Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
«Πάντα νύχτα είναι, αλλιώς δεν θα χρειαζόμασταν φως»

«Ο Ελισαίος μού έλυσε μια και καλή την απορία: “Στη θεολογία ο Θεός έρχεται διά της αποκαλύψεως. Στη φιλοσοφία διά της ανακαλύψεως”» (σ. 139).

Δεν είχα ακούσει ποτέ το όνομα του Χριστόδουλου Παμπλέκη (1733-1793) ή αν το είχα ακούσει κάποτε, διαβάζοντας για τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό στα μαθητικά μου χρόνια, το είχα λησμονήσει. Κάτι βέβαια που δεν ισχύει, για παράδειγμα, με την περίπτωση του Κοσμά του Αιτωλού ή του Ευγένιου Βούλγαρη. Το γιατί να μην έχει ακουστά κανείς τον Παμπλέκη και να θυμάται τους άλλους δύο, γίνεται απολύτως κατανοητό μετά την ανάγνωση του μυθιστορήματος της Ελένης Πριοβόλου. 

Ο Παμπλέκης, σε μια χειμαρρώδη, πρωτοπρόσωπη αφήγηση αυτοβιογραφείται για να αντικρούσει τους κατήγορούς του. Εμφανίζεται ως πνεύμα ιδιαιτέρως ανήσυχο. Παρά, ή εξαιτίας, της κακοτυχίας του να παραμορφωθεί και να μείνει μονόφθαλμος λόγω ευλογιάς σε νεαρή ηλικία, δείχνει μεγάλη έφεση στα γράμματα. Από το «ναρθηκοσχολείο» ενός μοναστηριού στο Ξηρόμερο των «Ακαρνανικών Ορέων», το Λιτόχωρο, τη Ραψάνη και τα Βρανιανά, θα βρεθεί στην Αθωνιάδα Ακαδημία, όπου και θα μαθητεύσει υπό την καθοδήγηση του Ευγένιου Βούλγαρη. Ο Παμπλέκης, ο εξ απαλών ονύχων «Πάντα Μπλέκει[ς]» (σ. 216), θα βρεθεί υπό διωγμό λόγω της έξης του για αμφισβήτηση των εκκλησιαστικών δογμάτων. 

«Ο ασκητής, παρότι πίστευε στην Αποκάλυψη ως πρώτη πηγή γνώσεως, δεν απέκλειε την ανακάλυψη του βάθους της Αποκαλύψεως από τον ανθρώπινο νου» (σ. 141). 

Στη σκέψη του Παμπλέκη κονταροχτυπιούνται διαρκώς αυτές οι δύο έννοιες – αποκάλυψη/ανακάλυψη. Προς το τέλος του βίου του θα πει: «[...] παρά τον αγώνα μου, δυσκολεύομαι πολύ να αγνοώ τον πόλεμο που έχει εξαπολυθεί εναντίον μου. Και γιατί; Επειδή θέλησα μιαν ίντσα ελεύθερου στοχασμού και αδούλωτης ζωής. Επειδή δεν αναιρώ όσα κόπιασα να αντιληφθώ διά της έρευνας. Ότι δηλαδή απαιτείται η υπαγωγή της Αποκαλύψεως στον Ορθό Λόγο. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι άθεος, αλλά ορθολογιστής, διότι πείθομαι από την επιστήμη και τη φιλοσοφία» (σ. 376). 

Ο Παμπλέκης, γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι ο τουρκικός ζυγός δεν είναι το μοναδικό εμπόδιο προς της ελευθερία. Τα δεσμά που επιβάλλει η όποια κοσμική εξουσία, σε αγαστή πάντα συνέργεια με τη εκκλησιαστική, αποδεικνύονται εξίσου επαχθή. Οι διώκτες του αλλά και η σαγήνη που του ασκούν οι ιδέες του Διαφωτισμού θα τον οδηγήσουν στη Βενετία, στη Βιέννη και, τέλος, στη Λειψία. 

Το διάστημα που θα περάσει ο Χριστόδουλος στην Αθωνιάδα Ακαδημία θα συναντήσει και θα συναναστραφεί, ανάμεσα σε πλείστους ιερομόναχους, και τον Καισάριο Δαπόντε, έναν «άνθρωπο διαφορετικό» (σ. 205).

