Skip to main content
Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024
Μυθιστόρημα από το ΙΚΕΑ

Η μεγαλύτερη πρόκληση που έχουν να αντιμετωπίσουν οι «εξειδικευμένοι» συγγραφείς είναι η πρωτοτυπία. Αν έχει κανείς ταλέντο (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) και είναι διατεθειμένος να μελετήσει τους προγενέστερους σε βάθος, είναι βέβαιο ότι θα καταφέρει, κάποια στιγμή, να γράψει κάτι αξιοπρεπές. Ωστόσο, για να ξεχωρίσεις σε ένα συγκεκριμένο είδος, θα πρέπει είτε να έχεις μοναδικό στιλ (οπότε θα ξεχώριζες ό,τι κι αν έγραφες) είτε να γράψεις κάτι που, εκτός από αξιοπρεπές, να είναι και πρωτότυπο.

Ας το δούμε αυτό στην πράξη. Ο Βαγγέλης Γιαννίσης είναι ένας από τους γνωστότερους Έλληνες συγγραφείς αστυνομικών, με πλούσια και αδιάλειπτη εκδοτική παρουσία. Αρχής γενομένης το 2014, έχουν μέχρι στιγμής κυκλοφορήσει εννέα βιβλία του [έξι μυθιστορήματα με ήρωα τον Άντερς Οικονομίδη, δύο σχετικά με αληθινά εγκλήματα (true crime), συμμετοχή στο συλλογικό μυθιστόρημα Αποκάλυψη (Παπαδόπουλος: 2018)]· παράλληλα, έχουν εκδοθεί δεκάδες μεταφράσεις που φέρουν την υπογραφή του. Συνεπώς –και παρά το νεαρό της ηλικίας του (γεν. 1987)– θεωρείται (και θα κριθεί ως) έμπειρος.

Μολονότι αγνοημένος από την «επίσημη» κριτική, ο Γιαννίσης είναι εμπορικά επιτυχημένος, με σταθερό αναγνωστικό κοινό. Γράφει αξιοπρεπώς (αν και χωρίς ένα δικό του, άμεσα αναγνωρίσιμο στιλ), έχει ταλέντο (με την έννοια ότι είναι σε θέση να στήσει μια πλοκή και να την περάσει στο χαρτί), έχει μελετήσει το είδος που διακονεί: το procedural της σκανδιναβικής σχολής (διερεύνηση και εξιχνίαση εγκλημάτων από την οπτική γωνία των αστυνομικών). Αν ήταν και πρωτότυπος, θα είχαμε να κάνουμε με μία εξαιρετική περίπτωση συγγραφέα αστυνομικών. Δεν είναι, όμως.

Το Ίνκουμπους είναι το έκτο μυθιστόρημα με ήρωα τον ελληνικής καταγωγής Σουηδό αρχιεπιθεωρητή Άντερς Οικονομίδη του Τμήματος Εγκλημάτων της αστυνομίας του Έρεμπρο, μιας μικρής πόλης στο κέντρο της Σουηδίας. Είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο και εξελίσσεται γραμμικά στον χρόνο, καλύπτοντας ημερολογιακά λίγο παραπάνω από έναν μήνα (27/3-29/4). Ανάμεσα στα 74 ολιγοσέλιδα κεφάλαια, υπάρχουν και 6 διάσπαρτα, χωρίς ημερολογιακή σήμανση, που είναι αναδρομές στο παρελθόν (1993) και ένα, το 70ο (κρίσιμο για την εξήγηση της ανατροπής) όπου γίνεται αναδρομή μόλις λίγων ημερών (24/3). Υπάρχει επίσης Πρόλογος (που γίνεται κατανοητός, ως είθισται, μόνο αν διαβαστεί στο τέλος) και Επίλογος (αποφόρτιση και προαναγγελία του επόμενου). Η δομή είναι καλά σχεδιασμένη και λειτουργικά υλοποιημένη, στο πλαίσιο της σκανδιναβικής μανιέρας.

