Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
Μουσική διάπλασις παίδων
Η ορχήστρα του Γιάννη Αλεξίου ή Γιάγκου Βλάχου ή Γιοβανίκα σε κάποιο γλέντι στη Σμύρνη ή στη Λέσβο, αρχές 20ου αιώνα, Συλλογή Άρη Παπατζήκα – από το εξώφυλλο της έκδοσης,
Η ορχήστρα του Γιάννη Αλεξίου ή Γιάγκου Βλάχου ή Γιοβανίκα σε κάποιο γλέντι στη Σμύρνη ή στη Λέσβο, αρχές 20ου αιώνα, Συλλογή Άρη Παπατζήκα – από το εξώφυλλο της έκδοσης,

Η Νάση Τουμπακάρη στο πρώτο της μυθιστόρημα αναπλάθει για τα μάτια του αναγνώστη μια ολάκερη πόλη· μια πολυπολιτισμική πόλη που διαφεντεύεται από τη μουσική : τη Σμύρνη. Η μουσική όμως εδώ λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία που αποπειράται να ερμηνεύσει βαθύτερα φαινόμενα που επιδρούν στα θεμέλια της δημιουργίας των κρατών και του πολιτισμού. Αν και κατά πόσο το εγχείρημα στέφεται με επιτυχία θα κριθεί στα σημεία. 

Έπιασα το συγκεκριμένο μυθιστόρημα με δισταγμό. Όχι μόνο λόγω της έκτασής του (416 σελίδες) αλλά και λόγω του ιδιαιτέρως θετικού σχολιασμού που έτυχε από τον Παντελή Μπουκάλα. Ο Μπουκάλας τόνισε τις αρετές του βιβλίου που τολμά να συνδιαλέγεται με την Ιστορία με τόση ευθύτητα. Ουσιαστικά, αφορμώμενος από το βιβλίο επαναδιατυπώνει το, ας το πούμε, σολωμικό (τη φράση μάς τη μεταφέρει ο Πολυλάς): «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές». Γράφει ο Μπουκάλας: «Η Τουμπακάρη δεν αδικεί τον πόνο των ανθρώπων. Όποια κι αν είναι η εθνικότητά τους, όταν προσφυγεύουν, ανήκουν στο έθνος των προσφύγων, που πάσχει το ίδιο, από όποιον θεό κι αν προσδοκά βοήθεια, μονίμως αφανέρωτη. Ταυτόχρονα δεν αποσιωπά, με κίβδηλα εθνικά κριτήρια, την κατάπτωσή τους: όταν από πείνα για ένα κομμάτι ψωμί ή από λύσσα για εκδίκηση καταντούν θεριά, τότε τους ζωγραφίζει σαν θεριά, είτε Τσέτες είναι είτε “Γιουνάν ασκέρ”. Τουλάχιστον η ελευθερόφωνη λογοτεχνία διδάσκεται από την Ιστορία. Και τότε, μόνο τότε, γίνεται διδακτική» (Καθημερινή, 11/9/22). 

Συνυπογράφω αυτές τις σκέψεις του Παντελή Μπουκάλα αλλά δεν μπορώ να μην εκφράσω και τις αντιρρήσεις μου πάνω στον διδακτισμό του βιβλίου, που σε ουκ ολίγα σημεία λειτουργεί εις βάρος της λογοτεχνικότητάς του.   

