Ο Βαγγέλης Μπέκας (Πρέβεζα, 1976) είναι ένας ακόμα Έλληνας συγγραφέας που αποφάσισε όψιμα να δοκιμάσει την τύχη του στην αστυνομική λογοτεχνία. Από το 2009, έχει εκδώσει έξι διαφόρων ειδών μυθιστορήματα. Ανέκαθεν φλέρταρε με το νουάρ, αλλά τα Παγωμένα πέλματα είναι το πρώτο του αμιγές αστυνομικό. Ασφαλώς και δεν είναι επιλήψιμο να υπηρετεί κανείς πολλά είδη, αλίμονο. Εντούτοις, όλα (και όλοι) κρίνονται εκ του του αποτελέσματος. Με αυτό ως δεδομένο, θα υποστηρίξω στη συνέχεια ότι το υπό συζήτηση μυθιστόρημα είναι μέτριο και δεν προσθέτει κάτι το ιδιαίτερο στην ελληνική αστυνομική λογοτεχνία.
Αντιμετωπίζω με επιφύλαξη τη λογοτεχνία συγκυρίας. Το να περιγράφεις καταστάσεις συγχρονικά είναι δίκοπο μαχαίρι: η εν θερμώ πραγμάτευση μπορεί να οδηγήσει σε ατοπήματα κρίσης. Ο Μπέκας τοποθετεί το μυθιστόρημά του χρονικά μέσα στην πανδημία, αλλά έχει καλό λόγο: θέλει να μιλήσει για κάποιες επιχειρήσεις που πλήγηκαν από τα λοκντάουν (ξενοδοχεία, στριπτιζάδικα) και τις νέες ανάγκες που προέκυψαν εξ αυτού του προβλήματος στα κυκλώματα της πορνείας. Επίσης, καταπιάνεται με σωρεία θεμάτων που βρίσκονται στην επικαιρότητα, όπως ο εκφοβισμός (bullying), ο σεξισμός στους χώρους εργασίας, ο μισογυνισμός, η ανδροκρατία, η αντικειμενοποίηση των γυναικών, οι γυναικοκτονίες, η διαφθορά (σε όλα τα επίπεδα), ο εύκολος πλουτισμός κ.ά. συναφή. Μοιάζει να εκμεταλλεύεται τη συγκυρία, αλλά αυτά είναι θέματα που σίγουρα έχουν θέση σε ένα σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό αστυνομικό, συνεπώς οι θεματικές του επιλογές δικαιολογούνται – και το μυθιστόρημά του είναι –καταρχήν– χρήσιμο. Ωστόσο, το ζητούμενο για τους συγγραφείς που επιλέγουν να καταπιαστούν με ό,τι απασχολεί συγχρονικά την κοινωνία εντός της οποίας γράφουν είναι να αρθρώσουν κριτικό λόγο και να μην αρκεστούν σε μια επιφανειακή εποχική μαρτυρία. Η αποστολή της λογοτεχνίας δεν είναι να δίνει απαντήσεις, αλλά να θέτει ερωτήματα, σύμφωνοι· όμως, ούτε η απλή καταγραφή μιας περιρρέουσας ατμόσφαιρας είναι δουλειά της λογοτεχνίας (υπάρχει η δημοσιογραφία γι’ αυτό). Για να λειτουργήσει θετικά η λογοτεχνία συγκυρίας θα πρέπει είτε η καταγραφή να εξελίσσεται σε (ή να υποστηρίζει την) μελέτη περιπτώσεων είτε το λογοτέχνημα να είναι τέτοιας στιλιστικής ποιότητας που να στέκει ανεξαρτήτως συγκυριών – είτε (ιδανικά) και τα δύο. Στα Παγωμένα πέλματα τίποτα απ’ αυτά δεν συμβαίνει.
