Γράφει ο Ρομπέρτο Μπολάνιο κάπου στους Άγριους Ντετέκτιβ: «Είμαι μορφωμένος άνθρωπος· οι φυλακές που γνωρίζω είναι εκλεπτυσμένες». Παρότι κατά τι ειρωνική, η φράση πάντα μου φαινόταν δόκιμη.
Ο Δημήτρης Καρακίτσος (Βόλος, 1979) θα στήσει έναν μύθο που ασκεί πίεση στη συγκεκριμένη σκέψη. Η μόρφωση μπορεί να είναι ικανή συνθήκη για τη δημιουργία εκλεπτυσμένων δεσμεύσεων, αλλά δεν είναι ουδόλως αναγκαία. Ο Καρακίτσος κατασκευάζει ένα παραπλανητικά λιτό σκηνικό, μια εκλεπτυσμένη φυλακή, μέσα στην οποία θα εγκλωβιστεί ο χειρωνάκτης ήρωάς του. Και λέω «παραπλανητικά λιτό», γιατί παρά τους υπαινιγμούς, παρά τις προειδοποιήσεις –«“Σκέψου το πρώτα [...]. Θα τρελαθείς στις ερημιές”» (σ. 18)– ή ό,τι σε μια πρώτη ανάγνωση μοιάζει με προοικονομία –«Κάθε φορά που θα αναμετριόταν με τούτο το ζώο, θα τραβούσε μια γραμμή» (σ. 54)– τίποτα δεν θα συμβεί.
Ρουσσωική παραβολή; Ελληνικό ουέστερν; Από μια άποψη, ένας συγκερασμός αμφοτέρων.
«Κάθε χειμώνα τρεις με τέσσερις φύλακες εγκαθίστανται στο Περιβόλι, αλλά φέτος οι υπόλοιποι δεν τα είχαν βρει στα λεφτά» (σ. 14).
Ο ήρωας, ο Στέργιος, θα καταστεί οργανικό κομμάτι του σκηνικού που σκιαγραφεί ο Καρακίτσος. Αυτό όμως έρχεται μόνο στο τέλος, ως επιστέγασμα της πορείας του. Αρχικά, η προσοχή του αναγνώστη θα λοξοδρομήσει. Θα αποπειραθεί να διαβάσει περισσότερα από όσα εντοπίζονται στο κείμενο, κάπως σαν να κοιτάζει κανείς, ξάστερη νύχτα, το ουράνιο στερέωμα και να συνδέει τις τελείες κατά το δοκούν.
Τίποτα από όσα θα βάλει ο νους του αναγνώστη, μπαίνοντας σε αυτή την τριτοπρόσωπη αφήγηση για τον χειμώνα που θα περάσει μόνος του ο Στέργιος σε ένα χωριό της Πίνδου δεν θα συμβεί. Γιατί όλα, όπως μεθοδικά θα δείξει ο Καρακίτσος, έχουν ήδη λάβει χώρα. Αυτός ο χειμώνας, είναι σα να λέει ο συγγραφέας, δεν είναι παρά μια παραδοχή: «[...] με τον καιρό μαθαίνεις τι είδους άνθρωπος είσαι και τότε οι ψευδαισθήσεις αραιώνουν, διαλύονται σαν το μελάνι στο νερό» (σ. 60).
Η βασική προκείμενη του μυθιστορήματος είναι όμως η φύση:
«Απότομα, όπως το συνηθίζει στην περιοχή αυτή ο καιρός, το ψιχάλισμα δυνάμωσε – μια σακούλα που σκίστηκε πάνω απ’ τη σκέπη και χύνονται οι βόλοι. Τράβηξε την πόρτα και κάθισε στο μισοσκόταδο» (σ. 11).
«Τα νερά του Αώου, γαλαζοπράσινα, λες και τα ανακάτευαν με κουτάλι, ψιθύριζαν γλυκόλογα στις κροκάλες και τις καλαμιές» (σ. 19).
«Τίποτα δεν σάλευε, κι όμως όλα έδειχναν παλλόμενα. Σφύριζε χαμηλά ο αέρας σαν ψάλτης που κρατάει το ίσο – μια θεία λειτουργία για την έλευση του χειμώνα» (σ. 30).
«Το είχε στρώσει και χιόνιζε. Ένας ουρανός κάτασπρος, και το δάσος απέναντι σαν σε ασπρόμαυρη φωτογραφία» (σ. 70).
Ο Καρακίτσος θα δουλέψει μεθοδικά υφαίνοντας το φαντασμαγορικό δίχτυ των ερεθισμάτων, που στοιχειοθετεί τον καθρέφτη του ήρωά του. Θα δουλέψει μεθοδικά για να καταδείξει ότι η φύση δεν προσφέρεται για δεύτερες αναγνώσεις, γιατί είναι η βάση: το σημείο μηδέν. Στη φύση, οι παραναγνώσεις ή οι αβλεψίες δεν συγχωρούνται. Η φύση, δεν πλατειάζει, δεν μακρηγορεί, γιατί από το φινιστρίνι που την κοιτάζουμε φαντάζει άχρονη. Το δάσος για τον Στέργιο συνιστά απάντηση σε όλα του τα ερωτήματα.
