Υπάρχει ένα εξαιρετικό «ανέκδοτο»· μας το μεταφέρει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, για έναν διαγωνισμό ανάμεσα σε δύο διάσημους ζωγράφους της (κλασικής) αρχαιότητας: τον Ζεύξη και τον Παρράσιο. Ο Ζεύξης, που υποτίθεται ότι είχε τελειοποιήσει αυτό που αργότερα θα αποκαλούσαμε «νεκρή φύση», ήταν ικανός, λέει η ιστορία, να ζωγραφίζει σταφύλια με τέτοια αληθοφάνεια που έκαναν τα πουλιά να προσπαθούν να τα τσιμπήσουν προσκρούοντας στην αναπαράστασή του – κάποιοι θα σας πουν ότι ο Ζεύξης υπήρξε ο πατέρας της τεχνικής που αργότερα αποκαλέσαμε «trompe l'oeil», αλλά μην πιστεύετε πάντα ό,τι ακούτε. Ο Ζεύξης λοιπόν, σίγουρος για τη νίκη του, προκάλεσε τον Παρράσιο σε μια αναμέτρηση. Όταν εκείνος αποκάλυψε τα περίφημα σταφύλια του, και είπε στον Παρράσιο να τραβήξει το πανί που σκέπαζε τον δικό του πίνακα για να κριθεί το αποτέλεσμα, συνειδητοποίησε, έκπληκτος, ότι το πανί ήταν ο πίνακας. Μεγαλόψυχα, παραδέχτηκε την ήττα του με τη φράση: «Ο Ζεύξης ξεγέλασε τα πουλιά και ο Παρράσιος τον Ζεύξη» ή τέλος πάντων κάπως έτσι – μεταφέρω το ανέκδοτο από μνήμης. Το «ανέκδοτο», εκτός από την προφανή σημασία του, την απεικόνιση του πανιού που ξεγελάει το βλέμμα, προσφέρεται και για μια βαθύτερη ανάγνωση: τις περισσότερες φορές, στην τέχνη, υπερισχύει, ακόμη και τη ρεαλιστικότερη των αναπαραστάσεων, η δύναμη του υπαινιγμού που αφήνει το φαντασιακό του θεατή να οργιάσει. Κρατήστε αυτό το «οργιάσει», γιατί θα το χρειαστούμε παρακάτω.
Θα ήθελα να παραδεχτώ κάτι που με ταλαιπωρεί, καιρό τώρα, αλλά που το μυθιστόρημα του Νίκου Μάντη (Αθήνα, 1976) το έφερε στην επιφάνεια. Ο «αναγνώστης» που αναφέρω συχνά στα κείμενα που διαβάζετε εδώ, αυτός που υποτίθεται ότι συνιστά το κοινό των βιβλίων για τα οποία γράφω εγώ, δεν είμαι ακριβώς εγώ. Δυστυχώς, συνειδητοποιώ, ότι ένα από αυτά που θυσιάζει κανείς για να σταθεί κριτικά απέναντι σε ένα κείμενο, είναι και η απόλαυση της αδιαμεσολάβητης ανάγνωσης, ή τουλάχιστον μιας έννοιας αδιαμεσολάβητης ανάγνωσης, καθότι το «αθώο –αδιαμεσολάβητο– βλέμμα» δεν υφίσταται ακριβώς (το θέμα συνιστά τεράστια φιλοσοφική συζήτηση που ουδόλως μας ενδιαφέρει εδώ). Εγώ, δυστυχώς, δεν είμαι ο «αναγνώστης» των κειμένων που απορεί για το πώς πρέπει να σταθεί απέναντι σε κάποια σημεία –και ζορίζεται, και εντυπωσιάζεται καθώς διαβάζει τα βιβλία του εκάστοτε συγγραφέα– αλλά κάποιος που διαβάζει με το ένα μάτι στο κείμενο, ενώ με το άλλο αναζητά διαρκώς ραφές και ξέφτια που μπορεί να έχουν ξεφύγει ή που βρίσκονται σκόπιμα εκεί από τον συγγραφέα. Η αναζήτηση των ραφών είναι δουλειά του κριτικού και όχι τόσο του «αναγνώστη». Μην σας ξενίζει αυτό· είναι μια βαθιά αλήθεια της μυθοπλασίας που μας τη μεταφέρει με τον τρόπο του και ο Γιάννης Πάνου στην περίφημη «Remington»: «[...] [α]ν σηκώσεις την άκρη της κρεμασμένης πάνω από το κρεβάτι κεντητής μπάντας [...] τότε θα δεις την πίσω όψη του παραμυθιού, χαμένη τη μαγεία των χρωμάτων, την τεχνική ξεμπροστιασμένη, όλο κόμπους και στηρίγματα και μεγάλες βελονιές» (Από το στόμα της παλιάς Remington…, Καστανιώτης: 2000, σ. 341).