«Είχε συγγράψει, ενθυμούμαι, ένα μακροσκελές έμμετρο αφήγημα με τίτλο Καθρέπτης γυναικών, και μου επέτρεπε να διαβάζω χωρία και να του λέω τη γνώμη μου. [...] Εκείνη την εποχή, και για πρώτη φορά, διάβασα κείμενα διαφορετικά, που ο συγγραφέας τα ονόμαζε λογοτεχνικά. Μέσα στον μύθο κρύβονταν αφανέρωτες αλήθειες, και αυτό μου άρεσε, επειδή το παραμύθι δρόσιζε τη φλογισμένη ψυχή μου και γλύκαινε την πίκρα της» (ό.π.).

Το αξιοσημείωτο εδώ, όμως, δεν είναι η παραμυθία που προσφέρει το παραμύθι στη «φλογισμένη ψυχή» του Παμπλέκη. Δυστυχώς, ενώ η συγγραφέας αγγίζει μια καταστατική συνθήκη του μυθιστορήματος, αυτό το «αφανέρωτες αλήθειες», που η έμφασή του είναι, βέβαια, στο «αφανέρωτες», αδυνατεί να το μετουσιώσει στο έργο της. 

Πού όμως εντοπίζεται το πρόβλημα; Η Πριοβόλου πείθει τον αναγνώστη ότι έχει μελετήσει το αντικείμενό της, κάτι ουδόλως δεδομένο, αλλά και, ταυτόχρονα, στοιχείο που δεν εγγυάται την ικανότητα μεταγραφής των ιστορικών δεδομένων στο πλαίσιο του μυθιστορήματος. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι ο συγγραφέας δεν καλείται ποτέ να μεταγράψει, αλλά να μετουσιώσει την Ιστορία σε ιστορία. 

Το πρόβλημα είναι ότι τα σημεία στα οποία η Πριοβόλου εξιστορεί τα πραγματικά γεγονότα, αυτά που τεκμαίρονται από τις πηγές, για το πώς «[ό]λα τούτα αποτελούσαν μια καινούργια εποχή για την παιδεία μας, για να προοδεύσει το γένος μας και να ετοιμαστεί ο νέος άνθρωπος, του φωτισμού και όχι του σκότους» (σ. 178), αποδεικνύονται πιο ερεθιστικά από τα σημεία στα οποία η συγγραφέας εισάγει τη μυθοπλασία της για να τα πλαισιώσει και να τα αναδείξει. Με άλλα λόγια, το «αφανέρωτο» απουσιάζει. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της Πριοβόλου –και το «φιλότιμες», όπως θα εξηγήσω παρακάτω, είναι πέρα ως πέρα αληθινό– το κείμενο στερείται τη σπίθα του μυθιστορήματος. Το διαβάζει κανείς και, παρότι πουθενά δεν νιώθει ότι το κείμενο τον πετάει εκτός, δεν αισθάνεται τη συγκίνηση του παραμυθιού. 

Εξηγούμαι: ενώ, όπως ανέφερα στην αρχή, η ουσία του έργου είναι η διερεύνηση της διάδρασης μεταξύ «αποκάλυψης» και «ανακάλυψης» και η απόπειρα μετάβασης από την πρώτη στη δεύτερη, η συγγραφέας όφειλε να ξεβολεύει τον αναγνώστη και να συσκοτίζει, να αντιστρέφει τα προφανή: ενώ ο βίος του Παμπλέκη ταλανίζεται από τον δογματισμό της θεοκρατίας, καθώς εκείνος πασχίζει να ψελλίσει τον «Ορθό Λόγο» της φιλοσοφίας και της επιστήμης, ένα μυθιστόρημα γραμμένο σήμερα, στις εσχατιές της μετανεωτερικότητας, θα έπρεπε να προτάσσει τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα της μυθοπλασίας και όχι να άγεται και να φέρεται από τις προσταγές μιας καλλιέπειας της ανακάλυψης. Εδώ, δηλαδή, απουσιάζει καταφανώς η αντίστιξη φόρμας/περιεχομένου. Το μυθιστόρημα της Πριοβόλου, ακριβώς επειδή πραγματεύεται μια αγλαή προσωπικότητα σαν του Παμπλέκη, όφειλε να εμφορείται από εωσφορική αμφισημία. Όφειλε να αποπροσανατολίζει με τη νομή ελευθεριών που θα αντίκειντο του περιεχομένου του, μετουσιώνοντας κάθε βεβαιότητα σε γρίφο. 

Έτσι μόνο ο αναγνώστης δεν θα δυσανασχετούσε, διαβάζοντας το μάντρα του Παμπλέκη «ήθελα απλώς να μεταλαμπαδεύσω τη γνώση», που συναντάμε σε ουκ ολίγα σημεία.  

