Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
Ούτε αστυνομικό ούτε μυθιστόρημα

«Παστίτσιο

ΥΛΙΚΑ: 

1 κιλό κιμα μοσχαρίσιο

½ κ. Πέννες (ζυμαρικό)

Ένα κρεμμύδι ψιλοκομμένο 

Μυρωδικά της αρεσκείας σας 

Ένα ποτήρι χυμό φρέσκιας ντομάτας 

Λίγο ελαιόλαδο 

½ κ. κεφαλοτύρι τριμμένο

8 αυγά χτυπημένα 

Αλάτι και πιπέρι

ΜΠΕΣΑΜΕΛ:

Ένα λίτρο γάλα

Ένα φλιτζάνι του τσαγιού σιμιγδάλι ψιλό

3 αυγά χτυπημένα 

1 φλιτζάνι τυρί τριμμένο

150 γραμμ. βούτυρο φρέσκο

Αλάτι, πιπέρι, μοσχοκάρυδο

ΕΚΤΕΛΕΣΗ:

Σωτάρουμε τον κιμά με το ελαιόλαδο και το κρεμμύδι, 

ρίχνουμε τα μπαχαρικά μας, το αλατοπίπερο,

στο τέλος τον χυμό της ντομάτας, και το αφήνουμε 

να βράσει για μια ώρα σε χαμηλή φωτιά!

Βράζουμε τις πέννες σε αλατισμένο νερό αλ ντέντε 

και σουρώνουμε. Για την μπεσαμέλ όλα τα υλικά μαζί

κρύα τα αυγά, εκτός το βούτυρο και το τυρί. 

Ανακάτεμα μακαρόνια, κιμάς, και μισή μπεσαμέλ,

στρώνουμε την υπόλοιπη στο τέλος από πάνω!» (σ. 32).

Τι καταλαβαίνει ο αναγνώστης με την παράθεση της συνταγής στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, πέρα από τις μοντερνιστικές βλέψεις της συγγραφέως; Ότι η Ελένη Γκίκα (Κορωπί, 1959), για αρχή, δεν έχει ιδέα από μαγειρική. Όχι, προφανώς και δεν σκοπεύω να ασκήσω κριτική σε συνταγές μαγειρικής αλλά από την ταπεινή μου πείρα στο συγκεκριμένο πιάτο –αντιπαρέρχομαι την προβληματική «εκτέλεση» της συνταγής– δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι υφίσταται παστίτσιο με έντεκα αυγά. Πέρα όμως από το αστείο του θέματος, όταν η συγγραφέας επιλέγει να εισάγει στο σώμα ενός αστυνομικού μυθιστορήματος μια συνταγή γιατί δήθεν εξυπηρετεί κάτι, ας φροντίσει τουλάχιστον να είναι αληθοφανής. Ο τελευταίος Άλυπος δεν είναι ούτε αστυνομικό ούτε μυθιστόρημα. Τι είναι; Δεν έχω ακριβώς απάντηση.

Η αληθοφάνεια είναι ένα από τα μεγάλα προβλήματα του βιβλίου. Αναφέρω αρχικά ότι σε μια μικρή πόλη που, αν δεν κάνω λάθος εντοπίζεται κάπου στα νότια της Αττικής, το 2019, έχουν εντοπιστεί τρία πτώματα αλλά και έχουν λάβει χώρα επτά εκρήξεις, τρομοκρατικά χτυπήματα, σε κτίρια στο κέντρο της πόλης, η Γκίκα καλεί τον αναγνώστη να πιστέψει ότι αυτό το σκηνικό θα το διαχειριστεί το τοπικό αστυνομικό τμήμα επανδρωμένο από δύο αστυνόμους και τους δύο βοηθούς τους. Πουθενά δεν γίνεται νύξη για εξωτερική παρέμβαση είτε από κάποια υπηρεσία της αντιτρομοκρατικής, όπως και πουθενά δεν γίνεται νύξη για κάποιο μέσο μαζικής ενημέρωσης που ίσως να είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για να καλύψει το γεγονός. Το “μυθιστόρημα”, όπως θα δείξω και στη συνέχεια, εκτυλίσσεται εν κενώ και ελέω θεού.   