Μέχρι στιγμής, αντιμετωπίζω το Ίνκουμπους σαν σκανδιναβικό αστυνομικό, κι αυτό επειδή θα μπορούσε κάλλιστα να είναι: ο Γιαννίσης έχει επιλέξει να γράφει για τη Σουηδία σαν Σουηδός. Εμπορικά μιλώντας, αυτό είχε κάποιο νόημα στο ξεκίνημά του, το 2014, τότε που ακόμα ο Nesbø (της σειράς με τον Χάρι Χόλε) και τα απόνερά του κυριαρχούσαν στην παγκόσμια (και στην ελληνική) αγορά· ωστόσο, δεν βλέπω τι νόημα μπορεί να έχει αυτή η εμμονή σήμερα, το 2022, όταν ούτε ο Nesbø (ο όψιμος) δεν θέλει πλέον να γράφει σαν τον Nesbø (τον πρώιμο).

Ο Γιαννίσης έχει ζήσει στη Σουηδία, τη γνωρίζει. Εντούτοις, γράφει στα ελληνικά και εκδίδεται στην Ελλάδα. Ίσως πιστεύει ότι με το να τοποθετεί τα μυθιστορήματά του στο «εξωτικό» Έρεμπρο κερδίζει ένα προβάδισμα σε σχέση με τους ομότεχνούς του που τα τοποθετούν στην ελληνική επικράτεια. Η πεποίθησή μου ότι πρόκειται για συνειδητή εκδοτική επιλογή να προβάλλεται ο «κοσμοπολιτισμός» του συγγραφέα ενισχύεται από το γεγονός ότι στο εξώφυλλο του πρώτου του βιβλίου [Το μίσος (Διόπτρα: 2014)] αναγραφόταν ως “V. Giannisis”. Η τακτική αυτή εγκαταλείφθηκε από το δεύτερο και πέρα, αλλά τα βιβλία του εξακολουθούν να δίνουν την αίσθηση ότι είναι μεταφρασμένα στα ελληνικά. Δεν είναι μόνο οι πολλές υποσελίδιες σημειώσεις που μας εξηγούν τι ισχύει στη Σουηδία για το ένα και το άλλο· είναι κυρίως η «σουηδικότητα» της γραφής – συν μερικά σημεία που πραγματικά θυμίζουν (κακή) μετάφραση· π.χ., «Σχετικά με Ίβαρ Μώρτενσον – ο συντάκτης είχε γράψει το επώνυμο λανθασμένα με ωμέγα αντί για όμικρον» (σ. 292) και «Η γυναίκα στην οθόνη είχε καλύψει με το χέρι το χαμόγελό της, το οποίο ωστόσο είχε μεταδοθεί στα μάτια της σχηματίζοντας δύο πόδια χήνας στις γωνίες τους» (σ. 198).

Ο Γιαννίσης, έχοντας αφομοιώσει τα χαρακτηριστικά της σκανδιναβικής σχολής, κάνει πολλά πράγματα σωστά. Στα της δομής έχω ήδη αναφερθεί. Στην πλοκή, κάνει το γνωστό κόλπο: ξεκινάει με δύο φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους υποθέσεις (μία δολοφονία κι έναν βιασμό), οι οποίες σταδιακά συγκλίνουν: ο δράστης είναι ένας. Υπάρχει μία μεγάλη ανατροπή προς το τέλος. Μαθαίνουμε από νωρίς τον ένοχο, αλλά δεν ξέρουμε ποιος πραγματικά είναι (αυτή θα είναι η ανατροπή). Ο ρυθμός είναι αυτός που πρέπει: αργός στην αρχή, σταδιακά κλιμακούμενος από τη μέση και πέρα, μέχρι την κορύφωση. Αναφέρονται δύο παράλληλες τραγωδίες στην οικογένεια Οικονομίδη (ένας καρκίνος κι ένα τροχαίο), οι οποίες ενσωματώνονται με δοσομετρική ακρίβεια στη βασική πλοκή και, φυσικά, επηρεάζουν τον ψυχισμό του Άντερς, ο χαρακτήρας του οποίου αναπτύσσεται ανισοβαρώς σε σύγκριση με όλους τους υπόλοιπους (συγγενείς, συνεργάτες, θύματα και θύτες)· ακόμα κι έτσι όμως, ο Άντερς παραμένει λογοτεχνικά αδιάφορος, σαν Σουηδός δημόσιος υπάλληλος (πράγμα που είναι, εδώ που τα λέμε).

