«Ο απρόβλεπτος ντετέκτιβ Στάθης Παντελιάς έχει μια βασική αρχή: να μην αφήνει ποτέ πίσω του εκκρεμότητες» (σ. 7). Αυτή είναι η φράση που προτάσσει η Κωνσταντίνα Μόσχου (Αθήνα, χ.χ.γ.) στο μυθιστόρημά της Ραντεβού στου Μπο. Tο αυτό επαναλαμβάνει και ο ήρωάς της αργότερα: «Δεν αφήνω ποτέ πίσω μου εκκρεμότητες» (σ. 180). Συμπεραίνει κανείς, από την έμφαση που δίνεται στις εκκρεμότητες, ότι οι καθαρές δουλειές, το «πλήρες ξεκαθάρισμα» (σ. 362) είναι το βασικό χαρακτηριστικό του ντετέκτιβ που έχει επινοήσει η συγγραφέας. Και όμως, ο Παντελιάς αφήνει εκκρεμότητες πίσω του – για να μην πω ότι αποτελεί και ο ίδιος μία εκκρεμότητα.
Το Ραντεβού στου Μπο είναι η τρίτη περιπέτεια με κεντρικό χαρακτήρα τον ντετέκτιβ Παντελιά· είχαν προηγηθεί τα Λέμον Πάι (Σιδέρης: 2018) και Οι κυρίες με τα τιρκουάζ (Bell: 2020), τα οποία ομολογώ εξαρχής ότι δεν έχω διαβάσει. Ίσως όμως να είναι καλύτερα έτσι γιατί η γνώμη μου για το Ραντεβού, αφού θα το κρίνω αυτόνομα, θα μείνει ανεπηρέαστη από την προϊστορία του Παντελιά.
Θα αρχίσω από τον επιθετικό προσδιορισμό «απρόβλεπτος» που αποδίδεται με το καλημέρα στον ήρωα. Εγώ τον βρήκα απολύτως προβλέψιμο· αλλά πάλι, εγώ διάβασα το Ραντεβού ως αστυνομικό μυθιστόρημα, όπως άλλωστε θα ήθελε και η Μόσχου. Προβληματίστηκα αν έπρεπε να το αντιμετωπίσω ως παρωδία, λόγω του έντονου κωμικού στοιχείου, αλλά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται για παρωδία. Έχει κάποια παρωδιακά στοιχεία: ο Παντελιάς δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν είναι το τυπικό ρεμάλι – αλλά ως εκεί. Κατά τα άλλα, είναι στα τριάντα-φεύγα [«κοντεύω να πατήσω στα 40» (σ. 234)], άφραγκος [«Περιεργάστηκα για λίγο τη μία και μοναδική πελάτισσα που θα μπορούσε να μου δώσει το πλεονέκτημα να ξοφλήσω την καθαρίστρια» (σ. 12)], δεσμευμένος [τα έχει με την ευειδή πλην ατάλαντη τραγουδίστρια Τζέσυ, αλλά παίζει το μάτι του (όλες τις γυναίκες στο διάβα του θεές τις βρίσκει), ενώ φλερτάρει αποτελεσματικά για να κάνει τη δουλειά του (βλ. την απερίγραπτη σκηνή με την προϊσταμένη στο νοσοκομείο στις σσ. 305-307)], γυμνασμένος [«δεν ήταν ανάγκη να μοστράρω και τους κοιλιακούς μου» (σ. 294)]. Είναι επίσης έξυπνος, χιουμορίστας, γνώστης της ανθρώπινης ψυχολογίας («ας μην ξεχνάμε ότι μπορώ να διαβάζω τους ανθρώπους πολύ καλά» (σ. 298) – όλα αυτά, κατά την άποψή του πάντα, αλλά ας κρατήσουμε μικρό καλάθι, γιατί μετριόφρων δεν είναι. Τέλος, δέρνει και δέρνεται, πυροβολεί και τον πυροβολούν, χειραγωγεί και χειραγωγείται, όπως κάθε σεβαστός ντετέκτιβ στον πολύπαθο χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας. Το μόνο «απρόβλεπτο» χαρακτηριστικό του είναι οι αδυναμίες του: «Αδυναμίες… Ο φρεσκοστυμμένος χυμός πορτοκάλι και η μαστίχα Χίου» (σ. 18) – στοιχεία που εμφανίζονται στο κείμενο σχεδόν σελίδα παρά σελίδα.
Θα μπορούσε κανείς να ανεχτεί την εγωπάθειά του, το αμφίβολης ποιότητας χιούμορ του (θα επανέλθω σ’ αυτό), την υπερβολική αυτοπεποίθησή του (δηλώνει με κάθε ευκαιρία καλύτερος περίπου στα πάντα). Εκείνο που δεν αντέχεται είναι ο εθισμός του σε κείνες τις μαστίχες [«γιατί η μαστίχα Χίου δεν είναι μια απλή εμμονή» (σ. 144)]· είναι αμέτρητες οι σχετικές αναφορές στο μυθιστόρημα: πότε του τελειώνουν και παθαίνει στερητικό σύνδρομο, πότε έχουν οι άλλοι και δεν του δίνουν για να τον βασανίσουν, πότε ψάχνει περίπτερο να αγοράσει και δεν βρίσκει, πράγμα που τον ρίχνει στα πατώματα. Γενικά, ασχολείται κυρίως με τις μαστίχες του. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό του γνώρισμα, αυτό τον διαφοροποιεί από τον συρφετό του ανταγωνισμού – και υποτίθεται ότι είναι αστείο. Δεν είναι· με την έμφαση που του δίνει η συγγραφέας, το «αστείο» καταντά εκνευριστικό. Και σε καμία περίπτωση δεν καθιστούν οι μαστίχες τον χαρακτήρα «απρόβλεπτο» – εκτός κι αν η λέξη εδώ εννοείται με τρόπο άλλον από αυτόν που δίνεται στα λεξικά.