Ας ξεκινήσω όμως με το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του βιβλίου: τα παραθέματα που περιέχει. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι συνηθισμένο. Για να καταλάβει ο αναγνώστης τι εννοώ θα πω ότι η Γκίκα δεν εγκιβωτίζει αποσπάσματα στο βιβλίο της, αλλά, αντιστρόφως, αποπειράται να γράψει ένα μυθιστόρημα στον λιγοστό χώρο ανάμεσα σε αμέτρητα παραθέματα. Θα εξήρα χωρίς δεύτερη σκέψη τη συγγραφέα αν είχε καταφέρει να στήσει μια ιστορία πάνω στα λόγια άλλων. Εδώ όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η Γκίκα εντάσσει στο μυθιστόρημά της παραθέματα από μυθιστορήματα, ποιήματα, τραγούδια, δοκίμια, καταχωρήσεις από περιοδικά, εφημερίδες, μια ολόκληρη δεκασέλιδη προκήρυξη της 17Ν (26/11/85), λήμματα από εγκυκλοπαίδειες, αναρτήσεις από το Φέισμπουκ, απολυτίκια, ψαλμούς, όλα αυτά σε τέτοια έκταση που πολύ γρήγορα ο αναγνώστης αρχίζει να διερωτάται τι ακριβώς διαβάζει. Η μοντερνιστική αυτή πρακτική ενώ δεν παρουσιάζει επί της αρχής κάποιο πρόβλημα, στη συγκεκριμένη περίπτωση φαντάζει και είναι έωλη. Ο αναγνώστης όχι μόνο δυσανασχετεί αλλά και βαριέται καθώς δυσκολεύεται να διακρίνει με ποιο ακριβώς τρόπο συντείνουν όλα αυτά στην ανάπτυξη των χαρακτήρων του βιβλίου, αλλά και βέβαια της πλοκής. Αν σκοπός της συγγραφέως ήταν να θολώσει αρκούντως τα νερά έτσι ώστε ο καθένας να μπορεί να διαβάσει στο βιβλίο ό,τι επιθυμεί, πιθανώς και να το έχει πετύχει. Δεν είμαι όμως καθόλου σίγουρος ότι ισχύει ούτε καν κάτι τέτοιο. Τα ⅔ του βιβλίου είναι παραθέματα ενώ το εναπομείναν ⅓ είναι σκαριφήματα σκέψεων και λόγων των ηρώων εμπλουτισμένα και πάλι με… παραθέματα. Ειλικρινά, ο αναγνώστης απορεί. Συνιστά άραγε το βιβλίο κάποιο ντανταϊστικό παραλήρημα; 

Η πλοκή είναι προσχηματική και η κατηγοριοποίηση «αστυνομικό», το λιγότερο επιπόλαιη. Ναι, υπάρχουν φόνοι και αστυνομικοί και απόπειρα να βρεθούν οι ένοχοι αλλά αυτό που κυριαρχεί είναι, υποτίθεται, ο σχολιασμός του κοινωνικού περίγυρου μιας «πολίχνης». Οι ήρωες είναι μεσήλικες που έχουν περάσει τη ζωή τους στη μικρή κοινότητα και μεσήλικες πρώην “επαναστάτες” που επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους για να αναστοχαστούν πάνω στις πλάνες και τα αδιέξοδα της ζωής τους. Μια σειρά φόνων και τρομοκρατικών χτυπημάτων θα αποτελέσουν το σκηνικό που θα λάβει χώρα ο αναστοχασμός τους και η δήθεν προσαρμογή τους σε μια ζωή αφάνειας. Καθώς τώρα, ηλικιακά, στέκονται στην πλευρά της σύνεσης, τους δίνεται η ευκαιρία να κοιτάξουν τους εαυτούς τους ως νέους και να διακρίνουν τα λάθη, την αφέλειά τους, αλλά και τα πιθανά ψήγματα δίκιου που τους είχαν οδηγήσει στις παράλογες πράξεις τους στο παρελθόν. Η κυκλική θέαση του κόσμου που υποτίθεται ότι προτάσσει η συγγραφέας με την επανάληψη, από μια άλλη ομάδα νέων επαναστατών, που κάνουν την εμφάνισή τους κάπου στη μέση του βιβλίου, προσφέρεται για μια σπουδή στους τρόπους που, δήθεν, όλα μετασχηματίζονται για να παραμείνουν ίδια. Και ενώ όλα αυτά θα φάνταζαν δόκιμα και πιθανώς ενδιαφέροντα, η εκτέλεσή τους, δυστυχώς, ξανά, δυναμιτίζεται από τις επιλογές της συγγραφέως που κατά βάθος δεν προσφέρει στον αναγνώστη τίποτα περισσότερο από ένα συμπίλημα κειμένων που της έχουν τραβήξει την προσοχή και ένα σκαρίφημα πλοκής, που, αμφότερα, θα μπορούσαν μετά από συγγραφικό μόχθο να εξελιχθούν σε «αστυνομικό μυθιστόρημα». Το βιβλίο έτσι όπως προσφέρεται είναι επιεικώς αδύνατον να διαβαστεί καθώς η συγγραφέας απαιτεί από τον αναγνώστη να το γράψει ο ίδιος. Με άλλα λόγια, η Γκίκα ζητάει από τον αναγνώστη να πληρώσει δεκαπέντε ευρώ και να κάνει τη δουλειά της.

