Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
Ουτοπία

«Σ' έναν τοίχο έχει κρεμάσει ένα όνειρο που μοιάζει με πίνακα ζωγραφικής» (σ. 9) διαβάζουμε στην παράγραφο που ανοίγει το πρώτο διήγημα της συλλογής. Ο αναγνώστης διερωτάται για την ιδιότυπη αντιστροφή που συσκοτίζει το νόημα. Δεν θα ήταν ευκρινέστερο αν στον τοίχο είχε κρεμαστεί ένας πίνακας που θα έμοιαζε με όνειρο; Η Μαρία Κακογιάννη, σε αυτή την εξαιρετικά συμπυκνωμένη συλλογή διηγημάτων, θα σκιαγραφήσει τρόπους που καθιστούν το όνειρο, που δεν είναι άλλο από τον Κομμουνισμό, χειροπιαστό. Χειροπιαστό όμως, όχι γιατί η συγγραφέας προτάσσει κάποιο μανιφέστο επανάστασης –δεν παύει εξάλλου και η ίδια να επαναλαμβάνει ότι ζούμε μετά το περίφημο «τέλος της ιστορίας»– χειροπιαστό, με την έννοια ενός μη αναπαραστατικού πίνακα ζωγραφικής που απεικονίζει ένα Μεθυσμένο τοπίο απέναντι στο οποίο καλείται να σταθεί ο θεατής/αναγνώστης.

Υπάρχουν συγγραφείς με το χάρισμα της αφήγησης και συγγραφείς με το χάρισμα του στοχασμού. Αμφότεροι απαραίτητοι. Προφανώς, το ιδανικό εντοπίζεται στον συγκερασμό των δύο ειδών, αν και η σύνθεση αλλοιώνει συνήθως την καθαρότητα της αναγνωστικής εμπειρίας. Η σύνθεση όμως, όπως γράφει και η Κακογιάννη, δεν είναι «ένας ξέχωρος τρίτος όρος και η λύση της σύγκρουσης, αλλά κάτι μπερδεμένο, ανάκατο, λασπωμένο που συναντάμε ξανά και ξανά μπροστά μας» (σσ. 19-20). Η συγγραφέας προτάσσει μια «λασπωμένη» συνθήκη στη γραφή της, αν και σε μια πρώτη ανάγνωση εύκολα θα πει κανείς ότι γέρνει περισσότερο προς την πλευρά του στοχασμού. Μπορεί οι ιστορίες της να στερούνται τον αυθορμητισμό που χαρακτηρίζει τη χειμαρρώδη αφήγηση αλλά οι προτάσεις της υποδηλώνουν βαθύτερα ερείσματα. Εξάλλου, η Κακογιάννη, ουδόλως αποπειράται να κρύψει τις φιλοσοφικές καταβολές της, απότοκο των οποίων είναι και τα διηγήματά της.

Η ηρωίδα, για να σας βάλω στο πνεύμα της συλλογής, στο διήγημα «Χρώματα», προσκολλημένη σε μια σχεδόν παιδική θεώρηση της καθαρότητας των χρωμάτων επιμένει να ρωτάει τον πατέρα της «Κι εμείς με ποιους είμαστε;». Ο πατέρας της απαντάει μονίμως «ΚΔΟΑ! ΚΔΟΑ! Κτηνώδης Δύναμη, Ογκώδης Άγνοια. [...] Εσύ ήθελες απλώς ένα χρώμα, δε σε ένοιαζε να καταλάβεις την πολιτική, μια απλή απάντηση αρκούσε: πράσινο, γαλάζιο, κόκκινο» (σσ. 66-67). Το διήγημα υποτονθορύζει την ντελεζιανή έννοια του ατόμου ιδωμένου ως συμβάν: «[...] είμαστε άτομα στο μέτρο που είμαστε συμβάντα. Απλώς δεν το βλέπουμε! Έχουμε τόσες κακές συνήθειες, που νομίζουμε ότι είμαστε πρόσωπα. Αλλά δεν είμαστε. Είμαστε απλά μικρά συμβάντα» (σσ. 63-64).