Ας δούμε όμως πού ξεχωρίζει το βιβλίο. Η Τουμπακάρη είναι δεινή κατασκευάστρια στιγμών και δη μουσικών στιγμών. Έχω μεγάλη αδυναμία στους τρόπους που επιλέγει κάποιος για να μεταγράψει σε κείμενο τη μουσική αισθητική εμπειρία. Η Τουμπακάρη χαρακτηρίζεται, και συνυπολογίζω ότι αυτό είναι το πρώτο της μυθιστόρημα, από μια σπάνια αρετή: γράφει χωρίς δηθενιές και θεατρινισμούς, ακόμη και σε σημεία που το θέμα όχι απλώς σηκώνει αλλά διευκολύνει όσο τίποτα άλλο τη φιοριτούρα. Αυτό το εκτίμησα δεόντως· όπως εκτίμησα και την πολυεπίπεδη μετριοπάθειά της που με διευκόλυνε να προσηλωθώ στο κείμενο και να διακρίνω τις αρετές του. Η Τουμπακάρη γράφει με τρόπο που αφήνει τη μουσική να διαπερνά το κείμενο, όχι μόνο για τις περιγραφές της τις στιγμές αυτού καθ’ αυτού τού εκάστοτε μουσικού δρώμενου, αλλά γιατί καταφέρνει να περάσει μυθοπλαστικά στον αναγνώστη την κομβική ερώτηση που διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Πώς “χτίζεται” ένας μουσικός;» Η συγγραφέας μάς καθιστά κοινωνούς μιας βαθιάς φαινομενολογικής παρατήρησης : ο μουσικός δεν μαθαίνει απλώς μουσική –δεν διδάσκεται απλώς μια δεξιότητα– αλλά μαθαίνει να σκέφτεται μουσικότροπα. Ο κόσμος, με άλλα λόγια, για τον μουσικό διαβάζεται μέσα από τα γνωστικά εργαλεία που του παρέχει η τέχνη του. Παραθέτω : «Ένιωσα πάλι τη χρεία να κάμω μια παύση. Ίδια σαν τη μελέτη του βιολιού π’ έπαιζα κι έπαιζα και κάποια ώρα ήθελα να κατακάτσουν οι ήχοι και να καταλαγιάσει η σκέψη μου προτού συνεχίσω. Απομείναμε σκεφτικοί. Η παύση τούτη έφερε ξανά τον ήχο απ’ τα πέταλα τ’ αλόγου στ’ αυτιά μου και κείνος ο ρυθμός ήταν σαν να με κούρδιζε. Σα να λάδωνε τα γρανάζια του μυαλού μου για να μπορέσω να συνεχίσω να συλλογιέμαι» (σ. 131). Αλλά και «Ένιωσα πως έπρεπε να βάλω σε τάξη πολλά πράγματα, για τούτο έκαμα γι’ άλλη μια φορά ό,τ’ έκανα πάντοτε όταν ήθελα να συλλογιστώ. Άνοιξα τ’ αυτιά μου κι άρχισα να παρατηρώ τους ήχους γύρω μου» (σ. 135). Ή εδώ : «Κείνο που πρόσεξα περισσότερο ήταν τα ποδάρια τους. Το βήμα τους άλλοτε συντονιζόταν σαν τους στρατιώτες κι άκουγες τότε ένα σταθερό ρυθμό τακ τουκ τακ τουκ, κι άλλοτε ο ρυθμός σκόρπαγε κι οι ήχοι ξεδιαλύνονταν. Τότε ξεχώριζες τσόκαρα που βαρούσαν στις πέτρες, σκαρπίνια που έτριζαν, παντούφλες που σέρνονταν, τσαρούχια που βροντούσαν, στιβάλια που κροτούσαν και κοριτσίστικα τακουνάκια που έδιναν λίγα πρίμα σε κείνη τη μπασαδούρα» (σ. 168).

Ο Φώτος Χαρισιάδης, ο ήρωας της Τουμπακάρη, εμφανίζεται όμως και ως φορέας μιας βαθιάς παιδείας και καλλιέργειας που γεννάει διαρκώς στον αναγνώστη απορίες για τις καταβολές της. Στέκεται απέναντι σε πρωτόγνωρα ερεθίσματα, όπως η επίσκεψη στο Ντεμίρ Γιολού (σ. 82-91), στα μπουρδέλα της Σμύρνης, χωρίς να κυλιέται στη χαμέρπεια αλλά συγχρόνως βιώνοντας συναισθήματα ωσάν να ήταν χαμερπής. Η Τουμπακάρη για ακόμη μια φορά περνάει από το στόμα του λύκου της υπερβολής και του ακκισμού και στέκεται στο ύψος των περιστάσεων. Ακόμη και ο αποκριάτικος λουκουμαδοπόλεμος (σ. 87-88), που ξεσπάει μέσα στον κακόφημο μαχαλά, συνιστά κομψό λογοτεχνικό εύρημα-ευφημισμό για «μέλια» μιας άλλης τάξης που καταφέρνει να περάσει τον αναγνώστη, αβρόχοις ποσί, από αυτό το απαιτητικό λογοτεχνικά περιστατικό διευκολύνοντας παραλληλισμούς που ξεφεύγουν από τα στενά όρια που καθορίζει το κείμενο, προσφέροντας μια πολλά υποσχόμενη αναγνωστική εμπειρία που ισορροπεί ακριβώς εκεί που πρέπει.   

