«Η ακροδεξιά ήταν το φάντασμα της πολιτικής στην Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Πολυκερματισμένη και παρεΐστικη, έβλεπε την ατζέντα της για χρόνια να κερδίζει έδαφος και απήχηση, αλλά χωρίς εκλογικές ανταποδόσεις για την ίδια. Ούτε καν με τη Χρυσή Αυγή κατάφερε να ενωθεί, ιδίως απ’ όταν το παραστρατιωτικό κομμάτι της έγινε ανεξέλεγκτο.
Με λίγα λόγια, πιστεύω ότι το πρόβλημα της Ακροδεξιάς είναι η ηγεσία της. Δεν καταφέρνει να βρει σοβαρό σύγχρονο φασίστα, που θα ξέκοβε με τους ανερμάτιστους και αστοιχείωτους ηγετίσκους τού χτες, ποντάροντας στα ζητήματα της μετανάστευσης, της ταυτότητας, των παραδόσεων, του κοινού αίματος και, βέβαια, στον ολοκληρωτισμό ενός νέου κρατισμού. [...] Είχε έρθει η ώρα της επένδυσης στη νέα ακροδεξιά του καλού θεου» (σσ. 225-6).
Ο Τάκης Καμπύλης (Ναύπλιο) θα αφηγηθεί, μέσα από τη φωνή του ήρωά του, Μάνου Καραργύρη, την πορεία της εισόδου του «Κόμματος του καλού θεού» στη Βουλή. Ο Καραργύρης, πενηντάρης, επίκουρος στη Νομική «[...] και συνιδιοκτήτης της εταιρείας συμβούλων K&P» (σ. 17) θα αναλάβει, μαζί με τον συνέταιρό του, Αρίστο Παπαλάμπρου, την επικοινωνία του κόμματος –ηγείται ένας πρώην μητροπολίτης και χρηματοδοτείται από έναν μεγαλοεπιχειρηματία– στις επερχόμενες εκλογές. Θα κληθεί, όμως, να διαχειριστεί και την καταγγελία μιας δευτεροετούς φοιτήτριας για σεξουαλική παρενόχληση από έναν συνάδελφό του. Ο Καραργύρης έχει « [...] αναλάβει για λογαριασμό της σχολής τη βασική έρευνα» (σ. 34). Οι δύο υποθέσεις θα αποδειχθούν αλληλένδετες, ενώ, ο «μυαλοπώλης», όπως τον αποκαλεί ο πεθερός του επειδή «πουλάει πνεύμα», θα πρέπει να αντιμετωπίσει και την αναπόφευκτη κρίση μέσης ηλικίας: «[...] σπίτι στο Κολωνάκι, δύο αυτοκίνητα, εξοχικό στο Λεωνίδιο, καταθέσεις μερικών δεκάδων χιλιάδων, δάνεια μερικών εκατοντάδων χιλιάδων [...], «μια Ωραία Ελένη, η Βασιλομήτωρ, που παραδόθηκε στον Μεφιστοφελή και που δεν αναλαμβάνει ανακαινίσεις παρά μόνο στο σώμα της, και τα δύο πριγκιπόπουλα [...]» (σ. 14).
Ο Καμπύλης γράφει ένα πολιτικό μυθιστόρημα με στοιχεία τόσο παρωδίας όσο και αστυνομικού. Το βάρος πέφτει στην περσόνα του Καραργύρη, μέσω του οποίου σκιαγραφείται το προφίλ ενός καιροσκόπου που ζει πάνω από τις δυνατότητές του. Ο Καμπύλης χτίζει τον χαρακτήρα με συνέπεια. Ανάμεσα σε παλινωδίες ηθικής/έννομης τάξης, υπαρξιακά αδιέξοδα και αρκετές δόσεις αδολεσχίας –«Ήταν σίγουρα πενηντάρα, κατά τη γνώμη μου η καλύτερη ηλικία για μια γυναίκα. Η γέφυρα δύο διαμετρικά αντίθετων εποχών, της σεξουαλικότητας και της τελικής συνθηκολόγησης – τότε η γυναίκα ζει την πλήρη απελευθέρωση, που ο άντρας είναι καταδικασμένος να μη γνωρίσει, παρά μόνο επιφανειακά και υστερικά» (σ. 161)–, ο αναγνώστης θα διαβάσει και εξομολογήσεις που φέρνουν στην επιφάνεια τα βαθύτερα κίνητρα της συμπεριφοράς του ήρωα.
