Έκπληκτός παρατήρησα αφού είχα διαβάσει το συγκεκριμένο βιβλίο ότι κάτω από τον τίτλο του αναγράφεται η λέξη «Μυθιστόρημα». Αν όντως πάρουμε το Εμμανουήλ και Αικατερίνη ως μυθιστόρημα, ποια είναι η Ρέα Γαλανάκη που κάθε λίγο και λιγάκι συνδιαλέγεται με τον εαυτό της ως «Ρέα Γαλανάκη»; Δεν συνειδητοποιεί άραγε η συγγραφέας ότι αν το κείμενο έχει έστω και έναν εν δυνάμει αναγνώστη, η «Ρέα Γαλανάκη» ως πρόσωπο αυτού του κειμένου απέχει παρασάγγας από τη Ρέα Γαλανάκη χωρίς τη συνθήκη έστω και αυτού του μοναδικού αναγνώστη; Απαντώ: «Προφανώς και το συνειδητοποιεί». Είναι λοιπόν ίσως το Εμμανουήλ και Αικατερίνη μια έμμεση αυτομυθοπλασία; Και λέω «έμμεση» γιατί η συγγραφέας, καθώς μιλάει για τον πατέρα της και τη μητέρα της, αφήνεται σε αυτή τη σαγήνη που της ασκεί η ιδέα ότι την καθορίζει το παρελθόν της· ένα παρελθόν όμως που χάνεται στα βάθη του χρόνου, πριν την ημερομηνία γέννησής της· ένα παρελθόν «παλίμψηστο», όπως λέει χαρακτηριστικά, που αχνοφαίνεται πίσω από τα πρόσωπα των «γνωστών-αγνώστων» προγόνων της και που συνιστά και καθορίζει το παροντικό πιο διακριτό πρόσωπό της. Υπάρχει όμως κάτι που δεν μου κάθεται καθόλου καλά σε αυτή τη σκέψη γιατί η Γαλανάκη, έτσι όπως μας παρουσιάζεται, έδρασε με τέτοιο τρόπο, ήρθε σε ρήξη, πρωτίστως με τον Εμμανουήλ και δευτερευόντως με την Αικατερίνη, ώστε να απαγκιστρωθεί στην ηλικία των είκοσι από την αγκάλη της οικογένειας –από αυτή τη σαγήνη του παλίμψηστου– και να διαχωρίσει τη θέση της από αυτό. Είναι λοιπόν αυτό το βιβλίο των τετρακοσίων σελίδων για τον πατέρα της και τη μητέρα της, και τους παππούδες και προπαππούδες της, ένα πισωγύρισμα; Ένας εναγκαλισμός ξανά της θέσης που ασπάζεται και σκύβει το κεφάλι σε αυτή τη συνέχεια με το παρελθόν – στο αίμα της; Ακυρώνει δηλαδή η Ρέα Γαλανάκη κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό της και αποπειράται, τώρα, να τον επινοήσει εκ νέου υπό το φως των τεκμηρίων που επί τέσσερα χρόνια εξέτασε με κόπο και προσήλωση ιστοριοδίφη; Εφιστώ την προσοχή στο ότι ενώ το κείμενο συνοδεύεται από σειρά φωτογραφιών από το παρελθόν της συγγραφέως, και παρά το γεγονός ότι πολλές από αυτές τις φωτογραφίες προτάσσονται μέσα από λεπτομερείς και κοπιώδεις αναγνώσεις ως πειστήρια των εικασιών της –εικασιών στις οποίες συνίσταται η όποια μυθιστορηματικότητα του βιβλίου–, εφιστώ, επαναλαμβάνω, την προσοχή ότι τίποτα δεν αποκλείει –ειδικά αν δεχτούμε τον όρο «μυθιστόρημα»– ακόμη και αυτή την επινόηση κάποιων φωτογραφιών που αναφέρονται, και, ενώ περιγράφονται λεπτομερώς, λάμπουν δια της απουσίας τους. Με απλά λόγια: η Ρέα Γαλανάκη είναι μέρος του μυθιστορήματος ή όχι; Η ερώτηση είναι ρητορική· δεν υφίστανται στα βιβλία πρόσωπα με τον τρόπο που υφίστανται εκτός βιβλίων. Ένα μυθιστόρημα για τους γονείς κάποιου δεν δύναται ποτέ να μην είναι ένα μυθιστόρημα για το ποιος είναι ο συγγραφέας του. Ξέρω, σας κουράζω με όλες αυτές τις σκέψεις γιατί κι εγώ κουράστηκα με το συγκεκριμένο βιβλίο και θέλω κάπου να ξεσπάσω.