Το θέμα στο Ραντεβού είναι τα παράνομα στοιχήματα σε στημένους ποδοσφαιρικούς αγώνες. Η Μόσχου κάνει λόγο για «παράγκα», έναν όρο που γνωρίζουν καλά οι ασχολούμενοι με το ελληνικό ποδόσφαιρο. Το ζητούμενο είναι αν η συγγραφέας γνωρίζει τι εστί παράγκα. Η ίδια στο σημείωμα που παραθέτει στο τέλος του βιβλίου ομολογεί ότι δεν ξέρει από ποδόσφαιρο: «στενό πρέσινγκ ή τζαρτζάρισμα (ποτέ δεν κατάλαβα την ορολογία του ποδοσφαίρου)» (σ. 366). Ανάλογη είναι και η άγνοιά της για την παράγκα. Ο Μπο έχει ένα καφενεδάκι, το Στέκι του Μπο, «κάπου μέσα στα στενά πέριξ της πλατείας Αγίων Ασωμάτων» (σ. 63), που είναι το επιχειρησιακό κέντρο της παράγκας [«Στο στέκι του Μπο παίζονταν στοιχήματα και μεγάλα ποσά» (σ. 145)], αν και η περιγραφή μάλλον σε παρακμιακή τρύπα του κέντρου παραπέμπει: «Το μαγαζί ήταν τόσο μικρό, ώστε ίσα που χωρούσαν δύο άτομα» (σ. 64) «και ο χώρος ήταν τόσο περιορισμένος, σαν να είχε συρρικνωθεί σε μια μικρή τουαλέτα» (σ. 65). Εσκεμμένη η decadence, υποθέτω, να δίνει χρώμα περιθωρίου.
Ωστόσο, ο χώρος είναι έλασσον πρόβλημα· το μείζον είναι ότι πουθενά στο κείμενο δεν εξηγείται πώς ακριβώς δουλεύει το σύστημα με τα στοιχήματα. Μαθαίνουμε ότι τα παράνομα κέρδη της συμμορίας είναι αστρονομικά, διαβάζουμε και κάτι γενικότητες περί στημένων αγώνων (βλ., π.χ., σ. 260), αλλά για το πώς είναι στημένη η μηχανή, πώς λειτουργεί, κουβέντα. Αποδίδω τη μυθοπλαστική αυτή αδυναμία στην άγνοια. Όπως έχω ξαναγράψει, δεν είναι υποχρεωτικό να γράφει κανείς μόνο για ό,τι ξέρει· πρέπει όμως να ξέρει για ό,τι γράφει. Αν ένας συγγραφέας επιλέξει, για τους δικούς του λόγους, να ασχοληθεί με θέμα που του είναι εκ των πραγμάτων άγνωστο, οφείλει να κάνει ενδελεχή έρευνα πριν στρωθεί στο πληκτρολόγιο. Σε αντίθετη περίπτωση, είναι σαν να παίζεις σκάκι με κανόνες τρίλιζας.
Σίγουρα κάποιοι βγάζουν λεφτά από στοιχήματα σε στημένους αγώνες, αλλά δεν είναι αυτή η βασική προτεραιότητα της υπαρκτής παράγκας. Και, στην πραγματική ζωή, η παράγκα δεν είναι μία αλλά πολλές. Η φάμπρικα που έχει στήσει ο επιχειρηματίας Πέτρος Πλατινέας, η νταντά Κωνσταντίνα Ασημακοπούλου και οι λοιποί συμμορίτες είναι της πλάκας, σε σύγκριση με την πραγματικότητα. Της πλάκας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι αστεία: κι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Αν η συγγραφέας ήθελε να γράψει μία παρωδία πάνω στο θέμα, το υλικό που θα της προσφερόταν είναι άφθονο – και το γέλιο εγγυημένο. Εντούτοις, εκείνη ήθελε να γράψει ένα σοβαρό αστυνομικό (διανθισμένο με χιούμορ – όπως αντιλαμβάνεται η ίδια το χιούμορ, τέλος πάντων), όχι μία παρωδία. Και κάπου εκεί χάνεται η μπάλα: ανάμεσα στην πραγματολογική αβελτηρία και τον βαρετά προβλέψιμο (παρά τις μαστίχες Χίου) Παντελιά, μένουν οι αναγνώστες με την παράγκα στο χέρι.
Η δομή είναι απλούστατη: πρωτοπρόσωπη αφήγηση (από τον Παντελιά, φυσικά) στον αόριστο (συνήθως)· γραμμική ανέλιξη· 55 μικρά κεφάλαια· μυθιστορηματικός χρόνος: 6 μέρες.
Ο ρυθμός είναι προβληματικός. Στην αρχή, οι εξελίξεις σέρνονται, σε βαθμό που αγανακτεί ως και ο Παντελιάς: «Ούτε καν τη βασική έρευνα δεν είχα ξεκινήσει» (σ. 138). Προς το τέλος, κάπως στρώνει ο ρυθμός, αν και η επιλογή να δοθεί η λύση στις Κάννες αποδυναμώνει τον αντίκτυπο της κάθαρσης. Μέχρι και ο Παντελιάς απορεί με τον εαυτό του: «Μόλις είχα λύσει μια υπόθεση και δεν ήξερα πώς την είχα λύσει» (σ. 295). Και δικαίως απορεί γιατί δεν έχει λύσει τίποτα δύσκολο: προβλεπόμενος ο δολοφόνος, στα μαλακά οι συμμορίτες, όλοι ευχαριστημένοι. Ειδικός στις εκκρεμότητες ο Παντελιάς.
