Skip to main content
Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025
Οι Μπαγιάτηδες

Σχόλια σε τέσσερα βιβλία: ΠΕΘΑΙΝΩ ΣΑΝ ΧΩΡΑ του Δημήτρη Δημητριάδη, ΠΕΖΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ του Χαράλαμπου Μπακιρτζή, ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ REMINGTON (ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ) του Γιάννη Πάνου και ΑΝΔΡΟΓΥΣ, Ιδεολογικό ρομάντζο της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη.

 

Είτε από το καφενείο Μπαγιάτη τινός είτε από το νέο επίθετο μπαγιάτικος ήτοι ο παρά ώρας (επί οψωνίων), μπαγιάτηδες ονομάζονται από τους παλιολλαδίτες οι Θεσσαλονικείς με άμεση αναφορά στην βαρύτητα του θυμικού τους, στους μεγαλοπρεπείς ρυθμούς που χειρίζονται και στην όποια συντηρητικότητα των ιδεών τους. Αυταρχικοί ή έστω συγκεντρωτικοί, πατριαρχικών οικογενειακών τάσεων και εν γένει απρόθυμοι να εγκαταλείψουν την σαθρή αγκάλη της κυκλοθυμικής οθωμανικής αυτοκρατορίας που τους παρείχε τράπεζες, σιδηρόδρομο και επιταγές για χάρη ενός παμπελοποννησιακού νεοχμού κοτζαμπάσηδων, οι Μακεδόνες αστοί, εδώ και έναν αιώνα, δίπλωσαν τα φλάμπουρα στο Μοναστήρι, τη Νέβεσκα, τη Σιάτιστα και το Μπλάτσι, εγκαταστάθηκαν στην συμπρωτεύουσα και έγιναν εύκολα βορά των Αθηναίων. Γιατί πολύ δύσκολα οι Γαριβαλδινοί μπορούσαν να διακρίνουν ότι ο παθολογικός συντηρητισμός των βορείων επαρχιών (ενθουσιώδες ύφος αποκτώ) ήταν απόρροια του πολιτικού φόβου προς κάθε λογής παραγοντισμό και φεουδαλισμό (στις μεσαιωνικές κοινωνίες, πολίτες, η συσπείρωση γύρω από μία κεντρική εξουσία ήταν προοδευτική πολιτική επιλογή ― δεν θα μου βγάλετε χαζούς τους Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης). Εξάλλου η έλευση παμπληθούς όγκου προσφύγων, έλυσε επάγωγα τα υπόλοιπα προβλήματα: διάσημοι Πόντιοι μακελεύτηκαν επώδυνα προκειμένου να σταθεροποιηθεί μια προοδευτική φτωχομάνα τριγυρισμένη από μια ζώνη λίαν αντιδραστικών περιοχών. Στην περιφέρεια, οι απανωτοί διορισμοί σε ΝΠΔΔ δεν μπόρεσαν να μεταστρέψουν το αμήχανο σοσιαλιστικό κλίμα των πεδιάδων.

Το εξαγόμενο, πολίτες, δεν είναι καθαρό, δεν είναι καν Μακεδονικό. Οι γλυστερές άσφαλτοι των ιδιαιτέρων μας πατρίδων σημαδεμένες από τις ταμπέλες των ΤΕΑ. Τα χωριά που αλλάζουν κάθε δέκα χρόνια. Ο δικηγόρος που σκοτώθηκε σε φοβερό δυστύχημα εδώ και είκοσι χρόνια αλλά γλυκαίνει ακόμη την συζήτηση στο καφενείο. Ίδιοι άνθρωποι στα ίδια πόστα από τότε που γεννηθήκαμε.

Αυτοί που επιβίωσαν, είναι παιδιά ανθρώπων ελάχιστα υστερικών. Οπλουργοί Αρβανίτες και μόνον έσπρωχναν τις γυναίκες τους σε Αραπίτσες και Ζάλογκα, ενώ από τα ανοιχτά πόδια των γιαγιάδων μας βγήκαν οι ακραιφνείς μπαγιάτηδες: παρατηρητικοί, ήπιοι μάρτυρες της πραγματικότητας που καθόλου δεν διστάζουν να ξεσκατώσουν το μωρό ή να πλύνουνε τα πιάτα της οικογένειας. Μοιραίες υπάρξεις που αισθάνονται τα κύματα του ρεαλισμού να δαπανώνται σε ένα άλλο σώμα, όχι πάντως το δικό τους. Αυτά τα ζοφερά καρντάσια θέλω να δικαιώσω με το πόνημα αυτό.

Δεν θα ’πρεπε να είναι τυχαίο που οι πεζογράφοι των βορείων ακρωρειών αντιμετωπίζουν στη δουλειά τους προβλήματα ποιητικής. Τουλάχιστον από την εποχή του Παπαδιαμάντη, οι καίριοι, περιθωριακοί προχειρογράφοι που διαμόρφωσαν αυτό που με την δέουσα αμβλύνοια αποκαλούμε νέα ελληνική λογοτεχνία, είχαν τον καιρό και τον σαδισμό να δημιουργήσουνε στιχηρά που προσωπικά με αφήνουν άναυδο μπροστά την κακεντρέχεια και την οξύτητά τους. Τι σχέση έχει ο ποιητής Πεντζίκης με τον καλόβολο γιατρό που περιφέρει πορτρέτα πρωθυπουργών στην τηλεόραση; Τι σχέση έχει ο ποιητής Βαφόπουλος με τον άκριτο συμβιβαστικό νεαρό των σελίδων αυτοβιογραφίας; Ποιος νεοέλληνας ελαφρών ηθών και βαρών αποτόλμησε να γράψει ποίημα για την Παναγία την Κουνίστρα, καθώς ο Παπαδιαμάντης;

Μ’ αρέσει να σκέφτομαι τους μπαγιάτηδες σε άμεση σύγκρουση με τον Χάρο, κι όχι κανέναν ακριτικό: τον χάρο που σε παίρνει και τυλιγμένος γλαδιόλες σε ημιπολυτελές φέρετρο, εξαφανίζεσαι χωρίς ποτέ να χάνεις τον ήχο της πόλης και τα δειλινά της.

 

Δημήτρης Δημητριάδης: Διάβασα το Πεθαίνω σαν Χώρα σε εποχή που πίστευα πως τίποτε δεν θα μπορούσε να με ξαφνιάσει, πόσο λιγότερο ένα σχέδιο για μυθιστόρημα. Εξάλλου βαρυέμαι το διάβασμα νέων κειμένων. Προτιμώ εν γένει λογιστικά κείμενα, τεφτέρια και ριμάδες, καταλόγους τοπωνυμίων και βωμολοχίες. Εκείνο το απόγευμα που όλοι στο σπίτι της Λευκής Χριστίδου μας τρέχανε τα σάλια και προσκυνούσαμε τον ξαφνικό συγγραφέα ανάμεσά μας που ήταν εύτακτος και σεμνός και καλοπληρωτής και γελούσε βροντόφωνα. Ξεχωριστά ο Μαρωνίτης που απολάμβανε την όσφρηση του κυνηγόσκυλου που μόλις είχε κατακτήσει ένα παμπόνηρο κιρκινέζι.

