Skip to main content
Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024
Παλπ

Οι ιστορίες της Μαρίας Μανωλέλη εκτυλίσσονται στις ΗΠΑ και προσφέρουν μια ευπρόσδεκτη αλλαγή από το σύνηθες ελληνικό, αστικό και περιαστικό, τοπίο. Το περιβάλλον φαίνεται να συμπαρασύρει και τις ιδέες της, που ξεφεύγουν από τον επαρχιωτισμό και τη συντηρητικότητα. Η Μανωλέλη επιλέγει να παρουσιάσει χαρακτήρες που διαβιούν όχι απλώς στο περιθώριο της κοινωνίας «στη γη της αφθονίας» (οπισθ.), αλλά σε μια ζώνη που οριακά και μόνο καθίσταται πραγματική. Η συγγραφέας δεν παρουσιάζει, απλώς, ανθρώπους εξαθλιωμένους οικονομικά, συναισθηματικά και ηθικά. Οι ήρωές της είναι υποκείμενα που, όταν φτάνει το πλήρωμα του χρόνου και οι συνθήκες κρίνονται κατάλληλες, δεν ορρωδούν προ ουδενός.

Επιζώντες τραγικών δυστυχημάτων, ηρωίδες που μεγάλωσαν σε ιδρύματα, που τις άφησαν «στη βρεφοδόχο του ιδρύματος» (σ. 51), ηρωίδες που κακοποιήθηκαν ποικιλοτρόπως από συντρόφους ή θετούς γονείς, άλλες, που δολοφόνησαν για το συμφέρον τους, ή, ακόμα και για το καλό του συνανθρώπου τους. Αν κάτι σκανδαλίζει τον αναγνώστη, αυτό είναι ότι οι πρωταγωνιστές της Μανωλέλη μοιάζουν  βγαλμένοι από τον χώρο του παλπ. 

Η Σίνθια, για παράδειγμα, στο «Σιδέρωμα με την ώρα» είναι ένα κορίτσι που «σιδερώνει» (σ. 22) για τον Αντρέ, τον γιο του «μεγαλύτερου τοκογλύφου της κομητείας» (ό.π.). Η Σίνθια όμως είναι «ένα από τα πολλά παιδιά του ψυχοπαθή [με το παρωνύμιο Σάικο] που είχε σκορπίσει τον θάνατο στην οικογένειά του και στη γειτονιά του πριν από καμιά εικοσαετία» (σ. 23). Μοιραία, θα έρθει σε αντιπαράθεση με το αφεντικό της. 

Η Αμάντα Τόμας, στο «3/4», είναι μια νέα γυναίκα που έφυγε «[...] από το Χόξι των χιλίων κατοίκων και από το αχούρι του πατέρα τ[ης], για να σπιτωθ[εί] από τον πρώτο κιόλας μήνα στον Κάνσας, στον γελοίο Κρις» (σ. 39). «[...] [Ο] Κρις με έκανε δώρο στους καλούς του φίλους. Όχι καθημερινά, αλλά κάποιες φορές μέσα στο τρίμηνο που έμεινα μαζί του μου επέβαλε να ανεχτώ τον Κιθ και τον Μάικ όπως ακριβώς ανεχόμουν αυτόν» (σ. 41). 

Σε δύο περιπτώσεις, στο «Pet Shop» και στο «Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Μπαράκ Ομπάμα», μητέρες εγκαταλείπουν τα παιδιά τους, είτε σε περιστασιακούς συντρόφους είτε μόνα τους, και επιστρέφουν ξανά, μετά από μερικούς μήνες με ένα «[...] καινούριο κουτσούβελο στα χέρια» (σ. 117).

Η Μανωλέλη σκιαγραφεί τόσο ακραίες καταστάσεις που βρίσκεται, ήδη, δύο επίπεδα μακριά από την πραγματικότητα. Δεν κατασκευάζει απλώς παλπ διηγήματα παραβατικότητας και αμοραλισμού, αλλά φαίνεται σαν να φωτογραφίζει ήρωες και καταστάσεις από κάποιο δημιουργικό αποθεματικό: λογοτεχνικό, κινηματογραφικό και τηλεοπτικό. 

Ελάχιστες ιστορίες χαρακτηρίζονται από αληθοφάνεια. Στοιχείο, βέβαια, ουδόλως αρνητικό, καθώς στόχος εδώ δεν είναι η αποτύπωση κάποιας αλήθειας ή ένας συγκαλυμμένος διδακτισμός, αλλά η αναγνωστική απόλαυση. Η συγγραφέας δείχνει, τουλάχιστον στην αρχή της συλλογής, να τα καταφέρνει αρκετά καλά.