Η πλοκή είναι προσχηματική. Το ζητούμενο είναι να δοθεί η ευκαιρία στον Παντελιά να πηγαίνει από δω κι από κει, να μιλάει με τους διάφορους εμπλεκόμενους και με τους φίλους του (γνωστούς από προηγούμενες υποθέσεις, όπως μαθαίνω από το σημείωμα του τέλους), να λέει εξυπνάδες και να μασάει μαστίχες. Ουσιαστικά, δεν θα έπρεπε να υπάρχει υπόθεση, ευθύς εξαρχής. Μια μέρα, εμφανίζεται κάποια Ασημακοπούλου στο γραφείο του Παντελιά και του ζητάει να την βοηθήσει γιατί έχει πυροβολήσει και τραυματίσει ελαφρά τον Πλατινέα, τον εργοδότη της (δουλεύει ως νταντά της κόρης του), ο οποίος είναι ταυτόχρονα και πρώην της και νυν (και αεί). Αυτός ο Πλατινέας είναι ο αρχηγός της παράγκας. Πλούσιος, εννοείται. Έχει μια επιχείρηση-βιτρίνα, αλλά τα πολλά λεφτά (τα μαύρα, τα βρόμικα) προέρχονται από το κύκλωμα των παράνομων στοιχημάτων. Οι μέρες των παχιών αγελάδων για την εγκληματική συμμορία θα τερματιστούν εξαιτίας της ανάμιξης του Παντελιά (ο οποίος θα φτάσει μέχρι την εξάρθρωση του κυκλώματος και την εξυγίανση του ποδοσφαίρου – απλά, καθημερινά πράγματα για τον δαιμόνιο ντετέκτιβ), ανάμιξη η οποία προκλήθηκε επειδή τον προσέλαβε η Ασημακοπούλου για να της καταστρέψει τη ζωή – γιατί, εκτός από τη σχέση της με τον Πλατινέα, είναι και η ίδια μέλος της συμμορίας. Με άλλα λόγια, πήγε μόνη της να πέσει στο στόμα του λύκου. Γιατί; Γιατί έτσι. Το εναρκτήριο λάκτισμα της υπόθεσης δεν δικαιολογείται από καμία μυθοπλαστική θρησκεία.
Αυτή είναι, προφανώς, λεπτομέρεια για τη συγγραφέα. Η δική της δουλειά ήταν να χώσει με κάποιον τρόπο τον ήρωά της στην υπόθεση. Από κει και πέρα, έβαλε στο σκηνικό όλους τους δευτερεύοντες χαρακτήρες από τις προηγούμενες δύο υποθέσεις, τους πλαισίωσε με ποικίλους κακούς παραγκίτες (οι περισσότεροι από τους οποίους δεν περιγράφονται με μαύρο χρώμα, αλλά με αποχρώσεις του γκρίζου – κι αυτή είναι ίσως η μόνη αρετή τού Ραντεβού), τους έβαλε να πλακώνονται μεταξύ τους, πρόσθεσε στη συνταγή δυο-τρία πτώματα – κι έτοιμη η σούπα. Επαναλαμβάνω: αν το Ραντεβού ήταν παρωδία, θα το αντιμετώπιζα διαφορετικά καθώς οι όροι πραγμάτευσης θα ήταν άλλοι. Αλλά δεν είναι παρωδία· πρόκειται ξεκάθαρα για αστυνομική κωμωδία. Το Ραντεβού μού έφερε συνειρμικά στον νου την Αμερικανίδα συγγραφέα Janet Evanovich και την επιτυχημένη σειρά της με την κυνηγό επικηρυγμένων Stephanie Plum. Δεν ισχυρίζομαι ότι η Μόσχου έχει επηρεαστεί από την Evanovich (δεν γνωρίζω αν την έχει καν υπόψη της), αλλά ειδολογικά υπάρχει μια ομοιότητα: ημίσκληρα αστυνομικά (χωρίς υπερβολές σκανδιναβικού ή νεο-πολάρ τύπου), με έμφαση στο κωμικό στοιχείο. Αυτή, εικάζω, είναι και η πρόθεση της Μόσχου. Η ιδέα είναι αναμφίβολα καλή (όπως θα έχετε αντιληφθεί όσοι διαβάζετε τα κριτικά μου σημειώματα, προσωπικά εκτιμώ ιδιαίτερα το χιούμορ, απ’ όπου κι αν προέρχεται). Κατά συνέπεια, χαιρετίζω την προσπάθεια της Μόσχου γιατί ωραία τα έχει στο μυαλό της· στην πράξη, όμως, αστοχεί παταγωδώς – στα πάντα.
Στο χιούμορ, πρώτα απ’ όλα. Δεν ξέρω το μορφωτικό επίπεδο του Παντελιά, αλλά ξέρω ότι τώρα δεν διαβάζει τίποτα [«ούτε εφημερίδα δεν διαβάζω» (σ. 175)]. Αναφέρεται συχνά σε βιβλία, ταινίες και τραγούδια, αλλά με τρόπο που αφήνει να εννοηθεί ότι είναι αδαής. Είναι όμως τρομερός χιουμορίστας, με το καλαμπούρι μονίμως έτοιμο προς εκτόξευση. Έτσι νομίζει ο ίδιος τουλάχιστον – και η δημιουργός του, πολύ φοβάμαι. Του έχω άσχημα νέα: δεν είναι αστείος! Το χιούμορ είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να το αφήσουμε στα χέρια του Παντελιά. Λέει αστεία όλη την ώρα, σύμφωνοι. Ποιος γελάει όμως; Εγώ πάντως όχι. («Και λοιπόν;» ακούω κάποιον να ρωτάει από την άλλη μεριά της οθόνης· «άλλοι γελάνε, κύριε Ξινέ». Μα αυτό δεν είναι επιχείρημα· και με αυτά που λέει ο Σεφερλής υπάρχουν κάποιοι που γελάνε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αντικειμενικά αστείος!)