Υπάρχουν πολλές ωραίες ιστορίες στο Εμμανουήλ και Αικατερίνη, που σε πολλά σημεία φαίνεται να θέλουν να αυτονομηθούν, αλλά η συγγραφέας δεν επιθυμούσε ή δεν κατάφερε να τις εντάξει οργανικά στο έργο. Άλλος φαίνεται πως ήταν ο σκοπός του πονήματός της και κάπως την απορρόφησε: μια «προσπάθεια κατανόησης» αλλά και «συγχώρεσης» γράφει χαρακτηριστικά. Αμφότερα πολύ δύσκολα πράγματα, μη γελιόμαστε. Και μάλιστα η συγγραφέας τα ξεχωρίζει και τα ορίζει ως αντικρουόμενα: «Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Ένα παιχνίδι μπρα ντε φερ παίζουν τα δυο τους ασταμάτητα» (σ. 298). Όταν κάποιος γράφει ένα βιβλίο τετρακοσίων σελίδων για τους γονείς του αναλαμβάνει τα ρίσκα του.
Η Γαλανάκη, ίσως και εσκεμμένα, ξεχνιέται καθώς διαβάζει, ή υποτίθεται ότι διαβάζει, τις παλιές φωτογραφίες των προγόνων της. Ξεχνιέται, γιατί νομίζει ότι συμπαρασύρει κι εμάς να συμμετάσχουμε μαζί της σε αυτή την ανάγνωση. Αλλά δυστυχώς εμείς δεν συμμετέχουμε, εμείς δεν ξεχνιόμαστε. Θα μπορούσε όμως να συμβεί κάτι τέτοιο, γιατί, όπως θα εξηγήσω παρακάτω, η συγγραφέας επιδίδεται όχι μόνο σε μεστές αναγνώσεις των φωτογραφιών που τόσο κυριαρχούν στο κείμενο –εξάλλου, ξαναλέω, σε αυτές τις αναγνώσεις εντοπίζεται το κύριο μυθιστορηματικό κομμάτι του μυθιστορήματος– αλλά φαίνεται να επινοεί και μια στρατηγική που θα μπορούσε να κινήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Το όλο εγχείρημα είναι όμως ανοικονόμητο γιατί η Γαλανάκη αφήνεται στο «νόστο» της, έτσι όπως τον ορίζει «[...] κάτι πολύ ευρύτερο από τον ένα και μοναδικό τόπο[...] (σελ. 156), και χάνει την αίσθηση και το μέτρο όσων μας μεταφέρει.