Σε πρώτο επίπεδο, το σκηνικό της υπόθεσης: Μάχη για την κυριαρχία στον κόσμο των κέντρων νυχτερινής διασκέδασης στα νότια προάστια. Το έναυσμα είναι προσχηματικό. Ο κόσμος της νύχτας δεν περιγράφεται πειστικά (λόγω είτε άγνοιας είτε αστοχίας)· η κατάσταση είναι πολύ πιο περίπλοκη από αυτήν που έχει επινοήσει ο συγγραφέας. Στην ουσία, χρησιμοποιεί τα διαπραττόμενα εγκλήματα (τέσσερις φόνους και μία απαγωγή) ως πρόσχημα για να επικεντρωθεί στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες, την υπαστυνόμο Σοφία Μήτση και τον πρόσφατα απολυμένο δημοσιογράφο και νυν ιδιότυπο ερευνητή σε υποθέσεις δυνάμει διαζυγίων Θωμά Δήμου, των οποίων οι βίοι συγκλίνουν, ορμώμενοι από διαφορετικά ελατήρια, στην ίδια υπόθεση: τη δολοφονία (που μοιάζει με αυτοκτονία) ενός μοντέλου αρχικά, κι ενός δεύτερου στη συνέχεια, και την απαγωγή της ηθοποιού Εύας, συζύγου του Στάθη Κωστόπουλου, «αυτοκράτορα της διασκέδασης του παραλιακού μετώπου» (σ. 47), και αδερφής του Θωμά, με τον οποίο είναι φίλοι παιδιόθεν. Στην ανάπτυξη της ιστορίας, ο Μπέκας έχει την ευκαιρία να κάνει λόγο για τη διαφθορά στο αστυνομικό σώμα, τη διαπλοκή δημοσιογράφων, πολιτικών και οργανωμένου εγκλήματος, τον παραβατικό κόσμο της νύχτας, την ανδροκρατία, την πανδημία, την κρίση – τα χάλια μας τα μαύρα, εν ολίγοις. Ωστόσο, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν βαρύνει στο μυθιστόρημα όσο οι προσωπικές ιστορίες του Θωμά και της Σοφίας. Ο πολυπλόκαμος καμβάς είναι χρήσιμος μόνο στον βαθμό που εξυπηρετεί την ανάπτυξη αυτών των δύο χαρακτήρων – γι’ αυτό και οι περιφερειακές βελονιές πάνω του είναι ευκαιριακές. Το πλέγμα θα λειτουργούσε, αν οι χαρακτήρες (βασικοί και δευτερεύοντες) ήταν ενδιαφέροντες – μολονότι, εκ των πραγμάτων, αδρά σκιαγραφημένοι. Με άλλα λόγια, ο Μπέκας είχε να διαχειριστεί πολλούς χαρακτήρες και ακόμα περισσότερα θέματα σε ένα μυθιστόρημα 400 σελίδων. Δύσκολο το εγχείρημα. Το δίλημμα, κλασικό: τι καλύπτει κανείς σε αυτή την περίπτωση, βάθος ή επιφάνεια; Ο Μπέκας προσπάθησε να πάει και προς τις δύο κατευθύνσεις – και στην πορεία, χάθηκε.