Ο Φώτος, έτσι, γεννημένος σε μια οικογένεια που χαρακτηρίζεται από έναν αγοραίο εκλεπτυσμό φαίνεται να στέκεται με το ένα πόδι στο λαϊκό στοιχείο και το άλλο στο λόγιο σκιαγραφώντας ευφάνταστους τρόπους επικοινωνίας μεταξύ των δύο, έτσι όπως η συγγραφέας επιδίδεται σε ένα ρεσιτάλ αποτύπωσης των ήχων και των χαβάδων μιας πόλης χωνευτήρι. «Ένιωθα τις νότες να κυλούν απ’ το λαιμό του σαν ποτάμι, να πλάθονται σαν τον πηλό στα χέρια του κανατά, να λυγούν σαν το πυρωμένο σίδερο, ν’ αλλάζουν κολόρια, να μπαίνουν η μία μέσα στην άλλη κι ύστερα να χοροπηδούν η καθεμία μονάχη της. Η ψυχή του η ρωμαίικη αλλιώτεψε και πάσχισε να μπει σε τούρκικο πετσί ν’ αγαπήσει, να μισήσει, να χαϊδέψει και να πονέσει τούρκικα» (σ. 102).   

Δεν ήταν λίγες οι φορές που, κι εγώ, με τη σειρά μου, ένιωσα ότι η Τουμπακάρη γράφει, κατά κάποιο τρόπο, όπως θα ήθελα να γράφει ένα ώριμος Χωμενίδης που θα μπορούσε όμως να κλείνει τα αυτιά του στις Σειρήνες τής αμετροέπειας που στερεί από τον αναγνώστη την εκλεκτή τέρψη της αφηγηματικής νιρβάνας που απαιτεί ο συγκερασμός της λαγνείας με τη φρόνηση. 

«Ο Γιοβανίκας απόσωσε το ταξίμι κι η Κατίγκω έβαλε το μανέ : 

Αν μ’ αγαπά κι είν’ όνειρο ποτέ ας μην ξυπνήσω / με τη γλυκιά σου χαραυγή, Θεέ μου, ας ξεψυχήσω. 

Η λαλιά της ακούστηκε γεμάτη τόνους βαθείς και μυστηριώδεις, γεμάτη αναστεναγμούς και λαρυγγισμούς αηδονίσιους κι ήταν σαν ν’ αντιλαλεί, όχι μονάχα σε τούτον τον κήπο μα σ’ ολάκερο τον κόλπο της Σμύρνης. Πάνω απ’ όλα όμως μ’ αιχμαλώτισε η γοητευτική θαμπάδα κείνης της φωνής π’ έμοιαζε δερβίσικο νάυ. Το πρόσωπό της αυστηρό, αλύγιστο, σοβαρό, κι αντάμα χαλαρό. Τραγουδούσε δίχως χειρονομίες, κινώντας ελάχιστα το πανωκόρμι και δίχως να στρέφει τα μάτια της γύρω γύρω. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο άπειρο, απάνω απ’ τα κεφάλια του κόσμου κι ήταν σαν κείνη να θωρεί κάτι π’ όλοι οι άλλοι αδυνατούν να ιδούν» (σ. 183).  