Δεν έχει σημασία αν ο αναγνώστης πείθεται από τη θέση του Ντελέζ. Αυτό που αξιολογείται εδώ δεν είναι η εγκυρότητα μιας φιλοσοφικής θέσης αλλά πώς η Κακογιάννη εγκιβωτίζει τη συγκεκριμένη σκέψη στο σώμα του κειμένου της ιστορίας. Η αποκεντρωμένη και θραυσματική απεικόνιση του ατόμου, εδώ, υπαγορεύεται και από την εσωτερική συνοχή του διηγήματος –η αυταξία του κειμένου, εξάλλου, συνιστά ύψιστη λογοτεχνική αρετή– στο οποίο χτίζεται μεθοδικά μια αναγνωστική εμπειρία που ανάγεται η ίδια σε συμβάν, με την παράθεση φαινομενικά ασύνδετων προτάσεων και καταστάσεων που ασκούν πίεση στη γραμμική θεώρηση του αναγνώστη ως προσώπου. «Μια αρχή και ένα τέλος συνιστούν σημεία, σε μια πρόταση μπαίνουν ανάμεσα σε δύο τέλειες. Και οι καμπύλες;» (σ. 73) διερωτάται η αφηγήτρια. Η Κακογιάννη ξεχωρίζει γιατί αντιστέκεται, μέσω της μυθοπλασίας, στη μομφή ότι ιδιοποιείται τη φιλοσοφική ιδιόλεκτο για να εντυπωσιάσει ή να θολώσει τον διηγηματικό ορίζοντα. 

Το διήγημα κλείνει με την πρόταση: «Είμαστε εδώ, πάρε μου το χέρι. Βρέχει» (σ. 75). Αντιπαρέρχομαι ότι το «πάρε μου το χέρι» σημαίνει κάτι άλλο από το «πάρε το χέρι μου». Αυτό το «Βρέχει» όμως, που στο γαλλικό πρωτότυπο είναι «il pleut», –το βιβλίο έχει μεταφραστεί από τη συγγραφέα από τα γαλλικά– αντιδιαστέλλεται με το λογοπαίγνιο «il bleu», που μπορεί στη μετάφραση να έχει απολέσει την αιχμή του ως «Μπλεδίζει» αλλά ουδόλως ζημιώνει αισθητικά το κείμενο καθώς αναδεικνύει μια παρατήρηση της συγγραφέως που συναντάμε στο διήγημα «Κόμποστ», που ανοίγει τη συλλογή: 

«Ας πάρουμε τη Φαινομενολογία του πνεύματος του Χέγκελ και την αμετάφραστη έννοια του Aufhebung: μια "αναίρεση" που εμπεριέχει ταυτόχρονα μια διατήρηση-συντήρηση. Είναι γνωστό ότι το εγελιανό κείμενο είναι εξαιρετικά δυσανάγνωστο και ότι οι ίδιοι οι γερμανόφωνοι χρειάζονται συχνά να ανατρέξουν σε κάποια μετάφραση για να μπορέσουν να το διαβάσουν. Το πρωτότυπο μοιάζει να χρειάζεται να γειωθεί αλλού, ώστε να πιάσουν οι σπόροι, και τα περισσεύματα να γίνουν λίπασμα. Το κείμενο ζει μόνο μέσα από τις μεταφράσεις του [...] όσο ο αναγνώστης επιχειρεί να διαβάσει χωρίς να δοκιμάσει να ξαναγράψει, δεν καταλαβαίνει τίποτα» (σ. 17). 

Προσέξτε ότι προτάσσεται ξανά η φιλοσοφική ιδιόλεκτος αλλά η Κακογιάννη επιδεικνύει, μυθοπλαστικά, εξαιρετική ευαισθησία. Η παρατήρησή της ότι «όσο ο αναγνώστης επιχειρεί να διαβάσει χωρίς να δοκιμάσει να ξαναγράψει» υποδηλώνει τρυφερότητα απέναντι στο κείμενο και τις έννοιες που αυτό προτάσσει. Όπως τρυφερότητα υποδηλώνει, στο διήγημα «Φτωχοκαλόκαιρο», και ένας λογαριασμός της ΔΕΗ που εκτελεί χρέη σελιδοδείκτη στον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, καθώς συνιστά νύξη για το «πώς μια δύναμη βυζαίνει από το στήθος της αδυναμίας» (σ. 38).