Η δομή είναι φιλόδοξη: 4 μέρη με 115 μικρά κεφάλαια (από 2 αράδες μέχρι 7 σελίδες το καθένα). Τα σύντομα κεφάλαια πολλοί πιστεύουν ότι είναι ένδειξη (αν όχι απόδειξη) συγγραφικής οκνηρίας· δεν είναι (πάντα) έτσι: η συμπύκνωση αποτελεί τεχνική υψηλής δυσκολίας. Εν προκειμένω, η επιλογή της συντομίας ήταν μονόδρομος για τον συγγραφέα (με τόσα θέματα που ήθελε να θίξει) – χώρια που τον βοήθησε να δώσει ακατάπαυστο ρυθμό στο κείμενο: άρα, καλώς έπραξε (δεν είναι εκεί το πρόβλημα). Η ανέλιξη είναι γραμμική, αναγκαστικά – αλλιώς, ο βαθμός δυσκολίας στην ανάγνωση θα ήταν πολλαπλάσιος. Στην αφήγηση εναλλάσσονται, σε πρώτο πρόσωπο, ο Θωμάς (54 κεφάλαια) και η Σοφία (47 κεφάλαια). Ενδιαμέσως παρεμβάλλονται, σε τρίτο πρόσωπο, κεφάλαια από τη μεριά του Στάθη (8) και του Αχιλλέα Χατζόπουλου (6). Αυτός ο τελευταίος είναι ένας αδυσώπητος άνθρωπος της νύχτας: πρώην ιδιοκτήτης στριπτιζάδικου και σωματέμπορας, νυν μπράβος και δολοφόνος, αεί εμμονικός με το εύκολο (παράνομο, εννοείται) χρήμα – ένας πραγματικά σκοτεινός χαρακτήρας.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο (αν και όχι ασυνήθιστο) άντρες συγγραφείς να γράφουν γυναικείους χαρακτήρες σε πρώτο πρόσωπο. Ο Μπέκας, γνωρίζοντας προφανώς τη δυσκολία, ενισχύει τις αφηγηματικές διαφορές καταρχάς με τον ρηματικό χρόνο: στον αόριστο ο Θωμάς, στον ενεστώτα η Σοφία. Από κει και πέρα, για τη Σοφία επιλέγει αφηγηματικές τεχνικές που έλκουν την καταγωγή τους από το σκανδιναβικό αστυνομικό, ενώ για τον Θωμά, από το μεσογειακό νουάρ. Το τέχνασμα θα λειτουργούσε, αν οι δύο αυτοί χαρακτήρες δεν έμοιαζαν τόσο πολύ μεταξύ τους: και οι δύο αντιμετωπίζουν προσωπικά προβλήματα σχέσεων και επιβίωσης, ενώ τους κατατρύχουν και παρόμοιοι «δαίμονες από το παρελθόν» (η θάλασσα, τα ψάρια, οι γονείς, οι διαπροσωπικές σχέσεις). Με αυτή τη λογική, ήταν αδύνατον να διαφοροποιηθούν επαρκώς και πειστικά. Δομικά μιλώντας, η κατάσταση επιδεινώνεται με τα παρένθετα κεφάλαια αλλαγών στην οπτική γωνία: όσα διαβάζουμε από την οπτική γωνία των Στάθη και Αχιλλέα άλλο δεν κάνουν από το να επιτείνουν τη σύγχυση. Ο Μπέκας θα έπρεπε να επιμείνει στην εναλλαγή της Σοφίας και του Θωμά και μόνο, αν ήθελε το μυθιστόρημά του να κερδίσει σε αφηγηματική καθαρότητα. Υποθέτω ότι αποφάσισε να σπάσει το ντουέτο για λόγους (επιβράδυνσης) ρυθμού και ανέλιξης (διαβλέπω μία σεναριακή λογική εδώ). Κακώς: η πλοκή θα μπορούσε να προχωρήσει άνετα μέσα από το ντουέτο και μόνο – αυτό θα διατηρούσε καλύτερα και τον ρυθμό (μιας και μιλάμε για μυθιστόρημα και όχι για τηλεοπτική σειρά).
Ειδική μνεία αξίζει στη χρήση μιας «σκανδιναβικής» τεχνικής, που τείνει να γίνει μάστιγα. Πριν από κάθε μέρος (πλην του τέταρτου, για κάποιον λόγο), παρατίθενται άτιτλα κεφάλαια της μιας σελίδας, χωρίς ονόματα, σε πρώτο πρόσωπο, τα οποία περιγράφουν, σε συνέχειες, έναν BDSM βιασμό (μάλλον της Σοφίας από τον πρώην σύντροφό της, τον επίσης αστυνομικό Μανόλη). Αυτά τα εισαγωγικά κείμενα δεν προσθέτουν το παραμικρό στο σύνολο, πέρα από το να αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη. Δεν μπορώ να καταλάβω τι το θελκτικό βρίσκουν κάποιοι συγγραφείς σε αυτό το τέχνασμα και το χρησιμοποιούν. Να ζηλεύουν τις πωλήσεις των Σκανδιναβών, αυτό το καταλαβαίνω, αλλά τις αμφιλεγόμενες τεχνικές τους, όχι.
