Όλα ξεκίνησαν στο διάλειμμα εκείνου του συνεδρίου με τον φανταιζί τίτλο “Ορίζων αμφισημίας, παράγων ευταξίας”, όπου οι δύο χημικοί μηχανικοί, συνάδελφοι από την εποχή των σπουδών τους στο ΕΜΠ, ο Ηλίας Γαριδάκης και ο Ματθαίος Μπαχόπουλος, έπιναν τον καφέ τους [...] συζητώντας για τον τρόπο με τον οποίο το καθημερινό συμβάν καταγράφεται, ή οφείλει να καταγράφεται, στην Ιστορία» (σ. 9).
Η νουβέλα του Δημήτρη Νόλλα (Αδριανή Δράμας, 1940) έχει έκταση μόλις πενήντα σελίδες. Η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσε να είναι συντομότερη και πιο περιεκτική, αν ο συγγραφέας δεν επιδιδόταν σε κάποιες αναφορές που θίγουν τα κακώς κείμενα της πολιτικής ορθότητας –«“Τι φρίκη κι αυτή η κορεκτίλα! … Νοστάλγησα την ελευθερία των καρναβαλικών μεταμορφώσεων. Αλίμονο, η ορθότητα έχει σκεπάσει τα πάντα και τίποτα δεν επιτρέπεται να παραμείνει κρυμμένο”» (σ. 21)–, τα κακώς κείμενα της άναρχης δόμησης, «[...] όταν αντίκρισαν τους εικοσαώροφους ουρανοξύστες να υψώνονται κατά μήκος της ακτής από το τέλος της Συγγρού [...] φτάνοντας μέχρι το Σούνιο [...]» (σ. 34)–, αλλά και αναφορές σχετικά με το μεταναστευτικό, που σε συνδυασμό με τις βραχυχρόνιες μισθώσεις έχουν αλλάξει τον χάρτη της Αττικής –«Το ταξί είχε φέρει τον Ηλία και τον Ματθαίο στα όρια του Δήμου Νέας Λαχώρης [...] στη δυτική πλευρά του Ρέματος της Πικροδάφνης» (σ. 33).
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι οι αναφορές αυτές δίνουν το χρονικό στίγμα της ιστορίας. Ο Νόλλας τοποθετεί τον μύθο του σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Οι δύο ήρωές του θα αποπειραθούν να προσεγγίσουν την πραγματικότητα του παρελθόντος μέσα από μια σειρά από αλήθειες που έχουν στη διάθεσή τους. Ο υπότιτλος της νουβέλας εξάλλου είναι «μια αληθινή ιστορία που έγινε πραγματική». Ο τρόπος, διατείνεται ο Νόλλας, για να καταστεί η αλήθεια πραγματικότητα είναι να καταπιαστεί κάνεις «[...] με τα γύρω-γύρω, με τα μπρος και τα πίσω· με το προσωπικό βλέμμα του ερευνητή και τη συνείδηση του χρόνου στον οποίο ξεδιπλώθηκε το γεγονός· την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις τερατώδεις πράξεις της καθημερινής ζωής» (σ. 40).
Αυτή ακριβώς την κατάδυση στο «προσωπικό βλέμμα» βιώνει ο αναγνώστης, σε ένα κείμενο που αρχικά αποπροσανατολίζει και δυσχεραίνει την εξαγωγή ευσύνοπτων συμπερασμάτων. Ο Νόλλας όμως, ορθά, επιμένει ότι αν μείνουμε προσκολλημένοι μονό σε κάποιες αλήθειες δεν θα περάσουμε στην επικράτεια του πραγματικού: «Μπορεί όμως να ευφρανθεί η ψυχή του ανθρώπου με μια απλή καταγραφή του συμβάντος; Από μια αράδα παγωμένες λέξεις;» (σ. 10).
Το γεγονός ότι ο συγγραφέας έχει στη διάθεσή του μόνο «παγωμένες λέξεις» συνιστά υπόρρητη αρετή του κειμένου – του «έργου», όπως χαρακτηριστικά λέει ο συγγραφέας. Ο Νόλλας, αναλαμβάνει να αποκαταστήσει, μυθοπλαστικά, το συμβάν –την «απλή καταγραφή του συμβάντος»– στην πραγματικότητα από την οποία έχει αποσπαστεί. Η νουβέλα, επομένως, αρκούντως αυτοαναφορικά, αποτίει και φόρο τιμής στο «έργο»:
«Των τελευταίων χρόνων η ηλεκτρονική, φωτογραφική και ηχητική αποκλειστική απόδειξη κάθε συμβάντος είναι αυτό που μας έχει κάνει να ξεχάσουμε εκείνο το μακρινό κατά τας γραφάς που μαρτυρούσε από την αρχαιότητα μέχρι πριν λίγα χρόνια τις πράξεις και τα πράγματα όλων μας: να καταγράφονται τα γεγονότα με τα οποία καταπιάστηκαμε, τα γεγονότα που μας χαρακτηρίζουν και σχηματίζουν το πρόσωπό μας και το πώς πορευτήκαμε στη ζωή… Κι αυτό πάντα κάποιος άλλος είναι που το κάνει. Κάποιος τρίτος είναι που μας ζωγραφίζει, αφηγείται τη ζωή μας, μιλά για μας, γράφει για την αφεντιά μας, και παίρνει μορφή το πρόσωπό μας (σ. 45, έμφαση στο πρωτότυπο).