Παρά το αφηγηματικό ταλέντο της, και τις όποιες εύστοχες αποτυπώσεις των μουσικών καταβολών του ήρωα, η Τουμπακάρη δυσκολεύεται να ξεφύγει από την επιφανειακότητα της αφήγησης – μια επιφανειακότητα που κάνει ουκ ολίγες φορές το μυθιστόρημα να μοιάζει με εφηβικό ανάγνωσμα. Έτσι, συχνά, καταφεύγει σε επεξηγηματικές ή διδακτικές εκφορές του λόγου και των σκέψεων των ηρώων της που αλλοιώνουν τον λογοτεχνικό τόνο και την όποια στιβαρότητα του μυθιστορήματος. «Εδώ, ογλούμ, δεν μετράει τι γλώσσα μιλάει η μάνα σου κι ο κύρης σου. Μετράει τι άνθρωπος είσαι και τι πείνα έχεις περάσει» (132), ή «Κι ύστερα, απ’ τους Τούρκους είδαμε ό,τι είδαμε κι απ’ τους Ρωμιούς : άλλοι άνθρωποι δίκαιοι κι άλλοι κανάγιες. Εγώ το λοιπόν στη ζήση μου θα ψάχνω γι’ ανθρώπους. Τελείωσε!» (136). Η παρατήρηση αυτή φέρνει όμως στο προσκήνιο κάτι πολύ σημαντικό. Η συγγραφέας φαίνεται να χάνει έδαφος στα σημεία εκείνα όπου η πιστότητα στο ιστορικό αφήγημα –αναμφισβήτητη αρετή του έργου της– παίρνει το πάνω χέρι εις βάρος της επινόησης. Το σκηνικό, σε κομβικά σημεία, απεκδύεται τη σαγήνη τής μυθοπλασίας για να ενδυθεί την τήβεννο της ιστοριογραφίας. Έτσι, οι ήρωες, δεν παραμένουν πάντα υπό τον ευλαβικό έλεγχο της συγγραφέως ως ήρωες, αλλά μεταμορφώνονται σε άψυχα φερέφωνα της Ιστορίας. Κατανοώ ότι το διακύβευμα είναι μεγάλο αλλά το μυθιστόρημα, ως κορωνίδα της μυθοπλασίας, υποχρεώνει τον συγγραφέα να μαζεύει τα μπόσικα και να αφήνει ελευθερίες μέσα από μια διαρκή και δυναμική επαγρύπνηση που θα του επιτρέψει να αναδείξει με βέλτιστο τρόπο την αισθητική συνθήκη. Αναφέρω, ως παράδειγμα, τις σελίδες 290-305, όπου σε μια καταιγιστική εξιστόρηση του Χαρισιάδη πατέρα προς τον Φώτο και τον Μηνά (τον παραγιό του) θα διατυπωθούν οι σκέψεις του για όλο το πολιτικό-στρατιωτικό γίγνεσθαι όπως αυτό διαμορφώνεται από τις αρχές του αιώνα ως εκείνη τη στιγμή : τον Φεβρουάριο του 1922. Το σημείο αυτό, παρότι εξαιρετικά διαφωτιστικό, ασκεί τρομερή πίεση στον χαρακτήρα του πατέρα Χαρισιάδη καθώς τον παρουσιάζει κοινωνό μιας εξαιρετικά ρηξικέλευθης για την εποχή ματιάς, σε έναν κόσμο που αρχίζει να δονείται από το μίσος και τη δίψα για εκδίκηση, όντας ο ίδιος ένας οργανοποιός που ανήκει στη μεσαία τάξη. Όπως όμως κι αν το δει κάποιος το σημείο αυτό δεν δύναται να συγκριθεί με τα σημεία που η συγγραφέας επιδίδεται στις μουσικές περιγραφές της, και αυτό αμαυρώνει τη μυθοπλαστική αιχμή του έργου.      

Επιπροσθέτως, για την έκταση του μυθιστορήματος οι μεταβάσεις από σκηνή σε σκηνή, σε κάποια κομβικά σημεία, δεν τιμούν και τόσο τους ήρωες, και κατά συνέπεια τη συγγραφέα. Ο χρόνος που χρειάζεται, για παράδειγμα, ο Φώτος για να βάλει πίσω του την ερωτική περιπέτεια του πατέρα του, στην οποία άθελά του γίνεται μάρτυρας, δεν με πείθει ακριβώς και δεν συνάδει με αυτό που προσπαθεί, και σε πολλά σημεία πετυχαίνει, η Τουμπακάρη. Το «πώς “χτίζεται” ένας μουσικός;» για να έχει νόημα, πρέπει να πηγαίνει χέρι χέρι και με το «πώς χτίζεται μια προσωπικότητα;». Αν το κείμενο δεν μπορεί να εγκολπωθεί την εξέλιξη του ήρωα πέρα και πάνω από τις μουσικές του δεξιότητες τότε το μυθιστόρημα λοξοδρομεί και αρχίζει να προσομοιάζει μοντάζ ιμπρεσιονιστικών μουσικών ενσταντανέ που όσο άρτια και αν είναι δεν κατορθώνουν να συνεισφέρουν προς τον σκοπό της συγγραφέως. 

