«“Μην την ακούς”, θα σου πει πάλι ο διαχειριστής με την οδοντογλυφίδα στο στόμα, “αυτή φοβάται και τη σκιά της”, η οδοντογλυφίδα να επιμένει, να συνεχίζει την ανασκαφή, “μην την ακούς, έχει να γαμηθεί από το ’74!”. Πόσο σκληρό αυτό που είπε, απάνθρωπο» (σ. 45).
Καταρχάς, αυτό το «[...] έχει να γαμηθεί από το ’74!». Παρατηρήστε ότι η συγκεκριμένη φράση δεν διαθέτει την ίδια φόρτιση, αν τυγχάνει να μην είσαι Κύπριος και είσαι, για παράδειγμα, κάποιος που έχει μεγαλώσει στην Ελλάδα. Η βρισιά είναι εξάλλου, πάντα, και ένα αυθεντικό στοιχείο ταυτότητας. Αλλά, και αυτό είναι κρίσιμο «αλλά» για τους σκοπούς της συγγραφέως η συγκεκριμένη χρονολογία, το «‘74», έτσι όπως φιγουράρει εύγλωττα εγκιβωτισμένη στη φράση δεν είναι αδιάφορη στον Έλληνα αναγνώστη· δεν φέρει όμως μόνο συνδηλώσεις για την έννοια της Μεταπολίτευσης αλλά κομίζει και τη θύμηση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο – έστω κι αν αυτό, για τον αναγνώστη που δεν διαβιοί στην Κύπρο, είναι κάπως πιο αχνό. Η βρισιά λοιπόν συνιστά μια από τις πύλες εισόδου προς τα ενδότερα αυτής της συλλογής «μικροδιηγημάτων». Σας καλώ όμως να παρατηρήσετε και τη “βουβή” φράση που ακολουθεί τη βρισιά: «Πόσο σκληρό αυτό που είπε, απάνθρωπο». Η Μαρία Α. Ιωάννου (Λεμεσός, 1982) κατασκευάζει εκφάνσεις της σημασίας του «ανθρώπινου» που, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, οριοθετείται εξ αντιδιαστολής πάνω σε αυτό το «απάνθρωπο». Το βιβλίο βρίθει όμως και αντικειμένων –«τοστιέρες, λάμπες, φωτοτυπικές μηχανές»– που αποκτούν λόγο· εκφράζουν σκέψεις και στέκουν ανάμεσα στο ανθρώπινο και το μη ανθρώπινο που μπορεί και να χωράει σε αυτό το Οι Ενδιάμεσοι του τίτλου. Και λέω «μπορεί» γιατί η συγγραφέας κάπου νομίζω παρασύρεται σε αυτούς τους ανθρωπομορφισμούς και χάνει λίγο την ισορροπία της καθώς αναπτύσσει αυτό το αξιόλογο εγχείρημα.
Ας ομολογήσω όμως ότι διάβασα το βιβλίο γιατί με σκανδάλισε το μότο του – ένα από τα δύο που προσφέρονται στον αναγνώστη. Παραθέτω: «όταν τα δύο μου χέρια ακουμπούν το ένα το άλλο, δεν αντιλαμβάνομαι δύο διαφορετικές αισθήσεις [...] αλλά μια μυστήρια σύνθεση μέσα στην οποία τα δύο αυτά χέρια, αλλάζοντας ρόλους, αγγίζουν και αγγίζονται», (Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, Φαινομενολογία της Αντίληψης, 1945.) Η Ιωάννου δίνει τα στοιχεία της αγγλικής έκδοσης: μτφρ. Donald A. Landes, Routledge: 2012, χωρίς περαιτέρω στοιχεία. Υπάρχει και ελληνική μετάφραση (Νήσος: 2016) αλλά δυστυχώς δεν την έχω. Υποθέτω ότι το απόσπασμα που διαβάζουμε στο μότο είναι σε δική της μετάφραση, ίσως με τη βοήθεια της Λίνας Πρωτοπαπά, που αναφέρεται ως βοηθός μετάφρασης. Με σκανδάλισε όμως το μότο όχι μόνο γιατί έχω αδυναμία στον συγκεκριμένο Γάλλο φιλόσοφο αλλά και γιατί ήθελα να δω αν μπορώ να διακρίνω κάπου στο βιβλίο τις απολήξεις του.