Οι δύο ήρωες, συζητώντας, θα φέρουν στην επιφάνεια την αντιζηλία τους για έναν παλιό, ανεκπλήρωτο έρωτά τους, τη Μαργαρίτα Κατσιμήτση. Η Μαργαρίτα, κόρη σεβάσμιου καθηγητή τους που είχε μηχανευτεί έναν «επιστημονικό» τρόπο για να αναδείξει τον καταλληλότερο για την κόρη του, δεν τους είχε δώσει ποτέ σημασία. Ο Νεόφυτος Ρασκόλης υπήρξε εκείνος που είχε κλέψει την καρδιά της.
Ο Ρασκόλης είναι το κεντρικό πρόσωπο της νουβέλας, γιατί συγκεντρώνει στο πρόσωπό του όλα εκείνα τα αντιφατικά στοιχεία που προσάπτει ο Νόλλας στους απέθαντους του τίτλου. Οι Απέθαντοι, γενικά, δεν είναι άλλοι από εμάς, τους Έλληνες:
«“Καταλαβαίνεις πως δεν εξηγείται, είναι αδιανόητο μια τέτοιου είδους κοινωνία να καταφέρνει να παραμείνει ζωντανή και να υφίσταται για διακόσια-τόσα χρόνια, όταν στη θέση της μια οποιαδήποτε άλλη δεν θα άντεχε ούτε μια πενταετία [...]. [...] Σε οποιαδήποτε άλλη σύγχρονη κοινωνία το ναι είναι ναι, και το όχι, όχι. Σ’ αυτήν εδώ, τη δικιά μας, είναι ολοφάνερο πως το ένα μπορεί να συμβιώσει με το άλλο. Και μπορεί κανείς να βλέπει ως ένα και το αυτό το καλό και το κακό, το ωραίο και το άσχημο, καθώς σε κάθε μορφή και πράξη της ζωής μας υφίσταται ένα υπόβαθρο που συμβιβάζει τα αντίθετα και χωράει τα πάντα. Μια έκλαμψη μπορεί την ίδια στιγμή να συνυπάρχει με το μαύρο σκοτάδι» (σ. 20, έμφαση στο πρωτότυπο).
Το «γενικά» όμως δεν είναι το επίμαχο σημείο. Ο Νόλλας, σε αυτή την κατάδυση στο «προσωπικό βλέμμα και τη συνείδηση του χρόνου στον οποίο ξεδιπλώθηκε το γεγονός», αποζητά το ειδικό. Ο Νεόφυτος Ρασκόλης είναι ο απέθαντος, που αναδεικνύει όλα τα αντιφατικά στοιχεία του συνόλου και τα ανάγει από αλήθειες σε πραγματικότητα. Στο σημείο αυτό απαντάται και η σημασία μιας λεπτομέρειας που με ταλαιπώρησε λίγο. Και οι τρεις ήρωες –Ηλίας Ματθαίος Νεόφυτος– τυγχάνουν χημικοί μηχανικοί. Ναι, ο Ρασκόλης έχει υπάρξει και στρατιωτικός, αλλά ο Νόλλας με αυτή την ταύτιση των τριών στην ιδιότητα του χημικού μηχανικού υπογραμμίζει, στο μυθοπλαστικό του σύμπαν, τη διαφορά του Ρασκόλη: υπήρξε πρώτος μεταξύ ίσων. Υπήρξε το ειδικό μέσα στο γενικό. Ο απέθαντος στους Απέθαντους.
«Κανείς δεν σκέφτηκε πως τον πραγματικό του θάνατο τον βίωνε για χρόνια και είχε επέλθει προ ετών [...]. [...] είχε ανοίξει ένα πέρασμα μέσα απ’ το οποίο ο ίδιος είχε αρχίσει να βαδίζει αλλού, είχε ξεκινήσει μια άλλη περπατησιά…
Έτσι, ήταν ολοφάνερο σε κάποιον με οξυμμένη ματιά και όσφρηση πως σε όλη του τη ζωή και στη συνέχεια με τη σύλληψή του, τις ανακρίσεις, τη δική, την καταδίκη και τον εγκλεισμό του στη φυλακή, αλλά και όταν απελευθερώθηκε, έμοιαζε να ζει ανάμεσά, ενώ αυτός με τον οποίο νταραβεριζόμασταν δεν ήταν παρά ένα είδωλο του Ρασκόλη» (σ. 52).
