Στο τελευταίο μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου, «Σικελικό Ειδύλλιο», που εκτυλίσσεται στη Σικελία της δεκαετίας του ‘50 η συγγραφέας τοποθετείται πίσω από περσόνες που υπαγορεύουν μια ιδιαίτερη τακτική συγγραφής. Το συναντάμε και στο πρόσφατο συγγραφικό παρελθόν της αυτό: βλ., για παράδειγμα, «Το τέλος του Κόσμου σε Αγγλικό Κήπο», Πατάκης 2017. Στο παρόν μυθιστόρημα διαβάζουμε εναλλάξ δύο πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις: της Κοντσέττας Βιτάλε και του Λούκα Ντε Ματέις. Η Κοντσέττα, μια έφηβη που πασχίζει να τελειώσει το σχολείο μάς αφηγείται την ιστορία της παρά το γεγονός ότι από την αρχή δηλώνει ότι «[...] εγώ δεν ξέρω να διηγούμαι ιστορίες, αλλά ξέρω να γράφω – και όπως είπα, μιλάω συνεχώς, ακόμα κι όταν τρώω [...]» (σ. 37). Ο Λούκα, από την άλλη, μας μεταφέρει τις εξομολογήσεις του έτσι όπως τις υπαγορεύει σε ένα μπομπινόφωνο εποχής ενώ πίνει το ένα νεγκρόνι μετά το άλλο. Και τα δύο πρόσωπα του έργου, με άλλα λόγια, δεν παρέχουν εχέγγυα κάποιας αξιόλογης συγγραφικής ικανότητας. Δεν εμφανίζεται δηλαδή κάποιος παντεπόπτης αφηγητής που ο αναγνώστης εύκολα θα μπορούσε να τον μπερδεύει με τη συγγραφέα. Όταν το βιβλίο συνίσταται σε τέτοιες πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις –ξεκάθαρα προσωπεία της συγγραφέως– δεν γίνεται να μην συναντάει ο αναγνώστης ατοπήματα και αστοχίες που όμως έχουν τεχνηέντως αφεθεί να παρεισφρήσουν στο κείμενο.
Η Τριανταφύλλου μπαίνει στον κόπο να ανασκευάσει με σχετική επιτυχία το σκηνικό μιας ολόκληρης εποχής σε μια κωμόπολη της Σικελίας στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, αλλά αφηγείται –οι ήρωές της το κάνουν δηλαδή– μια ιστορία που βρίθει, σε μια πρώτη ανάγνωση, κοινοτοπιών. Και μάλιστα κοινοτοπιών που φέρνουν έντονα Ελλάδα. Δεν είναι η πρώτη φορά που διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου διερωτώμαι αν εσκεμμένα εναποθέτει τόσα στοιχεία που μόνο ελληνικά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Είμαι της άποψης ότι αυτό είναι σκόπιμο. Πιθανώς σε μια απόπειρα ιδιότυπης ανάδειξης του ελληνικού σε οικουμενική κλίμακα, ή, απλώς από αγάπη και προσήλωση σε έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης, αντιστικτικά προς τον κοσμοπολιτισμό που ενίοτε αφήνει να είναι διακριτός στο πρόσωπό της. Όταν δηλαδή αναφέρει ότι κάποιος ήρωας παίζει «Προπό», στη Σικελία του ‘50, ή μας δίνει ελληνικές παροιμίες από το στόμα Σικελών «[...] βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του [...]» (σ. 51), ή αναφέρει τρεις φορές ότι η Σικελία είναι «η χώρα της φαιδράς φράπας» αφήνοντας τον αναγνώστη να κάνει τον παραλληλισμό με το σχεδόν δημώδες «φαιδρά πορτοκαλέα», ή όταν αφήνει να φανούν οι ομοιότητες της πατριαρχίας αλλά και του καθολικισμού που δυναστεύει τα ήθη και έθιμα των ανθρώπων της εποχής· όταν σωρευτικά συμβαίνουν όλα αυτά και διαβάζει κάποιος και το μότο, του Έλιο Βιττορίνι, που ανοίγει το βιβλίο: «[...] προειδοποιώ τον αναγνώστη ότι ο πρωταγωνιστής δεν είναι αυτοβιογραφούμενο πρόσωπο και η Σικελία που τον πλαισιώνει και τον συνοδεύει είναι η Σικελία από καθαρή τύχη. Επειδή η Σικελία ηχεί καλύτερα στ’ αυτιά μου από την Περσία ή τη Βενεζουέλα». Όταν λοιπόν τα συνειδητοποιήσει ο αναγνώστης όλα αυτά αρχίζει να διερωτάται αν πίσω από την κοινότοπη ιστορία κρύβεται και μια επιθυμία παραλληλισμών με τα εγχώρια που τόσο ομοιάζουν στα σικελικά. Τα πράγματα όμως χρήζουν ακόμα περισσότερης προσοχής. Στην πρώτη σελίδα μαθαίνουμε ότι ο Λούκα δολοφονείται από τη σικελική μαφία. Ο ένας από τους δύο αφηγητές μας δηλαδή θα καταλήξει νεκρός, άρα, αφού αυτό το μαθαίνουμε αμέσως, το ενδιαφέρον μας ως αναγνωστών δεν εντοπίζεται σε μια προσδοκία κάποιου ανοιχτού μέλλοντος για τον ήρωα που θα μπορούσε να συντηρηθεί κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης και που η συγγραφέας θα μπορούσε να διαλύσει στο τέλος του βιβλίου. Υπάρχει βαθύτερος λόγος γιατί μαθαίνουμε από την αρχή το τέλος του Λούκα.