Υπάρχουν μελέτες που ισχυρίζονται ότι ο χρόνος συγκέντρωσης του μέσου ανθρώπου έχει μειωθεί κατά 50% από τις αρχές του αιώνα μας. Η εικόνα κυριαρχεί, τα κείμενα μειώνονται για να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις. Συνειδητά ή όχι, οι συγγραφείς προσαρμόζονται κι αυτοί στα νέα δεδομένα. Τα Παγωμένα πέλματα έχουν στακάτο, «κινηματογραφικό» ρυθμό. Τα μικρά κεφάλαια που απαρτίζουν το μυθιστόρημα βοηθούν στο να δημιουργηθεί η αίσθηση του κατεπείγοντος: να δούμε τι γίνεται παρακάτω (page turner). Έχω την εντύπωση ότι ο συγγραφέας θα ήθελε να δει το έργο του να διασκευάζεται σε τηλεοπτική σειρά. Η συνταγή έχει όλα τα απαραίτητα υλικά: στρατηγικά τοποθετημένες ανατροπές· ωραίες γυναίκες· χώρους-σκηνικά απ’ όλο το φάσμα (από τη χλιδή ως την αθλιότητα)· μία ερωτική ιστορία (Σοφία-Θωμάς)· καλούς και κακούς – και γκρίζες ζώνες· χαρακτήρες που εξελίσσονται. Παρ’ όλα αυτά, διακινδυνεύω την πρόβλεψη ότι ένα σενάριο που θα προέκυπτε από αυτό το μυθιστόρημα θα οδηγούσε σε μια σειρά της σειράς. Δεν υπάρχει αρκετό αυθεντικό υλικό για μια μεταφορά αξιώσεων· τα Παγωμένα πέλματα βρίθουν από παγιωμένα στερεότυπα.
Υπάρχουν πολλοί χαρακτήρες που είναι παρμένοι από την πινακοθήκη των κλισέ. Η διεφθαρμένη μεγαλοδικηγόρος Αντωνίου που εξαγοράζει τη σιωπή μαρτύρων· ο διεφθαρμένος μεγαλοδημοσιογράφος και διευθυντής εφημερίδας και καναλιού Ευθυμίου που θέλει να γίνει βουλευτής με την οικονομική υποστήριξη του οργανωμένου εγκλήματος· ο άρχοντας της νύχτας Στάθης, με το δεξί του χέρι, τον φουσκωτό ανιψιό Κυριάκο· ο ψυχάκιας Αχιλλέας· ο ύποπτος διαφημιστής Χήτος· ο φαλλοκράτης αστυνόμος Ζηκάκης, μαζί με τον υπαστυνόμο Λαμπρίδη και τον αστυνομικό διευθυντή Καραθάνο – όλοι τους διεφθαρμένοι μέχρι το κόκκαλο· διάφορα μοντέλα, χορεύτριες, σεξεργάτριες· η άπιστη Μαίρη, σύζυγος του Θωμά, τηλεοπτική δημοσιογράφος που θα κάνει τα πάντα για να φτιάξει την καριέρα της· η ωραιοπαθής Εύα, σύζυγος του Στάθη, δευτεροκλασάτη ηθοποιός σε σαπουνόπερες. Δεν ισχυρίζομαι ότι όλοι αυτοί οι χαρακτήρες δεν συναντώνται και στην πραγματική ζωή: γεμάτος ο κόσμος από δαύτους. Ωστόσο, η παρουσία τους και μόνο δεν προσδίδει αληθοφάνεια σε ένα μυθιστόρημα· απαιτείται και μία συγκεκριμένη δραματουργική επεξεργασία για να γίνει επιτυχώς το πέρασμα από την πινακοθήκη των κλισέ σε υψηλού επιπέδου λογοτεχνία: απαιτούνται εξηγήσεις (υπαινικτικές ει δυνατόν, όχι διδακτικές).