Διαβάζοντας το Κιθαιρώνας έχω την αίσθηση ότι ο συγγραφέας δεν κατάφερε να συντηρήσει την περίφημη αναστολή της δυσπιστίας, γιατί με κάποιο τρόπο «σήκωσε την άκρη της κεντητής μπάντας», και εμείς, μοιραία, είδαμε «την τεχνική ξεμπροστιασμένη, όλο κόμπους και στηρίγματα και μεγάλες βελονιές».
Διαβάζοντας τις πρώτες πενήντα σελίδες, είχε αρχίσει να μου δημιουργείται η αίσθηση ότι διάβαζα μια ιστορία που στεκόταν ως ιστορία. Πίστευα, μέχρι εκείνο το σημείο, ότι σε αντίθεση με το Η μεταμόρφωσή της, της Αμάντας Μιχαλοπούλου, που αν δεν σκεφτείς αρκετά, το βιβλίο δεν αποκτά ενδιαφέρον, ο Νίκος Μάντης, θα μου πρόσφερε ένα ανάγνωσμα που θα στεκόταν σαν ένα πληθωρικό παραμύθι ενηλίκων. Διαψεύστηκα οικτρά. Δεν αναφέρω διόλου τυχαία το μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου, γιατί οι θεματικές που πραγματεύεται ο Μάντης, όπως θα δείξω, είναι περίπου ίδιες, παρά τις τεράστιες διαφορές σε επίπεδο μύθων αλλά και έκτασης: 160 σελίδες το ένα, 466 το άλλο.
Ο Μάντης, καταρχάς, δεν σέβεται τη χρονική απόσταση που τον χωρίζει από μια ιστορία που τοποθετείται στο πλαίσιο της μυθολογίας. Υποτίθεται ότι μας εξιστορεί μια παραλλαγή στις Βάκχες του Ευριπίδη αλλά η ιστορία του είναι εμπλουτισμένη με πολλά, και πολύ πιο σύγχρονα καλούδια. Έτσι, ενώ ο συγγραφέας καταπιάνεται με έναν μεγάλο μύθο όπου αποτυπώνεται η απόπειρα αλλαγής παραδείγματος που θα φέρει μάλιστα όχι κάτι νέο, αλλά κάτι τόσο παλιό και ξεχασμένο που να ισοδυναμεί με κάτι νέο, όλο αυτό, το αφήνει να αναλωθεί σε μια εξαιρετικά φλύαρη αφήγηση που δέχεται σε πολλά σημεία, εμβόλιμα στοιχεία στα οποία βρίσκουν πρόσφυση θεματικές του σήμερα: φεμινισμός, πατριαρχία, έμφυλες ταυτότητες. Αυτά, από μόνα τους, φυσικά και δεν συνιστούν κάποιο πρόβλημα. Το μυθιστόρημα, οφείλουμε να γνωρίζουμε, είναι το μόνο είδος που δεν επιδέχεται κανόνες· όλα, κρίνονται εκ του αποτελέσματος.
