Skip to main content
Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025
Μυθιστορηματική σιγή

«Είδαμε τις ρυτίδες στο πρόσωπό της να βαθαίνουν από τις συσπάσεις μιας ξαφνικής αγωνίας και άρχισε: “Παιδιά, σ’ εκείνη τη σπηλιά…”. Δυσκολευόταν να συνεχίσει, της κοβόταν η ανάσα. “Ποια σπηλιά, μαμά;” ρώτησα. “Στη σπηλιά με τα τανκς…” κατάφερε να πει “εκεί που είμαι στον πύργο…”. [...] “Βρείτε τη, παιδιά μου… τη θέλω”» (σ. 14).

Πεθαίνοντας, η «σχεδόν εκατό χρονών» (σ. 11) μητέρα του Δημοσθένη ψελλίζει τις δυσνόητες φράσεις. Ο ήρωας θα επισκεφθεί ξανά τα Σεπόλια, τη γειτονιά των παιδικών του χρόνων. Η αναδίφηση αρχίζει. Ξεκίνησα το μυθιστόρημα του Δημοσθένη Κούρτοβικ (Αθήνα, 1948) διστακτικά. Γιατί, αλήθεια, να διαβάσει κανείς ένα βιβλίο για τη μητέρα ενός ακόμη συγγραφέα; Εικάζω ότι το δοκιμιακό έργο του Κούρτοβικ λειτούργησε υποστηρικτικά. Ο χαρακτήρας της μητέρας, γρήγορα, άρχισε να περνάει σε δεύτερη μοίρα. Στο προσκήνιο αναδυόταν ξανά και ξανά ο Δημοσθένης. Το μυθιστόρημα είναι πρωτίστως μια αυτομυθοπλασία του Δημοσθένη Κούρτοβικ. Συνειδητοποίησα όμως κάτι που μου έκανε εντύπωση. Διάβαζα για μια γυναίκα χωρίς όνομα. «Μητέρα», «μαμά», «εκείνη», την αποκαλεί ο ήρωας παρότι ο περίγυρος παραμένει έμπλεος ονομάτων. Στη σελίδα εκατόν είκοσι, και ενώ το ενδιαφέρον μου έβαινε μειούμενο παρατήρησα κάτι που με έκανε να αρχίσω να διαβάζω διαφορετικά. Κάπως σαν να έλαβε χώρα μια μετατόπιση οπτικής γωνίας που άλλαξε κάτι θεμελιακό. 

«Αν εκείνες τις μέρες δεν ζούσα μοιρασμένος ανάμεσα σε δύο τόσο διαφορετικές πραγματικότητες, από τη μια τής έτοιμης να εκραγεί και να καταρρεύσει σαν υπερκαινοφανής αστέρας πατρίδας [βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 2015], από την άλλη του κόσμου της μνήμης μου, στον οποίο με γύριζε η νωπή απώλεια της μητέρας μου, είναι πολύ πιθανό ότι θα είχα καταλάβει νωρίτερα την πλάνη μου με τα “τανκς”» (σ. 120, δική μου υπογράμμιση). 

Διατείνομαι ότι η μητέρα του ήρωα στέκει μετωνυμικά προς την πατρίδα. Ένας από τους δύο λόγους της ανωνυμίας της αποσκοπεί ακριβώς σε αυτό. Τα περισσότερα απ' όσα γράφονται με πρόφαση τη μητέρα του ήρωα, ειδικά όσα αποπειρώνται βαθύτερες τομές στον χαρακτήρα της, όχι μόνο βγάζουν νόημα και για την Ελλάδα, αλλά λειτουργούν υπαινικτικά και υποστηρικτικά προς τη σκιαγράφηση πολύ συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της ελληνικής ταυτότητας. Οι αντιφάσεις, οι «σκόρπιες ψηφίδες μιας κρυπτικής και ασύμμετρης προσωπικότητας» (σ. 20), ποικίλα συμπεριφορικά χαρακτηριστικά της, ενώ προτάσσονται για τη μητέρα του Δημοσθένη, αφ' ης στιγμής ο αναγνώστης αντιληφθεί τον συσχετισμό μητέρας/πατρίδας, αρχίζουν να προσφέρουν εναλλακτικές επεξηγηματικές θεάσεις για την Ελλάδα και τη θέση της στον ιστορικό χωροχρόνο.