Από πότε τα σκυλιά κυνηγάνε τα ιερακοειδή; Μέγα πρόβλημα που ποτέ δεν θα λύσω ― τόσα και τόσα περνάνε ανερώτητα, χωρίς έρωτα. Πάντως στον Μαρωνίτη οφείλω που ξεπετσώθηκα και γδύθηκα και μ’ ερέθισε να καταλάβω τι ακριβώς έκανε ο Δημητριάδης. Τι στην ευχή, μόνον για κακό είναι οι αντιζηλίες; Αφήνω στην άκρη τον ήρωα της τεχνικής που λέγεται Ίσαρης και μαζί με τον Δημητριάδη κουβεντιάζοντας σα σεληνιασμένες γεροντοκόρες επανεύρισκαν μεθόδους και συστήματα επαφής. Ο Ίσαρης, αιωνίως εικοσάχρονος, άκρας ευαισθησίας και χωρατατζής, αλλά όχι απόμακρος. Με τον Δημητριάδη ταιριάζουν στην φρίκη και στις διανοητικές αιματουρίες. Καμιά φορά χαίρομαι να τους ανακαλώ στην μνήμη μπλαστρωμένους μέσα σε λευκές ποδιές να φτύνουν ευγενικά στα λιβάδια της Ελβετίας όπου βρίσκονται απομονωμένοι σε πανάκριβη κλινική, για να θεραπεύσουν αρρώστιες της ευσταχιανής σάλπιγγας.

Αυτό που ο Μαρωνίτης είδε σαν πίνακα του Μπος ή του Ένσορ, από αντίδραση φακέλωσα στο κεφάλι μου σαν φανταστική τοιχογραφία (λάδι πάνω σε γύψινο τοίχο) του Νταβίντ. Γιατί μου είναι αδύνατον να πιστέψω ότι αυτός ο καλοκαμωμένος ευγενέστατος διανοούμενος (μιλάω για τον Δημητριάδη) έχει ασίγαστα πάθη που κρατάνε λιγότερο από δεκαπενθήμερο. Αυτός, λέω, είναι για μεγάλες προσδοκίες. Αγαπάει εικοσιτέσσερα χρόνια το ίδιο μπουφάν. Θυμάται τι του είπανε δυο τσογλάνια στο Βέλγιο το 68. Αν φορούσε σκοτεινά γυαλιά, θα ’μοιαζε σκηνοθέτης εγκεφαλικών μεταγκονταρικών ντοκιμαντέρ. Άμα έβαφε τα μαλλιά του ροζ (με πράσινες ανταύγειες) και κυκλοφορούσε με στολή του τσίρκου όλοι θα ήξεραν ότι παρόλα αυτά είναι κεντροευρωπαίος συγγραφέας μεγάλων πολεων. Ούτε θα μπορούσε να μπεί σε πρακτορείο ΚΤΕΛ της επαρχίας και να περάσει ως ταμειακός υπάλληλος. Θα το καταλάβαινε ο εισπράκτορας με τον τρόπο που θα του ’λεγε ευχαριστώ παίρνοντας τα ρέστα.

Τώρα, με τι παρουσιάζεται στην αγορά ο μπαγιάτης αυτός; Με μια γλώσσα μαραμένη από την χρόνια ασκητεία των μεταφράσεων. Με σφηνωμένες ιστορίες πόθου και πάθους σ’ ένα ζελέ ασίγαστης ευρηματικότητας αλλά διηνεκώς κοινότυπης. Οι γυναίκες της χώρας του σταματούν να κάνουν παιδιά (να ένα εύρημα, όπως λέμε: βρίσκω θησαυρό) οι παπάδες του είναι διαφανείς και όλα είναι τραγικότατα αποκυήματα. Αυτά με ανεβάζουν στους ουρανούς επειδή αν, καθώς μουρμουρίζει ο Γραμμένος «η ποίηση πρέπει να εκπέμπει φως», φαντάσου τι πρέπει να εκπέμπει η πεζογραφία. Αν σκοπός του ποιήματος είναι αυτό που ήθελε ο Τυρταίος, σκέφτομαι τις ευκολίες που έχει ο ποιητής, πόσο εύκολα, με λίγη τύχη και επιδεξιότητα, μπορείς να κοροϊδέψεις έναν υποψιασμένον αναγνώστη, κυρίως αυτόν, σε μια σελίδα μέσα. Αν σκοπός του ποιήματος είναι αυτό που ήθελε ο Πίνδαρος, εντάξει: αφήνεις όλους τους αναγνώστες να σε κοροϊδεύουν μπαίνοντας μέσα στα στιχάκια σου και δαπανώντας από το αίμα σου: ιδού η μέθοδος που ακολουθώ και δεν μ’ έβλαψε περισσότερο από το τσιγάρο για την ώρα.

Λείπει ευτυχώς από το Πεθαίνω σαν Χώρα η λάτρα της κουλτούρας, αυτή που θα βάλει στο μουσείο τον Ελύτη σε είκοσι χρόνια, κατά τα άλλα μέγιστο ποιητή. Θέλω να πω να αποκαλείς λινό το καλοκαίρι επειδή φοράς λινά, συνετό το φθινόπωρο γιατί όλοι συμμαζεύονται το φθινόπωρο και ελάχιστο τον χειμώνα επειδή θέλεις να κρατήσει ελάχιστα. Ανέκαθεν θεωρούσα το ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά ως άλλη γραφή του η δεξίωσή μας είναι ανιαρή, όλο γρηές. Κι αν κοτζάμ Σεφέρης έκαμε τριάντα χρόνια για να γράψει τα «Περίχωρα της Κερύνειας», σκεφτείτε, πολίτες, τι βιβλιοκριτική γλυτώνουμε με τον Δημητριάδη.

Αυτόν τον Δημητριάδη τον βλέπω μονίμως σε κάποια σύνορα. Εκτιμώ που δεν ξεχνάει μέσα στην μαύρη του απελπισία να εκτελέσει, μαζί με το πλήθος των προσφύγων του και μια θανατερή γυροβολιά, ακριβώς όπως ο Σόνι Λίστον σάπισε κάποτε στο ξύλο τον Κάσιους Κλέι, αλλα ούτε στιγμή δεν τον εμπόδισε να χάσει χορεύοντας.

Το Πεθαίνω σαν Χώρα έχει έναν επιβλητικό επαγγελματισμό. Ο Δημητριάδης είναι ένας σοβαρός εκκλησιαστικός συγγραφέας. Αν με ρωτήσετε ποιάς εκκλησίας, περιμένετε να τελειώσει ο αιώνας. Εμένα, τον αυτάρεσκο χασαπόγυφτο, μ’ αρέσει πολύ το βιβλίο του Δημητριάδη και το συστήνω σε αυτούς που αισθάνονται έτσι: ξαναμμένοι από τον ξαφνικό συγγραφέα και τη στομωμένη γραφή.

Επειδή αυτό το βιβλίο όλα τα ’χει εκτός από φαντασία, ας δούμε το επόμενο.