Προσέξτε όμως πώς η συνταγή χαλάει σε ένα πολύ πιο βασικό επίπεδο που έχει να κάνει, αρχικά, με τον τρόπο σκέψης των ηρώων που ταιριάζει περισσότερο σε μια προνεωτερική κοινωνία του 15ου αιώνα, ή και λίγο πιο πίσω, παρά στη μυθολογία που τείνει να προηγείται και να προσφέρει νοηματικά και εννοιολογικά ερείσματα ακόμη και στην ίδια την αρχαιότητα.
«Ποια είναι η πηγή της δύναμης του φαντάσματος; αναλογίζεται. Περπατώντας ξοπίσω του, πασχίζοντας να ανταποκριθεί στο ακλόνητο σθένος του, προσπαθεί να ανακεφαλαιώσει όλα όσα γνωρίζει γι’ αυτό. Πρώτον, το φάντασμα είναι προϊόν του μυαλού της, αφού οι άλλοι δεν μπορούν να το δουν. [...] Δεύτερον, μολονότι είναι προϊόν του μυαλού, έχει τη δύναμη να αλληλεπιδρά με τον φυσικό κόσμο. (Πιθανώς το μεγαλύτερο μυστήριο απ’ όλα.) Τρίτον, μπορεί ν’ αλλάζει μορφές, ανάλογα με τη σκέψη και τη γενικότερη διάθεση της Ιόλης». (σ. 202, υπογράμμιση στο πρωτότυπο). Όπως όμως και: «[...] Δεν ξέρει αν αυτή η ξαφνική αδυναμία της σχετίζεται με το γεγονός ότι το φάντασμά της απουσιάζει, ή απλά με την τεράστια αλλοκοτιά του βουνού γύρω της, με το γεγονός ότι δε μοιάζει με κανένα άλλο μέρος του κόσμου που γνωρίζει, αλλά περισσότερο με έναν ζωντανό οργανισμό που ανασαίνει αργά, στον ρυθμό ενός ράθυμου ονείρου, με παράξενα πλάσματα (και ανθρώπινα!) που ζουν πάνω του και που ρουφούν παραισθησιογόνους χυμούς από το πετσί του. Σαν ψύλλοι που τρέφονται απ' το αίμα ενός ζώου τόσο περίεργου και σπάνιου όπως η Λερναία Ύδρα, ο Κέρβερος, ακόμη και η Σκύλλα με τη Χάρυβδη συνδυασμένες" (σσ. 215-6). Αλλά και «Είμαι το μεθύσι της ύλης. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό μου, η δύναμή μου. Το μεθύσι της ύλης, όμως, είναι το μεθύσι του πνεύματος. Γιατί το πνεύμα στη βάση του είναι ύλη» (σσ. 404-5), που διατείνεται ο Διόνυσος. Η εξωστρέφεια και εξωτερικότητα της αρχαίας ελληνικής σκέψης τίθεται εν αμφιβόλω με τις αναφορές «στο προϊόν του μυαλού» αλλά και στο «πνεύμα» που ακουμπάει σχεδόν στην ψυχή, που συνιστά μεταγενέστερο δημιούργημα. Όλα αυτά φορτίζουν το κείμενο με μια εξαιρετικά σύγχρονη θέση: τη φυσικοποίηση της πραγματικότητας που για κάποιους δεν είναι δόκιμη ούτε καν σήμερα. Οι συλλογισμοί αυτοί έχουν σαν αποτέλεσμα να κάνουν τους ήρωες του μυθιστορήματος να θυμίζουν περισσότερο μεσαιωνικά κατασκευάσματα, ή ακόμη και χαρακτήρες που θα συναντούσαμε σε διηγήματα του Χ. Β. Λάβκραφτ (1890-1937), παρά μυθολογικό παραμύθι.