Η Τριανταφύλλου έχει καταφέρει να προσδώσει στο μυθιστόρημα τη δυνατότητα να διαβάζεται, από τη μια, επιφανειακά, ως μια ανάλαφρη ιστορία ενηλικίωσης μιας κοπέλας, και, από την άλλη, ως αναστοχασμός ενός μεσήλικα, κυνικού αστυνόμου με βαρύ παρελθόν. Και όλα αυτά στις ιδιότυπες συνθήκες της μεταπολεμικής Σικελίας του ‘50. Συνθήκες που καθορίζονται από τον κώδικα τιμής που στηρίζεται τόσο σε μια άτεγκτη πατριαρχία όσο και στη σχεδόν ολοκληρωτική επικράτηση της μαφίας. Αγωνίες, προσδοκίες για το μέλλον, αναστοχασμός για το παρελθόν· λίγο πολύ, όχι και κάτι τόσο ξεχωριστό. Μια πιο προσεκτική ματιά όμως προσδίδει στο «Σικελικό Ειδύλλιο», που δεν είναι καν ειδύλλιο, όπως μας ενημερώνει και το οπισθόφυλλο, τον κομψό και εσωστρεφή χαρακτήρα ενός μυθιστορήματος από αυτά που δεν συμβαίνουν και πολλά πράγματα πέρα από δύο τρία κομβικά γεγονότα που τα μαθαίνουμε στις πρώτες σελίδες. Η Τριανταφύλλου στήνει λοιπόν ένα σκηνικό συνάντησης δύο ανθρώπων με μεγάλη ηλικιακή, μορφωτική, και αντιληπτική διαφορά σε ένα πλαίσιο που προσομοιάζει το ειδύλλιο. Και αυτό είναι ίσως και το πιο δυνατό χαρτί του βιβλίου γιατί καλεί τον αναγνώστη να διακρίνει τις αντιθέσεις: σε έναν κόσμο καταπίεσης, βιασμών, φόνων, και γενικά αλόγιστης καταπάτησης και ισοπέδωσης κάθε έννοιας προσωπικότητας, οι δύο πρωταγωνιστές θα τολμήσουν να σκεφτούν με τρόπους που ανήκουν σε μια εντελώς άλλη κατηγορία καταστάσεων. Και λέω «να σκεφτούν» γιατί παρά τη συνύπαρξή τους στον στενό χώρο ενός γραφείου αστυνομικού τμήματος τα περισσότερα απ’ όσα μαθαίνουμε, εμείς ως αναγνώστες, δεν τα μαθαίνουν οι ενδιαφερόμενοι. Η μεταξύ τους διάδραση και επικοινωνία δηλαδή δεν είναι και τόσο αμφίδρομη. Οι δύο αυτοί άνθρωποι μοιάζουν να επικοινωνούν όπως ακριβώς τους διαβάζουμε εμείς: εναλλάξ, μεσολαβημένα και όχι αυθόρμητα ή πηγαία όπως θα ταίριαζε σε ένα αληθινό ειδύλλιο. Ο Λούκα θα γοητευτεί από την αθωότητα και την καλοσύνη της Κοντσέττας (το όνομά της εξάλλου αναφέρεται σε αυτό το άμωμο της Θείας σύλληψης) σχεδόν με μια θρησκευτική προσήλωση που αρμόζει περισσότερο στον 19ο παρά στον 20ο αιώνα, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος διέπεται από κυνισμό και μέμφεται διαρκώς τις οπισθοδρομικές απόψεις και συνήθειες των Σικελών συμπατριωτών του που παραμένουν προσκολλημένοι στο παρελθόν. Το ειδύλλιο του τίτλου παραμένει λοιπόν σε