 

Γιάννης Πάνου: Αυτός είναι ένας ψηλός μακρυγένης που όλοι θα ’θελαν να τον έχουνε πατέρα. Αντιμετωπίζει τον Πεντζίκη σε μια πόλη που δεν είναι δική του. Αδυνατώντας να παρακολουθήσει την μέχρι γλυκερότητας τραγικότητα του γιατρού, κάθεται καταμεσής του σινεμά ΚΡΟΝΟΣ και λέει, μοιράζοντας φεϊγβολάν, ότι στο κάτω της γραφής ο Σεφέρης ανακάλυψε αργά τον Πεντζίκη, ενώ δεν ανακάλυψε λ.χ. τον Καβάφη, κι ας μη είχε μερικές γαλλικούρες [ο Πεντζίκης] στην Έρση και τα λέγαμε.

Βέβαια ο Πεντζίκης τα γνωρίζει αυτά και σιωπά. Ο Πεντζίκης έγραψε το «Καλημέρα σας» για τους ειδήμονες και το Μητέρα Θεσσαλονίκη για τους τουρίστες. Βλέπω κανέναν τους καμιά φορά σε χέρσα οικόπεδα και μεσοπολεμικά ντεκόρ της πόλης μας να στραβολαιμιάζουν προσπαθώντας να συλλάβουν τις πόζες της πόλης που δείχνει ο γιατρός στο βιβλίο του. Ο Πεντζίκης ξέρει τη διαφορά ανάμεσα στο Σίβρι του Σταυρού και στη Σίβρη της Κασσάνδρας κι όποτε θέλει, ξεκοιλιάζει τα θεμέλια στην Παναγία Δέξια και ιστορεί: να, εδώ ήτανε ο Καβάσιλας κι εδώ ο Αστραπύρης και του Κοκκαλά το σπίτι έπεφτε προς τον Άγιο Παράμονο. Τι να ξέρει, ή τι θα μάθει από αυτά, ο Γιάννης Πάνου. Αλλ’ αυτός ο μελαγχολικός αρβανίτης μπορεί να δραπετεύσει και να βρεθεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ή ακόμη χειρότερα, στην Πρέσπα. Εκεί κοντά υπάρχουν τα χωριά με τα πετρωμένα δέντρα και τους νεκρούς του μακεδονικού αγώνα κι άντε να πας εκεί ντυμένος το λευκό καλπάκι του ταβουλάριου πίσω από τον Ακροπολίτη και τραγουδώντας

θάλασσα καλών, κόλπε θερμής αγάπης
άκλυστε λιμήν, αστακούς ημίν δίδου

Ο Παπαδιαμάντης και ο Πεντζίκης, φυσικοί γεννήτορες του Γιάννη Πάνου, έχουν υστέρημα και το δαπανούν. Αυτός δεν έχει να δώσει του αγγέλου του νερό. Γι’ αυτό, ερευνά. Η σκοτεινή ιστορία στο νυχτέρι, το θαμπό γράμμα και η εφημερίδα στο αρχείο τού χρειάζονται. Μαχαιρώνοντας καρπούζια ευημερείς, αλλά συγγραφέας δεν γίνεσαι. Κι έτσι, ο Γιάννης Πάνου πηγαίνει στο θέατρο.

Ο κύριος λόγος που μ’ αρέσει ο αυστηρός αιματηρός φίλος μου ο Γιάννης, είναι ότι με κάνει να αισθάνομαι μέλος της κοινωνίας του δέκατου ένατου αιώνα. Μου θυμίζει ζυμωτό ψωμί και κολλυβάδες και άλλα τέτοια σιχαμερά. Αλλά μου θυμίζει και την προσπάθεια για την επανεύρεση της γραφής που αναζητά άλλη γραφή.

Πώς να μιλήσω στον Γιάννη χωρίς να στείλω φιλικό χαιρετισμό στην Ρούλα Πατεράκη; γεια σου Ρούλα. Κατασκαμμένη ή όχι, με εισβολείς ή όχι, αυτή η πόλη και τα υπόγειά της αποζητούν την ύπουλη σχεδίαση, την τραγική ερμηνεία και την απαρέσκεια. Και πριν και μετά τους σεισμούς, αφού τελείωσε πια η παράσταση, γεια σου Ρούλα.

Η Ρέμινγκτον του ψηλού ασχολείται με τη ζωή και το έργο ενός Δημητρίου και με μίαν Ελένη αλλά και με τη ζωή και το έργο ενός αφηγητή που πολύ θα ήθελε ο αναγνώστης, τρομοκρατημένος τελειώνοντας, να εκφράζει τον συγγραφέα και μόνο. Εδώ συναντούμε, για πρώτη (και τελευταία, σας το υπόσχομαι) φορά το σινεμά. Προβλέπω τους γραμμικούς ταλαντούχους σκηνοθέτες μας να διαβλέπουν στην Ρέμινγκτον του Γιάννη τη στέρεα κατασκευή για μια καταπληκτική ιταλική ταινία, με τελείως αργά πλάνα, με εξερεύνηση προσώπων και χώρων ατελείωτη, οι καλοί να μπαίνουν από αριστερά στο πλάνο, οι συμβιβασμένοι να φεύγουν από δεξιά. Κι όλα αυτά με μια φωτογραφία να σου φέρνει δάκρυα στα μάτια και τα ακίνητα πρόσωπα των ηθοποιών (όχι πολλα κοντινά πλάνα για να μη καπελώνουμε τον θεατή), με λίγα λόγια μια ταινία βλάχικη, λατινόφωνη, δηλαδή ιταλική. Αλλά επειδή προβλέπω δεν σημαίνει κι ενθαρρύνω, ελπίζω απλώς το βιβλίο να αποκτήσει αναγνώστες και μάλιστα πολλούς. Πατσιφιστές, ποπουλιστές, μέλη των εταιρειών λογοτεχνών, οικοπεδούχους: νεαρούς με μπριγιαντίνες, αναρχοτουμπεκήδες, σώφρονες. Και τον φίλο μου τον Γκούζο που έχει τώρα βιοτεχνία. Και τον εχθρό μου τον Κούσπο, που διαπρέπει ως ιστοριοδίφης.

Με τη Ρέμινγκτον του Γιάννη Πάνου ηρέμησα γνωρίζοντας σε βάθος ότι κανένας δεν ταλαιπωρείται μόνος. Έμαθα πώς γράφεται μια σωστή σελίδα και ταυτόχρονα με δυσκολία δεν πηδούσα σελίδες για να δω τι θα γίνει στο τέλος. Δυο μέρες τον εδιάβασα και ύπνος δε με πήρε κι αφού το εκουβέντιασα μαζί με την Αλέκα, τον πήραμε τηλέφωνο, κι έλειπε όπως πάντα.

Επειδή αυτό το έξοχο βιβλίο όλα τα έχει αλλά ακόμη δεν κυκλοφόρησε, ας δούμε το επόμενο που κυκλοφόρησε από καιρό κι ο ήλιος δεν το είδε.

