Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2018 στη Σουηδία – χώρα στην οποία ζει ο Θοδωρής Καλλιφατίδης από το 1965. Στη συνέχεια, το 2019, μεταφράστηκε στα αγγλικά και φέτος εκδόθηκε και στα ελληνικά – δεν διευκρινίζεται αν το βιβλίο μεταφράστηκε από τον συγγραφέα στα ελληνικά και το αναφέρω αυτό γιατί προκύπτει κάτι πολύ ενδιαφέρον σχετικά με το ύφος και τη γλώσσα του βιβλίου που θα το συζητήσω στη συνέχεια. Γεννημένος στους Μολάους Λακωνίας το 1938, ο Καλλιφατίδης, έχει, εικάζω, και ο ίδιος μνήμες από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής που πιθανώς βρίσκουν τον δρόμο τους στον μύθο τού βιβλίου. Ο βασικός του ήρωας εξάλλου εμφανίζεται σαν alter ego του συγγραφέα σε παιδική ηλικία. Τώρα, η αλήθεια είναι ότι το συγκεκριμένο βιβλίο, αν κάποιος αποπειραθεί να το αξιολογήσει με τα μέτρα του μυθιστορήματος, θα σταθεί με μεγάλη αμηχανία απέναντί του. Το βιβλίο δεν κομίζει κάτι νέο ούτε προσφέρει κάτι που θα σκανδαλίσει τον αναγνώστη με κάποιο τρόπο. Το μεγαλύτερο μέρος του εξάλλου είναι μια εξιστόρηση της Ιλιάδας –με αρκετές χωμενιδιακές πινελιές (βλ. Χρ. Χωμενίδης, Ο βασιλιάς της, Πατάκης : 2020)–, σε επτά εφήβους από μια νεαρή δασκάλα, τη Μαρίνα, που φτάνει στο χωριό το 1944. Ανάμεσα στις εξιστορήσεις της Ιλιάδας παρεμβάλλονται και γεγονότα της εποχής από τη ζωή στο χωριό. Ο Καλλιφατίδης κάνει μια προσπάθεια να συνδέσει τις καταστάσεις που εξιστορεί η δασκάλα καθώς αφηγείται την Ιλιάδα με τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στο χωριό αλλά ο παραλληλισμός δεν λειτουργεί.
Το βιβλίο διαβάζεται όμως ευχάριστα και παρουσιάζει αρετές, αν κάποιος συνειδητοποιήσει ότι κρατάει στα χέρια του ένα πρώτης τάξεως παιδικό/εφηβικό ανάγνωσμα. Η γραφή του Καλλιφατίδη χαρακτηρίζεται από μεστή μετριοπάθεια: μια σύνεση ύφους που ουδέποτε διολισθαίνει στο μελόδραμα ή στον λυρισμό. Ανοίγει παρένθεση. Δεν γνωρίζω αν αυτό είναι κάτι σκόπιμο ή αν είναι αποτέλεσμα κάποιας ανοικείωσης του συγγραφέα με τη γλώσσα λόγω της μακρόχρονης παραμονής του στη Σουηδία. Γι’ αυτό και διερωτήθηκα στην αρχή αν το μετέφρασε από τα σουηδικά. Έχω την αίσθηση ότι η μετάφραση, ακόμη και η μετάφραση που πραγματοποιείται από τον ίδιο τον συγγραφέα, παρεμβάλλει ένα φίλτρο ανάμεσα στο πρωτότυπο και το μεταφρασμένο έργο· φίλτρο που πολλές φορές δρα ευεργετικά και εξαγνίζει το κείμενο από γλωσσικές αμετροέπειες. Κλείνει παρένθεση. Ακόμη λοιπόν και όταν αφηγείται τις ακρότητες που διαδραματίζονται τόσο έξω από τα τείχη της Τροίας, στο πλαίσιο της Ιλιάδας, όσο και στο υπό γερμανική κατοχή χωριό από τους Γερμανούς, ο Καλλιφατίδης, καταφέρνει να κρατήσει τις ισορροπίες και να σκιαγραφήσει συμπεριφορές και συναισθήματα που φτάνουν στον αναγνώστη μέσω λεπτών, αν και τετριμμένων, υπαινιγμών. Αναφέρω, για παράδειγμα, πώς η δασκάλα που ενώ αρχικά στην ιστορία παρουσιάζεται μαυροντυμένη, ξαφνικά, ο έφηβος ήρωας την παρατηρεί να μην φοράει πια μόνο μαύρα. Ο συγγραφέας έτσι υπαινίσσεται κάποιο συναίσθημα, αφού έχει φροντίσει βέβαια να μας τροφοδοτήσει και με άλλες πληροφορίες, που την υποκινεί να αφήσει πίσω το όποιο πένθος της, που όμως δεν