«[...] Σίγουρα όμως θα άξιζε τον κόπο μια δοκιμή, κι έπειτα αν γνωρίζεις το δάσος ξέρεις ότι εδώ δεν υπάρχουν ανυπέρβλητα εμπόδια – όπου σταματάει ο δρόμος αρχίζει ένας άλλος. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη ζωή» (σ. 147).
Ο Στέργιος θα περάσει έναν ολόκληρο χειμώνα χωρίς να διαβάσει τίποτα. Και γιατί να διαβάσει άλλωστε; Σε μια από τις περιπολίες του μέσα στο έρημο χωριό θα εισέλθει όμως στην εκκλησία και θα πάρει το «Θείον Προσευχητάριον». Θα ξεχωρίσει οκτώ λέξεις:
«Του λαού σου την λύπην εις χαράν μετάβαλε» (σ. 76).
Ο Καρακίτσος προτάσσει μια χαμηλόφωνη, ευθύβολη αφήγηση για τις λεπτές συνδεσμολογίες που διαφεντεύουν τα ενδότερα. Ο Στέργιος, σχεδόν τελετουργικά, γιατί μόνο έτσι έχει μάθει να κάνει τη δουλειά του, θα διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη:
«Έτσι και λύσεις ένα μηχάνημα, βλέπεις από πόσα εξαρτήματα είναι φτιαγμένο. Έτσι είναι οι άνθρωποι, κι αυτοί φτιαγμένοι από κομμάτια είναι, είπε από μέσα του, πράγματα που τους είναι αρεστά και ευχάριστες αναμνήσεις, τα οικεία τους πρόσωπα, χρόνια που δεν γυρίζουν πίσω, λάθη και παραλείψεις, κουβέντες που δεν ειπώθηκαν ή που δεν θα έπρεπε να ειπωθούν, φιλιά που δεν δόθηκαν και φιλιά που διαιωνίζονται λες και είναι δικός τους όλος ο χρόνος» (σ. 95).
Η απλοϊκότητα της αναλογίας ανάμεσα στον άνθρωπο και τις μηχανές κατοπτρίζει τον χαρακτήρα του Στέργιου. Η αναλογία, μέσα στην αφέλειά της, υποδηλώνει το πέρασμα από τα κομμάτια/γρανάζια μιας μηχανής στα άυλα εννοιολογικά «πράγματα» που συγκροτούν τον άνθρωπο. Επαναλαμβάνω: ο Στέργιος θα διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη για να καταστεί οργανικό κομμάτι του σκηνικού που σκιαγραφεί ο Καρακίτσος. Ο συγγραφέας θα δείξει τι σημαίνει δέσμευση σε έναν εννοιολογικό τόπο.
«Όπου η επιβίωση έχει να κάνει με το πόσο πολύ τον αγαπάς. Πρέπει να πηγαίνεις με τα νερά του. Δεν σε αφήνει να σηκώσεις ανάστημα. Τον δέχεσαι όπως είναι, ειδάλλως φεύγεις, εξαφανίζεσαι. Πας αλλού. Πας εκεί που όλα είναι εύκολα. Με ανέσεις και πολυτέλειες. Τις ενστερνίζεσαι και δεν τρέχει τίποτα. Κι ούτε σε νοιάζει για αυτό που έχασες – για πάντα. Δεν ξέρεις καν τι είναι αυτό που έχασες» (σ. 174).
Γιατί όμως εννοιολογικός τόπος; Την ίδια δέσμευση, ο αναγνώστης δύναται να την αφήσει να κυριεύσει και τον χώρο των ιδεών. Το μυθιστόρημα, εξάλλου, τοποθετημένο στο τέλος του 1989, είναι και ένας λεπτοδουλεμένος αχός του παρελθόντος, πριν από το «τέλος της Ιστορίας».
Θα ήθελα ο συγγραφέας να είχε εντείνει λίγο περισσότερο τη σημασιολογική απίσχνανση του κειμένου – κάποιες παρομοιώσεις, παρότι εύστοχες, γίνονται διακριτές ως τέτοιες. Θα μπορούσαν πιθανώς να είχαν απαλειφθεί και κάποιες, λίγες, εξιστορήσεις/αναμνήσεις του ήρωα. Η καθοριστική συνάντηση στο τέλος είναι όμως ζυγισμένη και χρονισμένη εξαιρετικά. Αυτό το «Ήταν η ψυχή του στην ολότητά της, ήταν ο ίδιος του ο εαυτός» (σ. 172) βγαίνει αβίαστα και ανάγει σχεδόν όλο το μυθιστόρημα σε μια έκλαμψη διαύγειας – σε ένα ξέφωτο νοήματος.
Ο Καρακίτσος εμφανίζεται πιο ώριμος, χωρίς ίχνος ακκισμού, επιβεβαιώνοντας ξανά την υφολογική του στιλπνότητα σε ένα κείμενο που ψυχαγωγεί πολυεπίπεδα.
Ο αναγνώστης όμως θα βγει κερδισμένος ακόμη κι αν απλώς αφεθεί στη ροή της ιστορίας:
«Όποιος αφήσει τα πόδια του στο κρυστάλλινο ποτάμι τα βγάζει μελανιασμένα, αλλά ύστερα νιώθει ότι περπατά στον αέρα» (σ. 21).
— Δημήτρης Καρακίτσος, Αυτός ο χειμώνας, Αντίποδες: 2024, 184 σελίδες, ISBN: 9786185267964, τιμή: €13,30.