 

Χαράλαμπος Μπακιρτζής: Μωτηνπίστημ, που λένε και οι Πόντιοι, έτοιμος να τελειώσω επιτέλους το κείμενο αυτό που με παιδεύει καταχείμωνο τόσες μέρες και ανακαλύπτω πως είναι η πρώτη μου βιβλιοκρισία. Κουράγιο, αναγνώστες. Υπομονή, πολίτες. Τελευταία διάβασα φρικώδη πράγματα, αλλά όλα περνούν. Ανήκοντας στη γενιά που πέρασε κάποιο σημείο της εφηβείας της ανάμεσα 60 και 70, δύναμαι να χαρώ προκαταβολικώς για τα λογοτεχνικά αρτύματα που προβλέπω να μας ταΐζει, ώσπου να καθιερωθεί και να ησυχάσει, μέσα σε προεδρεία και παράτες, μέσα στη δεκαετία του 80. Αρχίσανε κι όλας. Ένας-ένας, γεμάτοι πρόκληση και εμπαιγμό και τεχνικές που ως τώρα έβγαζαν τον σκασμό ή ελάχιστα πράγματα. Μπαγιάτηδες! Μελώνει το στόμα μου.

Όχι Νάσο μου, δεν διαχωρίζω πάλι βορρά και νότο. Απλώς δεν ξέρω τους νοτίων των Κεραυνίων ανθρώπους. Ήδη βλέπεις πόσο συνεργάστηκα με ένα περιοδικό της Θεσσαλονίκης έμφορτο με τους καημούς των Αθηναίων.

Έτσι κι ο Υφαντής, αυτός ο μεταφυσικός μαυροτσούκαλος, το πλασμώδιο, πολύ χαρακτηριστικός, μ’ αυτά τα δίσεχτα ποιήματα που βγάζουν φουσκάλες, μέγας εν δυνάμει ποιητής, ελέησον. Κι εκείνος ο Μαυρογένης, το Τάκι το Γραμμένο, ο Μητσάρας δηλαδή (νέοι δειλοί της επαρχίας! Μη ζηλεύετε βλέποντας τυπωμένα τα ονόματα των κάπως μεγαλύτερων σας αρπακόλληδων! Χαϊδεύονται κι αυτοί, διψώντας τα γατοκέφαλα της δημοσιότητας) που με τέσσερις σελίδες ποιήματα, οι μισές σκάρτες, ετοιμάζεται να προκαλέσει τους βαθύτερους πόνους. Να μη πω πράγμα και για τους εξόριστους, σαν τον Γιώργο Χουλιάρα ― τάπιες του Μεσολογγιού, βοηθάτε την γλώσσα μου, ορέ!

Μώσε (κατά τους Πόντιους πάλι) τι ’ναι πάλι αυτά που γράφω; Βρήκε η νέα γενιά την έκφρασή της, τον Καραντώνη της; Τρώγοντας στη μάπα τις Εποχές μόλις που γλύτωσε από Ιούλιο Βερν κι από Λουντέμη, κι όλους αυτούς τους λιγόλογους ή απλώς αρχαιοελληνικής ιδιοσυγκρασίας διανοητές (τους μαθαίναμε από την κεντροαριστερά, αλλά τους διαβάζαμε σε φτηνές εκδόσεις της κεντροδεξιάς ― ξέρετε τώρα) διαμορφώθηκαν στα καλά καθούμενα και αισθητικές αξίες ― ή όχι; (Επίτηδες βάζω τόσα ερωτηματικά στον λόγο μου ― θέλω να ’χω «ουλές».) Βαρέθηκα να ακούω από διάφορους βλάμηδες, από το 63, στην κλασική ερώτηση και ποιοι σας αρέσουν; την απάντηση: ο Αισχύλος, ο Ερωτόκριτος, μερικά δημοτικά (μόνον όσα έδειχναν κάποιο σουρεαλισμό, όπως «κόκκινο αχείλι εφίλησα...»), ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Καβάφης κι ακολουθούσαν οι βαριάντες: ο Σαραντάρης, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Εμπειρίκος, ο Σαχτούρης ― απίθανο πόσοι της γενιάς μου αγάπησαν παράφορα τον Σαχτούρη! Όλο αυτό το περιβάλλον: ατζέντηδες, δικηγόροι, μαικήνες, μεσάζοντες, θαυμαστές, μαικήνες, αγιόδουλοι, κι άλλοι μαικήνες, που γράφανε «τα τρένα» και «η μπίρα», βουτηγμένοι στη σαντιγί και στις πίτσες, πολύ φτωχοί ενίοτε ― ξέρεις τι είναι, καρντάση, να σέβεσαι τη γλώσσα; Μέχρι σημειολόγος γίνεσαι και στρουκτουράλα, λίγοι χάθηκαν έτσι; Κατάλογοι ανοίχτηκαν, άναψαν τα κομπιουτεράκια, οι σλαϊτσιέρες κάψαν τις διαφάνειες ― κι αυτά σε λογοτεχνικό επίπεδο.

Τώρα, ο Μπακιρτζής. Στάσου μωρέ Νάσο, τι θέλει ο Χαράλαμπος σ’ όλα αυτά, αυτός είναι καταλογογραφημένος, αρχειοθετημένος, αποδελτιωμένος, γνωστός τοις πάσι. Περιβάλλον νέας Πορείας, Αλαβερικός, αποκρυπτογραφημένος, ποιητής Καβαφίζων, αρχαιολόγος ικανός κι εργατικός, χρόνια κλεισμένος σε γραβάτες και καμπαρντίνα, απόμακρος («αλλά με διεισδυτικά μάτια» είπε η ποιήτρια) φίλος ολίγων, ιδιόρρυθμος, δεν είναι ακόμη τριανταπέντε («είναι, συμμαθητές ήμασταν»). Ποιος θαρρείς και είναι, ο Μανιώτης; Μα γι’ αυτό όλη η κουβέντα, αναγνώστες. Τι να παρουσιάσεις από το βιβλίο του που θάφτηκε από το 1978. Το βιβλίο που είναι μια πρόκληση και ένας τρόμος ολόκληρο. Πέντε κομμάτια σοβαρές και καθαρές αρχαιολογικές μελέτες. Η αρχαιολογία ως γνωστόν από αλλού ξεκίνησε και αλλού καταλήγει. Με ιδρώτες και αγωνία κοντεύει να κλείσει έναν αιώνα που είναι πια επιστήμη, ξεπερνώντας ρομαντισμούς, τυμβωρυχίες, αλισβερίσια κάθε είδους και πόζες. Όταν καμιά φορά τα ευρήματα είναι πολύ πλούσια και πολύ λούζονται στα χρυσάφια και στα μυρωδικά, το κυνήγι του θησαυρού αρχίζει πάλι και δεν προκόβει τίποτα. Έρχεται προ ημερών ένας Ιταλός στην Αγγλία και λέει: τον Ποσειδώνα του Μουσείου του Εδιμβούργου να μας τον δώσετε πίσω, είναι από την Νάπολη. Πριν τελειώσει το άρθρο, σοβαροί επιστήμονες χαμογελάνε: ποιά Νάπουλα ― προπολεμικώς τον βρήκαμε στην Αλεξάνδρεια κι επειδή εκεί ζούνε Καλμούχοι και Παπούα, τον κρατάμε. Επιστημονικώς αποδεδειγμένα όλα αυτά, με πλήρη τεκμηρίωση. «Μάνα, γκαμήλα!» λέει το γυφτάκι στη μάνα του. Εκείνη θυμώνει: «Το Σταυρό μαρ ’λες γκαμήλα και γκαμήλα! Πιτάφιος είναι!». Δυστυχώς για όλους, μόνον το δεύτερο παράδειγμα είναι χωρατό.