«Η πίστη τους ίσως είναι το σημάδι τους ότι υπήρξαν, το δικό τους ίχνος, ανώνυμο για τους ανθρώπους αλλά προσωπικό με τον Θεό, το μεγάλο Τίποτα. Άνθρωποι που είναι μαθημένοι να αρκούνται σε ό,τι παρέπεσε ή σε ό,τι φτάνουν με το χέρι τους. Έτσι ήταν οι γονείς μου. Ό,τι μίσησα σ’ αυτούς αναπαράγεται αποστομωτικά εμπρός μου. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ό,τι μίσησα – αλλά κι εγώ δεν είμαι ό,τι μίσησα;» (σ. 269).
Ο Καραργύρης είναι μια ιλαροτραγική περσόνα. Κάθε ευκαιρία να καταστεί καλύτερος, την προσλαμβάνει ως αδιέξοδο.
«Τώρα με τρώει ο φόβος ότι η επιρροή της υπόθεσης [στη Νομική] [...] απειλεί να με οδηγήσει στο γνωστό αδιέξοδο, να με κάνει καλύτερο, παρά κάθε προσπάθειά μου. Η φοιτήτρια άνοιξε νέους δρόμους στον καθηγητή και σκόρπισε κι άλλες, θανατηφόρες για την ηλικία μου, σκέψεις. Προφανώς χάνω τον έλεγχο, ανάθεμα κι αν ξέρω σε τι…» (σ. 271).
Το «καλό» για τον Καραργύρη είναι συνυφασμένο με την ηττοπάθεια των γονιών του. «Ακόμα κι όταν σκοντάφτω στο καλό, δεν προβλέπεται, το κλοτσάω» (σ. 265). Το «κακό» παραμένει το αέναο καταφύγιό του. Η όποια πρόοδός του, θέλει να μας πει ο Καμπύλης, ενέχει και κάτι αυτοκαταστροφικό. Ο Καραργύρης προσπάθησε τόσο να απομακρυνθεί από τις ρίζες του, από τη μίζερη και τραγική κατάληξη της ζωής των γονιών του, που στην εμμονή του να εναγκαλίστει ό,τι θα μπορούσε να του προσφέρει ασφάλεια απεμπόλησε κάθε υπόνοια «καλού». Το τίμημα αποδείχτηκε δυσβάσταχτο:
«Όταν δεν θέλεις να περιμένεις πολλά, όταν παλεύεις να αποκλείσεις το απροσδόκητο από τη ζωή σου και το εξορκίζεις με εικόνες μιας μελλοντικής ασάλευτης πραγματικότητας, διασφαλίζοντάς τη με ασφαλιστήρια μακροημέρευσης, κι όταν το μόνο που εύχεσαι για τους τραπεζικούς λογαριασμούς είναι να αραχνιάζουν ανατοκιζόμενοι [...]» (σ. 235).
Μέρος της «ασάλευτης πραγματικότητας» κατοπτρίζεται και στην πολιτική συνθήκη που ευαγγελίζεται το κόμμα του καλού θεού. Η ακροδεξιά συντηρητική ατζέντα του «Χριστού με πολιτικά» απεκδύεται την πρόοδο, παραμένοντας προσκολλημένη στην οπισθοδρομική και εφησυχαστική συνθήκη μιας παραλλαγής του «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».
Είναι αξιοσημείωτο ότι πουθενά ο Καμπύλης δεν αναφέρεται ρητά στο πού πρόσκειται πολιτικά/ιδεολογικά ο Καραργύρης, γιατί αυτό, τρόπον τινά, έχει καταστεί σαφές. Δεν είναι μόνο ότι δεν έχει ιδεολογία, καθώς πουλιέται στον εκάστοτε πλειοδότη, είναι κάτι χειρότερο: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι ό,τι μίσησα – αλλά κι εγώ δεν είμαι ό,τι μίσησα;» (σ. 269).
Μπορεί, λοιπόν, να νομίζει πως διαφέρει, μπορεί να νομίζει ότι επειδή αποδέχεται, για παράδειγμα, τη δήλωση του εφήβου γιού του ότι είναι γκέι, ότι είναι προοδευτικός, αλλά κατά βάθος είναι ό,τι μισεί.