Είναι λοιπόν αυτή η εναλλαγή της αίσθησης από το ένα χέρι στο άλλο, αλλά και στο ίδιο χέρι που αποπειράται να αισθανθεί τη συγχρονία του «αγγίζω» και «αγγίζομαι». Και το σημαντικό εδώ εντοπίζεται όχι στην εναλλαγή, αλλά στη συγχρονία που ο νους εισπράττει ως «μυστήρια σύνθεση», στην ελληνική μετάφραση που μας δίνει η συγγραφέας, «ambiguous organization», στην αγγλική μετάφραση του 2012. Η Ιωάννου, δοκιμάζει λοιπόν να σκιαγραφήσει στο βιβλίο μια αναλογία όπου στο «ενδιάμεσο» δύνανται να βρίσκονται τόσο οι άνθρωποι όσο και η γλώσσα τους –εδώ, το κυπριακό ιδίωμα σε σχέση με τα νέα ελληνικά δύναται να στέκεται ακριβώς σε αυτή τη συγχρονία –τη «μυστήρια σύνθεση»– του χεριού καθώς ψηλαφεί αλλά και ψηλαφίζεται. Όταν λοιπόν διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο τα διάφορα «μεταξύ» που αναφέρει η συγγραφέας καθώς υπαινίσσεται αυτό το μεσοδιάστημα, και διαβάζουμε αυτό το «μεταξύ ενός “και” κι ενός “τζ̌αι”», μπορούμε να σκεφτούμε και το χέρι ως «σ̌έριν». Γράφει η συγγραφέας: «Η όλη ιστορία ξεκίνησε από το χέρι του Χίτλερ, εκείνο το αιώνια σηκωμένο, λες κι είχε ζωή από μόνο του. Κάποια στιγμή ο συγκεκριμένος χαρακτήρας έζησε και ως σ̌έριν, στην κυπριακή διάλεκτο [...]» (σ. 82). Έτσι, ο αναγνώστης δεν είναι σίγουρος αν τα διηγήματα/“ποιήματα” στην κυπριακή συνιστούν ανάπαυλες στο σώμα του κειμένου ή αν ισχύει το αντίστροφο. Αν τα νέα ελληνικά δηλαδή είναι παύσεις στο ιδίωμα. Η έμφαση όμως, έτσι τουλάχιστον όπως διαβάζω εγώ τη συλλογή, εντοπίζεται στο μεσοδιάστημα το οποίο η συγγραφέας εμπλουτίζει και με φωτογραφίες αλλά και με μια ηχοποίητη διάσταση του βιβλίου που, όπως θα εξηγήσω, εντάσσεται δόκιμα στην εμπειρία της ανάγνωσης. Βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέροντες, ως αναγνώστης από την Ελλάδα, τους τρόπους με τους οποίους οι σκηνές της καθημερινότητας που δομούν τον λογοτεχνικό ιστό του έργου τοποθετούνται στην Κύπρο. Η βρισιά, για παράδειγμα, που παρέθεσα στην αρχή, συνιστά χαρακτηριστικό δείγμα εντοπιότητας του κειμένου. Είναι λοιπόν χαρακτηριστικό πώς ο Έλληνας αναγνώστης βιώνει κάποια πράγματα, που δεν τα γνωρίζει βιωματικά όπως ο Κύπριος, όχι ως ξένα αλλά ως κάπως απομακρυσμένα: σαν να κείνται στο ενδιάμεσο. Και αυτό που αποτρέπει την αποξένωση είναι προφανώς η γλώσσα που ακόμη και στο ιδίωμά της παραμένει η ελληνική. Με σκανδάλισε περαιτέρω το βιβλίο για το αν τελικά καταφέρνει να αποτυπώσει έναν τόπο, ίσως αυτό το «πάμεν έσσω μας;» που είναι και η τελευταία φράση –κατακλείδα– του βιβλίου. Αν αυτό το «σπίτι/σπιτικό», που σημαίνει το «έσσω», είναι κάτι παραπάνω από μια αμιγώς κυπριακή έννοια που ίσως ψηλαφίζει, καθώς ψηλαφίζεται –έτσι όπως το ένα χέρι ακουμπάει το άλλο «σ̌έριν» και η διάδρασή τους παράγει ένα «έσσω» για τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο.
