναι κλειστοφοβική, στενάχωρη. Λανθάνουσα αγοραφοβία; Υποβόσκων μισανθρωπισμός; Όχι ακριβώς. Η κούτα θα μετουσιωθεί σε σισύφεια πέτρα που ο ήρωας, υπό τη διαρκή απειλή του μουδιάσματος, περιφέρει στο κέντρο της πόλης – ή τουλάχιστον αυτό πιστεύω ότι διατείνεται ο συγγραφέας.
Το κείμενο όμως για να πραγματωθούν οι προθέσεις του Τανούδη θα έπρεπε να πετάει σπίθες. Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Για αρχή, έχουμε μια γραμμή συλλογισμών που στηρίζονται σε αντιθέσεις. Σε αντιστικτικά ζεύγη, που, ενώ προσφέρουν αισθητικά ευπροσήγορες πινελιές όταν η χρήση τους χαρακτηρίζεται από σύνεση, υποσκάπτουν το μυθιστόρημα όταν καλούνται να σηκώσουν το βάρος του έργου σε καίρια σημεία. Το κείμενο διολισθαίνει σε μανιερισμούς. Οι αντιστίξεις αποκαλύπτουν αδυναμίες και μια διεκπεραιωτική τάση που αμαυρώνουν την ακρίβεια των στοχασμών του συγγραφέα. Και το συγκεκριμένο κείμενο δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς αυτή την ακρίβεια, καθώς ο μύθος είναι ο υπαρξιακός στοχασμός καθαυτός.
«“Δεν θα κρατήσει για πάντα”. Κι όσο εσύ δεν μπορείς να κάνεις κάτι για αυτό τόσο θέλεις να κάνεις κάτι για αυτό. Όσο περισσότερο θέλεις να κάνεις τα πάντα τόσο δεν υπάρχει τίποτα για να κάνεις. Όσο περισσότερο θέλεις να είσαι το μέγιστο τόσο γίνεσαι το πιο ελάχιστο. Όσο περισσότερο θέλεις τη δύναμη τόσο πιο χαμηλά κατεβαίνεις στην αδυναμία, ήδη πολύ χαμηλά, προς το ανεξέλεγκτο, προς τη διάλυση» (σ. 33).
Ο Τανούδης εκθέτει παρόμοιες σκέψεις για να θεμελιώσει το υπόβαθρο αυθεντικότητας του ήρωα, που προτιμά μια αφελή παιδικότητα, από την «ταφόπλακα της σοβαρότητας» (σ. 30). Προτιμά, αντί την αλήθεια, το ψέμα ως «[...] παιδική φωνή, γεννημένη από καλοσύνη και μοναξιά [...]» (σ. 44), επειδή ελπίζει «ότι ο κόσμος θα μπορούσε να είναι καλύτερος και ο εαυτός του λιγότερο μόνος» (ό.π.). Ή ακόμη και αυτό που θα πει σε μία από τις απόπειρες περιγραφής της φαινομενολογίας του μουδιάσματος:
«“Σαν να” είπε, “σαν να” φώναξε. Όλα ήταν σαν κάτι άλλο. Ναι, όλα ήταν κάτι τελείως διαφορετικό απ’ αυτό. Γιατί αυτό δεν γινόταν να είναι αληθινό, δεν έπρεπε να είναι αληθινό – καμία σχέση δεν μπορούσε να 'χει μαζί του μία τέτοια κατάσταση ύπαρξης, διότι η κατάσταση αυτή της ύπαρξης δεν ήταν καθόλου ύπαρξη, ήταν μάλλον το αντίθετο της ύπαρξης, κι εκείνος δεν ήθελε να είναι το αντίθετο της ύπαρξης, εκείνος ήθελε να υπάρχει κανονικά, να υπάρχει χωρίς να μουδιάζει» (σ. 32).
Παρότι δόκιμες, οι σκέψεις αυτές δεν αντέχουν το μυθοπλαστικό “αποδεικτικό” βάρος των προθέσεων του συγγραφέα. Η γλώσσα δεν διαθέτει την απαιτούμενη ακρίβεια. Οι συλλογισμοί είναι πρωτόλειοι, επίπεδοι. Απουσιάζει η πολυπόθητη σπίθα που θα υποστήριζε ένα τέτοιο εγχείρημα. Δεν υπάρχουν εχέγγυα για υπαρξιακό βάθος. Ο Τανούδης προσφέρει ευχολόγια που αδυνατούν να σαρκωθούν, έστω και κειμενικά – πρωτίστως κειμενικά. Μοιραία, η τακτική αυτή οδηγεί σε μια λογοτεχνία αποφθεγμάτων που αποζητά συγκυριακές ταυτίσεις:
«[...] [Ν]αι, αυτή ήταν άλλωστε η μοίρα των αληθινών γνώσεων, να παραμένουν άχρηστες, να μη γίνεται να εφαρμοστούν στη ζωή, μολονότι εμείς συνεχίζουμε να ζούμε με αυτές τις γνώσεις, εμείς ζούμε πάντοτε με αυτά που δεν μας βοηθάνε να ζήσουμε, εμείς ζούμε με αυτά εναντίον των οποίων πρέπει να ζήσουμε, σκεφτόταν και επαναλάμβανε τα τελευταία λόγια μέσα του ξανά και ξανά [...]» (σ. 37).