Είναι λοιπόν ακριβώς αυτές οι εκλεκτικές συγγένειες, που διακρίνονται διαρκώς μέσα στα διηγήματα της συλλογής, που ερμηνεύουν και τον τίτλο Μεθυσμένο τοπίο έτσι όπως καλούν τον αναγνώστη να μεταγράψει το κείμενο, με πολλαπλές αναγνώσεις, ώστε να διακρίνει «μια καινούργια διαλεκτική». 

Στο αυτομυθοπλαστικό διήγημα "Μια όμορφα γερασμένη επανάσταση», που κλείνει τη συλλογή, η Κακογιάννη διατυπώνει τον προβληματισμό της αναφορικά με «[...] την ανάπτυξη της απεικονιστικής μεθόδου με μαγνητική τομογραφία (MRI) [που] κάνει λέει πια δυνατή την ανίχνευση μικροκαρκίνων απειροελάχιστου μεγέθους που ήταν αδύνατο να ανιχνευτούν στο παρελθόν. [...] Ένας γιατρός στην εκπομπή έλεγε ότι "γνωρίζουμε" πως όλοι αυτοί οι μικροκαρκίνοι δε θα εξελιχθούν αναγκαστικά σε παθογόνο καρκίνο, όπως επίσης ότι όλοι μας έχουμε καρκινικά κύτταρα στο σώμα μας χωρίς να νοσούμε, ούτε είναι απαραίτητο να νοσήσουμε κάποια στιγμή εξαιτίας τους. Ο γιατρός έμοιαζε να υπονοεί ότι η τελειοποίηση των διαγνωστικών εργαλείων παράγει τελικά με σιγουριά δια βίου ασθενείς. [...] Ίσως αυτό να είναι η βιοεξουσία!» (σσ. 78-79). Η Κακογιάννη, καταλήγει: «Η κριτική ματιά παράγει κλινικά, χάρη στην υπερβολική της δύναμη, ένα είδος υπαρξιακής καταστροφής» (σ. 79).

Θα αντιτάξω ένα άλλο παράδειγμα που αναδεικνύει καλύτερα την «υπερβολική δύναμη της κριτικής ματιάς", «την υπαρξιακή καταστροφή» αλλά και μια υπόθεση διεξόδου που αγγίζει τον προβληματισμό της συγγραφέως.

Ας την ονομάσω «κατάρα των fitness watches».

Η διαρκής παρακολούθηση των λειτουργιών του σώματος οδηγεί στην απόλυτη ευαισθητοποίησή του. Το σώμα νοσεί πριν νοσήσει γιατί το υποκείμενο εθίζεται σε μια εξάρτηση της πρόληψης. Προτιμώ να γνωρίζω τις τιμές όσο περισσότερων δεικτών μου –παλμούς, αρτηριακή πίεση, σάκχαρο, λιπίδια– έτσι ώστε να έχω το «πάνω χέρι». Λησμονώ βεβαίως ότι όχι μόνο αδυνατώ να έχω το «πάνω χέρι» αλλά υπογράφω και την καταδίκη μου έτσι όπως απομακρύνομαι διαρκώς από μια ροή ζωής κατά τη διάρκεια της οποίας η ενδεχομενικότητα παραμένει αλώβητη· μια ροή ζωής που δεν στηρίζεται στην αέναη διαθεσιμότητα της πληροφορίας. Αποστερώ από τη ζωή μου οποιαδήποτε χάρη και χαρά για να μπορώ να απολαμβάνω την ψευδαίσθηση του ελέγχου της υγείας μου. 