Ο Μπέκας δεν μπορεί να κρύψει ότι αντιπαθεί τους περισσότερους από τους σκαιούς χαρακτήρες που έχει επινοήσει, αλλά εκείνον που πραγματικά μισεί είναι ο Ζηκάκης. Το μόνο άλλοθι που του χαρίζει ο συγγραφέας είναι ότι έχει χάσει τον γιό του και είναι διαζευγμένος. Από κει και πέρα, τον βάζει να λέει και να κάνει ό,τι μπορεί κανείς να περιμένει από έναν βίαιο, διαταραγμένο μισογύνη. Για τον αρχετυπικό (και ακραία στερεοτυπικό) Ζηκάκη, οι γυναίκες «όλες ίδιες είναι» (σ. 249). Ακόμα και τη Σοφία, μια πρωτάρα υφιστάμενη στο τμήμα του, την τρομοκρατεί και την κακοποιεί (βλ. σσ. 70 και 198), την υποβιβάζει με κάθε δυνατό τρόπο. Της λέει επανειλημμένως: «Δε μιλάς, δε ρωτάς. Ακούς και μαθαίνεις!» (σ. 20· βλ. και παρόμοιες ατάκες στις σσ. 29[x2], 66, 77, 88, 129). Την ταυτίζει με σεξεργάτρια, όταν της λέει: «Έλα, παραδέξου το, τη στριφογυρνάς και συ την κολόνα [εννοώντας, μεταφορικά πάντα, ότι κάνει κι εκείνη pole dancing, άρα ότι είναι του ιδίου φυράματος με τα θύματα]» (σ. 76· βλ. και σ. 77). Αργότερα, όταν τα πράγματα ζορίζουν, της δηλώνει ξεκάθαρα, «Από δω και μπρος είσαι η δούλα μου!» (σ. 270) – φράση που δεν λέγεται στα ελληνικά, αλλά υποθέτω ότι αποδίδει το αγγλικό αντίστοιχο που είχε στο μυαλό του ο συγγραφέας: “you are my bitch!”. Όμως, δεν είναι μόνο η Σοφία που υποφέρει στα χέρια (κι από τα λόγια) του Ζηκάκη, ο οποίος δεν χρωστάει καλή κουβέντα σε κανέναν: το θύμα ήταν «ξεκωλάκι» (σ. 136), ένας μάρτυρας, αδερφός του θύματος, είναι «πούστης» (σ. 76) και «πουστάκι» (σ. 101), ο δημοσιογράφος Θωμάς, «ρουφιανάκι» (σ. 141). Ο Ζηκάκης χυδαιολογεί, βυσσοδομεί, χρηματίζεται, παρενοχλεί, βιαιοπραγεί – και διασκεδάζει τους συναδέλφους του με αστεία «για πουτάνες και τραβέλια στη Συγγρού» (σ. 250). Αρκούν αυτά τα παραδείγματα: ο Ζηκάκης είναι ο «άντρακλας παλαιάς κοπής» που σήμερα όλοι λατρεύουν να μισούν. Εύκολος στόχος, κατά τη γνώμη μου. Προφανώς, ο χαρακτήρας είναι αληθοφανής, δεν λέω το αντίθετο· η ένστασή μου είναι ότι ο Μπέκας τον έχει μετατρέψει σε καταγέλαστη καρικατούρα, ενώ η περίπτωσή του απαιτούσε σοβαρότερη πραγμάτευση για να πιάσει τόπο.