Το βιβλίο διαθέτει όμως και εντυπωσιακό εύρος θεματικών. Δεν είναι μόνο τα διηγήματα που εμπλέκουν το «κυπριακό» σε διάφορες παραλλαγές: «Δόντια στον παράδεισο», «Κομμένοι», «Καταπατημένοι», «Το μαξιλάριν», «Όνειρο στην οδό Ανεξαρτησίας». Δεν είναι μόνο τα διηγήματα που περιέχουν ένα εύρημα, άλλοτε ευδιάκριτο και άλλοτε υποδόριο, που επιδεικνύουν την ικανότητα της συγγραφέως να συνθέτει σε λίγες γραμμές μια έμπλεη νοήματος ιστορία: «Σπίτι μικροσκοπικό», «Μελάνι», «Πολύ όμορφοι», «Πιτσουνάκια», «Λαχτάρα», «Χέρι», «Αθυρόστομος». Δεν μπορώ να μην ξεχωρίσω, εδώ, το μιας σελίδας διήγημα που ανοίγει τη συλλογή: το «Σπίτι μικροσκοπικό». Παραθέτω:
«“Βοήθειααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααα”, φώναξε η γριά από το μικροσκοπικό παράθυρο του μικροσκοπικού της σπιτιού, περικυκλωμένου από τρεις πολυκατοικίες, τέσσερις, αν μετρούσες και τη δική μας. “Πεθαίνει! Ο άντρας μου πεθαίνει!”. Την πρώτη φορά καλέσαμε ασθενοφόρο. Τη δεύτερη ένας γείτονας έσπασε το παράθυρο του κλειδαμπαρωμένου σπιτιού της, έγδαρε μάλιστα ένα γόνατο και θρήνησε ένα νύχι. Την τρίτη φορά απλά κρεμάσαμε τους λαιμούς μας από τα μπαλκόνια και συνεχίσαμε να κοιταζόμαστε, λες και κάποιος από εμάς αερίστηκε αθόρυβα σε οικογενειακό τραπέζι. Την τέταρτη φορά σφαλίσαμε τα παράθυρα, ηχορύπανση χειρότερη κι απ’ τα βεγγαλικά που τινάζουν τα μυαλά του ουρανού κάθε βράδυ. Την πέμπτη φορά, ένας γείτονας από άλλη πολυκατοικία –την πολυκατοικία με τα παράθυρα καθρέπτες– την αποκάλεσε “σιχαμερή κατσαρίδα”. Την έκτη φορά δεν ακούστηκε τίποτα, μόνο ο γιος κάποιου, που είχε τη φήμη μεγάλου γαμιά, έφτυσε μια ροχάλα πάνω στη μικροσκοπική στέγη του μικροσκοπικού της σπιτιού, περικυκλωμένου από τρεις πολυκατοικίες, τέσσερις αν μετρούσες τη δική μας, πέντε, αν μετρούσες και την καινούργια υπό κατασκευή» (σ. 9).