Με τα παραδείγματα θα βγάλουμε –όπως πάντα– άκρη. Ας δούμε αναλυτικά τι είδους αστεία λέει ο Παντελιάς (και γράφει η Μόσχου, για λογαριασμό του).
Τετριμμένα: Σε διάλογο μεταξύ Τζέσυς και Παντελιά: «Ήρθες;» «Όχι, στο δρόμο είμαι» (σ. 231).
Εξυπνακίστικα: Σε διάλογο μεταξύ Ασημακοπούλου και Παντελιά: «Πρέπει να προσέχουμε τα δόντια μας σαν τα μάτια μας». «Γιατί, άμα τα χάσουμε, δεν θα βλέπουμε;» (σ. 135). Αργότερα, η πρώτη λέει ότι ανησυχεί μήπως τους εντοπίσει ο κακός Υφαντής στο αεροπλάνο όπου πρόκειται να συνταξιδέψουν, και ο δεύτερος της απαντάει: «Βάλε μουστάκι και καπέλο, κι εγώ θ’ αφήσω κοιλιά» (σ. 313).
Υπερβολικά: Ο αστυνομικός διευθυντής Παπαμιχαήλ (τον οποίο πρέπει να αντιπαθήσουμε πάση θυσία) εκτός από φωνακλάς και στριμμένος, είναι και ηλίθιος: «Ο Παπαμιχαήλ πάτησε δυνατά το κουμπί που έκλεινε το ντοσιέ του. Αρκετές φορές μάλιστα. Ύστερα κατάλαβε ότι δεν ήταν το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας και πάτησε το σωστό, που ήταν παραδίπλα» (σ. 104).
Άστοχα: Ο Παντελιάς μιλάει με τον ιατροδικαστή Πελοπίδα Αλιάκμονα, που τυγχάνει και στενός του φίλος: «“Τελείωνε”, του είπα ξερά. Αυτά είναι λεπτομέρειες. “Ώρα θανάτου έχεις ή πήγες για μπουγάτσες και το ξέχασες;”» (σ. 125).
Άλλο ένα (ακατανόητο) γαστριμαργικό: «Ο δικηγόρος είχε αφήσει τα προκαταρκτικά μπλα μπλα της αγόρευσής του και είχε αποφασίσει να μπει στο κυρίως μενού. Ευχήθηκα να μην ήταν τίποτε σαλιγκάρια ή μύδια, στο ψαχνό ήταν το θέμα μας (σσ. 173-174).
Μερικές φορές πέφτει σε λογικά ολισθήματα, μάλλον χωρίς να το συνειδητοποιεί. Στο κατοικίδιό του, το ιγκουάνα Αθηνά, αρέσει το παθητικό κάπνισμα «λες και ήταν η μετεμψύχωση του Καρέλια» (σ. 222). Από το γεγονός ότι ο Καρέλιας ήταν καπνοβιομήχανος δεν συνεπάγεται ότι ήταν και αρειμάνιος καπνιστής. Λεπτομέρεια, θα μου πείτε, και θα συμφωνήσω. Ενδεικτική όμως της προσοχής που δίνουν στα προς έκδοση κείμενα συγγραφείς και επιμελητές.
Κάνει και λογοπαίγνια: «[…] καθρέφτης ενός ψεύτικου περιβλήματος. Περί βλήματος κι ο λόγος […]» (σ. 200). Κλασική περίπτωση όπου η συγγραφέας δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην εξυπνάδα που σκέφτηκε, έστω κι αν ο λόγος δεν ήταν «περί βλήματος»: για τον Τρούπη έλεγε εκείνη τη στιγμή ο Παντελιάς, έναν επιχειρηματία που αργότερα δολοφονείται, ο οποίος μπορεί να είχε πλουτίσει με ανομίες, μπορεί να φλέρταρε αθέμιτα τη σύντροφο του Παντελιά, αλλά από πουθενά δεν προκύπτει ότι ήταν βλήμα.
Σε άλλο σημείο, ο Παντελιάς αναφέρει τον τραγουδιστή Κώστα Χαριτοδιπλωμένο, παραθέτοντας και στίχους από τραγούδι του χωρίς προφανή λόγο (βλ. σ. 201), και στην επόμενη σελίδα καταλαβαίνουμε προς τι η αναφορά: για να μπορέσει να γράψει για ένα «χαριτοδιπλωμένο πενηντάευρο» (σ. 202). Και πάλι, κλασική περίπτωση όπου η συγγραφέας ασυλλόγιστα στήνει μια άσχετη συνθήκη για να στηρίξει ένα αστείο που έχει σκεφτεί προκαταβολικά (ενώ το σωστό είναι το αστείο να προκύπτει από μία –δραματουργικά απαραίτητη– κατάσταση).