Δεν είναι τυχαίο που ο Μπακιρτζής τελειώνει τους «Εραστές της Πέλλης» (και το βιβλίο) με κείνη την παρατήρηση για την Βεργίνα. Είτε σας αρέσει η επιστήμη, είτε όχι, διαβάστε αυτό το βιβλίο. Θα είναι κρίμα να μοχθείτε απληροφόρητοι. Με τι παλεύει ο επιστήμονας. Οι δυο δημιουργικές πλευρές του. Ανασκαφή στον Καβάφη. Ο Φασόλας και οι μνήμες των 55άρηδων. Παραπομπή στον Ρολάν Μπαρτ (Χαράλαμπε...). Η αριστουργηματική «χριστιανική επιγραφή». Ο καθηγητής Μπακαλάκης στην Στρύμη. Αλλα κυρίως ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής, που συγγράφει μια καλή, τίμια λογοτεχνία.

Στο ύφος βέβαια υπάρχει εκζήτηση και ένα είδος αυταρέσκειας, αλλα μη τη φοβάστε. Ο Μπακιρτζής εξελίσσεται, προκόβει, δεν μένει στα κεκτημένα, είναι ωφέλιμος. Τον ρωτάω αν είναι μαζί τους ή μαζί μας αλλά απορρίπτει την αλήθεια ενώ ξέρει από δικαιοσύνη. Επειδή δεν θέλει να είναι αρχαιολογών λογοτέχνης η λογοτεχνίζων αρχαιολόγος, με διάφορα λέιζερ και υπέρυθρα στα μάτια πιστοποιεί το μεγάλο δίδαγμα: άμα έχεις έναν τοίχο του μεσαίωνα, κάποτε επιχρισμένο μέσα στην τουρκοκρατία και ρίξεις τους σουβάδες, δεν θα επιστρέψεις ποτέ στην μορφή του αρχικού. Η λεπρή, άρρωστη επιφάνεια θέλει να ξαναγυρίσει στο σκοτάδι, και δεν πας να αρμολογείς. Αυτός λοιπόν είδε σε τι λεπτά κελύφη αυγών και σε τι λεπτά κομμάτια χαλβά κάθεται η επιστημονοσύνη. Ξαναμπαίνει σε μια καμπαρντίνα και περιμένει.

Αναγνώστες, συγχωρέστε με τον άθλιο φαλακρό που δεν περιγράφω τα βιβλία και δεν αναγράφω το περιεχόμενό τους, να ξέρετε τι γράφουν. Κάνω απλώς φασαρία γύρω από αυτά, για να προσελκύσω την προσοχή σας. Διαβάστε τα και τα λέμε.

Επειδή αυτό το βιβλίο όλα τα έχει αλλά δεν έχει υπόθεση, ας πάμε στο επόμενο.


Αλεξάνδρα Δεληγιώργη: Ο συμπαθέστατος ηθοποιός που μπροστά στον Γιάννη Πάνου και σε άλλους εξωκατάκοιλους ονόμασε την Αλεξάνδρα αλεξικέραυνο, μετά μικρό δισταγμό, με κάνει συχνά να αναρωτιέμαι πόσα χρόνια πριν την φυσική του γραφή άρχισε να κυοφορείται ο Ανδρόγυς.

Όντως, ανάμεσα στα βουνά της επαρχίας, μας φανερώνεται μιά λαμπηδόνα, ένας κομήτης. Γνώρισα την Αλεξάνδρα το 1968 μέσα από μία επίπεδη γραφή τετραγωνισμένη που σε λαχάνιαζε και είχες την εντύπωση ότι θα συνέχιζε τα ίδια πράγματα με την ίδια ένταση, σε κάθε συνθήκη. Παραλαμβάνοντας τον Ανδρόγυ, λες «ως εδώ, και στο κάτω κάτω είναι ένα ακόμη βιβλίο πεπερασμένο από τη φύση του. Δεν θα συγκινηθώ περισσότερο απ όσο έχω διάθεση και δεν παραδίνομαι πια στο έλεος των συγγραφέων. Αυτονομία!» Αργότερα, στη μέση του βιβλίου, όταν τα γύρω πράγματα έχουν σημαδευτεί από τον τρόπο της Αλεξάνδρας και μια προσεκτικά σχεδιασμένη δυσφορία σε παραλύει, λες: «μπορεί να με πιέζει ως αναγνώστη, αλλά είναι ευδαιμονίστρια ― μια από αυτές τις υπάρξεις που εκτονώνονται από το γράψιμο. Σε λίγο, ο τόνος θα πέσει και το τέλος θα είναι συμβατικό, γιατί στο κάτω-κάτω πρέπει να γράψει κι άλλο βιβλίο».

Στο τέλος, η ηρωίδα Μαριάνθη σκοτώνεται. Τελειώνουν και τα δίφραγκα του αναγνώστη και βγαίνοντας έξω να ανασάνει ανακαλύπτει ότι παράλαβε και τέλειωσε την ανάγνωση της ιστορίας τριών ηρώων και ότι ξέχασε να αναζητήσει τον συγγραφέα του.

Το ελαφρότατο άγγιγμα κάποιας παρωχημένης δεκαετίας που υπάρχει στο βιβλίο, δεν τον ενοχλεί πια: ο Ανδρόγυς δεν είναι μυθιστόρημα, είναι ένα ρομάντζο. Αυτά τα προβλήματα έχουν ξεχαστεί εδώ και εκατόν είκοσι χρόνια. Να διαγράφεις ήρωες που δεν μπορείς να ελέγξεις, να ζυγίζεις κάθε τόσο την συγγραφική σου αυτονομία και να παρακολουθείς εντέλει τους δαιμόνους που προσωπικώς έπλασες, να αυτοχειριάζονται τελείως αδιάφοροι για τις προθέσεις σου. Ο Ανδρόγυς είναι κείμενο που προάγει τους ήρωές του κι όχι τις προθέσεις τους.Το πιο τρελό σημείο στην ιστορία αυτή, είναι η ανέγερση των πολυκατοικιών-χαρακτήρων: ήταν μονήρης ο Ανδρόγυς; Γιατί δεν έμεινε κοντά του η Μινέα; Ποιος είναι ο διευθυντής της; Γραμμένος για έναν άνδρα, ο Ανδρόγυς επισφραγίζει ότι κάθε αυτοτελής θηλυκιά ή αρσενική κίνηση καταλήγει στην άνοια. Δυστυχώς, τα ρομάντζα δεν αλλάζουν τον κόσμο κι έτσι προβλέπω ότι κανείς δεν θα καταλάβει το μάθημά του. Ο φίλος μας ο Μπαρούχος πιστεύει ακόμη στην εναλλαγή συντρόφων. Ο φίλος μας ο Ζάκερι είναι σίγουρος πως κάνει καλύτερη τυρόπιττα, από την αγαπημένη του γυναίκα Γκου. Εγώ πιστεύω ακόμη ότι θα ’ρθουν οι κολασμένες μέρες. Όλα κουταμάρες. Και η λογοτεχνία της Αλεξάνδρας γεμίζει τα δωμάτια, αλλά δεν κατοικεί κανένας στα δωμάτια.