Ή
«Γενικότερα, κατάλαβε, υπήρχαν συνέχεια πράγματα που έπρεπε να τα αντιμετωπίζεις –χρειαζόταν να το καταλαβαίνει αυτό κάθε φορά! όλη η ζωή ήταν κατά βάθος μία αντιμετώπιση» (σ. 54, υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
Όπως και
«[...] [Ό],τι είναι να γίνει δεν θα γίνει, σκεφτόταν– χαμογέλασε με μια γλυκιά πικρία –ό,τι είναι να γίνει δεν θα γίνει, όμως η ζωή κρατάει πάντα αρκετά– χαμογέλασε με τη γλυκόπικρη γεύση που κατακάθεται στον ουρανίσκο όταν έχεις δεχτεί αρκετές ματαιώσεις και αποθαρρύνσεις, τόσες που η απουσία ελπίδας αρχίζει να γίνεται και κάπως λυτρωτική» (σ. 62).
Εξηγούμαι, γιατί αυτό το «συγκυριακές ταυτίσεις» μπορεί να μην είναι διακριτό στα παραθέματα. Το «ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα» δεν είναι συνταγή υπαρξιακού μυθιστορήματος· είναι μανιέρα βιβλίου αυτοβοήθειας. Η συνάρμοση των αδιεξόδων που βιώνει ο ήρωας στην πορεία του προς τον σταθμό υπεραστικών λεωφορείων οφείλει να στοχεύει και σε κάτι βαθύτερο, πέρα από τη μεταβίβαση/μετακύλιση της σύγχυσής του στους αναγνώστες. Παραθέτω ακόμη ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
«Και μετά από αυτό, τον βασάνισε η πείνα. Ήταν πολύ αργά για να παραγγείλει, το ήξερε. Όμως ο πειρασμός έμοιαζε μ’ ένα βάρος που είχε ήδη μπει στο στομάχι του. Να παραγγείλει ή να μην παραγγείλει; Κρατούσε για ώρα το τηλέφωνο στο χέρι και είχε φτάσει να ιδρώνει, λες και του έγλειφε το πρόσωπο η λαίμαργη γλώσσα του μυαλού, που της αρέσει πάντα να υποτάσσεται και να στάζει σάλια» (σ. 29).
Αυτή η αμφιθυμία της παραγγελίας –με τη «γλώσσα» και τα «σάλια» για την απαραίτητη δόση σαρκικότητας– ψαρεύει φτηνές ταυτίσεις. Πόσοι από εμάς δεν έχουμε βρεθεί στο δίλημμα «Να παραγγείλ[ω] ή να μην παραγγείλ[ω];» Ο Τανούδης δεν πείθει τον αναγνώστη· τον προσεταιρίζεται με επιδερμικές σοφιστείες.
Ο συγγραφέας αδυνατεί, επομένως, τόσο να κρατήσει με συνέπεια τον αναγνώστη στην επιφάνεια, με την αισθητική αξία των φορμαλισμών του, όσο και να τον οδηγήσει στα ενδότερα: οι νοηματικές απολήξεις των επεισοδίων εκβάλλουν σε ψευδοφιλοσοφίες που επαναφέρουν άτακτα τον αναγνώστη στη φόρμα και τον βάζουν στην ατραπό της απορίας «τι δεν λειτουργεί;».
Παραθέτω:
«Κι ακριβώς τη στιγμή που το έκανε, τη στιγμή που σήκωσε την κούτα απ’ το πάτωμα και μετακινήθηκε στον διάδρομο, απόρησε για το γεγονός ότι δεν το είχε κάνει πιο πριν, νιώθοντας το αμήχανο αυτό δέος που σε ωθεί να αμφισβητήσεις τη γνώση του εαυτού σου, όπως και την ουσία της γνώσης, γενικότερα, σκέφτηκε» (σ. 22).
Το «αμήχανο δέος» που οδηγεί τον ήρωα να αμφισβητήσει «την ουσία της γνώσης, γενικότερα» συνιστά κωμική πομφόλυγα που πετάει τον αναγνώστη εκτός κειμένου.
Αναφέρθηκα όμως στην εμμονή του ήρωα με το σώμα και τη σεξουαλική ικανοποίηση. Παραθέτω ενδεικτικά μερικά παραδείγματα:
«Του ήρθε να γυρίσει στο κρεβάτι. Να χωθεί στο πάπλωμα, να αυνανιστεί και να εκσπερματώσει πολλές φορές, ώσπου να εξαντλήσει τον εαυτό του» (σ. 10).
«[...] [Ο] ήχος του νερού που κυλούσε ακόμη στα φρεάτια του θύμισε τον ήχο της θάλασσας πάνω στα χαλίκια, τον συρτό ήχο του κύματος καθώς τραβιέται πίσω, όπως ένας άντρας που μόλις εκσπερμάτωσε» (σ. 16).