Το «In God we trust», το διήγημα που ανοίγει και δίνει και τον τίτλο στη συλλογή, ενώ σκιαγραφεί δόκιμα, σε ελάχιστες σελίδες, την ειρωνεία που ενέχει ο τίτλος, υπονομεύεται από την επιλογή της Μανωλέλη να εξηγήσει επακριβώς τι σημαίνει ο τίτλος και πού τον συναντάμε. Ένα σχολικό λεωφορείο ξέφυγε από τον δρόμο και έπεσε στον γκρεμό. Ο ήρωας είναι ο μοναδικός επιζήσαντας. Είκοσι χρόνια μετά, καλείται να αφηγηθεί το περιστατικό σε ένα ντοκιμαντέρ. Ο σκηνοθέτης θα αποπειραθεί να εκμαιεύσει από την περιθωριακή περσόνα μια αξιομνημόνευτη ιστορία.

«Ήταν η πρώτη φορά που έπιανα δολάριο στα χέρια μου. Εννιά, ναι, μόλις τα είχα κλείσει. Μια μέρα μετά τα γενέθλιά μου έγινε το ατύχημα. Το κρατούσα και προσπαθούσα να διαβάσω τι λέει. Ναι, συλλάβιζα εννιά χρονών, υπάρχει πρόβλημα; Ο σκηνοθέτης μας πλησιάζει και λέει να συνεχίσω. Ιν γκοντ γουί τραστ» (σσ. 14-15). 

Το διήγημα είναι καλό. Το “εύρημα”, όμως, θα λειτουργούσε καταλυτικά και θα απογείωνε την ιστορία, αν είχε παραμένει υποδόριο, βουβό. Η Μανωλέλη έπρεπε να είχε απαλείψει αυτό το «Ιν γκοντ γουί τραστ», που μάλιστα επαναλαμβάνεται δύο φορές, προς το τέλος του κειμένου. Αφού ανέλαβε το ρίσκο να χωροθετήσει τα διηγήματά της στις ΗΠΑ, και αφού η φράση συνιστά τον τίτλο συλλογής και διηγήματος, η συγγραφέας θα έπρεπε να εμπιστευτεί τον αναγνώστη ότι θα ανακαλύψει τη σημασία του τίτλου, που, όπως κι αν το κάνουμε, δεν απαιτεί και καμιά νοηματική ακροβασία. Η απάλειψη της φράσης στο κομβικό σημείο θα τόνωνε τον υπαινιγμό. Θα χάριζε στον αναγνώστη ένα ψήγμα ικανοποίησης ότι συνέδραμε στην κατασκευή του διηγήματος. Μικρό το ρίσκο, μεγάλη η ανταμοιβή.

Το «Πρωτοχρονιά στην Τάιμς Σκουέαρ», το δεύτερο διήγημα, είναι ίσως το καλύτερο της συλλογής. 

«Από τους γονείς μου κληρονόμησα μεγάλα χρέη κι έναν αυτιστικό αδερφό, τον Κεν» (σ.17).

Η Μανωλέλη πραγματεύεται το ιδιότυπο υπαρξιακό ισοζύγιο προτεραιοτήτων της Μάντλιν, που προσπαθεί να ισορροπήσει τις υποχρεώσεις της τόσο απέναντι στον αυτιστικό αδελφό της όσο και προς τον εαυτό της. Η συγγραφέας σκιαγραφεί τον ρευστό αμοραλισμό της ηρωίδας της, που επινοεί ευφάνταστους συμψηφισμούς, στην απόπειρά της να κατοχυρώσει το μερίδιό της στην ευτυχία. 

Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα διηγήματα, όμως, είναι βιαστικά και πρόχειρα φτιαγμένα. Στερούνται έρματος και αναλώνονται σε προσχηματικές πλοκές με κοινότοπες καταλήξεις. 

Το «Pet Shop», ενώ ξεκινάει με την άκρως ασυνήθιστη εξοικείωση του ήρωα με τα φίδια καταλήγει σε ένα γλυκαναλατό συμπέρασμα. Παρατηρήστε την αποκαρδιωτική αντίστιξη της πρώτης με την τελευταία πρόταση του διηγήματος:

«Τότε που ζούσαμε πίσω από το ποτάμι και κάθε πρωί βρίσκαμε φίδια στα ρούχα μας, ήμασταν δεν ήμασταν δέκα χρονών» (σ. 45).

«Ναι, τα χρόνια κοντά στο ποτάμι δεν ήταν εντελώς χαμένα, όπως έλεγαν σε όλα τα σχολεία που πήγα μετέπειτα» (σ. 48).