 

Οι περισσότεροι μπαγιάτηδες ξαπλώνουνε στις παμπ. Η ατμόσφαιρα αγριεύει. Ο Δημήτρης Δημητριάδης ανακινεί το επικό ύφος, τρυφερός βογόμιλος. Ο Γιάννης Πάνου κοιμάται ξεθεωμένος, με τους Χαλασοχώρηδες του Παπαδιαμάντη πάνω στα γένια του. Ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής κάποτε θα βρεί τον Πέτρο Παπαγεωργίου στη Μεγαλοφόρο. Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη στήνει ένα φωτογραφικό κουτί κι ένα θέατρο αυτομάτων στην παιδική της γειτονιά. Είναι απόγεμα, ο ήλιος βαραίνει και όλα είναι μελαγχολικά. Δύσκολη ώρα, δυσάρεστη η εικόνα που γράφω για κατακλείδα και σκέφτομαι ότι λίγα θα είχα να πω στους αναγνώστες μου: στην δύσκολη ώρα, πρώτος θα βγάλω τον σκασμό. Στην εύκολη ώρα θα εμφανιστώ χαζοχαρούμενος τραγουδώντας:

θάλασσα καλών, κόλπε θερμής αγάπης
άκλυστε λιμήν, αστακούς ημίν δίδου.

 

 

Στον περιπόθητο Μολυβιάτη Νάσο Θεοφίλου αφιερώνω το κείμενο αυτό για τα τέσσερα πολύ σημαντικά βιβλία του Δημήτρη, του Γιάννη, του Χαράλαμπου και της Αλεξάνδρας.

Κείμενο: Πάνος Θεοδωρίδης, Εικόνες: Γιάννης Θεοδωρίδης
Δεκέμβρης 1978 και Δεκέμβρης 1980.
Αντιγραφή από το περιοδικό Πράξη 2, Δεκέμβρης 1980 - Γενάρης 1981, σ.σ. 88-94.
Ελπίζω να υπομνηματίσω, τόσον αυτοτελώς, όσο και κατόπιν ερωτήσεων...

 

Βραχύ υπόμνημα

1. Το περιοδικό Πράξη το έβγαζε ο Σάκης Χατζηζαμάνης, κουκουέδικο, σαλονικιό. Έγραφα τακτικά.

2. ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ REMINGTON (ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ) του Γιάννη Πάνου: το χειρόγραφο που διάβασα, σε γραφομηχανή, είχε και αυτόν τον υπότιτλο. Οι αναγνώσεις της Ρέμινγκτον έχουν υποστεί αρκετές περιγραφές. Μεταξύ 1976 και 1978, είτε στο σπίτι της Ρούλας και του Γιάννη στα Δυόροφα της Καλαμαριάς (στην ίδια περιοχή έμενε ένα διάστημα ο Γκέτς, αλλά και κάτι συγγενείς της Μαριάνθης. Στενόμακρα, δυόροφα, εποικιστικά, ψηλότερα από τον δρόμο, σαν σε μικρό γκρεμνό. Στου Γκετς το σπίτι στο πλάι υπήρχε ένα πάνελ από ξυλοτέξ με ιστορημένη έγχρωμη διαφήμιση προπολεμικού αυτοκινήτου).

3. Το αμήχανο σοσιαλιστικό κλίμα των πεδιάδων. Αυτό έγινε πράξη στα τέλη του 76 και όλο το 77. Κυρίως Πέλλα, Ημαθία, Πιερία, λιγότερο Σέρρες και Χαλκιδική και σχεδόν καθόλου στα βουναλάκια της Σαλονίκης, κατοικημένα, κατά τον παλαιό Χατζηιωάννου, από τους «παεζάνους».

4. Τι σχέση έχει ο ποιητής Πεντζίκης με τον καλόβολο γιατρό που περιφέρει πορτρέτα πρωθυπουργών στην τηλεόραση; «Γιατρό» τον αναφέρω μεγαλυντικά, εξελίσσοντας την ιστορία του φαρμακείου Πεντζίκη ― για έναν νέο, όλοι οι ασχολούμενοι με την υγεία, γιατροί είναι. Το πορτρέτο που είδα να περιφέρει αφού το ζωγράφισε, ήταν του γεροΚαραμανλή.

5. Εκείνο το απόγευμα που όλοι στο σπίτι της Λευκής Χριστίδου. Ήταν μια αξιομνημόνευτη στιγμή. Πρέπει να ήταν στο 1977, αλλά μπορεί και να λαθεύω. Παρόντες στην ανάγνωση του κειμένου που δεν ήταν σε βιβλίο αλλά στο περιοδικό Αουσμπλίκε, ήταν η Λευκή και ο Τάσος Χρηστίδης, ο Μαρωνίτης, ο Λαλάκος Παπαδήμας, η Μαρώ Καρδάκου, η Μαριάνθη, σίγουρα η Ρούλα και ο Γιάννης, ο Ηλίας Φλυτζάνης και άλλοι που ξεχνώ. Και ο Ίσαρης.

Αφήνω στην άκρη τον ήρωα της τεχνικής που λέγεται Ίσαρης. Κείμενό μου για τον Ίσαρη και την περίοδο 1975-1980, βρίσκεται σε ένα Εντευκτήριο, γύρω στο 90. Εκεί μνημονεύεται και η ψυχρότητα που ακολούθησε την ανάγνωση των «Μπαγιάτηδων».

6. Ακριβώς όπως ο Σόνι Λίστον σάπισε κάποτε στο ξύλο τον Κάσιους Κλέι, αλλά ούτε στιγμή δεν τον εμπόδισε να χάσει χορεύοντας. Αυτό το ξεπατίκωσα από ένα κείμενο του Μέιλερ που είχα διαβάσει, νομίζω στον Ταχυδρόμο.

7. Αντιμετωπίζει τον Πεντζίκη σε μια πόλη που δεν είναι δική του. Ο Γιάννης αγαπούσε πολύ τον Πεντζίκη και τον είχε πάντα στο μυαλό του. Συνήθιζε να διηγείται σκηνές από ανταμώματα στο ψητοπωλείο «Κρόνος», δίπλα στο σινεμά, όπου ο Πεντζίκης και η κυρά του αραιότατα, έτρωγαν κανένα σουτζουκάκι. Το σπίτι του ήταν κοντά. Αυτήν την εικόνα, την έχωσα κάπως και στον Χαμαιδράκοντα, το 1985.

