Τα διηγήματα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη (Θεσσαλονίκη, 1953) συνιστούν κάτι σαν σταθερά. Σε κάθε νέα συλλογή όμως εισέρχεται κανείς ακροποδητί· με αμφιβολίες, με δυσπιστία, ίσως και με μια υπόνοια αγωνίας για το αν ο συγγραφέας θα σταθεί για ακόμα μια φορά στο ύψος των περιστάσεων.
Πρώτη παράγραφος στο «Ο Γάντζος», που ανοίγει τη συλλογή:
«Ξεκίνησε πρώτος ο γύφτος με τη στάμνα (τύμπανο με πήλινη βάση και δέρμα βοδιού) να βαράει. Πλιάμπα-πλιάμπα-πα. Πλιάμπα-πλιάμπα-πα. Δίνει τον ρυθμό και μετά μπαίνουν διαδοχικά όλα τα λαλούμενα: το κλαρίνο, το μπουρί (κορνέτα), δύο τρομπόνια και το νταούλι – ο τυμπανιστής κρατάει βέργα από κρανιά και φοράει στο μεσιανό δάχτυλο κόκκινο, πυργωτό δαχτυλίδι» (σ. 13).
Μια ομάδα αθίγγανων μουσικών παίζει σε ένα καπηλειό ανήμερα Χριστουγέννων. Ο αφηγητής δεν τους αποκαλεί ούτε «Ρομά» ούτε «τσιγγάνους» ούτε βέβαια «αθίγγανους», όπως εγώ· τους αποκαλεί «γύφτους». Αυτό όχι μόνο δεν τους υποτιμά με κάποιο τρόπο, αλλά τους πολιτογραφεί στην ατμόσφαιρα του «ουζερί των αδικημένων» όπου ο αφηγητής, ένας «αδικημένος» κι εκείνος, αναλαμβάνει με αξιώσεις τον χαρακτήρα του. Ξεχωρίζω και ένα δεύτερο στοιχείο:
«Δίπλα στο ψυγείο με τη μεγάλη γυάλινη βιτρίνα στέκεται όρθιος, όπως πάντα, ανάμεσα στους φτωχοντυμένους ο Γάντζος – ένας πολυέλαιος μέσα σε κελί. Φοράει την κουστουμιά του από καλό κασμίρι, πουκάμισο καθαρό, γραβάτα, ασημένια μανικέτια, σένιο παπούτσι. Είναι ξυρισμένος άψογα, ψηλός, ξερακιανός, με πολύ μεγάλη, γαμψή μύτη – γι’ αυτό και οι δύο ιδιοκτήτες του “Ουζερί” [...] του ’χουνε βγάλει το παρανόμι ο “Γάντζος”» (σ. 14).
Ο Γάντζος λοιπόν, αφού μαθαίνουμε για την καταγωγή και τη ζωή του, όπως και το ότι είναι «[...] διευθυντής της μεγάλης Ασφαλιστικής “Metlife” στη Βόρεια Ελλάδα [...]» (σ. 15) εμφανίζεται, εκεί που ανάβει το κέφι «[...] να βάζει το χέρι στο σακάκι και να βγάζει πάνω στο ψυγείο ένα τούβλο με μονοδόλαρα» (σ. 19). Γιατί άραγε ο Σκαμπαρδώνης βάζει «μονοδόλαρα» και όχι τα αναμενόμενα ευρώ; Το διήγημα είναι τοποθετημένο στη μετά covid εποχή, άρα τα δολάρια δεν βρίσκουν έρεισμα σε κάποια σχισμή του παρελθόντος.
Στο τέλος, μετά την κορύφωση της ιστορίας, όταν ο Γάντζος που πάντα στεκόταν όρθιος, «[γ]ια πρώτη φορά κάθεται, [και] γίνεται ένας από μας. Σαν κι εμάς» (σ. 23), γίνεται διακριτό γιατί, όχι μόνο ο τρόπος που σκορπάει χρήμα στους μουσικούς, αλλά και το χρήμα το ίδιο έπρεπε να είναι αλλότρια, παράταιρα ώστε να υποστηρίζεται με ακρίβεια αυτό το «[...] πολυέλαιος μέσα σε κελί». Πρώτης τάξεως διήγημα.
Όπως ισάξιο είναι και το δεύτερο διήγημα της συλλογής «Το τρυποπέρασμα», στο οποίο μια δεκατριάχρονη αφηγείται ένα καλοκαίρι στους θείους της, που διατηρούν ιχθυοτροφείο στην «παραλία–λιμνοθάλασσα του Ερασμίου-Μαγγάνων Ξάνθης». Η ιστορία παίρνει μια υποδόρια φεμινιστική τροπή όταν η μικρή θα βιώσει την πρώτη έμμηνη ρύση της:
«Ύστερα από μισή ώρα βγαίνω πάλι στην άμμο, και τώρα, αλλαγμένη κάπως εντός μου, τολμάω εκείνο που σκέφτομαι από μέρες» (σ. 35).