Στο μυθιστόρημα ξεχωρίζουν οι δολοπλοκίες των διαπλεκόμενων που επιστρατεύουν ένα ολόκληρο επιτελείο παρατρεχάμενων για να αναδειχθεί το κόμμα του καλού θεού καταλύτης των πολιτικών εξελίξεων. Οι δύο επικοινωνιολόγοι, «μυαλοπώλες», θα αφεθούν στη μέθη του προεκλογικού αγώνα και θα δώσουν τον καλύτερο –δηλαδή τον χειρότερο– εαυτό τους:
«Είχαμε και οι δύο μας εντυπωσιαστεί από το πόσο εύκολη είναι η βρόμικη δουλειά, εννοώ από πλευράς επιχειρημάτων και ύφους γλώσσας. [...] Χωρίς υπερβολή, η βρόμικη δουλειά σαν να μας απελευθέρωσε από στερεότυπα, από δυσκοίλια επιχειρήματα και από οφθαλμοφανή ψέματα. Πώς να κάνεις αξιόπιστους τον Βρεττάκο ή τον Βρεττό [Κυβέρνηση] όταν δίνουν υποσχέσεις για καλύτερη ζωή; Η ευκολία της βρόμικης δουλειάς, σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη αποτελεσματικότητά της, μας έχει συνεπάρει» (σ. 185).
Δεν είναι οι συλλογισμοί, οι σκέψεις και οι στρατηγικές που επιστρατεύονται, που εμφανίζουν κάποιο έλλειμμα. Αντιθέτως, ο Καμπύλης γίνεται απολαυστικός όταν αποτυπώνει αυτή τη δημιουργικότητα που αφηνιάζει, ακριβώς επειδή τομείς της πραγματικότητας προσιδιάζουν τη μυθοπλασία. Όταν είναι «σαν να κλέβεις εκκλησία» (σ. 271), όπως θα σκεφτεί ο Καραργύρης, καθώς ο λαϊκισμός βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην απογοήτευση και την εξαθλίωση των ανθρώπων, που πιάνονται από εκείνον που δείχνει να ικανοποιεί απόλυτα το θυμικό τους.
Το κόμμα του καλού θεού, καθόλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, απέχει από κάθε debate, με το ακόλουθο μήνυμα:
«Δεν συμμετέχουμε ούτε σε φανερά ούτε σε μυστικά δείπνα.
Δεν καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι μ’ εκείνους που λένε ψέματα εδώ και χρόνια, καταδικάζοντας τον ανώνυμο Έλληνα στην αφάνεια, στην ανασφάλεια, στην αναξιοπρέπεια.
Η ώρα της δικαιοσύνης και της ανάστασης έρχεται» (σ. 184).
Το βιβλίο αφήνει ανάμεικτα συναισθήματα. Διαβάζεται ευχάριστα, παρά τις όποιες διευκολύνσεις και υπερβολές. Θα αναφέρω εδώ το εύρημα «Super Mitsos» (βλ. σσ. 119-121): ο πληροφοριοδότης του Καραργύρη, που έναντι αδράς αμοιβής θα του προσφέρει απαντήσεις για κάθε πτυχή του παρελθόντος τόσο κάθε μεγαλοεπιχειρηματία όσο και της δευτεροετούς φοιτήτριάς του, συνιστά μυθοπλαστική διευκόλυνση που υποσκάπτει την αξιοπιστία της αφήγησης. Το μυθιστόρημα, όμως, οφείλει να προσφέρει ψυχαγωγία, ή και ψυχαγωγία, στον απλό αναγνώστη. Και αυτό ο συγγραφέας το πετυχαίνει.
Ο Καμπύλης στέκει λοιπόν κάπου ανάμεσα σε δημοσιογράφο με λογοτεχνικές ευαισθησίες και λογοτέχνη με δημοσιογραφικές ικανότητες. Παρότι οι ευαισθησίες δεν είναι ουδόλως εύκολο να αναχθούν σε ικανότητες, και, αντιστρόφως, η ικανότητα δεν εγγυάται ευαισθησία, το ύφος του Καμπύλη επιτυγχάνει να παντρέψει τις δύο ιδιότητές του. Ο συγγραφέας στήνει τον μύθο με αξιώσεις, εξάλλου η ίδια η πραγματικότητα –με την είσοδο της «Νίκης» στη Βουλή– στέκει σύμμαχός του, αν και οι αντιστοιχίες με ό,τι έχει λάβει χώρα δεν συνιστούν απαραίτητα και εχέγγυο λογοτεχνικής αξίας. Το ύφος του Καμπύλη, όμως, σε κερδίζει, ειδικά παίζοντας το χαρτί της πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Ο Καραργύρης τελεί υπό τη σκέπη της ανεπάρκειάς του. Διαφεντεύεται από τα τραύματά του και διαβιοί στη μικροαστική πλάνη του.