λανθάνουσα μορφή, ασχημάτιστο ακόμη και στις σκέψεις των ηρώων. Και η εκτίμηση αλλά και η αγάπη που αρχίζει να τρέφει ο ένας για τον άλλο εξωτερικεύονται με πράξεις ασήμαντες και ίσως και εντελώς συγκυριακές (ένα μπουκάλι γάλα που φέρνει ο Λούκα στην Κοντσέττα γιατί θεωρεί ότι δεν τρέφεται σωστά, οι μαριονέτες που της αγοράζει αλλά δεν προλαβαίνει να της χαρίσει) όλα είναι ανάλαφρα, χωρίς στιβαρότητα, και προσομοιάζουν πουλιά, σαν αυτά που παρακολουθεί με πάθος ο Λούκα· πουλιά που έχουν καθίσει να ξαποστάσουν σε κάποιο κλαδί πριν κάποιος θόρυβος –ένας πυροβολισμός ίσως– τα διασκορπίσει. Και ίσως, για τον Λούκα, ανάγεται και η ίδια η Κοντσέττα σε ένα είδος εξωτικού πτηνού που το μόνο που κάνει είναι να την παρακολουθεί από απόσταση και να προσπαθεί εμμέσως να τη νουθετήσει. Και τελικά, και με ανάλογο τρόπο, τον παρακολουθεί κι εκείνη, όχι ως πτηνό, αλλά ως κάποιο πρωταγωνιστή ταινίας που δείχνει συνάμα ψεύτικός και αληθινός, ένα κατασκεύασμα που το πλάθει στο μυαλό της για να ερμηνεύσει την καλοσύνη και το ενδιαφέρον που της δείχνει· καλοσύνη και ενδιαφέρον που κανείς μέχρι τότε δεν της είχε δείξει.
Και όλα αυτά μπορεί να είναι αξιόλογα αλλά δεν παύουν να είναι τετριμμένα. Πώς να το πω; Η Σώτη Τριανταφύλλου, που έχει συγγράψει δεκάξι μυθιστορήματα δεν διαβάζεται, τουλάχιστον από μένα, όπως διαβάζεται ένας πρωτοεμφανιζόμενος ή κάποιος που έχει στο ενεργητικό του δυο τρία βιβλία. Πιστεύω ότι αυτό είναι εντελώς λάθος, να διαβάζονται δηλαδή όλοι με το ίδιο τρόπο και εξάλλου, θαρρώ, δεν θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο ούτε η ίδια η συγγραφέας. Υπάρχει μια βέλτιστη στιγμή που οι δημιουργικές δυνάμεις του καλλιτέχνη αγγίζουν τον ύψιστο βαθμό πληρότητας: σε αυτό το σημείο τα αιτήματα της γραφής δεν είναι ακόμα συνένοχοι της παρακμής (όπως χαρακτηριστικά λέει ο Βλαντιμίρ Ζανκελεβίτς – Κάπου στο Ανολοκλήρωτο, μτφρ. Λ. Τσιριμώκου, Πόλις 2021). Αυτό το αληθινά ευτυχές σημείο, το απόγειο, στη δημιουργική πορεία ενός καλλιτέχνη δεν είναι για τη Σώτη Τριανταφύλλου το «Σικελικό Ειδύλλιο». Τα αιτήματα γραφής δηλαδή, δεν θέλω να πιστεύω ότι αρχίζουν να γίνονται συνένοχοι παρακμής αλλά αστοχιών στην πορεία της συγγραφέως προς ένα έργο που δεν μας έχει ακόμη φανερωθεί.
— Σώτη Τριανταφύλλου, Σικελικό Ειδύλλιο, Πατάκης : 2021, 304 σελίδες, τιμή : € 14,90, ISBN : 9789601692845.