Κάνει και ένα άλλο γνωστό κόλπο: πολλά κεφάλαια αρχίζουν χωρίς να προσδιορίζεται αμέσως σε ποιον από τους χαρακτήρες αναφέρεται ο τριτοπρόσωπος αφηγητής – μια εκνευριστική για τον αναγνώστη τεχνική που ποτέ δεν κατάλαβα σε τι εξυπηρετεί. Επίσης, περιγράφονται με αληθοφανείς (πλην εξαντλητικές) λεπτομέρειες οι ερευνητικές διαδικασίες των διωκτικών αρχών, πράγμα που σημαίνει ότι έχει γίνει ενδελεχής έρευνα. Βέβαια, δεν ξέρω τι κερδίζουμε όταν μαθαίνουμε ότι οι στάχτες ενός ανθρώπου μετά την καύση της σορού του ζυγίζουν περίπου μισό κιλό (βλ. σ. 355) ή γιατί πρέπει να πληροφορηθεί ο Έλληνας αναγνώστης για το πού έχουν την έδρα τους τα σουηδικά εγκληματολογικά εργαστήρια (βλ. σ. 305)· το ότι μια πληροφορία είναι διαθέσιμη δεν σημαίνει ότι είναι και ενδιαφέρουσα ή κατ’ ανάγκη ανακοινώσιμη: ο πληροφοριακός νεοπλουτισμός μέσω Διαδικτύου οδηγεί κάποιους συγγραφείς σε ανούσιες υπερβολές.

Όσο για τα ελληνικά του Γιαννίση, είναι μεν στρωτά και χωρίς λεκτικές υπερβολές, αλλά επίπεδα, χωρίς κάτι το αξιοσημείωτο, κάπως σαν τις δοκιμές αβέβαιου μεταφραστή· είναι σαν να χρησιμοποιεί τις λέξεις του διεκπεραιωτικά, για να εξυπηρετήσει την πλοκή και μόνο. Οφείλω να παραδεχτώ ότι, μπροστά στην κακοποίηση της γλώσσας που βλέπουμε σε πολλά ελληνικά αστυνομικά, η γραφή του τουλάχιστον δεν προσβάλλει τον αναγνώστη. Ωστόσο, αυτή η άνευρη, διεκπεραιωτική πρόζα αδυνατεί να καταστήσει ένα κείμενο λογοτεχνικά σημαντικό.

Η γλωσσική επιμέλεια (του Χρίστου Κυθρεώτη) είναι επαρκής. Εδώ να διευκρινίσω ότι ο προσδιορισμός της επιμέλειας ως «γλωσσικής» δεν είναι δικός μου, αλλά της έκδοσης, κι αυτό δεν είναι τυχαίο: ο επιμελητής μοιάζει σαν να αποποιείται την ουσιαστική επιμέλεια, τονίζοντας ότι οι ευθύνες του περιορίζονται στην ορθογραφία, τη γραμματική και το συντακτικό.

Με δυο λόγια, το Ίνκουμπους δεν παρουσιάζει λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Τον Γιαννίση δεν δείχνει να τον ενδιαφέρει η εξέλιξή του προς αυτή την κατεύθυνση. Σπανίως παραθέτει μια πρόταση αξιοσημείωτη, με αποτέλεσμα οι –κατά βάση τετριμμένες– εξαιρέσεις να τονίζουν ακόμα περισσότερο αυτή την έλλειψη· π.χ., «Τα πουλιά είχαν πάψει να κελαηδούν και η άνοιξη είχε πεθάνει πριν καν γεννηθεί» (σ. 326). Δεν θα ισχυριστώ ότι η καλλιέπεια είναι απαραίτητη στο αστυνομικό· αντιθέτως, τις περισσότερες φορές κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Γι’ αυτό και οι δεξιοτέχνες του είδους αποφεύγουν τις περικοκλάδες και φροντίζουν να ανεβάζουν το επίπεδο με υπαινικτικές περιγραφές, εσωτερικούς μονόλογους και έξυπνους διαλόγους, στοιχεία που απουσιάζουν από το Ίνκουμπους, το οποίο, παρ’ όλα αυτά, είναι φλύαρο: θα μπορούσαν εύκολα να λείπουν 100 από τις 400 σελίδες του. Για παράδειγμα, θεωρώ ανούσιο παραγέμισμα παραγράφους όπως αυτή:

«Ένας μοναχικός σπίνος κάθισε στο κλαδί του δέντρου, κοιτάζοντας επίμονα γύρω του, με το μικρό του κεφαλάκι να αλλάζει κατεύθυνση κάθε δύο δευτερόλεπτα, προτού απογειωθεί, αφήνοντας ένα μελωδικό κελάηδισμα. Σύντομα, κι άλλα πουλιά και πράσινα φύλλα θα κατοικούσαν σε εκείνα τα ασθενικά κλαδιά, καθώς το παγωμένο σαν νεκρό σώμα της Σουηδίας ξυπνούσε από τη χειμερία νάρκη και τέντωνε τα άκρα κάτω από τον ζωοδότη ήλιο» (σ. 397).