Παρατηρήστε πώς η Ιωάννου, αφού δίνει τις χωρικές συντεταγμένες, πιάνεται από ένα εξαιρετικό περιστατικό της καθημερινότητας, την κραυγή της «γριάς» για βοήθεια, που συνοδεύεται αρχικά από την αναμενόμενη αντίδραση: «καλέσαμε ασθενοφόρο». Στη συνέχεια, τη δεύτερη φορά, αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερη αμεσότητα· την τρίτη φορά, η αντίδραση εξελίσσεται σε αδιαφορία· την τέταρτη, σε λήψη μέτρων εξαφάνισης του “προβλήματος”, «σφαλίσαμε τα παράθυρα, ηχορύπανση χειρότερη κι απ’ τα βεγγαλικά»· την πέμπτη και την έκτη σε αντίμετρα χλευασμού, για να οδηγηθούμε στο τέλος στην αναφορά μιας ακόμη υπό κατασκευή πολυκατοικίας. Το διηγημα αφήνει τον αναγνώστη μετέωρο να αποφανθεί, ή μάλλον να ερμηνεύσει, γιατί ο παραλογισμός της «γριάς» του φαίνεται απολύτως λογικός. Η Ιωάννου καλεί τον αναγνώστη όχι μόνο να χαμογελάσει με το ευρηματικό και ύπουλα μειωτικό «γιος κάποιου, που είχε τη φήμη μεγάλου γαμιά», που λειτουργεί σαν σημείο καμπής της προκαταληψης του αναγνώστη που μπορεί μέχρι αυτό το σημείο να έχει ταμπουρωθεί πίσω από μια επίφαση τάξης και νομιμότητας, αλλά γέρνει τον ζυγό της συμπάθειας, ακριβώς στη λήξη, με την υπό κατασκευή πολυκατοικία, υπέρ της «γριάς».
Η Ιωάννου εντάσσει στο βιβλίο και μια σειρά φωτογραφιών, όπως και μια «vintage διαφήμιση» που συνοδεύει το διήγημα «Ακρυλαμίδιο». Το συγκεκριμένο διήγημα, παρότι οφείλω να αναγνωρίσω την ευρηματικότητα της συγγραφέως, δεν πείθει. Αυτό το «[...] οι τοστιέρες ξέρουν καλά τι θα πει υπομονή, ζουν ολοκαυτώματα κάθε μέρα» (σ. 119), αλλά και το «πολλαπλά ολοκαυτώματα» (σ. 120), που παίζει παράλληλα με τον υπαινιγμό «πολλαπλοί οργασμοί» δεν γράφουν καλά για προφανείς λόγους.
Όπως δεν πείθει και το διήγημα «Model D234578» όπου ένα φωτοτυπικό διατυπώνει την αναστάτωσή του πού ένας υπάλληλος του γραφείου «μόλις έλιωσε το κεφάλι του πάνω μου» (σ. 62). Κι εδώ όμως οφείλω να αναγνωρίσω την ευρηματικότητα της Ιωάννου που αποδίδει ερωτικές/σεξουαλικές σκέψεις και επιθυμίες στο φωτοτυπικό, αλλά και που εμπλουτίζει το διήγημα με φορμαλισμούς, και μια φωτογραφία/σελίδα με διαγραμμίσεις τόνερ σε λευκό χαρτί σε απομίμηση ελαττωματικής σελίδας από φωτοτυπικό.
Απόρησα επίσης με την επιλογή των φωτογραφιών που εμφανίζονται στις σελίδες 132-133. Πρόκειται για την ίδια φωτογραφία, τοποθετημένη τη δεύτερη φορά αντεστραμμένη όπου και απεικονίζεται μια «λάνταν», μια λακκούβα με νερό, που θα ταίριαζε περισσότερο στο διήγημα «Εβούττησα» όπου περιγράφεται ακριβώς ο αντικατοπτρισμός του ουρανού που διακρίνεται στη φωτογραφία. Πιθανό βέβαια η συγγραφέας να είχε άλλο σκεπτικό που μου διαφεύγει.