Ένα καλό παράδειγμα γι’ αυτό που λέω είναι εκεί που ο Παντελιάς έχει δέσει με μονωτική ταινία τον κακό Υφαντή με τρόπο που «έμοιαζε με παριζάκι Υφαντής» (σ. 332). Εδώ γελάς, αν ξέρεις ότι υπάρχει αλλαντοβιομηχανία Υφαντής (πράγμα που δεν είναι αυτονόητο). Επίσης, δεν αποκλείεται ο κακός να ονομάστηκε Υφαντής για να υποστηριχτεί αυτό ακριβώς το αστείο: η ονοματοδοσία είναι πάντοτε πρόσφορο έδαφος για τέτοια στημένα παιχνίδια.
Μία από τις ιδιορρυθμίες με τις οποίες έχει προικίσει τον ήρωά της η συγγραφέας, πάντα στην προσπάθειά της να βγάλει γέλιο, είναι ότι δεν βρίζει όπως όλοι μας, αλλά σαν μικροαστός του Μεσοπολέμου. Ενδεικτικά: «“Ρε, άι πλύν’ τα πόδια σου που βρομάνε”» (σ. 54) και «“Τι θες, ρε γαϊδούρι, που να σου πέσει το τσουλούφι στον ύπνο και να ξυπνήσεις καραφλός;”» (σ. 123) και «“Άντε χάσου από κει, ρε γαϊδούρι”. Είμαι παλιομοδίτης όταν βλαστημάω, κάτι που κάνω σπανίως βέβαια, αλλά συνήθως τον αφήνω άναυδο με το εύρος των επιλογών μου» (σ. 100). Άναυδους αφήνει και τους αναγνώστες, αλλά αμφιβάλλω αν αυτό οφείλεται στο εύρος των επιλογών του.
Δεν θα παραθέσω άλλα παραδείγματα· πιστεύω να έγινε αντιληπτό ότι ο Παντελιάς δεν είναι όσο αστείος νομίζει. Η Μόσχου έχει παραφορτώσει το μυθιστόρημα με απόπειρες αστείων (δύσκολα περνάει σελίδα χωρίς κάτι σχετικό), μόνο που, κατά κανόνα, αποτυγχάνει: άλλο να θέλεις να γράψεις αστεία και εντελώς άλλο να μπορείς. Υπάρχει κάτι χειρότερο από έναν συγγραφέα χωρίς χιούμορ: ένας συγγραφέας που νομίζει ότι έχει.
Παρ’ όλα αυτά, η πλέον άστοχη τεχνική παραγωγής αστείων που χρησιμοποιεί η Μόσχου (και, υποθέτω, αυτή στην οποία έχει στηρίξει μεγάλο μέρος του στιλ που προσπαθεί να υπηρετήσει) είναι οι επαναλήψεις-μοτίβα. Σχεδόν κάθε φορά που αναφέρει το όνομα ενός από τους βασικούς χαρακτήρες, προσθέτει και την αντίστοιχη συνοδευτική φράση. Συγκεκριμένα:
Η παράφωνη τραγουδίστρια Τζέσυ είναι η γυναίκα-μωρό.
Ο Σωτήρης, ο καλλιτέχνης-καφετζής. [«Καλλιτέχνης» χαρακτηρίζεται επειδή φτιάχνει καλλιτεχνικές φρεσκοστυμμένες πορτοκαλάδες. Τώρα, πόση καλλιτεχνία χρειάζεται για να στύψει κανείς πορτοκάλια, δεν το γνωρίζω. Τόσο εκνευριστική είναι η ακατάσχετη πορτοκαλολογία του Σωτήρη, που κάποια στιγμή ένας άλλος χαρακτήρας, ο Μπο, δεν αντέχει και του λέει: «Πορτοκάλια στύβεις, δε δουλεύεις για τη NASA!» (σ. 212). Κι αυτή ήταν η μόνη στιγμή που ταυτίστηκα με κάποιον από τους χαρακτήρες τού Ραντεβού.]
Ο ιατροδικαστής Πελοπίδας Αλιάκμονας (και το τσουλούφι του) είναι χύμα.
Η αστυνομικός-μανεκέν Καστοριάδου, η σιδηρά κυρία.
Ο αυτοκράτορας της Ελληνικής Αστυνομίας Παπαμιχαήλ, ο μπος.
Ο αστυνομικός Χαραλάμπους, ο βασιλιάς της σκόνης.
Η Ντένις, η σκύλα εκπαιδεύτρια.
Το αυτοκίνητο του Παντελιά, ο Τάκης (Σμαρτ-Σμαρτάκι-Τάκης, υποθέτω) με το μπιμπελόσκυλο.
Συνέχεια αυτή η δουλειά, ακατάπαυστα. Και στα ενδιάμεσα, ο Παντελιάς να μασάει (ή να μιλάει για) μαστίχες Χίου – όλη-την-ώρα! «Πώς να ανεχτώ αυτό τον κόσμο τον σκληρό χωρίς τη σκληρότατη μαστίχα;» (σ. 125), αναρωτιέται κάποια στιγμή· συμπάσχουμε, αλλά δε μασάμε. Είναι πολλά αυτά που πρέπει να αντέξει ο αναγνώστης σε ένα και μόνο μυθιστόρημα· τόσα, που ξεχνάει ότι διαβάζει μυθιστόρημα (και δη αστυνομικό) και απομένει να μετράει μαστίχες και αστοχίες μέχρι να τον πάρει ο ύπνος.