Η «άλλη περπατησιά» υποδηλώνει τον ιδιότυπο δρόμο που ακολουθεί ο Ρασκόλης. Εδώ, ο Νόλλας, εμφανίζεται εξαιρετικός, γιατί επιτυγχάνει να αποτυπώσει στον χαρακτήρα του Ρασκόλη βαθιές αντιφάσεις που ασκούν πίεση και σε ένα από τα κακώς κείμενα που ανέφερα στην αρχή – στην εμμονή με την πολιτική ορθότητα. Ενώ λοιπόν ο Ρασκόλης παρουσιάζεται ως πολέμιος του «Κακού» αντιλαμβάνεται την αισθητική του αξία:
«“[...] Το Κακό, λοιπόν”, επέμενε ξανά και ξανά, “πρέπει να το δεις σαν μια πιατέλα όμορφα γαρνιρισμένη και στολισμένη με εκλεκτά εδέσματα πάνω στον μπουφέ της εκδήλωσης όπου προσέρχονται οι καλεσμένοι. Όλοι τους γνωρίζουν, άλλος λίγο άλλος πολύ, πως οι μεζέδες είναι δηλητηριασμένοι. Το ζήτημα δεν είναι πώς καταφέρνουν και αφανίζονται οι άφρονες και οι ασυνείδητοι από την κατανάλωση τους· το ζήτημα είναι πως κανείς από τους άλλους, που δεν έχουν καν πλησιάσει τον μπουφέ, δεν κάνει τίποτα για να απομακρύνει αυτή την πιατέλα του θανάτου, που ταυτοχρόνως είναι χάρμα οφθαλμών και των αισθήσεων χαιρετισμός στερνός… Ακριβώς όπως εκείνο το γυναικείο γυμνό, ηδυπαθές και λάγνο, στη μέση μιας παραδεισένιας φύσης, στον πίνακα Γεύμα στο γρασίδι, του Μανέ! … υποθέτω έχεις δει τον πίνακα. Αν κάποιος παρ’ ελπίδα σκεφτόταν να το απομακρύνει, δεν θα κατέστρεφε όλη την ομορφιά και την αλήθεια του έργου; … Σκέψου το!”» (σ. 28, έμφαση στο πρωτότυπο).
Ο Ρασκόλης επομένως συνιστά μια διαρκή αντίφαση γιατί χαρακτηρίζεται τόσο από αυτή την προνομιακή θέαση της αισθητικής αξίας του «Κακού» όσο και από την «[...] πεποίθησή του πως το Κακό είναι αδύνατον να καταπολεμηθεί στην ουσία του αν δεν αντιμετωπιστεί ριζικά» (σ. 25).
Στην αρχή του κειμένου, εκεί που συζητούν Ηλίας και Ματθαίος, γίνεται μια αναφορά στο Άλφαβιλ του Γκοντάρ. Με τον ίδιο τρόπο που ο ήρωας του Γκοντάρ, ντετέκτιβ Λέμμυ Κώσιον, «[...] απομακρύνει την κόρη του επιστήμονα-δημιουργού εκείνου του ηλεκτρονικού εγκεφάλου [...] μόνον όταν την πείθει για την ομορφιά μιας άλλης ζωής: εκείνης του έρωτα και της ποίησης [...] (σσ. 12-13), «[...] χρειάστηκε να εμφανιστεί ένας Ρασκόλης για να διαλύσει αυτόν τον πύργο, εντός του οποίου στέναζε μια φυλακισμένη ψυχή [η Μαργαρίτα], πραγματοποιώντας το με ένα φύσημα και ακυρώνοντας την επιστημονική επιλογή από την οποία ο πατήρ Κατσιμήτσης περίμενε να κάνει το θαύμα της» (σσ. 18-19).
Από τους τρεις ήρωες, μόνο ο Ρασκόλης είχε καταφέρει να αποδράσει από την ακαμψία της επιστήμης (και του στρατού) και είχε ασπαστεί την αμφισημία της τέχνης – του «έργου»–, που σύμφωνα με τον Νόλλα συνιστά τη βασιλική οδό από την αλήθεια στην πραγματικότητα.
«Ορίζων αμφισημίας, παράγων ευταξίας».
— Δημήτρης Νόλλας, Οι απέθαντοι - Μια αληθινή ιστορία που έγινε πραγματική, Ίκαρος: 2023, 56 σελίδες, ISBN: 9789605726133, τιμή: €8.80.