«Είδε έτσι και το μεγάλο σεξουαλικό κενό ανάμεσα στα μπροστινά της δόντια και φαντάστηκε τότε τις ρώγες της. Τις σκέφτηκε ογκώδεις και σκούρες, θεωρώντας την εικόνα αυτή πέρα για πέρα αληθινή, στηριγμένη αν μη τι άλλο στους σαρκώδεις λοβούς των αυτιών και στο κατάμαυρο χρώμα των μαλλιών της» (σ. 22).
«[...] [Ξ]εκίνησαν αυτή την πορεία, μία πορεία χωρίς επιστροφή ανάμεσα στους πίδακες του νερού που ξεχύνονταν ολόγυρα και που, καθώς τους διέσχιζαν, εκείνος ένιωσε να διασχίζει όλες τις εκσπερματώσεις της ζωής του, όλες τις εκσπερματώσεις, όλες όσες προηγήθηκαν τις μίας αυτής της εκσπερμάτωσης, που περιείχε τον ίδιο τον Α.» (σ. 50).
Τα σημεία είναι πολύ περισσότερα και υποσκάπτουν το κείμενο. Αφήνουν να φανεί μια προπέτεια που δεν υποστηρίζεται αρκούντως. Ο Τανούδης επιθυμεί μεν να υπογραμμίσει τη σωματικότητα, στην οποία διαρκώς βρίσκει καταφύγιο ο ήρωάς του, αλλά αυτό καταντάει υπερβολή, ειδικά όταν έχει επιλεγεί η τριτοπρόσωπη, αποστασιοποιημένη αφήγηση. Δύσκολα πείθεται ο αναγνώστης για τη χρησιμότητα της λεκτικής έντασης στην οποία υποβάλλουν τα σημεία αυτά το κείμενο. Αποκορύφωμα αυτό το «“Η ροδακινένια σχισμή της γυναίκας” θα του έλεγε. “Η σχισμή που ανοίγει όπως ένα ώριμο δαγκωμένο φρούτο, απαλή σαν τη σάρκα στους λοβούς των αυτιών”» (σ. 25), ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι με αυτό τον τρόπο ονειροπολεί ο ήρωας πως θα μιλήσει στον δεκαεπτάχρονο γιό του στο μέλλον –«ένας μεγαλύτερος κατά δέκα χρόνια Α. [...]» (ό.π.)– για μια ματαιωμένη ερωτική εμπειρία των μαθητικών του χρόνων, όταν είχε ποθήσει τη δασκάλα του.
Στο τέλος, οι εξηγήσεις που θα δοθούν είναι τετριμμένες και δακρύβρεχτες:
«[...] [Ω], πατέρα, δώσε μου τις κραυγές σου για να τις κάνω κραυγές μέσα σε όλους μου τους ύπνους! [...] Και η μητέρα του άρχισε να χτυπάει τον πατέρα του – ω, μητέρα, δώσε μου τα χτυπήματα για να τα κάνω χτυπήματα σ όλες τις μητέρες της ζωής μου!» (σ. 70).
Ο ήρωας παραμένει εγκλωβισμένος στο παιδικό τραύμα των βίαιων γονικών τσακωμών. Στην εποχή που ακόμη δεν μπορούσε να μιλήσει – εξού και ο εφιάλτης της (περι)κομμένης γλώσσας που εμφανίζεται στην αρχή της ιστορίας. Το άχθος του οικογενειακού παρελθόντος από το οποίο προέρχεται, αυτό το «προστατευτικό σφαγείο όπου η αγάπη ανθίζει ματωμένη» (σ. 7) –φράση αβάσταχτης μελοδραματικής κοινοτοπίας– θα αποβεί μοιραίο. Γιατί όμως αδυνατεί να στείλει το κουτί; Ο ήρωας βιώνει την υπόρρητη φοβία ότι με τις επιλογές του, τον γάμο και το διαζύγιο έχει τελικά αναπαραγάγει τις ίδιες συνθήκες και για τον γιο του. Στο κομβικό όνειρο της αρχής ο γιος του είναι παγιδευμένος στο κουτί. Το δώρο του πατέρα, επομένως, δεν είναι παρά η διαιώνιση του εγκλωβισμού. Μερικές γραμμές πριν το τέλος ο ήρωας θα σκεφτεί ένα πέρασμα από την ερωτική πράξη με μια άγνωστη, στην οποία ανταλλάσσουν λόγια αγάπης, στην «παράξενη αίσθηση πως έκανε έρωτα με τον» γιο του.
«Και το να κάνεις έρωτα ήταν τελικά ο μόνος τρόπος για να παίρνεις μέσα σου κάτι από τον κόσμο» (σ. 21) έχουμε διαβάσει στην αρχή.
Ο ήρωας μένει μετέωρος, μουδιασμένος· όπως όμως και ο αναγνώστης.
— Δημήτρης Τανούδης, Το Μούδιασμα, Στερέωμα: 2024, 88 σελίδες, ISBN: 9786185617417, τιμή: €12,00.