Αλλά είπαμε: εγώ οφείλω να το κρίνω όπως θα ήθελε η συγγραφέας του, δηλαδή ως αστυνομικό. Γι’ αυτό θα περάσω τώρα στα πραγματολογικά, δηλαδή στις λεπτομέρειες που καθορίζουν την αληθοφάνεια ενός αστυνομικού μυθιστορήματος.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να αναφερθώ σε μεμονωμένες τρύπες στην πλοκή γιατί το Ραντεβού είναι ολόκληρο μία τρύπα. Καμία από τις αναφερόμενες ερευνητικές διαδικασίες δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Επαναλαμβάνω: δεν παρωδούνται οι διαδικασίες· απλώς το σύμπαν του Παντελιά είναι παράλληλο με το δικό μας. Ενδεικτικά: Ο ιδιωτικός ερευνητής Παντελιάς μπαινοβγαίνει στη ΓΑΔΑ σαν να είναι ο ίδιος αστυνομικός. Ακόμα χειρότερα: σαν οι αστυνομικοί να περιμένουν από εκείνον να λύσει την υπόθεση, τιθέμενοι οι ίδιοι στη διάθεσή του, αν χρειαστεί ένα κάποιο χέρι βοηθείας. Παράδειγμα: σε διάλογο μεταξύ αστυνομικού διευθυντή Παπαμιχαήλ και Παντελιά, λέει ο πρώτος: «Να ψάξεις, και βέβαια να ψάξεις. Το ρωτάς; Κι εμείς από κοντά θα είμαστε. Ό,τι θέλεις στη διάθεσή σου. Μην ξεχνάς ότι από μένα την πήρες την άδεια του γραφείου. Μου χρωστάς ένα δωράκι, εντάξει;» (σ. 197).
Όταν ο Παντελιάς πυροβολεί και ρίχνει από το μπαλκόνι της Τζέσυς έναν κακό, σκοτώνοντάς τον, επί τόπου σπεύδει πρώτος, πριν από τα περιπολικά ή το ασθενοφόρο, ο ιατροδικαστής Πελοπίδας (βλ. σ. 245). Καμία επαφή με την πραγματικότητα.
Στο ίδιο επεισόδιο, πάνω στην ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ του κακού και του Παντελιά, «ακούστηκε ο στριγκός ήχος μιας σφαίρας και την επόμενη στιγμή η σφαίρα τίναξε την τελευταία μαστίχα μακριά!» (σ. 243). Εδώ μαθαίνουμε δύο πράγματα: πρώτον, η σφαίρα βγάζει στριγκό ήχο και, δεύτερον, υπάρχουν κι άλλοι εκτός από μένα που θέλουν να πυροβολήσουν τις μαστίχες.
Για το ίδιο επεισόδιο, όταν ο Παντελιάς ανησυχεί μήπως χάσει την άδειά του επειδή σκότωσε άνθρωπο, ο Παπαμιχαήλ τον καθησυχάζει: «“Ποιος είπε τέτοιο πράγμα, παιδί μου;” αποκρίθηκε αυτός. “Εάν δεν ξεκαθαρίσεις την υπόθεση του Πλατινέα, μην περιμένεις να σου πάρουμε την άδεια, έχεις ελευθέρας. Από την πλευρά μας, θα δηλωθεί ότι ο εκτελεστής αυτοπυροβολήθηκε όταν πάτησε πάνω στο όπλο σου κι αυτό εκπυρσοκρότησε πάνω στο πόδι του, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του και να πέσει απ’ το μπαλκόνι”» (σ. 250). Λάδι βγαίνει πάλι ο Παντελιάς, όπως λάδι βγαίνουν και οι πάντες (πλην ενός), ό,τι έγκλημα κι αν έχουν διαπράξει. Εδώ η συγγραφέας μάλλον καυτηριάζει την ατιμωρησία των εγκληματιών και την αστυνομική ολιγωρία και διαφθορά, αλλά εξαιτίας της υπερβολής καταλήγει να χάνει το δίκιο της.
Λίγο αργότερα, ο Παντελιάς θέλει να πάει κάπου για να σκοτώσει λίγη ώρα και να χαλαρώσει πριν από ένα ακόμα ραντεβού στου Μπο – και πάει σινεμά: «Χώθηκα στον πρώτο κινηματογράφο που βρήκα μπροστά μου. Εβδομάδα ελληνικού κινηματογράφου. Κούρκουλος εναντίον Καλογήρου» (σ. 263) Αδυνατώ να πιστέψω ότι η Μόσχου θεωρεί φυσιολογικό να παίζονται ταινίες της Φίνος Φιλμ στις αίθουσες· η εξήγηση είναι απλή: ήθελε αφορμή για να παραθέσει τη γνωστή ατάκα από τη Λόλα: «Είναι πολλά τα λεφτά, Άρη». Για άλλη μια φορά, η συγγραφέας υπέκυψε στην έμπνευσή της με λάθος τρόπο, κάνοντας τον αναγνώστη να ψάχνει να βρει πού πάρκαρε τη χρονομηχανή που τον γύρισε στο 1964.
Μια και έπιασα τον κινηματογράφο: Η Μαρία Μαρωνίτη, η πλούσια σύζυγος του Πλατινέα και μητέρα της Αιμιλίας/Μέλοντι και πρώην ερωμένη του κακού Θόδωρα Υφαντή (άνοιξα παρένθεση για να πάρω ανάσα), πρέπει να φύγει από το σκηνικό για να βρει χώρο η νταντά Ασημακοπούλου να ξανακερδίσει την καρδιά του Πλατινέα. Η λύση που σκέφτηκε η συγγραφέας για να βγάλει από το κάδρο τη Μαρωνίτη είναι απίστευτη· ιδού πώς το θέτει η Ασημακοπούλου: «Έβαλα στη Μαρία την ιδέα να ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία και της βρήκα την καλύτερη σχολή, στις Κάννες» (σ. 277). Δηλαδή, η νταντά Ασημακοπούλου, ερωτική αντίζηλος και υπάλληλος της Μαρωνίτη, πείθει την εργοδότριά της (που είναι σαραντάρα, υπολογίζω) να παρατήσει τη μικρή της κόρη (ούτε συζήτηση για τον σύζυγο και τον εραστή – αυτοί είναι αναλώσιμοι) και να πάει να σπουδάσει κινηματογράφο (στις Κάννες!) για να γυρίσει καμιά ταινία, που είναι και το ψώνιο της. Απλές, καθημερινές ιστορίες.