Παραθέτω ενδεικτικά:

«Περήφανη στη φτώχεια της. Δεν ζητούσε ποτέ τίποτε από κανέναν, δεν φανέρωνε ποτέ τις ανάγκες της και μετέδωσε αυτή τη στάση στα παιδιά της [...]» (σ. 19).

Ή

«Ήταν πεισματάρα και είχε αρραγή αυτοπειθαρχία, που σε φόβιζε. Παρ’ όλο που τους ξένους τους έκρινε πάντοτε μ’ επιείκεια, αν τους έκρινε, με τον εαυτό της και τα παιδιά της ήταν εξουθενωτικά απαιτητική» (ό.π.).

Ο Δημοσθένης εμφορείται από βαθιά στοχαστική ματιά που αρέσκεται να διαβάζει πίσω από τα φαινόμενα. Η πορεία του ήρωα, που ξετυλίγει τον μίτο για να απαντήσει στον γρίφο της μητέρας του τον αναγκάζει να ξεφλουδίζει αλλεπάλληλες στρώσεις, που οδηγούν προς ενα φευγαλέο και δυσνόητο υπαρξιακό κέντρο – ένα «χαμένο κέντρο», θα έλεγε κάποιος με αδυναμία στον Λορεντζάτο. Από το υπόγειο καρβουνάδικο των Σεπολίων με την «αλλόκοτα παράταιρη [...] συνύπαρξη κάρβουνου και ρετσίνας» (σ. 42), που του προκαλούσε «[...] ένα κράμα έξαψης και φόβου μπροστά σε κάτι που φάνταζε σαν μυστηριώδες υπέδαφος του κόσμου, του χαμηλού κόσμου όπου ζούσ[ε]» (σ. 43, υπογράμμιση στο πρωτότυπο), σε αναπάντεχες εκφάνσεις αυτού του υπεδάφους μέσα από τις παρατηρήσεις που διατυπώνει, για παράδειγμα, για τους χαρακτήρες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου: «[...] στις μη υπαγορευμένες από τα σενάρια χειρονομίες, πόζες, εκφράσεις του προσώπου αυτών των μπασταρδεμένων χαρακτήρων με το ανακάτεμα χωριάτικων, αστικών και λούμπεν υλικών, στο μέταλλο της γλώσσας που μιλούσαν, υπήρχε κάτι πολύ παλαιότερο από τους ίδιους, κατι που ένιωθες πως κουβαλούσε μεγάλη ιστορία και τους έδινε ένα στιλ βαθύτερο από αυτό των ρόλων τους. Αυτό το ιστορικό βάθος βρίσκω ότι λείπει από τις κινήσεις, την ομιλία, το ίδιο το φιζίκ των ηθοποιών σε σύγχρονες ελληνικές ταινίες [...]. Κάποια ρήξη πρέπει να συνέβη στο ενδιάμεσο. Σαν να μηδενίστηκε ο χρόνος και να ξανάρχισε να ρέει σ’ έναν κόσμο χωρίς μνήμες» (σ. 56).

Ο ήρωας νιώθει ότι άγεται και φέρεται από καταβολές που δεν εντοπίζονται στην επιφάνεια των συμπεριφορικών χαρακτηριστικών, τόσο της οικογένειάς του όσο και του εκάστοτε περίγυρού του. «Από ποιο καλούπι είχαν βγει αυτοί οι άνθρωποι» (σ. 111). Ο Δημοσθένης δυναστεύεται από ένα πλέγμα αντινομιών και ποικίλων «διμορφιών», υπό την επήρεια των οποίων νιώθει διαρκώς παράταιρος. 

Ο ήχος της σιωπής της, σταδιακά, αποκτά διασταλτική σημασία και προς την αντίστροφη κατεύθυνση: σκιαγραφήσεις της πατρίδας κατοπτρίζουν τώρα τον χαρακτήρα της μητέρας του.

Χαρακτηριστική είναι μια παρατήρηση του ήρωα για τα «[...] αναρίθμητα ελληνικά εκκλησάκια και ξωκλήσια που έχ[ει] δει στα πιο διαφορετικά μέρη» (σ. 139):

«[...] [Ε]κείνο που πάντοτε με συγκινεί είναι ότι δεν προσπαθούν να επιβληθούν στον χώρο τους, ότι αποπνέουν σεμνότητα, πραότητα και την καταδεκτικότητα του Ιησού των Ευαγγελίων απέναντι στις ταπεινές, ακόμη και τις αμαρτωλές πλευρές της ζωής των ανθρώπων» (ό.π.). 