κατονομάζεται. Ναι, ομολογουμένως, σε κάποια σημεία, ο Καλλιφατίδης διατυπώνει μέσω των ηρώων του απορίες που φαντάζουν κατάτι αναχρονιστικές και έωλες. Η έφηβη Δήμητρα και ο ήρωάς του που διακρίνουν στα έθιμα και τις πολεμικές πρακτικές της Ιλιάδας τη μειονεκτική θέση της γυναίκας διατυπώνονται κάπως άγαρμπα – χωρίς την απαιτούμενη προοικονομία. Επιπροσθέτως, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι στην κοινωνία του χωριού της εποχής η στάση απέναντι σε θέματα και κυρίως εγκλήματα τιμής που σχετίζονταν με γυναίκες δεν ήταν κάτι πλήρως ενταγμένο στην καθημερινότητα και γι’ αυτό σχεδόν αόρατο. Τα παιδιά όμως, οι ήρωες του Καλλιφατίδη, θυμούνται, και με πόνο ψυχής ανατρέχουν στη μνήμη τους σε ένα έγκλημα τιμής όπου ένας πατέρας δολοφονεί την έγκυο, με παράνομο δεσμό, κόρη του (βλ. σ. 31-32). Ο Καλλιφατίδης εξιστορεί μεν το σκηνικό με σύνεση, χωρίς περιττές ακρότητες, αλλά ο αναγνώστης μένει με την απορία για το από πού εκπηγάζει η ευαισθησία των παιδιών στο συγκεκριμένο θέμα. Είναι κάτι έμφυτο; Δηλαδή δύναται να διακρίνει το παιδί το αγκάθι της έμφυλης βίας στην καθημερινότητά του ή να ξεχωρίσει αποχρώσεις σε συμπεριφορές καθώς εκτίθεται σε ένα έργο τέχνης, εν προκειμένω στην εξιστόρηση της Ιλιάδας; Επιμένω σε αυτό το σημείο γιατί δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ο συγγραφέας δεν προσπαθεί διεκπεραιωτικά να εισαγάγει στο βιβλίο θεματικές που ερεθίζουν σήμερα τα αντανακλαστικά του αναγνώστη.
Παραθέτω:
«Κυρία, γιατί ήταν οι Έλληνες τόσο άσπλαχνοι; Γιατί λαχταρούσαν να βιάσουν τις γυναίκες και τις κόρες της Τροίας;»
Η Κυρία σήκωσε τα χέρια της σαν να ήθελε να πει ότι δεν είχε ιδέα, μα είχε.
«Όχι γιατί ήθελαν μια αγκαλιά, αλλά γιατί ήθελαν να ταπεινώσουν τους άντρες τους. Έτσι έκαναν τότε κι έτσι κάνουν και τώρα. Η γυναίκα –το σώμα της για την ακρίβεια– γίνεται πεδίο μάχης όπου οι άντρες ατιμάζουν και ατιμάζονται».
«Εγώ δεν είμαι πεδίο μάχης κι εγώ είμαι το σώμα μου», είπε η Δήμητρα (σ. 38).
Θα σχολιάσω εν τάχει πόσο προβληματικό είναι αυτό το απόσπασμα. Όταν το παιδί κατανοεί και χειρίζεται λεκτικά την έννοια «βιασμός», δεν γίνεται ο ενήλικας να του απαντάει και να μιλάει για «αγκαλιές» και μαζί, έτσι αβασάνιστα, για «ταπεινώσεις» μέσω βιασμών. Ας βάλουμε τα πράγματα σε μια κλίμακα: άλλο είναι η «αγκαλιά», άλλο ο «βιασμός» και άλλο οι «ταπεινώσεις» μέσω βιασμών. Όποιος γνωρίζει τι εστί «βιασμός» πιθανότατα κατέχει και την έννοια «αγκαλιά», αλλά οι «ταπεινώσεις» στο συγκείμενο ανήκουν σε μια εντελώς άλλη τάξη πραγμάτων. Το ξέρω ότι δοκιμάζω την υπομονή σας με τέτοιες λεπτομέρειες αλλά επειδή έμαθα να εκτιμώ τη μυθοπλαστική ευφυία ενός Κούντερα ή ενός Καλβίνο, όταν συναντώ έναν συγγραφέα που ανακατεύει απερίσκεπτα έννοιες νιώθω ότι προκύπτει ένας αχταρμάς που κάνει τον αναγνώστη να νιώθει άβολα χωρίς να καταφέρνει πάντα να διακρίνει την αιτία της δυσφορίας του, πράγμα που, με τη σειρά του, εύκολα τον οδηγεί σε μια παραίτηση από το έργο, ακόμα κι αν ολοκληρώσει την ανάγνωσή του. Ας πούμε όμως ότι με μια γενναία δόση συγγραφικής αδείας που επιτρέπουμε στον συγγραφέα δεν το παρατηρούμε αυτό. Όταν όμως η δεκαπεντάχρονη Δήμητρα