Έχει πολλές τέτοιες το Ραντεβού, αλλά δεν έχει νόημα να συνεχίσω τη σταχυολόγηση. Θα προσθέσω μόνο το κορυφαίο των απίστευτων αποσπασμάτων. Όταν ανακαλύπτεται το πρώτο θύμα (κάποιος αρχικά αγνώστων στοιχείων, νεκρός δι’ ασφυξίας με σακούλα στο κεφάλι, μέσα στο γραφείο του Πλατινέα), σκέφτεται ο δαιμόνιος Παντελιάς: «Δεν ήξερα από πού ν’ αρχίσω να ψάχνω. Θέλει και ρώτημα; Από το άμεσο περιβάλλον του θύματος. Όλο και κάποιος θα ξέρει από πού προμηθεύτηκε ο δολοφόνος τη νάιλον σακούλα που του φόρεσε (σ. 155)». Όχι, δεν θέλει ρώτημα· ούτε απάντημα· ούτε συναπάντημα.
Θα κλείσω την κριτική ανάλυση με υφολογικά και γλωσσικά ζητήματα. Το ύφος της Μόσχου είναι παιγνιώδες και σκωπτικό. Γράφει με μια αφέλεια που θα χαρακτήριζα «εφηβική», αν δεν φοβόμουν τη συνιστώσα της φρεσκάδας που μπορεί να υπονοεί ένας τέτοιος χαρακτηρισμός. Ίσως ο αδόκιμος σιδηρόδρομος «εφηβικά ώριμη αφέλεια με άγνοια κινδύνου» να αποδίδει καλύτερα αυτό που θέλω να πω.
Οι περιγραφές της δεν είναι διεξοδικές (ευτυχώς), αλλά ακόμα κι έτσι γράφει κάτι περίεργα πράγματα: «Κέντρο Αθήνας. Έχω μπροστά μου την καθημερινή πολυκοσμία στην πλατεία Συντάγματος, πίσω μου ορθώνεται η Βουλή. Δεξιά κι αριστερά, τα γνωστά ψηλά κτίρια» (σ. 168). Μια στιβαρή επιμέλεια θα έσβηνε εδώ τα πάντα, εκτός από την «Πλατεία Συντάγματος».
Ώρες ώρες κάνει κατάχρηση επιθέτων. Π.χ.: «Με το χέρι μου ψηλάφισα ένα μεγάλο καρούμπαλο που φύτρωνε σαν γιγάντιο μανιτάρι πάνω στο καθαρό μου μέτωπο» (σ. 208). Από τα τέσσερα ουσιαστικά της πρότασης, μόνο ένα έμεινε παραπονεμένο.
Κάνει συχνά λάθη στη χρήση των λέξεων, γεγονός που οδηγεί σε αδόκιμες και ανοίκειες διατυπώσεις. Παραδείγματα (όπου υπογραμμίζω τα επίμαχα σημεία): «πιο στρυφνός κι από καμήλα» (σ. 61)· «δεν είναι για τις μασέλες σου ετούτη η υπόθεση» (σ. 61)· «μιλούσε πάντα σαν να είχε μαχαίρι στο στόμα» (σ. 68)· «του αχυράνθρωπου των αθλητικών Κλεομένη» (σ. 241) – σας το λέω εγώ που το έχω διαβάσει: δεν είναι αχυράνθρωπος ο Κλεομένης· «νομίζω ότι θα χρειαστεί [το ιγκουάνα Αθηνά] να τον απαρνηθεί [τον καπνό] γιατί εγώ δεν καπνίζω ποτέ» (σ. 227)· «“Άμα είναι να τα τινάξεις, να μας δωρίσεις το κρανίο. Θα έχει ενδιαφέρον από ιατρικής άποψης, χμ!”» (σ. 100)· «Σίγουρα το χαμόγελο Πρίσλεϊ είχε χαθεί στα τρίσβαθα της μαλακής επιδερμίδας του» (σ. 262).
Bonus track: «Μπήκα στο μπάνιο μ’ ένα τραγούδι στο μυαλό. Και επειδή είχα καλύτερη φωνή από της Τζέσυς, άρχισα να το τραγουδάω καθώς το νερό έτρεχε πάνω μου. Φυσικά δεν ήξερα τους στίχους, κάτι με δυο δυο ήτανε, κάτι με μπανιέρα, οπότε αρκέστηκα στο να το σφυρίζω» (σ. 165).
Χρησιμοποιεί στερεότυπα μειωτικά για ομάδες ανθρώπων, και μάλιστα χωρίς να συντρέχει λόγος προώθησης της πλοκής. Για παράδειγμα, ο μονόλογος του ταξιτζή (βλ. σσ. 128-129) δεν προσφέρει τίποτα. Το ίδιο και τα (αδιανόητα) σπαστά ελληνικά του αλλοδαπού πλανόδιου πωλητή ξηρών καρπών: «Φίλο, τα πάρεις ένα; […] Πάρε κάτι, φίλο, ένας πιάτος φαΐ, οικοϊένεια έχω» (σ. 89).