Όταν γράφεις ένα βιβλίο για τη μαμά και τον μπαμπά σου δεν γίνεται να απεκδύεσαι κάθε μάσκα – η ταμπέλα του μυθιστορήματος πίστεψα αρχικά ότι θα το διασφάλιζε αυτό. Η Γαλανάκη όμως σχεδόν γράφει σαν Γαλανάκη – έμφαση στο «σχεδόν». Μας καθοδηγεί, μας εξηγεί πώς σκέφτεται, μοιράζεται μαζί μας απορίες, επιθυμίες να ήταν έτσι ή αλλιώς τα πράγματα, όπως μοιράζεται και τα αδιέξοδά της γι' αυτούς τους δύο ανθρώπους, τους «γνωστούς-άγνωστους», καθώς προσπαθεί να τους πλάσει μυθιστορηματικά τα χρόνια πριν τη γέννησή της. Η Γαλανάκη, καθώς σκέφτεται φωναχτά, προσπαθεί να χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης με τον αναγνώστη παίζοντας το χαρτί μιας συνωμοσίας. Αλλά συνωμοσία αναφορικά με τι; Συνωμοσία για να μας συμπαρασύρει σε μια λαθραία ματιά ενάντια στη σιωπή τόσο των τεκμηρίων όσο και των γονέων της από τα χρόνια που βρίσκονταν εν ζωή. Η Γαλανάκη είναι σαν να αναζητά έναν σύμμαχο/συνένοχο απέναντι στη σιωπή του παρελθόντος μέσα στο οποίο μεγάλωσε. Αλλά η συνωμοσία αυτή είναι και κάτι άλλο: το χαρτί για να κερδίσει τη συμπάθεια που επιθυμεί να κερδίσει από τον αναγνώστη της. Και η συνωμοσία είναι μέρος της τέχνης της. Γιατί τι είναι η μυθοπλασία αν δεν είναι και μια συνωμοσία ολκής ενάντια στη σιωπή και τη λήθη· μια συνωμοσία που αρμόζει σε βασιλιάδες – παρά το γεγονός ότι η ίδια είναι αριστερή· παρά το γεγονός ότι ο πατέρας της ήταν βενιζελικός. Ένας από τους τρόπους που επιλέγει λοιπόν η Γαλανάκη για να κινήσει το ενδιαφέρον μας είναι να πει πολλά, περισσότερα απ' όσα έπρεπε να πει· κι αυτό το πράττει για λόγους διαφάνειας, ειλικρίνειας· το πράττει γιατί επιθυμεί διακαώς, πέρα από τις προθέσεις κατανόησης και συγχώρεσης που εφορμούν από και κατευθύνονται προς τους γεννήτορές της, να διαβαστεί. Η Γαλανάκη επιθυμεί διακαώς να διαβαστεί. Το ανήσυχο πνεύμα του συγγραφέα εξιλεώνεται, κατευνάζεται μόνο μέσα από τα μάτια του αναγνώστη – όλα τα υπόλοιπα είναι στάχτη στα μάτια (του αναγνώστη) και «παραμύθια που δεν είναι παραμύθια», που είναι εξάλλου και ο υπότιτλος του βιβλίου.
«Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια» είναι ίσως το μόνο αληθινό παλίμψηστο· αυτό που ως σκαλωσιά της προσωπικότητας του συγγραφέα, πρωτίστως, αλλά και του καθένα από εμάς, δευτερευόντως, υποστηρίζει και καθορίζει ανά πάσα στιγμή το παρόν. «Και προφανώς ο τόπος του παρόντος κυριαρχεί πάντα πάνω σε όλους τους μυθικούς τόπους της ζωής μας, ακριβώς όπως το πρόσωπό μας φέρει στοιχεία από τα πρόσωπα των προγόνων του, κυριαρχώντας όμως με τη δική του ιδιοπροσωπία πάνω στις χαμένες τους μορφές» (σ. 157).
Το βασικό ερώτημα που καλείται να απαντήσει κάποιος αναφορικά με το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ένα: «γιατί να το διαβάσει κάποιος;». Γιατί πραγματικά να ενδιαφέρεται κάποιος για τους γονείς της Ρέας Γαλανάκη; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει να κάνει με το κατά πόσο πιστεύει κάποιος ότι η συγγραφέας καταφέρνει να θέσει το προσωπικό της αφήγημα, αυτό το μάντρα που διατρέχει όλο το κείμενο, «τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια», σε