Επιπροσθέτως, πάνω στο ίδιο πνεύμα κινούνται και οι συλλογισμοί της ηρωίδας, της Ιόλης, όταν αναλογίζεται τον γάμο της με τον Μένιππο. Ο Μένιππος παρουσιάζεται ως ο ιδανικός σύζυγος της Ιόλης η οποία όμως δεν τον ερωτεύτηκε ποτέ. Αναγνωρίζω ότι ο Μάντης επιθυμεί να αποτυπώσει τη συνθήκη του μονόπλευρου έρωτα του συζύγου προς τη σύζυγο, που όμως εκείνη έχει κάθε δικαίωμα να μην ανταποκρίνεται. Η Ιόλη εγκαταλείπει έναν γάμο όχι επειδή την κακομεταχειρίζεται ή αδιαφορεί για εκείνη ο σύζυγός της, αλλά επειδή δεν τον θέλει – απλώς. «Το μόνο που ήξερε ήταν ότι δεν αισθανόταν τίποτα για τον Μένιππο. (Σε εκείνη έδειχνε ελαφρώς αργόστροφος και πληκτικός [...] (σ. 165). Ή «[...] σαν να μην μπορούσε ν' αντέξει το γάμο της με το Μένιππο, την παγίδευσή της σ' εκείνο το σπιτάκι, το ότι εκτελούσε το ασήμαντο νοικοκυριό που επέβαλλε η κοινή τους ευτυχία, και επιπλέον το ότι ήταν υποχρεωμένη να υφίσταται την τέλεια, άψογη συμπεριφορά του άνδρα της, που δεν την ένιωθε σαν κάτι εντελώς φυσιολογικό, αλλά σαν ένα απάνθισμα όλων των κοριτσίστικων ονείρων, ενσαρκωμένων στη μορφή ενός πραγματικού αρσενικού [...] (σ. 176). «Η Ιόλη [...] το μόνο πράγμα για το οποίο είναι σίγουρη ωστόσο, είναι ότι δεν θέλει να συνεχίσει να ζει με τον τρόπο που ζούσε τα προηγούμενα χρόνια» (σ. 185). Όλα αυτά φορτώνουν με πολύ μεγάλο νοηματικό βάρος έναν μύθο που χρονικά τοποθετείται σε μυθολογικό πλαίσιο. Αναλογιστείτε ότι στο μυθιστόρημα είναι παρών ο ίδιος ο Κάδμος, σύζυγος της Αρμονίας, που ο γάμος του συνιστά τη θεμελίωση του Δωδεκάθεου, αλλά εμείς διαβάζουμε κάτι που με αυτά τα « απάνθισμα όλων των κοριτσίστικων ονείρων, ενσαρκωμένων στη μορφή ενός πραγματικού αρσενικού» αλλά και το ίδιο το «παγίδευσή της σ’ εκείνο το σπιτάκι» ηχεί περισσότερο σαν το ιψενικό Κουκλόσπιτο, παρά σαν ένα μυθολογικό παραμύθι. Το κείμενο όμως, ταλανίζεται και από ποπ ψυχολογισμούς και αυθαίρετες ψυχαναλυτικές γενικεύσεις: Διαβάζουμε: «Και φοβάμαι γιατί έχει κάνει αντίπαλό του όλο το φύλο των γυναικών, στην προσπάθειά του να εκδικηθεί εμένα, που δεν κατάφερα να κρατήσω κοντά μας τον πατέρα του…» (σ. 322), αλλά και «[...] μοιράζεται το μίσος της για κείνο το φίδι τον Αντίβουλο, τον διακινητή της ψευτοσοφίας, που έχει πιάσει κορόιδο το γιο της, εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του παιδιού για έναν πατέρα, ως εφαλτήριο για την απόκτηση εξουσίας» (σ. 81), θα πει στην πρώτη περίπτωση η Αγαύη και στη δεύτερη ο αφηγητής για τον γιο της, Πενθέα.