Ο τρόπος που στέκεται ο ήρωας απέναντι στη θρησκεία, μέσα από αυτή τη «χοϊκή έκφραση θρησκευτικού αισθήματος, αν είναι θρησκευτικό» (ό.π.) συμπυκνώνει παραστατικά και τον ήχο της σιωπής της – αυτό το χαρακτηριστικό «για φαντάσου» της. 

Και όλο αυτό είναι «Τόσο κοντά, τόσο ανέφικτα κοντά», που καθίσταται σχεδόν δυσδιάκριτο. Παρατηρήστε, στο απόσπασμα που ακολουθεί, πόσο ρευστά είναι τα όρια μητέρας/πατρίδας. Υπενθυμίζω ότι βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 2015.

«[...] [Γ]ιατί δεν χρειαζόταν ούτε όνομα ούτε εξηγήσεις ήταν κάτι που απλώς υπήρχε: μια αίσθηση ταυτότητας ίσως, παράδοξα ακλόνητη, αν σκεφτεί κανείς την τόσο τεθλασμένη διαδρομή της στη ζωή· ή, για να το πω αλλιώς, μια αθόρυβη πίστη ότι ο εαυτός της είχε έναν πυρήνα συνδεμένο με κάτι μεγαλύτερο (αλλά τι ήταν αυτό;), έναν πυρήνα συμπαγή, σταθερό, που της έδινε εσωτερική ισορροπία και την ικανότητα να προσανατολίζεται εύκολα σ’ έναν μεταβαλλόμενο κόσμο ή σε πολλούς κόσμους, εκεί όπου την έριχναν κάθε φορά οι περιστάσεις της ζωής της και τα ζιγκ ζαγκ της Ιστορίας» (σ. 277).

Ο Κούρτοβικ κατασκευάζει τελικά έναν πολυπρισματικό καμβά για τη βαθιά αντινομία που μας χαρακτηρίζει ως έθνος. Σκιαγραφεί, μέσα από πολλά και ευφάνταστα σκηνικά της συγχρονίας των διαφόρων περιόδων της ζωής του –σπουδές στη Γερμανία, στρατιωτική θητεία, εργασιακό περιβάλλον– τη βαθιά ασυμφωνία λόγων και έργων των ανθρώπων με τους οποίους κατά καιρούς συγχρωτίστηκε. Ο Κούρτοβικ εδώ επιτυγχάνει κάτι αξιοθαύμαστο, γιατί ενορχηστρώνει μια συστοιχία πειστηρίων για να αποτυπώσει όχι μόνο το ιστορικό βάθος που μας καθορίζει αλλά και το υπαρξιακό, που σταδιακά θα ανασυνθέσει αυτό το «χαμένο κέντρο». Σε μια εξαίρετη διατύπωση, λίγο πριν το τέλος του βιβλίου διαβάζουμε: 

«Το θαύμα δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ για τη μητέρα μου. Ούτε για τους άλλους. Έμεινε μόνον η τέχνη τους να το υποδύονται σε μια ζωή που τους το αρνούνταν. Έμεινε μια ομορφιά με μήτρα την ασχήμια. Έμεινε ένα άλλο θαύμα – είπα εγώ» (σ. 290).

Η «ομορφιά με μήτρα την ασχήμια» είναι η έμπρακτη αντινομία που χαρακτηρίζει αμφότερες μητέρα και πατρίδα, αλλά και τον ίδιο τον ήρωα, που βιώνει μια βαθιά γνωστική ασυμφωνία, εξαιτίας της επήρειας του «πυρήνα συνδεμένο[υ] με κάτι μεγαλύτερο».