λέει αυτό το «Εγώ δεν είμαι πεδίο μάχης κι εγώ είμαι το σώμα μου» (σ.38), κάνει μια πολύ σοβαρή δήλωση γιατί υπογραμμίζει την επιθυμία της να ταυτίσει το πρόσωπό της, την προσωπικότητά της ως γυναίκα, με το σώμα της. Θα μου πείτε πώς αλλιώς θα γινόταν; Μα στο πλαίσιο της έμφυλης βίας και της λογικής του κώδικα τιμής που φτάνει εύκολα και μέχρι το έγκλημα, το γυναικείο σώμα εγκαταλείπεται στην τύχη του και υπομένει τόσο στερήσεις όσο και εξάρσεις βίας εντελώς παράταιρες προς τις επιθυμίες του προσώπου. Όταν λοιπόν λέει η Δήμητρα «εγώ είμαι το σώμα μου», ταυτίζεται με τις επιθυμίες της και τις προσταγές τού έρωτα με έναν ιδιαιτέρως εμφατικό τρόπο που αντίκειται στα ήθη τής εποχής. Γι’ αυτό εξάλλου και η δασκάλα τής απαντάει: «Εύχομαι να μην το ξεχάσεις ποτέ» (38). Και όλα αυτά μπορεί να είναι όμορφα και έμπλεα νοημάτων αλλά ο συγγραφέας τα έχει βάλει στο στόμα μιας δεκαπεντάχρονης που ζει σε ένα χωριό το 1944 και που μάλλον δεν είχε εκτεθεί στις χάρες των Γάλλων υπαρξιστών, για τον πολύ απλό λόγο ότι ακόμη δεν είχαν γράψει. Για αυτό και είπα στην αρχή ότι το βιβλίο δεν στέκει ως μυθιστόρημα αξιώσεων, παρά τις αγνές προθέσεις του συγγραφέα.
Επιμένω όμως ότι συνιστά πολύ καλό παιδικό/εφηβικό ανάγνωσμα, και αυτό δεν το λέω καθόλου ειρωνικά. Το βιβλίο καταφέρνει όχι μόνο να είναι μια πολύ καλή εισαγωγή στην Ιλιάδα, αλλά, έστω και οριακά, πετυχαίνει να σκιαγραφήσει αυτό το μεταιχμιακό διάστημα ανάμεσα στη συγγενή αθωότητα του παιδιού και την επίκτητη δολιότητα που συνεπάγεται η ενηλικίωση. Και αυτό, τελικά, συνεπικουρείται και από την αφήγηση της Ιλιάδας που εμφορείται από αυτή την περίτεχνη εναλλαγή ανάμεσα στη φρικωδία των μαχών και του θανάτου και στις στιγμές εκτόνωσης που ο ήρωας, ζωντανός ή νεκρός, επιστρέφει (ή επιστρέφεται) στην αγκαλιά γονέων, συζύγων και ερωτικών συντρόφων για να δεχτεί την αγάπη και τη φροντίδα που κάνει τη γη να γυρίζει.
Θα κλείσω με μια γενική παρατήρηση, έτσι για να προσφέρω δικαιολογίες στον συγγραφέα να με αντικρούσει. «Ο ερωτισμός καλυμμένος ή δηλωμένος, φαντασιωμένος ή έμπρακτος, είναι συνυφασμένος με τη διδασκαλία», γράφει ο George Steiner στο Τα μαθήματα των Δασκάλων και αυτό είναι κάτι που βρίσκεται στην καρδιά του βιβλίου, γιατί ο ήρωας, αυτό το alter ego του συγγραφέα, δηλώνει από την πρώτη κιόλας πρόταση: «Ήμουν δεκαπέντε χρονών και ερωτευμένος με τη δασκάλα μου» (σ. 7). Ο έρωτας αυτός είναι που δύναται να προσφέρει μια εξήγηση για την όξυνση της αντίληψης του εφήβου που λόγω του έρωτά του για τη δασκάλα του την παρακολουθεί και την αφουγκράζεται με τέτοια προσήλωση ώστε να μπορεί να διακρίνει –όπως μόνο ο ερωτευμένος δύναται να πράττει– ακόμη και αποχρώσεις στη συμπεριφορά της που φαντάζουν υπερβολικά λεπτές ή παράταιρες για την ηλικία του. Και επειδή όλα αυτά ο Καλλιφατίδης τα φέρνει εις πέρας με σύνεση και μια σχεδόν παιδιάστικη αφέλεια πιστεύω ότι το βιβλίο, παρά τις όποιες αδυναμίες του, στέκει ως αξιοπρεπές παιδικό/εφηβικό ανάγνωσμα – είδος που, δυστυχώς, σήμερα, συναντάται εξαιρετικά σπάνια.
— Θοδωρής Καλλιφατίδης, Η πολιορκία της Τροίας, Πατάκης : 2022, 192 σελ. ISBN : 9789601639130, τιμή : €11.80.