Το πρόβλημα, και αυτό συνάδει με τον προβληματισμό της Κακογιάννη, βρίσκει πιθανή διέξοδο στη δύναμη της αφήγησης και κατ' επέκταση της λογοτεχνίας. Η μυθοπλαστική αφήγηση αντιδιαστέλλεται πάντα με την παράθεση πληροφοριών. Αυτό που επιτρέπει την ύπαρξη ενδεχομενικότητας είναι η αφήγηση. Η αφήγηση δημιουργεί τις απαραίτητες «πτυχώσεις" στην επιφάνεια της πραγματικότητας έτσι ώστε να φωλιάσουν μέσα της «τα αγριόχορτα, τα ζιζάνια ή οποιο[δ]ήποτε άλλο[ς] εισβολέα[ς]» (σ. 13) που συνιστούν γόνιμους ξενιστές μιας εναλλακτικής.

Το ζητούμενο επομένως είναι η μεταστροφή προς μια «εναλλακτική αφήγηση" που δεν θα βρίσκει ερείσματα ούτε στην αντικειμενική διάσταση της πληροφορίας ούτε στον εναγκαλισμό της ακινησίας που προκαλεί την «παθιασμένη αμηχανία" που ορθά η Κακογιάννη υπαινίσσεται ότι η αγορά ή το Σύστημα ή το Κεφάλαιο αναμασούν. «Η αγορά έμοιαζε να λέει στη διαμαρτυρία: "Γίνε το σώμα μου"» (σ. 13).

Έτσι, το ίδιο το βιβλίο στέκει και ως μια άσκηση ύφους και ήθους –αλλά πρωτίστως πολιτικής– που αντιμάχεται αυτή την επιταγή της αγοράς να καταστεί η διαμαρτυρία σώμα της. 

Η Κακογιάννη χρησιμοποιεί με ποικίλους τρόπους το σώμα ως βάση του στοχασμού της. Στο διήγημα «Άμπωτη» δεν αποτυπώνεται μόνο το συμβάν ενός βιασμού που παραλληλίζεται με ό,τι συνέβη στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων αλλά και ένας τρόπος προσέγγισης που αφήνει πιθανότητες για αυτή την «εναλλακτική» αφήγηση. Το κείμενο της Κακογιάννη, μέσα από μια ακραία πολλές φορές μυθοπλαστική ελλειπτικότητα, σχοινοβατεί σε ένα μεταίχμιο που αποπειράται να σκιαγραφήσει τη λεπτή συνθήκη μιας ισορροπίας.

«Ντροπαλά τα πόδια σου πλησιάζουν το νερό, το μικρό πηγαινέλα σου δίνει μια αίσθηση ψυχράδας όταν οι άκρες της σε αγγίζουν σιγά σιγά, ξέρεις ότι πρέπει να βουτήξεις λίγο παραπάνω από τους αστραγάλους για να αρχίσει να σου προσφέρει τη φιλοξενία της. Νά την τώρα ζεστή και ευχάριστη. Αλλά η αντίσταση του νερού σε κάθε βήμα σου σε προσκαλεί να ξαναβγείς, να ξαναβρείς τη σταθερότητα της υγρής αμμουδιάς, λίγο πιο εκεί, καθώς τ' αφροκύματα ξεγλιστρούν ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών σου, μια στο ένα, μια στο άλλο, σε μια διαδρομή από ζιγκ ζαγκ αλλοπρόσαλλης γεωμετρίας. Περιέργως όμως δεν είσαι εσύ ο Ξένος. Ψηλαφώντας τα πόδια σου, το κυματάκι στο ακρογιάλι με το αδιάκοπο πηγαινέλα μοιάζει να αναποδογυρίζει αδιάκοπα ποιος είναι οικοδεσπότης και ποιος φιλοξενούμενος. Η θάλασσα έρχεται για να φύγει πάλι, αποσύρεται για να μπορέσει να ξανάρθει. Αιώνια ξένη. Ξυπνά μια μνήμη από τα σωθικά, βυθισμένος καθένας σε αυτή, ξαναβρίσκει τη ζωή μέσα στη μήτρα και την αίσθηση ότι μεγάλωσε, πριν γεννηθεί, όχι σε κάποια οικεία μορφή αλλά μέσα σε αυτήν την ξένη» (σσ. 50-51).