Έτσι, ο ήχος της σιωπής της μητέρας του αντηχεί ξανά ως ο ήχος της σιωπής της πατρίδας και των Ελλήνων, που μοιάζουν να στερούνται “φαινοτυπικά” χαρακτηριστικά αλλά μοιράζονται μια βαθιά “γονοτυπική” «διαχρονική ευγένεια» πέρα και πάνω από καταγωγή, ταξικές διακρίσεις και κατηγοριοποιήσεις. Οι περισσότεροι ήρωες που ξεχωρίζουν –ακόμα και αυτός του «Ρέκβιεμ για ένα καμάκι»– σκιαγραφούνται ως αλλόκοτοι, κάπως όπως διαρκώς περιγράφει ο συγγραφέας και τον ίδιο του τον εαυτό. Από τα χρόνια του στρατού μέχρι τις καταστάσεις που καταγράφονται στην παλιά γειτονιά των Σεπολίων, ο Κούρτοβικ αποδελτιώνει μια εντυπωσιακή παλέτα αυτής της βαθιάς διάκρισης “φαινότυπου”/“γονότυπου” – το ψηφιδωτό των ανθρώπων που πασχίζουν να πραγματώσουν μια χαμένη ταυτότητα: 

«Κι έλεγαν –μου έλεγαν– αυτά τα φαντάσματα ότι είχαν περάσει τη ζωή τους μέσα σ’ έναν ρόλο που δεν τους ταίριαζε, έναν ρόλο πιο λίγο από τον εαυτό τους, και ειχαν ξοδέψει όλη τους την ενέργεια για να βάλουν σ’ αυτό τον ρόλο κάτι από αυτό που θα ήθελαν και, αν τα πράγματα στον τόπο τους και στον καιρό τους ήταν αλλιώς, θα μπορούσαν να γίνουν, κάποιες χειρονομίες μεγαλοπρέπειας, κάποιες πράξεις υψηλοφροσύνης, κι ας τις λοιδορούσαν η άσημη ύπαρξή τους, το μίζερο περιβάλλον τους, η ταπεινότητα των ασχολιών τους. Έλεγαν ότι αναγκάστηκαν να γίνουν ηθοποιοί του εαυτού τους, για ν’ αντέξουν αυτό που τους είχε αποξενώσει από τον εαυτό τους» (σ. 289).

Η ανώνυμη μητέρα του ήρωα, λίγο πριν το τέλος, θα αποκτήσει όνομα: «Νόρα», από το Κουκλόσπιτο του Ίψεν, ρόλο από τις νεανικές απόπειρές της στο θέατρο, που κατοπτρίζει τον εαυτό της, που όμως τελικά δεν τον αξιώθηκε· έγινε «ηθοποιός του εαυτού της». Ο δεύτερος λόγος που η μητέρα του ήρωα παραμένει ανώνυμη έγκειται ακριβώς στην υπογράμμιση του «αποξενωμένου» εαυτού της.

Το βιβλίο στέκεται στον αντίποδα ενός ακόμη αυτοαναφορικού μυθιστορήματος που διάβασα πρόσφατα: το σωρείτης (Στιγμός, 2024) του Φ.Κ.Β.

Στο συγκεκριμένο είχα διατυπώσει μια απορία: 

«Γιατί, ενώ το κείμενο δεν βγάζει νόημα και ο αναγνώστης νιώθει σε σημεία ότι κάνει κύκλους, ουδόλως αποθαρρύνεται, αλλά, αντιθέτως, διαβάζει με εντεινόμενο ενδιαφέρον; Εδώ υπάρχει μια απλή απάντηση: γιατί το κείμενο είναι εξαιρετικό». 

Στο μυθιστόρημα του Κούρτοβικ η διερώτηση μετασχηματίζεται ως εξής: Γιατί ενώ το κείμενο βγάζει απόλυτο νόημα και ο αναγνώστης νιώθει ότι ξεδιπλώνεται μπροστά του ένα μωσαϊκό που διαρκώς εμπλουτίζεται με νέες ψηφίδες, που συντείνουν προς τη συνολική εικόνα, αποθαρρύνεται και τελικά διαβάζει διεκπεραιωτικά; Υπάρχει και εδώ μια απλή απάντηση: γιατί αυτό που προτάσσει ο συγγραφέας δεν είναι ακριβώς μυθιστόρημα. 