Ένας από τους λόγους που έχουν συμβάλλει στην άνοδο του αστυνομικού στο χρηματιστήριο των λογοτεχνικών αξιών κατά τις τελευταίες δεκαετίες είναι αναμφίβολα και η θεματική στροφή προς τα κοινωνικά ή/και πολιτικά (με την ευρύτερη έννοια) θέματα. Ο Γιαννίσης το ξέρει αυτό και προσαρμόζει τα θέματά του αναλόγως. Στο Ίνκουμπους καταπιάνεται με τη σεξουαλική και σωματική κακοποίηση γυναικών: ο κακός της ιστορίας αποδεικνύεται ότι έχει διαπράξει δύο φόνους και πολλούς βιασμούς. Δεν κατακρίνω την προσπάθεια ενός συγγραφέα αστυνομικών να ασχολείται συγχρονικά με θέματα που απασχολούν την κοινή γνώμη – αρκεί αυτή η ευαισθησία να μην είναι συγκυριακή. Ομολογώ ότι διστάζω να επαινέσω βιβλία που επενδύουν στο κίνημα metoo, μέσα στην αναμπουμπούλα, αλλά αυτό μάλλον λέει περισσότερα για μένα παρά για τα εν λόγω βιβλία. Ασφαλώς και έχει δικαίωμα ένας συγγραφέας να εστιάζει σε φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα. Αν μάλιστα με το έργο του συμβάλλει στη συζήτηση με κάτι παραπάνω από αυτονόητες γενικεύσεις στο πλαίσιο της πολιτικής ορθότητας, τότε κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για εξαργύρωση της επικαιρότητας. Για παράδειγμα, υπάρχουν κάποια σημεία στο Ίνκουμπους που επιχειρούν να ρίξουν φως σε ψυχικές καταστάσεις ξένες (ελπίζει κανείς) προς τον αναγνώστη: «“Αυτό το άτομο δεν ενδιαφέρεται για το πρόσωπο ή την ηλικία των θυμάτων του. Δεν ενδιαφέρεται για το ποιες είμαστε. Μας βλέπει σαν πράγματα, σαν άψυχα αντικείμενα. Πιθανότατα, δεν τον ενδιαφέρει ούτε το σεξ ως πράξη. Το μόνο που θέλει είναι να μας ταπεινώσει, να μας κάνει να νιώσουμε άσχημα με τον εαυτό μας, ώστε να νιώσει εκείνο καλά με τον δικό του. Να νιώσει δυνατός. Και τα καταφέρνει”» (σ. 123).

Δυστυχώς, τα ενδιαφέροντα σημεία ως προς τα αίτια πίσω από τη διάπραξη των σεξουαλικών εγκλημάτων, όπως το παραπάνω, είναι ελάχιστα στο Ίνκουμπους. Οι βιασμοί και οι φόνοι θα μπορούσαν κάλλιστα να αντικατασταθούν από οποιαδήποτε άλλα εγκλήματα, χωρίς να αλλάξει η ουσία. Λείπει η εμβάθυνση· η ανάλυση στέκεται πεισματικά στην επιφάνεια. Ο αναγνώστης μένει με την εντύπωση ότι ο βιαστής/δολοφόνος κάνει ό,τι κάνει επειδή δεν είναι ιδιαιτέρως «προικισμένος». Ο Γιαννίσης προσπαθεί να διερευνήσει τον ψυχισμό του θύτη (κυρίως στις αναδρομές τις σχετικές με τον πρώτο φόνο), αλλά με φτωχά αποτελέσματα, γιατί εκείνο που κατά βάση τον ενδιαφέρει είναι οι διαδικασίες που θα οδηγήσουν στη σύλληψή του. Αυτό, βέβαια, περιμένει από τον συγγραφέα ο μέσος αναγνώστης αστυνομικών, δεν αντιλέγω. Θα ήταν, όμως, μια καλή ευκαιρία να ειπωθεί κάτι πιο ουσιαστικό για το θέμα, κάτι που ίσως να έδινε μια άλλη διάσταση στο μυθιστόρημα πέρα από αυτήν του τυπικού procedural.