Μπορεί κάποια διηγήματα να υστερούν κάπως, αλλά ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι η σταθερά καλά κρατεί. Σε τι συνίσταται όμως η αισθητική αξία αυτών των διηγημάτων, που αν και ανακυκλώνουν σταθερές θεματικές, τελικά πρωτοτυπούν.
Ο Σκαμπαρδώνης ισορροπεί ανάμεσα στη φιοριτούρα της φόρμας και την προσήνεια του περιεχομένου, χωρίς όμως να δεσμεύεται σε μανιερισμούς. Τα διηγήματά του σχεδόν πάντα αφορμούν από το απλό, το τετριμμένο, και σταδιακά εξακτινώνονται προς απρόσμενες επικράτειες. Μια επίσκεψη στο Όρος, στο «Απαγορευτικό απόπλου», θα συναρμόσει ψάλτες, μαγείρους, ένα «κοπροθέσιο» και ένα οικόσιτο φίδι με την απόκοσμη ατμόσφαιρα της περιοχής: «Το χαροποιόν πένθος εδώ ήταν αισθητό παντού: εκλυόταν από τους τοίχους, τα μπρούτζινα μανουάλια, τις επιτοίχιες εικόνες και τα ζωγραφιστά Χριστογράμματα [...]. Απ’ την ευωδιά του θυμιάματος, το φως των κεριών και των λαμπάδων – ήταν χώρος ενός άλλου κόσμου, πειρατικού, έξω απ’ τον Χρόνο» (σσ. 105-6).
Στο «Διπλός ουρανός», μια διανυκτέρευση στο βουνό, «[μ]ακριά απ’ τις οθόνες», θα φέρει τον ήρωα αντιμέτωπο με τον εαυτό του. Ο Σκαμπαρδώνης αναδεικνύει πάντα αυτή την καθημερινότητα με το ταλέντο αποδελτιωτή, ταξινόμου. Οι ιστορίες του δεν είναι ποτέ ασκήσεις ελλειπτικότητας ή ακραίας συμπύκνωσης, παρά το ότι ουκ ολίγες φορές η ευθύτητά τους, ως οφείλει, διαταράσσεται. Είναι ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος, στις οποίες ενίοτε εγκιβωτίζεται μια εικόνα ή ένα σύντομο περιστατικό, που λειτουργούν ως αφηγηματική αφορμή πάνω στην οποία οικοδομείται ολόκληρο το διήγημα. Σε πλήρη αντίθεση με τον τρόπο κατασκευής του μυθιστορήματος, ο Σκαμπαρδώνης μοιάζει να συλλαμβάνει το εκάστοτε διήγημα αυθωρεί και παραχρήμα.
Για παράδειγμα, τα «Εργοστάσιο στο Χρούσου» και «Αβέρωφ, ο σφάχτης», μοιράζονται την ίδια εικόνα –κάποιου που καπνίζει ανάσκελα στη θάλασσα– γύρω από την οποία οικοδομούνται δύο εντελώς διαφορετικές ιστορίες. Άλλες φορές πάλι, τα διηγήματα διανθίζονται με ανεκδοτολογικές αναφορές που ξενίζουν τον αναγνώστη, όπως η ιστορία μέσα στην ιστορία: «[...] το γνωστό, αβάσταχτο μοιρολόι, οι οικτιρμοί της οξιάς όποτε φυσάει ο αέρας. [...] “Δεν πήγα από πείνα, ούτε από δίψα, αλλά από τη βαγμούρα, απ’ το θρηνολόγημα της οξιάς. Δεν άντεξα» (σσ. 122-3).