«Ο Μένιππος βλέπει τον εαυτό του σαν κάποιον που του ‘τυχε μια κακή ζαριά – κάτι που σύντομα επρόκειτο να αλλάξει. Η Ιόλη δεν θεωρεί τον εαυτό της άτυχο, αλλά απλά θύμα του ίδιου του κόσμου. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει ποτέ από το υλικό που είναι υφασμένος ο κόσμος, εκτός κι αν καταφέρει να το σκίσει, και ποιος καλύτερος τρόπος για κάτι τέτοιο από το να γκρεμίσεις τη γνωστή πραγματικότητα;» (σσ. 186-7), διαβάζουμε, και ας πούμε ότι τα αποδεχόμαστε όλα αυτά τα «ζαριά», «θύμα του ίδιου του κόσμου», «υλικό που είναι υφασμένος ο κόσμος» αφού έτσι θέλει ο συγγραφέας.
Στον μύθο που ακολουθεί, η Ιόλη, θα γκρεμίσει την πραγματικότητα της ζωής που ζούσε, όχι μόνο μεταφορικά, αλλά ανακαλύπτοντας ότι διαθέτει και δυνάμεις υπερφυσικές· δυνάμεις που αλλοιώνουν ακόμη και το χωροχρονικό συνεχές, σχεδόν κατά το δοκούν – ο Μάντης θα ονομάσει τη συνθήκη αυτή «μυαλοτοπία». Αυτά, σε συνδυασμό με την ένταξη της στον κύκλο του Διονύσου και στη συνθήκη τού μαιναδισμού θα την οδηγήσουν σε μια ξέφρενη πορεία προς την πλήρη ρήξη με το παρελθόν της, της συζύγου νοικοκυράς και στην απελευθέρωσή της. Απελευθέρωση όχι όμως, πάλι, απλώς μεταφορική αλλά και κυριολεκτική, αφού αρχικά η Ιόλη θα εκδράμει στο ζωώδες της Μαινάδας, και ύστερα, με μια παλίνδρομη κίνηση θα επιστρέψει ξανά σε μια έλλογη πραγματικότητα που θα την κατασκευάσει σχεδόν με μια κίνηση που ομοιάζει τη μεταγραφή τής θεωρίας έμφυλων ταυτοτήτων στο μυθολογικό παραμύθι. Η Ιόλη θα περάσει όλα τα στάδια μεταμορφώσεων από καταπιεσμένη ετεροφυλόφιλη γυναίκα σε ά-λογη Μαινάδα, σε Σάτυρος/Μαινάδα, για να φτάσει στο τέλος να βιώσει τον έρωτα προς την Αγαύη με τους δικούς της όρους. Πίσω από το προπέτασμα των υπερβολών που διαβάζουμε σε επίπεδο σεξουαλικών ορέξεων και πράξεων, εντοπίζεται και στο μυθιστόρημα του Μάντη η ίδια λογική που υπάρχει και στο βιβλίο της Μιχαλοπούλου: «Το πιο σημαντικό όμως που μεταγράφει στον μύθο της η Μιχαλοπούλου είναι να δείξει, και θαρρώ επιτυχώς, πώς εισάγεται μια σφήνα ανάμεσα στις έννοιες του βιολογικού φύλου (sex) και του κοινωνικού φύλου (gender). Σφήνα που αποπειράται να διερευνήσει τις δυνατότητες αυτονομίας της έννοιας της έμφυλης ταυτότητας. Έννοια που η [Judith] Butler, μέσω του επιτελεστικού (performative) χαρακτήρα, σε αντίθεση με τον απλώς εκφραστικό (expressive) των πράξεων του ατόμου αναγάγει σχεδόν σε οντολογική συνθήκη», είχα γράψει στο κείμενο για το μυθιστόρημα της Μιχαλοπούλου, και διατείνομαι ότι ισχύει ακριβώς το ίδιο και για τον μύθο που κατασκευάζει ο Μάντης, αν και όχι με την ευσύνοπτη δωρικότητα και σύνεση που χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα της Μιχαλοπούλου.