Οι αναλυτικές δεξιότητες του Κούρτοβικ παραμένουν ακμαίες. Το κείμενο χαρακτηρίζεται από εξαίρετες αποτυπώσεις που αποκρυσταλλώνουν απαιτητικές εννοιολογικές πτυχώσεις του γίγνεσθαι, με, και είναι κρίσιμο αυτό, ζυγισμένα επιχειρήματα και ευφάνταστες αναλογίες, αλλά, τελικά, παρά τη γλωσσική αρτιότητά του, αδυνατεί να αναπληρώσει το κενό του μύθου. Η πρόφαση του γρίφου που ψελλίζει η μητέρα του Δημοσθένη, που κινητοποιεί τον ήρωα, δεν αντέχει το βάρος που του εναποθέτει ο συγγραφέας. Οι σχεδόν δοκιμιακές, και με τη μορφή εξωλογοτεχνικών τεκμηρίων, παρενθέσεις και ενθέσεις δεν εγκιβωτίζονται δόκιμα στο μυθοπλαστικό συνεχές. Τα δύο προπλάσματα της ομιλίας του ήρωα «στο Φεστιβάλ του Βερολίνου», για την ελληνική ταυτότητα σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, περισσότερο επιτείνουν τη δοκιμιακή αίσθηση του κειμένου παρά συνεισφέρουν γόνιμες μυθιστορηματικές πληροφορίες. Ακόμη και το κεφάλαιο για τα Δεκεμβριανά, που ο συγγραφέας έχει αναπτύξει από το διήγημα «Τα δικά μου Δεκεμβριανά» (από το Λαχανόρυζο του Σταυρού (Εστία, 2012)), χάνει την αιχμή του, έτσι όπως καλείται να αποτελέσει ψηφίδα στο όλον. Σε αρκετά σημεία, όπως ίσως είναι προφανές από τα εκτενή παραθέματα, η πρόζα βγαίνει εκτός μυθιστορηματικής συνθήκης, ακριβώς επειδή ο Κούρτοβικ είναι δεινός αναλυτής. Επιπροσθέτως, το κεφάλαιο «Μέιλ από μια προ-αναγνώστρια», ειδικά όπως έχει τεθεί στο τέλος, δυναμιτίζει ολόκληρο το βιβλίο. Για ποιο λόγο να διαβάσουμε ένα «μέιλ» από κάποια «προ- αναγνώστρια» που επισημαίνει, από φεμινιστική ματιά, πιθανές αδυναμίες του βιβλίου; Ας αφήσει ο συγγραφέας την κριτική σε κάποιον πέρα από τον εαυτό του. Παρεμπιπτόντως, καμιά από τις αδυναμίες που διατυπώνονται δεν είναι ουσιαστικά αδυναμία. Το ύφος όμως της επιστολής είναι βαθιά προβληματικό καθώς κλίνει στην ειρωνεία: «Αγαπητέ κύριε Κ. (συγγνώμη, αλλά δεν μου έρχεται να σας λέω Δημοσθένη, όπως με προτρέψατε, και μου έχετε απαγορεύσει να σας λέω “κύριε Δημοσθένη”» (σ. 291). Τέλος, το καταληκτικό κεφάλαιο «Ύστατος λόγος», όπου ο ήρωας συζητά με τη φασματική μορφή της μητέρας του συνιστά αφενός επανάληψη θέσεων που έχουν ήδη τεθεί εναργέστερα και, αφετέρου, διολισθαίνει στο μελόδραμα. «”Δεν βρήκα θέση στη ζωή, μητέρα”» (σ. 294), ή «”Δεν ξέρω καν τον εαυτό μου. Ρόλους παίζω, μητέρα”» (σ. 295).

Το πιο ερεθιστικό εδώ, ειδικά με τον παραλληλισμό ανάμεσα στα δύο βιβλία, εντοπίζεται στην ειδοποιό διάφορα που συνίσταται στην ασυμμετρία φόρμας/περιεχομένου. Η λογοτεχνική συνθήκη, υπό προϋποθέσεις πάντα, θάλλει στον σχεδόν πλήρη εγκιβωτισμό περιεχομένου στη φόρμα, αλλά αποστρέφεται το αντίστροφο. “Μυθιστόρημα” που αναλώνεται στο περιεχόμενο, όσο δοκιμιακά ουσιώδες κι αν αποδεικνύεται αυτό, δυσκολεύεται να βρει ερείσματα στη μυθοπλαστική συνθήκη.

— Δημοσθένης Κούρτοβικ, Ο ήχος της σιωπής της, Εστία: 2024, 304 σελίδες, ISBN: 9789600519396, τιμή: €15,00.