Όλα αυτά όμως, θα μπορούσε να πει ένας αυστηρός κριτής, είναι κάπως αναμενόμενα για τον Σκαμπαρδώνη· είναι στοιχεία που ανακυκλώνονται στα διηγήματά του και κάνουν, ειδικά τους τακτικούς αναγνώστες του, να νιώθουν άβολα, ακόμη και να δυσανασχετούν έτσι όπως ο συγγραφέας μοιάζει να προτάσσει αλγοριθμικούς παροξυσμούς. Κι όμως, ο Σκαμπαρδώνης ενθέτει πάντα και απρόβλεπτες πινελιές, όπως τη δήλωση του Γέροντα Μακάριου: «Έχω τη γαλήνη, το Σκήπτρο του Σταυρού. Δηλαδή έχω πολλά, διότι δεν έχω απολύτως τίποτα. Είμαι ναυς ίχνος ουκ έχουσα» (σ. 107). Δήλωση που συνέχεται με την εδεμική αθωότητα των τριών κοριτσιών, στο ομώνυμο διήγημα: «Τα νήπια δεν γνωρίζουν τι σημαίνει νεκροταφείο, τι είναι τα μνήματα, οι νεκροί, το τέλος, και κάθονται εκεί άνετα, άφοβα, επί τάφου. Γελούν και παίζουν αμέριμνα, αθώα, λουσμένα στο υποβλητικό φως των γύρω τρεμάμενων κεριών» (σ. 164).
Αμφότερα όμως τα σημεία αυτά επικοινωνούν υπογείως και με την αινιγματική σκέψη, που ταλανίζει τον (άπιστο) Θωμά στο «Διπλός ουρανός»: «Αλλά πώς να τους εξηγήσει ότι έτσι είναι απ’ τη φύση του; Ότι μια λεύκη δεν πάσχει από λεύκη, αλλά ΕΙΝΑΙ λεύκη; Ότι η αρρώστια είναι η υγεία της;» (σ. 120). Ότι δηλαδή όλα εν τέλει εξαρτώνται από την πλευρά θέασής τους και ότι μέσα στη μυθοπλασία νοείται ακόμη και ο μεταφορικός αντισπισιστικός χώρος για να σηκώσουν κεφάλι όχι μόνο η απόκλιση αλλά και η ίδια η “αρρώστια”, στην απόπειρά τους να επιβιώσουν –πέρα από το καλό και το κακό– απέναντι στην προκρούστεια ομοιομορφία του μέτρου και της υγείας.
Ο Σκαμπαρδώνης είναι όμως και ο συγγραφέας που, αυτοσαρκαζόμενος, δύναται να αντικρούσει τη μομφή του ακκισμού:
«Εκείνο κάνει ένα δυο βήματα προς αυτόν, στέκει επιδεικτικά, φουσκώνει κι αρχίζει να ξεδιπλώνει προς τα άνω, να ανασταίνει κλιμακωτά την παραδείσια ουρά του. Την ανοίγει αργά, με αυτοπεποίθηση, σαν δαντελωτή βεντάλια, ένα πτυχωτό, ημικυκλικό φωτοστέφανο με το μήκος του να φτάνει ακτινωτά στα δύο μέτρα. Τα φτερά είναι πηδαλιώδη, σμαραγδοπράσινα μπλε του μαλαχίτη, μαύρα με στίγματα κίτρινης σανδαράχης (μεταξύ χρυσού και πορτοκαλί) και με οφθαλμοειδή σχέδια, μάτια-χαλκομανίες, που φαίνονται και χάνονται σαν υδατόσημα. Γιατί το πτέρωμά του δεν είναι χρωσμένο από χρωστικές ουσίες, αλλά έχει διπλές, δισδιάστατες κρυσταλλικές δομές που προκαλούν διαφορετικές αντανακλάσεις αποχρώσεων, ανάλογα με τη γωνία που πέφτει το φως ή το βλέμμα. Ιριδίζουν παράφορα με διακυμάνσεις και σε διαρκείς, φωτοβόλες μεταβλητές. Στέκει, έτσι, το παγόνι ακίνητο και υπερυψούται, βασιλικό, εστεμμένο, αυτοϋπερούσιο, με υπερχείλιση χρωμάτων σε πλήρη δόξα» (σσ. 182-3).
Γιατί όμως «Φάλτσα κεφαλής»; Παρότι ο τίτλος είναι γενικός, και εύκολα θα μπορούσε να τον φανταστεί κανείς σε αρκετές συλλογές διηγημάτων του Σκαμπαρδώνη, ο συγγραφέας τον “επινοεί” μέσα από μια ολιγόγραμμη αφήγηση που εκτελεί χρέη οπισθόφυλλου: «Ο άνθρωπος ήθελε να πει “φλάντζα κεφαλής”, όμως λόγω του ότι δεν ήξερε καλά ελληνικά, έκανε το λάθος (που είναι και το σωστό) λέγοντας “Φάλτσα κεφαλής”».
Πταίσμα στην έκδοση η παράλειψη αναφοράς ότι τρία διηγήματα της συλλογής έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Τα Νέα, όπου αρθρογραφεί ο συγγραφέας.
— Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Φάλτσα κεφαλής, Πατάκη: 2024, 192 σελίδες, ISBN: 9786180710243, τιμή: €11,70.