Ο Μπέκας παίζει το χαρτί της εποχής: οι γυναίκες, θύματα της πατριαρχίας, υποφέρουν μέσα στην ανδροκρατούμενη κοινωνία. Παρότι κινδυνεύει να κατηγορηθεί για καιροσκοπισμό (όπως και πολλοί άλλοι σύγχρονοι συγγραφείς, άλλωστε), καλώς αναδεικνύει ένα θέμα που δικαίως απασχολεί την κοινωνία. Οι Ζηκάκηδες νέας κοπής ζουν ανάμεσά μας. Ωστόσο, για να είναι αποτελεσματική η «καταγγελία», πρέπει να κατέβει σε βάθος. Από τη στιγμή που ο συγγραφέας μένει στη διαπίστωση του προφανούς, το αποτέλεσμα μοιάζει με την «εκδίκηση» της Σοφίας στο τέλος – και είναι εξίσου επιδερμικό: «Σφίγγω τη λαβή του μαχαιριού μες στη χούφτα μου κι ακουμπώ την κοφτερή του άκρη στο μεταλλική πόρτα του αυτοκινήτου του Ζηκάκη. (…) Παίρνω μια βαθιά ανάσα και τραβώ μια βαθιά χαραξιά κατά μήκος του αυτοκινήτου ως το πορτμπαγκάζ» (σ. 399).
Ακόμα και οι ανατροπές (το άγιο δισκοπότηρο της τρέχουσας δραματουργίας) είναι στερεοτυπικές – και δεν υπάρχει μεγαλύτερη απογοήτευση για τον εθισμένο στις εκπλήξεις αναγνώστη από ανατροπές που είναι αναμενόμενες. Γενικά, η όλη πλοκή (με μία –ανεκμετάλλευτη– εξαίρεση, στην οποία θα επανέλθω) ανήκει στην κατηγορία αυτό-κάπου-το-έχω-ξαναδιαβάσει: ουδέν το καινοφανές.
Βλέπουμε τόσο πολλές και καλές σειρές στις πλατφόρμες streaming που ο πήχης έχει ανέβει σε δυσθεώρητα ύψη. Αναλογικά, θα συνέκρινα τη σχέση μυθιστορήματος-σειράς με τη σχέση εφημερίδας-ιστοσελίδας: όσες εφημερίδες διασώθηκαν, τα κατάφεραν επειδή στράφηκαν στην άποψη και την ανάλυση, καθώς δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τους ψηφιακούς τους ανταγωνιστές σε ταχύτητα και οπτικοποίηση. Το ίδιο ισχύει και για το περιπετειώδες ανάγνωσμα: θα διασωθεί μόνο αν στραφεί στο βάθος των καταστάσεων.
Το βάθος αυτό δεν εξασφαλίζεται με βασικές κοινοτοπίες. Σταχυολογώ: «χωρίς το χρήμα δεν είσαι ελεύθερος, χωρίς το χρήμα τίποτα δεν κουνιέται» (σ. 122)· «καλύτερα φτωχός και ζωντανός, παρά πλούσιος και δολοφονημένος» (σ. 131)· «η εξουσία σε κάνει σαδιστή» (σ. 138)· «αν είναι η μοίρα σου στραβή, οι ευχές δεν πιάνουν με τίποτα» (σ. 272)· «τι θα ήμασταν χωρίς τα κινητά…» (σ. 362).
Όσο για το λογοτεχνικό ύφος στα Παγωμένα πέλματα, παρουσιάζει προβλήματα που δυστυχώς δεν περιορίζονται στις ειδικές ανάγκες ενός μυθιστορήματος δράσης. Ας ξεκινήσω όμως από εκεί, με ένα δείγμα νουάρ ατμόσφαιρας – κατά Μπέκα: «Τότε φάνηκαν οι προβολείς από το αμάξι πίσω μας και ο Αχιλλέας με κοίταξε σαρδόνια και χαμογέλασε πάλι. Ένιωσα τον σφυγμό να χτυπάει στον λαιμό μου, το στόμα μου στυφό. Το αμάξι πλησίασε στο σκοτάδι, σκόνη στην αλάνα. Έκλεισε τα φώτα και ήρθε πάνω στο χαλίκι, στάθηκε δίπλα μας σε απόσταση πέντε μέτρων. Σκοτάδι απόλυτο πια και η μυρωδιά της σκόνης στα ρουθούνια. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά» (σ. 57). Το σχήμα δεν λειτουργεί – και όχι επειδή «σαρδόνια», στα νέα ελληνικά, μπορεί κανείς μόνο να γελάσει. Στο ίδιο (νουάρ) πνεύμα: «Κι εγώ μες στο παλιό μου Ford, μπροστά στα βράχια της θάλασσας, κάθομαι και τον περιμένω. Το στόμα μου στυφό [σημ.: όπως και 300 σελίδες πριν]. Το κεφάλι μου θολό, όλα μπερδεμένα και νιώθω την καρδιά μου να τραντάζει το στήθος μου» (σ. 356). Το (επαναλαμβανόμενο) μοτίβο όλα-θολά-και-μπερδεμένα σε ένα νουάρ που σέβεται την παράδοσή του οφείλει να προκύπτει από τις καταστάσεις, όχι από τις εκτιμήσεις του αφηγητή, αλλιώς χάνεται η αξιοπιστία.