μια βάση που να αξιώνει ευρύτερη εφαρμογή και κατά συνέπεια ευρύτερη, σχεδόν καθολική, απήχηση. Δεν αρκεί λοιπόν να στεκόμαστε μόνο στο ότι το βιβλίο μάς εξιστορεί με καλλιέπεια τη ζωή των προγόνων της συγγραφέως γιατί αυτό είναι τετριμμένο όσο ξεχωριστές κι αν υπήρξαν οι ζωές αυτών των προγόνων. Αυτό που θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι αν αυτά «τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια» για τη Γαλανάκη, έχουν κάποια πιθανότητα να καταστούν παραμύθια που δεν είναι παραμύθια για κάποιον τρίτο, για εμάς, τους αναγνώστες. Κάποια σημεία, αρκετά σημεία, του βιβλίου θα πρέπει λοιπόν να ξεφύγουν από το στενό πλαίσιο αυτής της μυθιστορηματικής εξιστόρησης της ζωής των γονιών της και της ίδιας και να βρουν τον δρόμο τους στο πανανθρώπινο και στο γενικό, αλλά καθώς θα παίρνουν αυτή την ανηφορική διαδρομή θα πρέπει και να αποφύγουν τα λημέρια της κοινοτοπίας. Γιατί αυτή είναι η λεπτή γραμμή πάνω στην οποία καλείται να ισορροπήσει και να βαδίσει η συγγραφέας: να μας δώσει τόσο προσωπικό στοιχείο όσο να μην μας κουράσει με κάτι που θα μας φανεί βαρετό επειδή για εμάς στερείται της συναισθηματικής φόρτισης που κομίζει για τη συγγραφέα, αλλά, από την άλλη, να μας δώσει κάτι που θα μπορεί, δίκην μύθου (με τον τρόπο του μύθου), να μας φανεί αρκούντως ενδιαφέρον ώστε να βρούμε σε αυτό λαβές προς τη δική μας ζωή και περίπτωση· να παρακολουθήσουμε δηλαδή την κίνηση από το ειδικό στο γενικό και να βρούμε τον δρόμο προς το δικό μας ειδικό. Πώς όμως θα μπορούσε να καταστεί αυτό δυνατό; Η Γαλανάκη επινοεί ένα ομολογουμένως ευφάνταστο στρατήγημα. Μεγάλο μέρος της αφήγησής της καθορίζεται από την ανάγνωση φωτογραφιών. Η συγγραφέας έχει στη διάθεσή της έναν αριθμό καθοριστικών για το παρελθόν της φωτογραφιών και πάνω στις περιγραφές αυτές –στις αναγνώσεις αυτών των πειστηρίων– κατασκευάζει έναν μηχανισμό που μας ωθεί από το προσωπικό της αφήγημα στο γενικό και από εκεί στη δική μας προσωπική ιστορία. Παρατηρούμε λοιπόν τον καθοριστικό τρόπο με τον οποίο διαβάζει η Γαλανάκη φωτογραφίες που συνιστούν όχι ακριβώς φωτογραφίες αλλά μηχανισμό ανοικείωσης που αποτελεί τον κρίκο για να περάσει η συγγραφέας από το προσωπικό της βίωμα προς τη γενική καθολική ισχύ όσων λέει, και στη συνέχεια, στην παροχή αυτών των υλικών με τα οποία ο αναγνώστης θα προσεγγίσει τη δική του περίπτωση και θα βυθιστεί στο κείμενο με σοβαρές πιθανότητες μιας κάποιας ταύτισης με ανθρώπους και καταστάσεις.
«Για άλλη μια φορά, δεν μπορώ παρά να θαυμάσω τις σπάνιες για την εποχή, και ιδίως για τη κρητικά χωριά, φωτογραφίες, για τον τρόπο που απαθανάτιζαν τα μεγάλα μαζί με τα μικρά, τα παρόντα με τα πρόσφατα και με τα ήδη παλαιά, διαχέοντας το ένα μέσα στο άλλο. Η καθεμιά τους ένα ανοιχτό βιβλίο. [...] Στο τέλος, αυτή η σαν ανοιχτό βιβλίο φωτογραφία μου φάνηκε απίστευτα παλιά, σαν να είχε τραβηχτεί αιώνες πριν από την ανακάλυψη της φωτογραφίας, σαν να μην γνώριζα τα αγαπημένα πρόσωπα, σαν να μην με αφορούσε τελικά. Σαν νόμος της φύσης ήταν, που δεν αφορά προσωπικά κανέναν» (σ. 195, δική μου έμφαση).