Ο Άντερς Οικονομίδης είναι ένας χαρακτήρας που εξελίσσεται (ως οφείλει) από βιβλίο σε βιβλίο. Εντούτοις, παραμένει άχρωμος και αβαρής, παρά τα δεινά που συσσωρεύει στη ζωή του ο δημιουργός του. Ο Γιαννίσης επιμένει να γράφει για έναν εξ αρχής αδύναμο χαρακτήρα. Και μάλλον θα συνεχίσει, γιατί προς το τέλος διαβάζουμε: «“Η Λίζμπεθ κι εγώ συζητάμε την πιθανότητα να φύγουμε από το Έρεμπρο”» είπε [ο Άντερς]» (σ. 398). Αν ο συγγραφέας σκοπεύει να φέρει τον ήρωά του στην Ελλάδα στο επόμενο βιβλίο του, αυτή θα είναι μια κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση. Γιατί πλήρης εγκατάλειψη του Άντερς δεν προβλέπεται: θα επανέλθει· ο συγγραφέας φροντίζει να μας ενημερώσει σχετικά: στην τελευταία φράση του στις Ευχαριστίες γράφει: «Τα λέμε ξανά σε περίπου έναν χρόνο!». Αυτό σημαίνει ότι –βρέξει χιονίσει, αφρίζει ξαφρίζει– του χρόνου θα έχουμε άλλη μία περιπέτειά του στα χέρια μας. Ο Γιαννίσης μάλλον δεν αντιλαμβάνεται την προπέτεια αυτής της δήλωσης: νιώθει τόσο σίγουρος για τον επαγγελματισμό του που προεξοφλεί την παραγωγικότητα του· η συγγραφή είναι μια δουλειά όπως όλες: άμα στρωθείς, θα γράψεις· η έμπνευση είναι για τους λαπάδες.

Συνοψίζοντας, το Ίνκουμπους είναι ένα αξιοπρεπές procedural της σκανδιναβικής σχολής, το προϊόν ενός ακάματου επαγγελματία. Σαν μυθιστόρημα από το ΙΚΕΑ: λειτουργικός σχεδιασμός, προκάτ εξαρτήματα, αποδοτική γραμμή παραγωγής, συναρμολόγηση υπ’ ευθύνη του καταναλωτή, ανακυκλώσιμο. Ως εκ τούτων, προβλέψιμο μέχρι βαρεμάρας: είναι σαν να το έχεις διαβάσει πριν καν το αρχίσεις. Ο –έμπειρος πλέον– Βαγγέλης Γιαννίσης (νομίζει πως) τα κάνει όλα σωστά – και όμως, το μυθιστόρημα, παρά τις επιμέρους –για το είδος– αρετές του, ποτέ δεν απογειώνεται. Κορεσμός. Δεν αμφιβάλλω ότι θα αρέσει στους εθισμένους στον σκανδιναβικό χυλό, αλλά κι αυτοί ακόμα θα το ξεχάσουν μόλις το τελειώσουν. Δεν έχω την πρόθεση να ισοπεδώνω ακόμα και βιβλία που, αν μη τι άλλο, δεν προσβάλλουν τον αναγνώστη· από την άλλη όμως, περιμένω από το κοινωνικό αστυνομικό να διαδραματίσει σημαντικότερο ρόλο από αυτόν που του επιφυλάσσουν οι «επαγγελματίες» τού σώνει-και-καλά ενός βιβλίου τον χρόνο. Αν το Ίνκουμπους σηματοδοτούσε το κάτω όριο της σύγχρονης ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, θα πανηγύριζα για το υψηλό μας επίπεδο· το δυστύχημα είναι ότι σηματοδοτεί μάλλον το πάνω όριο (ή κάποιο σημείο που λίγο απέχει από αυτό) – πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε πρόβλημα.

 

—Βαγγέλης Γιαννίσης, Ίνκουμπους, Διόπτρα: 2022, 404 σελίδες, ISBN: 9789606536120, τιμή: €16,60.