Υπάρχουν ολόκληρες παράγραφοι που αν έλειπαν, απολύτως τίποτα δεν θα άλλαζε (εκτός του ότι θα μειώνονταν οι άσκοπες φλυαρίες). Ένα παράδειγμα: «Στρίβει τσιγάρο, το ανάβει, ρουφά καπνό. Χαμηλώνει το ραδιόφωνο. Οι δημοσιογράφοι τού πήραν τα αυτιά, τα ίδια και τα ίδια. Τα σύννεφα πυκνώνουν ψηλά πάνω απ’ τις πολυκατοικίες. Στο βάθος ακούγονται μπουμπουνητά και στο στενό πεζοδρόμιο περνάει κόσμος με μπουφάν και ανοιγμένες ομπρέλες. Η ψιχάλα δυναμώνει» (σ. 242).
Υπάρχουν και ροζ πινελιές που μόνο άντρας συγγραφέας θα απέδιδε σε γυναικείο χαρακτήρα: δια χειρός Σοφίας: «Με κοιτά, με τα μελαγχολικά του μάτια μες στα δικά μου, λύνεται σιγά σιγά. Βοηθάει το ποτό. Γιατί είναι θλιμμένα τα έξυπνα μάτια του;» (σ. 254). Στο άλλο άκρο, ιδού πώς περιγράφει η ίδια τη σκληρή σκηνή της κακοποίησής της από τον Ζηκάκη: «“Θα σε λιώσω, ρε”, λέει και με μια απότομη κίνηση, μου αρπάζει το μουνί με τη χερούκλα του» (σ. 198· βλ. την ίδια διατύπωση και στη σ. 248). Το πρόβλημα δεν είναι η ελευθεριάζουσα γλώσσα (όλα επιτρέπονται όταν συντρέχει λόγος), αλλά το ότι δεν μπορώ να φανταστώ γυναίκα να σκέφτεται (και να γράφει) έτσι. Ποιος υποτίθεται ότι ήταν ο στόχος του συγγραφέα εδώ, να χώσει «γροθιά στο στομάχι» του αναγνώστη; Εάν ναι, απέτυχε: με το στομάχι έχει να κάνει η αντίδρασή μου, αλλά δεν θα την περιέγραφα ως «γροθιά». Το ίδιο ισχύει και για τις δύο (μόνο δύο, ευτυχώς) σκηνές σεξ (ο Θωμάς με τη Μαίρη στη σ. 98 και η Σοφία με τον Θωμά στη σ. 256). Δεν θα τις παραθέσω· το (ροζ) κάτω όριό μου βρίσκεται κάπου εδώ: «Τη συνόδευσα στην πόρτα χαιρετώντας την κάπως ψυχρά, μα οι μαύρες φλόγες της κόλασης μες στα μάτια της γύρευαν ακόμα να με καταπιούν» (σ. 279)· οτιδήποτε κάτω απ’ αυτό δεν καταπίνεται.