Αυτό λοιπόν είναι ένα εξαιρετικό κατασκεύασμα: γιατί αν «δεν αφορά προσωπικά κανέναν», μας αφορά όλους. Το σχοινί έχει ριχτεί· ο αναγνώστης έχει από κάπου να πιαστεί και να κατασκευάσει εν χορώ με την αφήγηση της συγγραφέως τα δικά του παραμύθια που δεν είναι παραμύθια. Αλλά η συνταγή, παρότι χρησιμοποιείται και αλλού με παρεμφερή τρόπο (βλ. το κεφάλαιο «Στη Φυλακή Μαρτινέγκο»), δεν φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η συγγραφέας δεν ισορροπεί σε αυτή τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο αμιγώς προσωπικό της και το μυθοπλαστικά σαγηνευτικό για τον αναγνώστη, γιατί αφήνεται στους λαβυρίνθους των πιθανοτήτων καθώς αποδελτιώνει και διαβάζει φωτογραφίες με την προσήλωση του άμεσα ενδιαφερόμενου που χάνει την επαφή με τον περίγυρό του – στην περίπτωσή μας, εμάς, τους αναγνώστες. Το μυθιστόρημα, βλέπεις, καλεί για τον απόλυτο έλεγχο του υλικού και δεν συγχωρεί τέτοιους συναισθηματισμούς. Επαναλαμβάνω, για να γίνει απόλυτα κατανοητό, ότι δεν εξετάζω εδώ αν η Γαλανάκη μπορεί να βάλει με καλλιέπεια μια ιστορία στο χαρτί. Άλλο είναι το θέμα και έχω την αίσθηση ότι το συνειδητοποιεί και η συγγραφέας (βλ. σελ. 78, 105, 178, 240, 249, 288 για αμφιβολίες και αμφιθυμία πάνω στο τι ακριβώς κατασκευάζει), η οποία προτάσσει το βιβλίο –θέλετε λόγω εμπειρίας; θέλετε λόγω θεματολογίας;– ως μια μεταμυθιστορηματική συνθήκη. Για αυτό εξάλλου ανέφερα στην αρχή ότι η Γαλανάκη, κακώς κατά τη γνώμη μου, απεκδύεται κάθε μάσκα και εμφανίζεται στο κείμενο σχεδόν σαν Γαλανάκη. Είναι όμως αξιοσημείωτο πόσους σκανδαλιστικούς προβληματισμούς ακουμπάει, αλλά συνάμα είναι και τρυφερό και ανθρώπινο πόσο επιμένει να μας μιλάει για τον μπαμπά και τη μαμά της. Το βιβλίο αποτυγχάνει μεν ως μυθιστόρημα αλλά αποκτά αξία ως συλλογή εμβριθών παρατηρήσεων αναφορικά με τις έννοιες της μυθοπλασίας, της Ιστορίας, αλλά και της οικογένειας.
Τι μένει τελικά μετά την ανάγνωση του Εμμανουήλ και Αικατερίνη; Πρώτα και κύρια, ο τρόπος εργασίας της συγγραφέως έτσι όπως η Γαλανάκη μάς αναφέρει ουκ ολίγες φορές πώς ψηφίδες του παρελθόντος της βρήκαν τη θέση τους στη μυθοπλασία της. Η συγγραφέας μάς εκθέτει τους θησαυρούς της, τις δεξαμενές τής δημιουργικότητάς της, που, σε αντίθεση με εμάς, τους ανθρώπους που δεν έχουν το ταλέντο της γραφής, βρίσκονται σε αγαστή συνέργεια μαζί της. Η αλήθεια είναι ότι εγώ βρήκα πολύ πιο ερεθιστική τη συζήτηση που αναφύεται, σε πολλά σημεία, αναφορικά με τη μεθοδολογία της μυθοπλασίας –τη λογική για το πώς είχε λάβει χώρα η διανομή της πραγματικότητας στους ήρωές της στην περίπτωση, για παράδειγμα, των Λαβυρίνθων (Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων, Καστανιώτης 2002)–, από το κυρίως πιάτο. Βρήκα πιο ερεθιστικό το πώς στέκεται και ζυγίζει η συγγραφέας τα κενά και τις σιωπές των ιστορικών γεγονότων, από το γιατί δεν