Στερεοτυπικός (και τετριμμένος) είναι ο λόγος της και όταν προσπαθεί να το γυρίσει στη σοβαρή πρόζα. Παραδείγματα:
«Το να παρακολουθείς ένα μπαλόνι καθώς πετάει είναι κάτι που σου δημιουργεί πολλούς συνειρμούς. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις σε τίνος τα χέρια θα καταλήξει, ή αν τελικά θα σκάσει, ή αν θα παραμείνει ξεφούσκωτο και αδιάφορο. Στην ουσία, αυτό που σου προκαλεί χαρά είναι να το βλέπεις να πετάει. Η κίνηση μετράει. Τα αλλεπάλληλα γεγονότα. Αυτό κυνηγάω ακόμα» (σ. 63).
«Όσο πιο πολλά έχεις, τόσο πιο σφιχτός γίνεσαι για τους άλλους, και στα λεφτά και στα αισθήματα» (σ. 90).
«Κάποιος πρέπει να μιλήσει με την κυρία Τύχη και να της πει ότι δεν είναι σωστό να βάζει στο μάτι έναν και μοναδικό άνθρωπο και να του ρίχνει όλα μαζί» (σ. 163).
«Περίεργος που είναι ο άνθρωπος! Ό,τι άσχετες σκέψεις έχει καταχωνιασμένες τη μέρα, έρχονται στην επιφάνεια τη νύχτα» (σ. 314).
Να κι ένα καλό, για να μη λέτε: «Η στασιμότητα είναι το καταφύγιο των απογοητευμένων» (σ. 315).
Στο ευχαριστήριο σημείωμα του τέλους, η συγγραφέας επαινεί την επιμελήτριά της Κατερίνα Ασήμου, που «δεν της ξεφεύγει τίποτα» (σ. 366). Ωστόσο, της έχουν ξεφύγει πολλά και διάφορα, όπως είδατε. Τα προβληματικά σημεία που παρέθεσα (και δεν είναι όλα όσα έχω αποδελτιώσει) θα έπρεπε να τα έχει πιάσει η επιμέλεια. Ο διορθωτής Ρήγας Καραλής τα έχει πάει καλύτερα: μόνο μία ασυνταξία βρήκα [«Το ύφος του Πλατινέα και του Νικολάκη την κατακεραύνωσαν» (σ. 176)], ενώ τα επαναλαμβανόμενα «πόσω μάλλον» επιβίωσαν μάλλον όχι επειδή δεν τα είδε, αλλά από άποψη – λανθασμένη, φυσικά.
Μετά απ’ όλα αυτά, δεν χρειάζεται να δηλώσω και επιγραμματικά τη γνώμη μου για το Ραντεβού στου Μπο. Η αλήθεια είναι πως αν επρόκειτο για το ασήμαντο έργο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, δεν είχα ασχοληθεί μαζί του, γιατί δεν είναι σωστό να αποθαρρύνεις κάποιον στα πρώτα του βήματα. Με το συγκεκριμένο ασχολήθηκα γιατί αφενός η Κωνσταντίνα Μόσχου θεωρείται καταξιωμένη συγγραφέας (έχει γράψει –και εκδώσει–, μόνη ή σε συνεργασία με άλλους, 14 διαφόρων ειδών βιβλία από το 2008 μέχρι σήμερα) και αφετέρου έχω μια ιδιαίτερη ευαισθησία με τη χιουμοριστική λογοτεχνία (αυτό ήταν το κίνητρο να γράψω, έστω και αρνητικά, γι’ αυτό το μυθιστόρημα).
Η Κωνσταντίνα Μόσχου, στην οποία «αρέσει να διακωμωδ[εί] καταστάσεις» (σ. 365), δηλώνει ρητά και κατηγορηματικά ότι θα επανέλθει με νέα περιπέτεια του Στάθη Παντελιά και της παρέας του: «Με όλα τα παραπάνω, κινδυνεύω να κατηγορηθώ ότι δεν έγραψα ένα σοβαρό αστυνομικό μυθιστόρημα, αναλαμβάνω λοιπόν πλήρως την ευθύνη και αποδέχομαι την πρόκληση να επιστρέψω αμετανόητη με τους βασικούς χαρακτήρες σε επόμενη περιπέτεια. Όπου η πλοκή να είναι στο πλαίσιο που απαιτεί η αστυνομική λογοτεχνία, αλλά οι χαρακτήρες θα κάνουν τα δικά τους (πάλι;)» (σ. 366). Αν και ουδείς την έθεσε ενώπιον της πρόκλησης την οποία αποδέχεται μονομερώς, είναι δικαίωμά της να συνεχίσει, αλίμονο. Από τη στιγμή που βρίσκει πρόθυμους εκδότες, πολύ καλά θα κάνει. Άλλωστε, δεν μας υποχρεώνει να διαβάζουμε τα πονήματά της, συνεπώς γιατί όχι; Ας συνεχίσει να γράφει, «διακωμωδώντας καταστάσεις», και να δίνει χαρά στους φίλους της όταν τους χρησιμοποιεί ως (καλυμμένους) χαρακτήρες στα έργα της. Ποιον βλάπτει;
Η ερώτηση δεν είναι ρητορική· θα την απαντήσω. Μυθιστορήματα όπως το Ραντεβού στου Μπο βλάπτουν, ειδικά, τη χρήση του κωμικού στοιχείου στο αστυνομικό και, γενικά, την αξιοπιστία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας.
— Κωνσταντίνα Μόσχου, Ραντεβού στου Μπο, Bell: 2022, σελίδες: 366, ISBN: 978-960-620-899-7, τιμή: €16, 60.