Παραθέτω ενδεικτικά:
«Οι Μαινάδες και οι Σάτυροι θα μπορούν να τριγυρίζουν ελεύθερα, οι γυναίκες θα προσέρχονται στις τάξεις μας δίχως οι άνδρες να τις στιγματίζουν ή να τις τιμωρούν. Θα γίνουμε κανονικότητα.
Στ’ αλήθεια πιστεύεις ότι όλο αυτό, λέει η Ιόλη και δείχνει ολόγυρά τους με μια κίνηση του χεριού, θα θεωρηθεί ποτέ κανονικό; Νομίζεις ότι εγώ είμαι τώρα ντυμένη σαν ένα υβρίδιο ανθρώπου και τράγου [Σάτυρος] για την κανονικότητα του πράγματος;
Δεν ξέρω Ιόλη, πες μου εσύ. Γιατί είσαι ντυμένη σαν ένα υβρίδιο ανθρώπου και τράγου;
…
Ε, λοιπόν, θα σου πω εγώ γιατί. Γιατί σ’ αρέσει να κουβαλάς μια μεγάλη ψωλή, κορίτσι μου. Μην ντρέπεσαι, πες το. Η ψωλή είναι καλό πράγμα, η ψωλή αρέσει στις γυναίκες, γι’ αυτό οι Σάτυροι είναι χρήσιμοι. Γιατί παρέχουν την πολύτιμη ψωλή, δίχως τις ελεεινές παρενέργειες των αρσενικών. Τι καλύτερο;
Η Ιόλη δεν έχει απάντηση. Για πρώτη φορά απ’ όταν μπήκε σε τούτο το μέρος, νιώθει τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. Έχει περάσει τόσο πολλά, αλλά στέκοντας μπροστά στο Διόνυσο, νιώθει και πάλι πρωτόβγαλτη» (σ. 403, υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
Σας καλώ, τώρα, να θυμηθείτε το άλλο παραμύθι, τον πίνακα του Παρράσιου, το πανί, από το ανέκδοτο που άνοιξε το κείμενο. Ο Μάντης, διατείνομαι, χάνει το παιχνίδι λόγω αμετροέπειας. Δεν αρκείται στην αισθητική υπεροχή και υποβλητικότητα του υπαινιγμού – το πανί τού Παρράσιου. Αντί να δουλέψει την τέχνη του –δύσκολη τέχνη, ναι, αλλιώς θα ήμαστε όλοι μεγάλοι συγγραφείς– ώστε να προγκήξει τη φαντασία τού αναγνώστη να οργιάσει, επιλέγει τον εύκολο και σαγηνευτικό δρόμο της αναπαράστασης –τα σταφύλια του Ζεύξη– των ίδιων των οργίων, και ηττάται κατά κράτος. Είναι (και) οι αναπαραστάσεις που δεν επιτρέπουν την ωρίμανση στο κείμενο νοηματικών απολήξεων σε μια λογοτεχνική αισθητική αξιώσεων. Θα το πω και διαφορετικά για να δείτε ότι όλα εκπηγάζουν από το σώμα – όπως επιθυμεί και ο συγγραφέας: Πόσο πιο κραυγαλέα ταυτισμένες θα έπρεπε να είναι οι οπές της ηδονής με αυτές του περιττού, αυτού που είναι επιβλαβές και αποβάλλεται από το σώμα, για να μπορούμε να κατανοήσουμε, επιτέλους, ότι, ομοίως, όλα είναι κλαυσίγελος και χαρμολύπη; Αδυνατώ λοιπόν να διακρίνω, στις εκτενείς και λεπτομερέστατες αναπαραστάσεις των σεξουαλικών πράξεων κάθε είδους που διανθίζουν το μυθιστόρημα μια γόνιμη σύμμειξη του απεχθούς και του επιθυμητού –αυτού του κλαυσίγελου και της χαρμολύπης– όχι όμως μόνο με την έννοια ενός μονόχνοτου αφροδισιασμού και μιας άκρατης φιληδονίας, αλλά με τη δύναμη του υπαινιγμού –με τον τρόπο του Παρράσιου– που κάλλιστα πιστεύω ότι δύναται να συνάδει με τον διονυσιασμό και τον μαιναδισμό που επιθυμεί ο συγγραφέας. Δεν θα του ζητούσα ποτέ να μην πραγματώσει το καλλιτεχνικό του όραμα –αλίμονο!– αλλά να το ανασκευάσει σε μια άλλη, ανώτερη, τάξη πραγμάτων: στο μεγαλείο τού υπαινιγμού – θα του ζητούσα δηλαδή, στα σταφύλια του Ζεύξη να προτάξει το πανί τού Παρράσιου. Έτσι, θα αποκτούσε και εντελώς άλλο νόημα η έννοια της εξιστόρησης μιας πορείας προς αυτή την ουτοπική νέα κανονικότητα μιας κοινωνίας γυναικών όπου θα κυριαρχούσαν, αληθινά, αξίες πέρα και πάνω από την πατριαρχία. «Αληθινά» όμως, όπως μόνο το μυθιστόρημα μπορεί να υπαινιχθεί.