Θα κλείσω με μια αναφορά στο καταληκτικό άτιτλο διήγημα, των ογδόντα πέντε λέξεων, που καταλαμβάνει τις τελευταίες είκοσι τρεις σελίδες. Παραθέτω: «Αντρίκκο εζωντάνεψες;/ όι αγάπη μου/ επέθανα;/ επεθάναμεν τζ̌ι οι θκυο/ έπνιξαν με οι πολυκατοικίες ήταν όπως τα θερκά/ ξέρω το/ έχασα τον νουν μου/ ο νους έν’ για να τον χάννεις τζαι να τον ξαναβρίσκεις/ ήβρα σε/ εβρεθήκαμεν/ έν’ γράμματα τούτα ούλλα που κάτω μας; ενόμιζα έν’ φύλλα/ Νίτσα έν’ σε βιβλίον που είμαστεν/ βιβλίον;/ εν θωρείς τες σελίδες που γυρίζουν;/ έν’ βιβλίο ιστορίας;/ έν’ λογοτεχνικόν/ κρίμας δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε τίποτε/ μπορούμε όμως να πάμεν όπου θέλουμεν/ όπου θέλουμεν;/ όπου θέλουμεν/ πάμεν έσσω μας;» (σσ. 135-157).
Εδώ, εικάζω, διαβάζουμε έναν διάλογο ανάμεσα σε ένα ζευγάρι νεκρών. Εικάζω, και πάλι, ότι πρόκειται για το ζεύγος που αναφέρεται στο διήγημα που ανοίγει τη συλλογή, αυτό που έχω παραθέσει παραπανω, καθώς διαβάζουμε και τη φράση «επεθάναμεν τζ̌ι οι θκυο/ έπνιξαν με οι πολυκατοικίες/ ήταν όπως τα θερκά». Το διήγημα, έτσι όπως είναι διαμοιρασμένο σε τόσες σελίδες, προσφέρει στον αναγνώστη και μία επιπλέον διάσταση, πέρα από το κείμενο και τις φωτογραφίες, που οφείλω να υπογραμμίσω. Η Ιωάννου τού έχει προσδώσει μια ηχοποίητη διάσταση, γιατί έτσι όπως διαβάζουμε αυτό το «εν θωρείς τες σελίδες που γυρίζουν;» εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούμε τις σελίδες να γυρίζουν. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Η συγγραφέας εδώ διατείνεται και κάτι άλλο που χρήζει προσοχής: ενώ η Ιστορία δύναται να αλλάζει: «έν’ βιβλίο ιστορίας;/ έν’ λογοτεχνικόν/ κρίμας δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε τίποτε», η λογοτεχνία προσφέρει μια άλλου είδους ελευθερία, πέρα από τα δεσμά της ιστορικής αλήθειας και της παραποίησής της: «μπορούμε όμως να πάμεν όπου θέλουμεν». Η Ιωάννου δηλαδή υπογραμμίζει εδώ, με έναν θαυμαστά ευσύνοπτο τρόπο, την αληθινή υπέρβαση που συνιστά η πράξη της λογοτεχνίας.
Παρά τις μικρές αστοχίες της η συγκεκριμένη συλλογή ξεχωρίζει για την εξαίρετη πολυαισθητηριακή αναγνωστική εμπειρία που προσφέρει καθώς συναρμόζει με χάρη το κυπριακό ιδίωμα με τα νέα ελληνικά, τη φωτογραφία, αλλά και τον ίδιο τον ήχο των σελίδων του που, στο καταληκτικό διήγημα, συνιστά δόκιμο στοιχείο της λογοτεχνικότητάς του. Όλα τα στοιχεία αυτά, σε αρμονία, σε αυτό το «ambiguous organization», που θυμίζει τα χέρια που αγγίζουν και αγγίζονται, συνιστούν κατά την άποψη μου και μια πιθανή έκφανση του περίφημου «έσσω» της καταληκτικής φράσης.
— Μαρία Α. Ιωάννου, Οι Ενδιάμεσοι, Νεφέλη: 2022, 176 σελίδες, ISBN: 9789605043384, τιμή: €13.30.