Να μιλήσω για κοινοτοπίες; Το βιβλίο βρίθει κοινοτοπιών. Να μιλήσω για τη γλώσσα του βιβλίου που ακροβατεί στα όρια του κωμικού καθώς η συγγραφέας επιλέγει σε σημεία να γράφει με ομοιοκαταληξία; «Από νωρίς σκαλίζει και καθαρίζει μηχανικά τα φυτά, η αυλή του περνά ένα καλοκαίρι μεσ’ στον χιονιά, ποια θα ήταν εξάλλου η ζωή του μόνο με αμαρτίες και φονικά χωρίς τα άνθη του και τα φυτά» (σ. 253). Ακόμη όμως κι αν κάποιος αντιπαρέλθει όλα αυτά, και, πραγματοποιήσει και τις αναγκαίες πραγματολογικές υπερβάσεις για να συνεχίσει να διαβάζει, έρχεται, στην καλύτερη περίπτωση, αντιμέτωπος με την έρευνα φόνων και τρομοκρατικών ενεργειών από μια ομάδα αστυνομικών που, εν έτει 2019, μιλούν και σκέφτονται κάπως έτσι: «Να ‘χαν πολιτικές διαφορές όλα αυτά [τα παιδιά]; Τι τους έκανε εκείνο το αγγελικό κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά; Κι ύστερα πάλι να ήταν μπλεγμένα σε τίποτε σατανιστικά, μορφωμένα παιδιά; Μπα! Το μυστικό ίσως να κρύβεται στην εκδίκηση, να ξαναδούμε θα πρέπει τα βομβαρδισμένα κτήρια, εντάξει σε πρώτη ματιά δεν θα βγεις πουθενά, ένα φαγάδικο, ένα ξενοδοχείο, μια γκαλερί, ένα εμπορικό κέντρο… τις ιδιοκτησίες θα πρέπει να τρέξω» (σ. 253) λέει ο Αστυνόμος που ηγείται της έρευνας και προς στιγμήν νομίζουμε ότι διαβάζουμε κάποιο παιδικό παραμύθι. 

Το βαθύτερο πρόβλημα εδώ είναι η ασυμφωνία ή ακόμη και ο βαθμός γνωστικής ασυμφωνίας (cognitive dissonance) που παρουσιάζουν οι ήρωες οι οποίοι δείχνουν παντελή αδυναμία να ανταπεξέλθουν με στοιχειώδη συνέπεια τόσο στις θέσεις που κατά καιρούς υποστηρίζουν όσο και να σταθούν με πειθώ απέναντι στα ερεθίσματα των εμπειριών τους. Οι ήρωες έχουν ζήσει, υποτίθεται, ζωές γεμάτες ρίσκο και ακραίες καταστάσεις αλλά παραμένουν έρμαια θεωριών αυτοβελτίωσης, ψυχολογίας του συρμού, αλλά και φαντασιοπληξίας καθώς αδυνατούν να αρθρώσουν σκέψεις πέραν των αέναων παραθεμάτων που η συγγραφέας επιμένει να βάζει στο στόμα τους λες και παίζουν σε κάποια σχολική παράσταση. «Η γυναίκα της βορινής κουζίνας», βασική ηρωίδα, που υποτίθεται ότι έχει υπάρξει δημοσιογράφος και κριτικός θεάτρου –και άρα θα μπορούσε και να υπήρχε μια δικαιολογία, σε κάποιο βαθμό, για τη συσχέτιση των διαβασμάτων της με αυτά που μας παραθέτει η Γκίκα– όταν δεν επιδίδεται σε συμβουλές αυτοβοήθειας: «Μην προσπαθείτε να ξεφύγετε από τον εαυτό σας ή να τον αποσπάσετε με φίλους ή με άλλες διαφορετικές απολαύσεις» (σ 133), απαγγέλει ή χειρότερα, ακούει τον Άμλετ: «Φοβάμαι ότι θα τρελαθώ, σκαλίζω και ποτίζω και ακούω τον Άμλετ. Ράβω οργάντζες και ταφτά και τον ακούω ακόμα και στης ραπτομηχανής τον ήχο. Πλένω τα πιάτα κι είναι οι στίχοι στο νερό. Κι όταν θα ξεριζώσω τα ξερόχορτα, θα μου μιλά το Φάντασμα στα χόρτα. Όταν κοιμάμαι μου μιλάει το γυμνό κρανίο του [...]» (σ. 310). 