8. Ο Πεντζίκης έγραψε το «Καλημέρα σας» για τους ειδήμονες και το Μητέρα Θεσσαλονίκη για τους τουρίστες. Το «Καλημέρα σας» ήταν διήγημα και δημοσιεύτηκε γύρω στα 1965.

9. Θάλασσα καλών, κόλπε θερμής αγάπης/ άκλυστε λιμήν, αστακούς ημίν δίδου. Στίχοι του Μανουήλ Φιλή. Μου το υπέδειξε ο Σωτήρης Κίσσας, με τον οποίον τότε κάναμε τρελή παρέα.

10. Πατσιφιστές, ποπουλιστές, μέλη των εταιρειών λογοτεχνών, οικοπεδούχους: νεαρούς με μπριγιαντίνες, αναρχοτουμπεκήδες, σώφρονες. Αχνό διάγραμμα των μεταξύ 25 και 35 τύπων της περιοχής Διαγωνίου της Θεσσαλονίκης.Το «οικοπεδούχους» αναφέρεται σε λογοτέχνες, που το αναλύω περισσότερο στην Αναφορά στον Άγγελο. Υπονοούνται και οι συζητήσεις για την Εταιρεία Συγγραφέων, στην οποία δεν ήθελα να γραφτώ όταν πρωτοϊδρύθηκε, παρά την επιμονή του Καλοκύρη. Ίδια εποχή δεν γράφτηκα μήτε στην ΕΜΣΕ (ήμουν στην ΑΕΠΙ) αλλά γνώρισα εξαιτίας της σχετικής κίνησης τον Μάνο Λοϊζο.

11. Και τον φίλο μου τον Γκούζο που έχει τώρα βιοτεχνία. Αυτός πρέπει να είναι ο Γκετς, που κάποια στιγμή είχε φτιάξει μια βιοτεχνία κεραμικών στα Λαγυνά, αλλα δεν παίρνω όρκο ότι δεν το έπραξε μερικά χρόνια αργότερα. Φίλο με βιοτεχνία άλλον, δεν είχα.

12. Και τον εχθρό μου τον Κούσπο, που διαπρέπει ως ιστοριοδίφης. Έσπασα το κεφάλι μου, αλλά κατέληξα πως η ιστορία περί εχθρού στο σινάφι, ήταν μάλλον μούφα, ή ότι έχω πλέον τόσους εχθρούς, που ήχασα την κεφαλή μου.

13. Δυο μέρες τον εδιάβασα και ύπνος δε με πήρε/ κι αφού το εκουβέντιασα μαζί με την Αλέκα,/ τον πήραμε τηλέφωνο, κι έλειπε όπως πάντα. Σημειώνω τον δεκαπεντασύλλαβο, που ήξερα ότι θα έκανε τον Γιάννη να γελάσει. Το πιο ισχυρό κίνητρο όταν γράφω, είναι να προκαλέσω μειδίαμα στον αναγνώστη. «Κι έλειπε» επειδή ήταν συνεχώς απασχολημένος με την «Επιθεώρηση της Δραματικής Τέχνης» της Ρούλας.

14. Επειδή αυτό το έξοχο βιβλίο όλα τα έχει αλλά ακόμη δεν κυκλοφόρησε. Το είχα σε δακτυλόγραφο. Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Τρίλοφος», δηλαδή με λεφτά του Λαλάκου Παπαδήμα.

15. Μωτηνπίστημ. Αυτό το κομμάτι γράφτηκε πρώτο και έχει ύφος «σαράντα το βερύκοκκο, ρύκοκο, ρύκοκο» σε αρκετές παραγράφους. Στην Αγγλία, κοντά στις γιορτές του 1978.

16. Τελευταία διαβασα φρικώδη πράγματα,αλλα όλα περνούν. «Διαβάζω κάτι ποιήματα στο Τραμ θεσπέσια, θυμάμαι ποιοί τα γράψανε κι ανατριχιάζω». Τα ίδια δηλαδή αναφέρονται στην Αγκαλιά της Ντεζιρέ, που γράφτηκε κυρίως άνοιξη του 1980, Μάιο μήνα.

17. Ώσπου να καθιερωθεί και να ησυχάσει, μέσα σε προεδρεία και παράτες, μέσα στη δεκαετία του 80. Αισιόδοξος, όπως πάντα. Τα προεδρεία και οι παράτες άρχισαν και τέλεψαν στην επόμενη δεκαετία.

18. Όχι Νάσο μου. Νάσος Θεοφίλου, στον οποίο και αφιέρωσα το κείμενο. Τον γνώρισα το 1977 (παραθέριση στον Μόλυβο με Καλοκύρη, Χουλιάρα) μαζί με τον Άγγελο Ραζή, αλλά ξαναπήγαμε στον Μόλυβο το 1980 (αλλά και το 82, οπότε είδαμε και το Παγκόσμιο Κύπελο με την Ιταλία). Σε μιά επόμενη Πράξη δημοσίευσα το «Συγγραφείς χωρίς έργο» που αναφέρεται στον Νάσο ότι ζεί «σε παπαδιαμαντικές συνθήκες» και ενοχλήθηκε νομίζω. Αλλά δουλέψαμε μαζί κι εγκάρδια στον Χάρτη. Τελευταία φορά τον είδα πρίν πολλά πολλά χρόνια, στην Αθήνα ― είχε έρθει στην παρουσίαση ενός βιβλίου μου.

19. Ήδη βλέπεις πόσο συνεργάστηκα με ένα περιοδικό της Θεσσαλονίκης έμφορτο με τους καημούς των Αθηναίων. Αναφέρομαι στην δεύτερη περίοδο του Τραμ (1976-1978). Αλλά η κατηγορία ότι μερικοί ροκάδες και ξιπασμένοι καταστρέφουν την ποιητική αίσθηση της Θεσσαλονίκης, χριστιανοπούλειας επίνευσης, των οπαδών του κυρίως, ήταν πάντα ισχυρή. Η τριάδα των πουλημένων (Πετεφρής, Καλοκύρης, Σουλιώτης) ήταν ήδη επισημασμένη από τα τέλη της δεκαετίας του 70.

20. Έτσι κι ο Υφαντής. «Σε ποιό κλαδί θα τραγουδεί ο Υφαντής η ποιητάρα» πάλι από την Αγκαλιά της Ντεζιρέ, σε ποίημα του Ιανουαρίου 1978.

21. Κι εκείνος ο Μαυρογένης, το Τάκι το Γραμμένο, ο Μητσάρας δηλαδή. Για τον Τάκη Γραμμένο έχω σελίδες στην Πράξη και σε ποιήματα, παρουσίασα την δουλειά του στο πανεπιστήμιο το 1982 μπροστά στον Γ.Π. Σαββίδη. Ο Τάκης έχει γράψει ακριβέστατες μαρτυρίες της φιλίας μας που κρατάει από την άνοιξη του 1974. Ήρθε και στους Χωρεπισκόπους. Στο αρχείο μου, μεγάλη αλληλογραφία, κείμενα και σχόλιά του.