οδήγησε ποτέ αυτοκίνητο ο Εμμανουήλ Γαλανάκης ή ότι «διάβαζε Γαλλικά ακόμα κι έφιππος». Γιατί τα ιστορικά γεγονότα παρά το καταστροφικό μένος τους στέκουν για τον συγγραφέα σαν ένα αταξινόμητο χάος, έμπλεο δημιουργικών δυνατοτήτων, και τον καλούν να θέσει στην άκρη τους όποιους ηθικούς φραγμούς του και μέσω της τέχνης του να το ταξινομήσει –το χάος– προσβλέποντας πάντα στην εξιλεωτική δύναμη του βλέμματος του αναγνώστη. Βρήκα πολύ πιο ουσιώδη την πραγμάτευση της ίδιας της Ρέας Γαλανάκη από τη Ρέα Γαλανάκη, έστω κι αν πιστεύω ότι έριξε τελικά τον εαυτό της, από το γιατί βγήκαν βόλτα στην κεντρική πλατεία οι γονείς της που μόλις είχαν αρραβωνιαστεί. Βρήκα πολύ πιο μεστό νοήματος το πώς η συγγραφέας δεν κατάφερε πολλές φορές να φτάσει σε απαντήσεις, αλλά μέσα από αυτό το άλγος του κενού και της σιωπής έβρισκε τη σπίθα της αφήγησης που φούντωνε ακριβώς στα χαλάσματα και τις ρωγμές των αμφισημιών και πολυσημιών της Ιστορίας. Η Γαλανάκη ορίζεται, αυτομυθιστορείται (sic), όσο αυτομυθιστορείται, ως μια προσωπικότητα που μπορεί στη ζωή της να μη μοιράστηκε το ιδιότυπο «αρραγές» του πατέρα της, αλλά από την άλλη έζησε και δημιούργησε, και συνεχίζει να ζει και να δημιουργεί, πάνω σε αυτές τις σιωπές, τις ρωγμές, και τα χαλάσματα μετουσιώνοντας και επινοώντας τον εαυτό της ως τέκνο των γονιών της αλλά και ως δικό της δημιούργημα.
Θα κλείσω με μια αναφορά σε ένα σημείο που πολύ μου άρεσε αλλά που πιστεύω ότι δεν το εκμεταλλεύτηκε αρκούντως η συγγραφέας: γράφει εκεί στην αρχή του βιβλίου: «Το λεγόμενο «αίμα» είναι σήμερα πια, για μένα, κυρίως μια λέξη μίσους προς καθετί το διαφορετικό, ένα σύνθημα που καθαγιάστηκε από την κοινωνική βία, τον πόλεμο, την αβυσσαλέα απανθρωπιά» (σ. 41). Ναι, πολύ σωστά, αλλά το αίμα πρέπει να είναι και κάτι ουδέτερο –το σημείο μηδέν– κάτι θεμελιακό που δεν γνωρίζει πρόσημο αλλά δύναται να ανεχτεί όλα τα πρόσημα. Έτσι, εγώ θα ήθελα να είχα διαβάσει μια μυθιστορηματική σπουδή στο αίμα. Στο αίμα, που ως φυσικό, κοινωνικό, ταυτοτικό, αλλά και μεταφυσικό σημαίνον στέκει ως tabula rasa για να γραφτεί ένα μυθιστόρημα που εδώ δεν γράφεται. Το παρελθόν δεν «μαντεύεται» ούτε καν όπως η θάλασσα του Λιβυκού που «μαντευόταν» από τον Ιωάννη Κονδυλάκη, όταν στην Άνω Βιάννο κοιτούσε προς το νότο [...]» (σ. 345) γράφει η Γαλανάκη για να φέρει στο προσκήνιο αυτή την ώσμωση ανάμεσα στην όραση και την ενόραση, την κατανόηση, ή τουλάχιστον την απόπειρα κατανόησης και ερμηνείας του παρελθόντος. Το παρελθόν μπορεί να μην «μαντεύεται» αλλά επινοείται. Έτσι, είμαστε απαιτητικοί και ζητάμε πολλές φορές πολλά από τη δημιουργό ειδικά όταν μας πείθει ότι μπορεί να σκεφτεί πιο άναρχα και πιο ατίθασα από τον τρόπο που σκεπτόταν ο μπαμπάς και η μαμά της.
— Ρέα Γαλανάκη, Εμμανουήλ και Αικατερίνη, Καστανιώτης : 2022, 418 σελίδες, ISBN : 9789600369939, τιμή : €18.00.