Ο Μάντης αναλώνεται σε ένα φλύαρο παραμύθι που τείνει να αναμασά το ίδιο ιδεολογικό οπλοστάσιο ξανά και ξανά. Οι καταδυναστευμένες γυναίκες που αποζητούν λύτρωση με την επιστροφή στην πρότερη συνθήκη της «Μητέρας Γης». Αδυνατώ να διακρίνω κάτι που να πραγματεύεται μια έννοια έλλογης σεξουαλικότητας στην οποία θα γινόταν μυθοπλαστικά κατανοητή μια πορεία προς την ουτοπία όπου η γυναικεία επιθυμία δεν θα χαρακτηριζόταν ζωώδης και δεν θα λοιδορούνταν (βλ. σ. 197). Όπου οι γυναικείες επιθυμίες δεν θα ήταν μαιναδισμός αλλά δόκιμες επιθυμίες που θα είχαν προκύψει μέσα από μια αναγέννηση αξιών – μια αναγνώριση, και συνάμα υπόκλιση, στη γυναικεία σεξουαλικότητα· κάτι παραπάνω από ένα φεμινιστικό παραμύθι. Με άλλα λόγια ενώ περίμενα να διαβάσω ένα μεταφεμινιστικό μυθιστόρημα αντάξιο του ονόματος του συγγραφέα, τελικά, διάβασα μια πρωτοφεμινιστική αφήγηση που σε πολλά σημεία γλιστρούσε στο γκροτέσκο και το κωμικό (βλ., ενδεικτικά, σσ. 173, 328, 338-9, 358-9, 360)*.
«Γύρω από το πράμα της, κάτω από την κοιλιά της, υπάρχει μια μπάλα από μαλλί. Καφέ γούνα, με ζωηρές ανταύγειες σε ξανθό και κόκκινο. – Ένα αρνί στα χρώματα του ουράνιου τόξου, παγιδευμένο ανάμεσα στα μπούτια της» (σ. 328, υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
Πώς να εκλάβει ο «αναγνώστης» το τρίχωμα του αιδοίου της ηρωίδας σε χρώμα ουράνιου τόξου; Ως ένα χαριτωμένο κλείσιμο του ματιού, εν τη ρύμη του λόγου, στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, ή μήπως το αποτέλεσμα μιας γενναίας δόσης κάνναβης που έχει κακοφορμίσει;
*Κατόπιν σκέψεως αποφάσισα να μην παραθέσω σεξουαλικές σκηνές γιατί πιστεύω ότι, εκτός συγκείμενου, θα αδικούσαν κατάφωρα το μυθιστόρημα.
— Νίκος A. Μάντης, Κιθαιρώνας, Καστανιώτης: 2022, 466 σελίδες, ISBN: 9789600370713, τιμή: €20.00.