22. Σαν τον Γιώργο Χουλιάρα. Τον Χουλιάρα τον ξέραμε ως πιτσιρικά από το 1967, οπότε και ήταν δεκαεξάρης. Εφυγε για Αμερική το 1969, και στην δεκαετία του 70 είχαμε συναντηθεί αρκετές φορές.

23. (Επίτηδες βάζω τόσα ερωτηματικά στον λόγο μου ― θέλω να ’χω «ουλές»). Σφήνα εναντίον του Δημαρά που κατηγορούσε για «ουλές» και προχειρογραφία τον Παπαδιαμάντη.

24. Ποιος θαρρείς και είναι, ο Μανιώτης; Τον Μανιώτη τον γνώρισα φευγαλέα στην Αθήνα αρχές του 70, και ζήτημα να τον είδα δυο φορές ακόμη. Δεν είναι καρφί εναντίον του: απλώς στο τέλος της δεκαετίας του 70, από όλην εκείνη τη σειρά των ανθρώπων που τύπωναν στα «Τραμάκια» (1977-1980) ήταν πράγματι ο πιο γνωστός.

25. Το κυνήγι του θησαυρού αρχίζει πάλι και δεν προκόβει τίποτα. Καρφιά για την χρυσοφιλία που γέννησε η Βεργίνα, από τον Νοέμβριο του 1977. Είχα τηλεφωνήσει στον Ανδρόνικο την ίδια μέρα που ανακοίνωσε στο ΑΠΘ τα ευρήματα. Τον ήξερα από το 1973, στο σπίτι του Φατούρου, απόκρηες, επί χούντας. Με τους Αυστραλούς που σκάβαμε στην Τορώνη, πήγαμε στην ανασκαφή του το καλοκαίρι του 1978.

26. Έρχεται προ ημερών ένας Ιταλός στην Αγγλία. Εμμεση απόδειξη ότι γράφτηκε εκεί το κείμενο.

27. «Μάνα, γκαμήλα!» Το ανέκδοτο από τον Τάκη Γραμμένο. Από το 1976. Από την φοβερή σειρά «Τα γύφτικα». Υπάρχει και σειρά «Τα νιζνάμικα» που ξεκίνησαν από τον Σωτηριάδη, τότε κάτιτί στην ΕΡΤ και μετά από άλλους ντόπιους, Γιαννιτσιώτες κυρίως. Τα ξέρει και ο Γούφας, που τότε ήταν φαντάρι και με έψαχνε να με σφάξει μεταξύ Τορώνης και Σταγείρων, όπου ήμανε με τον Σβάρτσιχ.

28. Παραπομπή στον Ρολάν Μπαρτ (Χαράλαμπε...) Το να περιγελάς σημειολόγους και γαλλοπνεύματα, ήταν για την παρέα μας ένα επίμονο πάθος.

29. Ονόμασε την Αλεξάνδρα αλεξικέραυνο. Ήταν ο ηθοποιός Τσάγκας, στο σπίτι του Γιάννη και της Ρούλας στην Κρήτης.

30. Γνώρισα την Αλεξάνδρα το 1968 μέσα από μια επίπεδη γραφή. Από ένα διήγημά της ονόματι «Η γέφυρα» νομίζω, στην Νέα Πορεία.

31. Ο Ανδρόγυς είναι κείμενο που προάγει τους ήρωές του κι όχι τις προθέσεις τους. Ήταν 1980 και είχα βάλει σκοπό να γράψω την εκδοχή μου, αλλά άργησα ίσαμε 20 χρόνια...

32. Ο φίλος μας ο Μπαρούχος. Ίχνος αναμνηστικό του Γούφα μου φαίνεται αυτό το Μπαρούχος, με αλλαγές συντρόφων και άλλα της εποχής.

33. Ο φίλος μας ο Ζάκερι. Δεν υπάρχει Ζάκερι, αλλά υπάρχει ο ανθρωπότυπος: πανεπιστημιακός ή υπάλληλος του ΥΠΠΟ, κομψός, βαρετός, περιζήτητος σε εποχές φεμινιστικής έξαρσης.

34. Εγώ πιστεύω ακόμη ότι θα ’ρθουν οι κολασμένες μέρες. Το πίστευα και το ’κανα. Φυσικά, κουταμάρες ήτανε.

35. Τον Πέτρο Παπαγεωργίου στο Μεγαλοφόρο. Ο Πέτρος Παπαγεωργίου, ιστοριοδίφης και εκπαιδευτικός, για τον οποίο έγραψε ένα άρθρο ο Μπακιρτζής και του αφιερώνω ένα κεφάλαιο στον Χαμαιδράκοντα. Έβαζε μια καυστική ή αισθητικώς άρτια προτασούλα στα έργα του, ήκιστα επιστημονική.

36. Εικόνες: Γιάννης Θεοδωρίδης. Πρόκειται για τον μικρό μου αδελφό. Τα δούλεψε τον Σεπτέμβριο του 1980.

37. Δεκέμβρης 1978 και Δεκέμβρης 1980. Γράφτηκε λοιπόν σε δύο παρτίδες, σε δύο φάσεις. Οι ενδιάμεσες διορθώσεις και προσθήκες δεν μετράνε, επειδή δεν σώθηκε κανένα χειρόγραφο ή δακτυλόγραφο.

 

Ιστολογική σημείωση: 

Τον Οκτώβριο του 2007 ο συγγραφέας ανέβασε αυτό το ποστ στο τα μπλογκ του ΠΕΤΕΦΡΗΣ: The cultural barbeque:

Ειδησάριο

Το μυθιστόρημα του Γιάννη Πάνου Από το στόμα της παλιάς Ρέμινγκτον είχε τον αρχικό τίτλο Δημήτριος. Είχα διαβάσει το τελικό χειρόγραφο το 1978 και δημοσίευσα μια παρουσίαση σε ένα περιοδικό. Την είχα χάσει επί αμέτρητα χρόνια και τώρα την ξαναβρήκα. Θα την πληκτρολογήσω και θα την αναδημοσιεύσω εδώ. Λέγεται «Μπαγιάτηδες» και ομιλεί περί των (τότε) νέων βιβλίων Δημητριάδη, Πάνου, Μπακιρτζή και Δεληγιώργη. Με σχόλια και υπόμνημα. Σχόλιο χωρίς σχόλια, είναι "θα" που δεν το συνοδεύει ρήμα. Δεν υπάρχει στην γλώσσα μας η έκφραση "Θα μαλάκας". Μήτε "Θα θάνατος". Καλά, υπάρχει "Θαπατέρο" και "Θάψακος". Θα υποστηρίξουμε τις αρχές μας. Δεν θα υποταχθούμε στις σειρήνες της εξουσίας. Θα υποταχθούμε στην λογοτεχνία, μετά σημειώσεων.

 

Το κείμενο «Μπαγιάτηδες» (με το υπόμνημα του συγγραφέα) ανέβηκε τελικά τον Ιανουάριο του 2009 στο ιστολόγιο ΗΝΩΜΕΝΑ ΒΟΥΣΤΑΣΙΑ: Συνεταιρισμός Προγερόντων, και αναδημοσιεύεται εδώ χωρίς την εικονογράφηση, που ήταν σε πολύ χαμηλή ποιότητα.