Η Κακογιάννη χρησιμοποιεί εδώ τη δομική μεταφορά της θάλασσας ως αμνιακό υγρό για να επιστήσει την προσοχή στην πρωταρχική συνθήκη της ζωής που με τη σειρά της υπαινίσσεται μια λειτουργική συνθήκη συνύπαρξης δύο πλευρών. Μια συνθήκη φιλοξενίας. 

«Υπάρχει σπλαχνική συγγένεια ανάμεσα στην εχθρότητα και στη φιλοξενία. Γιατί μπορεί να υπάρξει φιλοξενία μόνο σε κάτι που δεν είναι ήδη γνωστό, δεν θεωρείται πιθανό, αναμενόμενο και επομένως υπό έλεγχο. Υπάρχει φιλοξενία στο πλαίσιο μιας συνάντησης που αρχικά τρομάζει το στέρεο έδαφος ενός υποκειμένου. Όσο αυτό παραμένει κυρίαρχο, όσο ο οικοδεσπότης παραμένει δεσπότης, η υδροδυναμική της εχθρότητας δε θα μετασχηματιστεί σε ροή φιλοξενίας» (σ. 51).

Παρατηρήστε εδώ πώς η «σπλαχνική συγγένεια» συνάδει με τη μεταφορά της θάλασσας/αμνιακό υγρό και πώς η «υδροδυναμική της εχθρότητας» και η «ροή φιλοξενίας» αντηχούν τόσο την περιγραφή του βαδίσματος στην ακρογιαλιά, αλλά, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, και μια έκφανση αυτού του Μεθυσμένου τοπίου.

«Η φιλοξενία ενέχει πάντα ένα στοιχείο βίας και μια μορφή εγκατάλειψης της "παρόρμησης για κυριαρχία"»(σ. 52). 

Το ίδιο το κείμενο, καθώς αποπειράται να συγκεράσει το μυθοπλαστικό και το δοκιμιακό –το χειμαρρώδες με το στοχαστικό– επιδεικνύει παρόμοια συμπεριφορά. Ο αναγνώστης, ουκ ολίγες φορές, βιώνει έναν αποπροσανατολισμό στον οποίο αδυνατεί να συνειδητοποιήσει αν κυριαρχεί το ένα ή το άλλο είδος. Το δοκιμιακό όμως συμπλέκεται με το μυθοπλαστικό με τρόπο που αφήνει να γίνει κατανοητή η κατακλείδα του συγκεκριμένου διηγήματος: «Τι νόημα έχει μια νίκη στην επικράτεια του άλλου αν δεν μπορείς να νικήσεις κάτι στον εαυτό σου;» (σ. 60). 

Το όνειρο, για να κλείσω, που έχει κρεμάσει η ηρωίδα στον τοίχο, αυτό που μοιάζει με πίνακα ζωγραφικής και που δεν είναι άλλο από την ουτοπία του κομμουνισμού, βρίσκει στη συγκεκριμένη συλλογή τρόπους προσέγγισης.

«Περπατάς ξυπόλητη στην υγρή άμμο. Μη-νευτώνειο υγρό, η ταχύτητα παραμόρφωσής της δεν είναι ανάλογη της δύναμης που υφίσταται. Κάποιες φορές, όταν ένα μυτερό αντικείμενο πιέζει πάνω της με δύναμη, η υγρή άμμος συμπεριφέρεται σαν στερεό, ενώ όταν την ακουμπά απαλά μια μεγαλύτερη επιφάνεια συμπεριφέρεται σαν υγρό. [...] Οι ουτοπίες μοιάζουν σαν κάστρα χτισμένα στην άμμο. Ίσως αν μαθαίναμε να τις αγγίζουμε διαφορετικά, να συμπεριφερόνταν κι αυτές διαφορετικά» (σσ. 49-50).

― Μαρία Κακογιάννη, Μεθυσμένο τοπίο, Κείμενα: 2023, 96 σελίδες, ISBN: 9786185642211, τιμή: €10.00.