Η Τουμπακάρη όμως, όπως ήδη έχω αναφέρει, συγγράφει ένα μυθιστόρημα που εμφορείται από κάτι εξαιρετικά σπάνιο στις ημέρες μας: μετριοπάθεια. Καταφέρνει επομένως, ακόμη και αν σε κάποια σημεία ξεφεύγει από τις προσταγές της λογοτεχνικότητας, να καταστεί δόκιμα διδακτική γιατί κατασκευάζει ήρωες που παρά τα όποια ελαττώματά τους διέπονται από φρόνηση. Όταν λέμε λοιπόν ότι το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό το αληθές, μέσα σε αυτό το «αληθές», θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι κρύβεται όχι μόνο μια “πραγματικότητα” που δύναται να αντιστοιχίζεται στο ιστορικό αφήγημα, αλλά και ένας τρόπος –κυρίως ένας τρόπος– η “πραγματικότητα” αυτή να καταστεί λογοτεχνική, δηλαδή, προσβάσιμη σε ευρύτερο κοινό. Και αυτό η συγγραφέας το πετυχαίνει, γιατί προσφέρει στον αναγνώστη ένα κείμενο που επινοεί μια “πραγματικότητα” που διέπεται από σκέψη και σύνεση.    

Η Τουμπακάρη, για να κλείσω με μια βαθύτερη ανάγνωση που αχνοφαίνεται στο κείμενο,  διατείνεται ότι η πολυπολιτισμικότητα και ο κοσμοπολιτισμός που ανεχόταν η αυτοκρατορία, ως μορφή κυριαρχίας, στοιχεία που αναμφίβολα έφθιναν ή τουλάχιστον μετασχηματίστηκαν αρκούντως ήδη πριν το πρώτο μισό του 20ου αιώνα έτσι ώστε να οδηγηθούμε στις αιματηρές εκκαθαρίσεις και ανταλλαγές πληθυσμών με σκοπό τη δημιουργία εθνικά ομοιογενών κρατών, διατηρείται και επιβιώνει μέσα από το μουσικό ιδίωμα το οποίο ως προϊόν του αισθητικού ορίζοντα τείνει να ανθίσταται ακριβώς αυτών των εξαγνιστικών εκκαθαρίσεων. Ο αμανές ενέχει λοιπόν μέσα του τα υπολείμματα της πάλαι ποτέ αρμονικής (κυριολεκτικά και μεταφορικά) συνύπαρξης διαφορετικών πολιτισμών, θρησκειών, και ιδεολογιών. Η μουσική ως αισθητική κατηγορία και εμπειρία διαφεύγει της εμμονής για το εθνικό και ευαγγελίζεται, καθώς υπερίπταται του στενάχωρα πολιτικού, το οικουμενικό, το πανανθρώπινο : κάτι που αρμόζει ίσως σε αυτή την αενάως φευγαλέα «πρώτη φύση» μας, που κάνει την κοπιωδώς σμιλευμένη μέσα από ιδεολογικές σκοπιμότητες «δευτέρα φύση» τής έξης, της συνήθειας, να ωχριά. 

«Άκουγα τον αμανετζή να λέει : 

Αμάν, η Πόλη και ο Βόσπορος είναι το όνειρό μου / εκεί μένει η αγάπη μου, εκεί το βάσανό μου, αμάν!

και τόνε στοχαζόμουν παιδί να θησαυρίζει μαζί με τα ρωμαίικα ακούσματα και τα τούρκικα που στην Πόλη βρίσκονταν μέσα στον αέρα που ανέπνεε και καθώς τον αφουγκραζόμουν να τραγουδεί με μάτια, αυτιά και ψυχή, στοχαζόμουν το νερό που ήπιανε οι Τούρκοι απ’ τη Βυζαντινή τη μουσική για να μας το γυρίσουνε πίσω αλλιωτεμένο κι ακόμα πιο πλούσιο» (σ. 314).   
 

— Νάση Τουμπακάρη, Μινόρε μανές - Μυθιστορηματική ανάπλαση της μουσικής ζωής στη Σμύρνη 1900-1922, Άγρα : 2022, 416 σελίδες, ISBN : 978-960-505-543-1, τιμή : €21.00.