Η λύση, όμως, που προτείνει ο Καραργύρης στην έρευνα που έχει αναλάβει στη Νομική: «Ένα δίλημμα για πραγματικό καθηγητή Νομικής που έτυχε σ’ εμένα… [...] Συμπέρασμα: το νομικά διάτρητο είναι ηθικά επιβεβλημένο» (σσ. 264-265), παρά την ειρωνεία που υποδηλώνει η αμφισβήτηση προς το πρόσωπό του, φαντάζει και είναι μια ρομαντική στρογγυλοποίηση.
Το τέλος του βιβλίου, επίσης, απογοητεύει τόσο με τη μελοδραματική επανασύνδεση του εν διαστάσει ζεύγους όσο και με αυτό το: «Βέβαια το στοίχημα είναι ότι ο εκλογικός μηχανισμός τώρα πρέπει να γίνει κόμμα. Θα κριθούν πολλά σε μια καθημερινότητα όπου δύσκολα θα μείνετε εκτός κάδρου. Χωρίς σοβαρό κόμμα πίσω σας, θα είναι δύσκολη η συμβίωση και η επιβίωση» (σ. 304), που αντηχεί έναν πολιτικό πραγματισμό που υποσκάπτει την ίδια τη μυθιστορηματική συνθήκη, που με κόπο έχει χτίσει μέχρι αυτό το σημείο ο Καμπύλης. Ο επιχειρηματίας που επένδυσε τόσα εκατομμύρια στην ανάδειξη του κόμματος φαντάζει αφελής αν το πρότζεκτ δύναται να απειληθεί από μια ευχολογιακή (sic) “λεπτομέρεια”.
Θα κλείσω όμως με κάτι θετικό. Αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος αναδεικνύεται η πλατεία Κολωνακίου, η «Πλατεία». Η ατμόσφαιρα, οι θαμώνες, το οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό αλισβερίσι· ο αχός του μεγαλείου αλλά και της υπόκωφης πορδής. Η κλαγγή των όπλων, με τις ρουφιανιές των βετεράνων, με την υποτραπέζια (sic) ανταλλαγή κολλαριστών, «μαύρων», πεντακοσάευρων και, βέβαια, τον εσπρέσο του Da Capo – «“Ευτυχώς λίγο νερό για ένα εσπρέσο πάντα θα υπάρχει”» (σ. 236). Όλα αυτά συνθέτουν μια νησίδα, μια μυρμηγκοφωλιά –«Τα μυρμήγκια είμαστε οι απαραίτητοι. Δεν λάμπουμε στα μεγάλα και αιώνια, δεν γοητεύουμε, δεν ξεχωρίζουμε, δεν προκαλούμε ισχυρά συναισθήματα ή μεγάλους έρωτες, όχι, είμαστε πεζοί σταχανοβίτες της ζωής» (σ. 101)– στην οποία συναγελάζονται άοκνοι παράγοντες και παραγοντίσκοι της νεοελληνικής πραγματικότητας που εξυφαίνουν τα ποταπά ή μεγαλεπήβολα σχέδιά τους. Η «Πλατεία» συνιστά, λοιπόν, μια σταθερά από την οποία αφορμώνται αλλά και στην οποία καταλήγουν, υποκείμενα, ιδέες, ηττημένες προθέσεις και ακρωτηριασμένα ιδανικά – όλα υπόλογα στα αφανή κέντρα λήψης αποφάσεων των πραγματικών αφεντικών, που κινούν τα νήματα πάνω από αυτό το νοητό, ή ανόητο, σημείο φυγής ζωών και μύθων.
— Τάκης Καμπύλης, Το κόμμα του καλού θεού, Καστανιώτης: 2023, 314 σελίδες, ISBN: 9789600371710, τιμή: €18,00.