Από τα (πολλά) επιμέρους θέματα που θίγει ο Μπέκας, το πλέον ενδιαφέρον είναι αυτό της ψηφιακής πορνείας (σεξουαλικές υπηρεσίες εξ αποστάσεως), η οποία έχει αποκτήσει επιδημικές διαστάσεις στις μέρες μας (και όχι μόνο λόγω της πανδημίας), αλλά δεν έχει τύχει της προσοχής που της αξίζει. Τα θύματα, διαβάζουμε στα Παγωμένα πέλματα, λόγω των περιορισμών της πανδημίας, δούλευαν με κάμερα από το σπίτι (τα λεγόμενα cam girls: διαδικτυακή ηδονοβλεψία, με δύο λέξεις). Το θέμα είναι τεράστιο (και θα άξιζε να βρεθεί στο επίκεντρο όχι ενός αλλά πολλών μυθιστορημάτων), αλλά ο Μπέκας το αφήνει ανεκμετάλλευτο (βλ. σχετικές αναφορές στις σσ. 330, 336, 393). Κρίμα· αυτή ήταν μια καλή ευκαιρία να πει κάτι σημαντικό για την εποχή μας.
Κρίνοντας από το ανοιχτό τέλος, ενδέχεται να ξανασυναντήσουμε το ζεύγος Σοφία-Θωμάς στο μέλλον – και η σύγχρονη μάχη των φύλων να συνεχιστεί. Η Σοφία ειδικά έχει πλέον συνειδητοποιηθεί: οι άντρες «[α]γοράζουν ηδονή. Αγοράζουν εξουσία. Αγοράζουν δικαιοσύνη» (σ. 398)· ένας άντρας «[τ]ις σκότωσε γιατί ήταν κτήμα του, γιατί τους ανήκουμε γενικώς… Μέσα και έξω από την οικογένεια, στο σπίτι, στον δρόμο, στον πόλεμο που μας βιάζουν, γινόμαστε υποχείριο της τεστοστερόνης, του δυνατού αρσενικού, του αρχηγού της αγέλης. Όμως εγώ δεν σκοπεύω να μείνω με σταυρωμένα τα χέρια» (σ. 396) γιατί «[ό]χι, κύριε, δεν αρνούμαι την ιεραρχία· αρνούμαι να υποταχτώ» (σ. 343). Ίσως, λοιπόν, την επόμενη φορά να πάρει την υπόθεση στα χέρια της – και να σώσει παραπλεύρως και τον Θωμά που πελαγοδρομεί. Τίποτα δεν αποκλείεται – αρκεί να κόψει τις μεγαλοστομίες και να εστιάσει σε πράξεις ουσίας.
Συνοψίζοντας, τα Παγωμένα πέλματα είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο με τηλεοπτική λογική (και πολλές περιττές λεπτομέρειες που μοιάζουν με σκηνοθετικές οδηγίες) που αναφέρεται ακροθιγώς σε θέματα υπαρκτά, τα οποία απασχολούν ευρύτατα τον κόσμο κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Εντούτοις, ο Βαγγέλης Μπέκας απέτυχε να αρθρώσει ουσιαστικό (λογοτεχνικό) λόγο κυρίως γιατί αφενός προσπάθησε να κολακέψει, με στερεότυπα, ένα κοινό ήδη πεπεισμένο για το κατεπείγον των θεμάτων του, και αφετέρου επειδή στο πίσω (και στο μπρος, ίσως) μέρος του μυαλού του είχε την εμπορική επιτυχία. Θεώρησε ότι, προς τούτο, θα αρκούσε να βασιστεί σε «δοκιμασμένες συνταγές», ενώ θα έπρεπε να ξέρει ότι αυτές οι συνταγές αποτελούν φαντασιακές κατασκευές, το λογοτεχνικό αντίστοιχο της Nessie, του Μονόκερου και του Γέτι των Ιμαλαΐων: αν υπήρχαν, όλοι θα έγραφαν best sellers! Το αποτέλεσμα ήταν να μας παραδώσει ένα αδύναμο μυθιστόρημα, που ναι μεν διαβάζεται, αλλά ξεχνιέται τη στιγμή που ο αναγνώστης θα το κλείσει για τελευταία φορά – για να μην πω ακόμα νωρίτερα.
— Βαγγέλης Μπέκας, Παγωμένα πέλματα, Ψυχογιός: 2022, σελίδες: 401, ISBN: 978-618-01-4308-9, τιμή: €18,80.