Επισημαίνω ενδεικτικά ότι η παράθεση αποσπασμάτων από βιβλία του Αξελού και του Άμος Οζ (σσ. 163-4) ακολουθείται από αποσπάσματα Σαρτρ και Ραφαηλίδη (σ. 168), Μάνου Ελευθερίου (σ. 169), Αγίου Κυπριανού και Μάρως Βαμβουνάκη (σ. 183).

Παραθέτω ενδεικτικά και μόνο:

«Διαβάζω τη Μάρω Βαμβουνάκη στο fb και τώρα, μόνο τώρα, και εκ των υστέρων πάντα, την εξήγηση της τη βρίσκω λογική. Βάζω με το νου μου όλους τους εξεγερμένους και ξαφνικά φαίνεται, επιτέλους, το βλέπω, είναι εξεγερμένα παιδιά γενικά στη ζωή, τα νέα παιδιά αρέσκονται στα εμβατήρια, στην επανάσταση, στη δυνατή μουσική, η νιότη δε γίνεται παρά να είναι επαναστατική» (σ 184).

Επιπροσθέτως, η Γκίκα όχι μόνο παραθέτει εκτενώς: διαβάζουμε ένα απόσπασμα από βιβλίο του Ραφαηλίδη (ανάλογα με τα κέφια της συγγραφέως άλλοτε παρατίθενται οι πηγές και άλλοτε όχι) το οποίο ενώ εκτείνεται σε σχεδόν τέσσερις σελίδες (σσ. 166-169) εμβόλιμα στις σκέψεις ενός ήρωα, επαναλαμβάνεται ξανά, επαυξημένο με επιπλέον τρεις σελίδες, εμβόλιμα αυτή τη φορά στις σκέψεις άλλου ήρωα (σσ. 204-212), για να επαναληφθεί ξανά, για τρίτη φορά, εμβόλιμα στις σκέψεις τρίτου ήρωα (σσ. 243-251). Ομολογώ ότι δεν κατάφερα να ανακαλύψω κάποια σκοπιμότητα που να εξυπηρετεί την πλοκή ή το ποιόν των χαρακτήρων με κάποιο τρόπο.   

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με μία παράγραφο από τις Αόρατες Πόλεις του Ίταλο Καλβίνο που η Γκίκα παραθέτει στη σελίδα 104 και ξανά στην 314, και πάλι σε κεφάλαια όπου μιλούν διαφορετικοί ήρωες. Και πάλι δεν κατάφερα να διακρίνω κάποια σκοπιμότητα σε αυτή την επανάληψη. Διερωτάται λοιπόν ο αναγνώστης αν έχει διαβάσει κανείς, της συγγραφέως συμπεριλαμβανομένης, το βιβλίο δεύτερη φορά ώστε να επισημάνει αυτές τις αβλεψίες. Για επιμέλεια δεν κάνω κουβέντα καθώς ούτε αναφέρεται αλλά ούτε και φαίνονται κάπου τα ίχνη της.

Ακόμη και το τέλος του βιβλίου έρχεται, όχι γιατί έχει χτίσει η Γκίκα με κάποια στοιχεία προοικονομίας τη συγκεκριμένη κατάληξη, αλλά επειδή έτσι έχει αποφασίσει. Και όχι, τα ουκ ολίγα παραθέματα από τις θεωρίες του Καρλ Γιούνγκ αλλά και το εκτενές απόσπασμα από το Σημειώσεις περί αυτοκτονίας τού Simon Critchley δεν μετράνε ως προοικονομία, γιατί ο αναγνώστης δεν βρίσκεται εδώ για να διαβάσει ψυχολογία και φιλοσοφία, αλλά μυθιστόρημα.

Η Γκίκα, για να κλείσω, απαιτεί διαρκώς από τον αναγνώστη να πραγματοποιεί νοητικά άλματα με αποτέλεσμα το κείμενο να φαντάζει κακόγουστη φάρσα έτσι όπως παίζεται πάνω σε θραύσματα ιστορίας, φιλοσοφίας, και λογοτεχνίας που κάποια έχει απλώσει σε μια επιφάνεια και προσπαθεί να τα συνταιριάξει χωρίς όμως να διαθέτει ούτε την υπομονή ούτε και τις ικανότητες για να συμπληρώσει το παζλ με τη χάρη και τη συνοχή που του αρμόζει, αλλά ψαλιδίζοντας άγαρμπα, σαν κακομαθημένο παιδί, τις άκρες των κομματιών για να χωρέσουν εκεί που εκείνο επιθυμεί.

— Ελένη Γκίκα, Ο τελευταίος Άλυπος, Αρμός: 2023, 376 σελίδες, ISBN: 9789606155673, τιμή: €18.00.