Το είδος που έχει επιλέξει εδώ η Μανωλέλη, εύκολα εκφυλίζεται στο τετριμμένο, ακριβώς επειδή οι καταστάσεις που πραγματεύεται είναι υπερβολικές. Η υπερβολή είναι, τις περισσότερες φορές, και η ένδειξη της ανεπάρκειάς τους. Η συγγραφέας, σε αρκετά σημεία, διολισθαίνει στην καρικατούρα, όπως, για παράδειγμα, στο «Χρυσό ρολόι χειρός». Οι δύο ορφανές ηρωίδες, που μετά την ενηλικίωσή τους φεύγουν από το ίδρυμα και, εν μία νυκτί, εξελίσσονται σε δεινές πορτοφολούδες στη Βοστώνη, ουδόλως πείθουν. Το ότι η μία ερωτεύεται τον παντρεμένο τραπεζίτη που την έχει προσλάβει ως γκουβερνάντα, δυστυχώς, εντείνει την ατμόσφαιρα φθηνού ρομάντζου. «Η γυναίκα του ήταν αρκετά καλή μαζί της, μιας και δεν γνώριζε πως σε έναν μόλις χρόνο ο τραπεζίτης θα την αντικαταστήσει με την Τζόαν και στην καρδιά του και στο κρεβάτι του» (σ. 53). 

Στο «Killing in the name of», όπου η ηρωίδα μάς αφηγείται τον έρωτά της για τον Ζακ, έναν μουσικό, μέλος της συμμορίας δολοφόνων στην οποία συμμετέχει και η ίδια, η υπερβολή διακρίνεται αμέσως, στην πρώτη φράση που ξεστομίζει ο Ζακ: «Μιλάω μόνο σοβαρά όταν φοράω αυτή την μπλούζα» (σ. 97). Λίγο παρακάτω διαβάζουμε: «Η οργή που έβγαζε στους στίχους του μου είχε καρφωθεί στο μυαλό ότι θα του έβγαινε πιο δημιουργικά στο κρεβάτι, και από τότε που έκανα αυτή τη σκέψη, άρχισα να τον βλέπω διαφορετικά. Killing in the name of, τραγουδούσε, κι εγώ μας φανταζόμουν στο κρεβάτι μου, να σκοτώνουμε τη θνητή μας φύση ξανά και ξανά» (σ. 100). 

Επιπροσθέτως, η γλώσσα της Μανωλέλη, που σε σημεία μοιάζει με κακή μετάφραση, αμαυρώνει τις όποιες εύστοχες επινοήσεις της και στέκει ως ένα ακόμη εμπόδιο. 

Παραθέτω:

«Είναι πολύ όμορφος, έχει αέρα και σπουδάζει στο τελευταίο έτος στη Νομική» (σ. 18). 

«Μπορούσα να χορεύω όλη νύχτα στην πλατφόρμα του κλαμπ που δούλευα, αλλά να τρέξω με τους εμμονικούς υγείουλες στο Σέντραλ Παρκ ήταν μια μορφή βασανιστηρίου» (σ. 97). 

«[...] [Δ]εν ήταν λίγες οι φορές που σκοτεινά παιδιά με κατάθλιψη ή γελοίοι νταήδες μπήκαν στο στόχαστρο ως πιθανοί δολοφόνοι» (σ. 105).

Πέρα από τις γλωσσικές αστοχίες, οι σύντομες ιστορίες της Μανωλέλη, για να σταθούν με αξιώσεις θα απαιτούσαν άψογο χειρισμό ελλειπτικότητας, που θα συνδυαζόταν με γερές δόσεις υπαινιγμού. Η συγγραφέας, όμως, τελικά, φορτίζει επαναληπτικά τους ευσύνοπτους και απλοϊκούς μύθους της με σχεδόν παιδιάστικη οργή, που μοιάζει να εκρήγνυται με το πάτημα ενός κουμπιού. Οργή που έρχεται, δηλαδή, απολύτως αναμενόμενα, χωρίς ποτέ να αφήνονται υπόνοιες για το βραδυφλεγές φυτίλι συλλογισμών/παραλογισμών που σιγοκαίει κάτω από την επιφάνεια των γεγονότων.

Ο αναγνώστης, ως επί το πλείστον, ακολουθεί, αλλά το όποιο ενδιαφέρον του γρήγορα εξανεμίζεται. Η συγγραφέας, τολμώ να πω, θα επωφελούνταν τα μάλα από τις διδαχές του Μισέλ Φάις. 

 

 — Μαρία Μανωλέλη, in God we trust, Ποταμός: 2024, 120 σελίδες, ISBN: 9789605450298, τιμή: €12,90.

 

Edit: Από δική μου παρανόηση είχα γράψει «"Από μικρή μπορούσε με απόλυτη ευκολία να λύσει μέχρι την τελευταία βίδα το πικάπ τους και να το επαναφέρει στην αρχική του μορφή με ακρίβεια" (σ. 55). 

Η συγγραφέας εδώ αναφέρεται σε ημιφορτηγό (pickup truck) και όχι σε συσκευή αναπαραγωγής δίσκων βινυλίου».

Κατόπιν επικοινωνίας με τη συγγραφέα μού επισημάνθηκε ότι η ηρωίδα όντως επισκευάζει πικάπ βινυλίων.