«Κι όλοι αυτοί οι σπουδαγμένοι και τάχατες σοφοί γράφουν στην Ακολουθία τους εναντίον μου ότι είναι αδύνατον να δω το νοητό φως, αφού είμαι κατά το ήμισυ στερημένος της όρασης. Οποία αμάθεια! Δεν γνωρίζουν ότι ακόμα κι ένας ολοκληρωτικά τυφλός δύναται να ορά όσα εκείνοι σε ολόκληρο τον βίο τους δεν αντιλήφθηκαν;» (σ. 48).

Χωρίς την αντίστιξη που επεσήμανα, η δήλωση αυτή του Παμπλέκη, αλλά και πολλές ακόμη, φαντάζουν και είναι κολοβές και τετριμμένες. Αδυνατούν να υπογραμμίσουν την ειρωνεία του μονόφθαλμου ανάμεσα στους τυφλούς και τον καταδικάζουν, όχι μόνο στον βασανισμένο άνθρωπο που ήταν, αλλά και σε έναν οκνηρό μυθιστορηματικό ήρωα.

Ο αναγνώστης, γρήγορα θα αντιληφθεί ότι ο Παμπλέκης, με μικρές παραλλαγές, μετακινείται από τόπο σε τόπο, βρίσκει δουλειά ως δάσκαλος, αρχίζει να μιλάει για φιλοσοφία και επιστήμη και εκδιώχνεται, τρόπον τινά, ως αιρετικός. 

Αναγνωρίζω την αναγκαιότητα, στο πλαίσιο του μυθιστορήματος, να επιτυγχάνεται πάντοτε ισορροπία ανάμεσα σε διδακτισμούς, βερμπαλισμούς και μια, ας την πω, αφηγηματική φειδώ, μια σαφήνεια, ειδικά για ένα θέμα σαν το συγκεκριμένο, που προσφέρεται για θεωρητικολογίες. Η γραμμή είναι λεπτή και η πλάστιγγα είθισται να κλίνει άλλοτε προς τη μία και άλλοτε προς την άλλη πλευρά. Η Πριοβόλου, ομολογουμένως, έχει κάνει σοβαρή δουλειά. Το κείμενο είναι ζυγισμένο και έχει σχεδόν αποκαθαρθεί από μελοδραματισμούς και λυρικές εξάρσεις. Το εκτίμησα δεόντως αυτό και διέκρινα ακριβώς γιατί, το επίσης ιστορικό μυθιστόρημα που διάβασα προ διετίας, Περί της εαυτού ψυχής (Πατάκη 2021) του Ισίδωρου Ζουργού, είναι σαφώς υποδεέστερο. Εκτίμησα δεόντως ότι η συγγραφέας απέφυγε όλες τις παγίδες που ελλοχεύουν σε ένα έργο του είδους. Η Πριοβόλου συνταίριαξε, για παράδειγμα, την ιδιοσυγκρασία του Παμπλέκη με τα ερωτικά σκιρτήματά του, χωρίς να διολισθήσει σε αμετροέπειες. Όπως επίσης διαχειρίστηκε τις περιγραφές των ουκ ολίγων διαφορετικών γεωγραφικών περιοχών που έζησε ο ήρωας, χωρίς να ενδώσει σε καλολογικές περικοκλάδες. Ίσως, όμως, να γίνεται διακριτό ότι, όταν ο αναγνώστης αρκείται να επισημαίνει πού η συγγραφέας δεν υπέπεσε σε λάθη, και όχι τα σημεία που εξήρε, κάτι τελικά απουσιάζει από το μυθιστόρημα. 

Η Πριοβόλου υποσκάπτει τον μύθο της, όταν αφήνεται μόνο σε γραμμικές, απλοϊκές εξηγήσεις, χωρίς τη σπίθα της αμφισημίας: 

«Είσαι αξιοπρεπής, Χριστόδουλε, και αυτό είναι ορατό. Δυστυχώς, όμως, η υψηλή προστασία και όχι τα τυπικά προσόντα είναι το βασικό κριτήριο ανόδου εις τα ανώτερα αξιώματα» (σ. 210). 

Αλλά και

«Όμως εγώ τούτο ήθελα. Να μεταλαμπαδεύω στους νέους τη γνώση που αποκτούσα και να προσθέτω τις μικρές μου δυνάμεις σε εκείνες των ογκόλιθων του πνεύματος, ώστε να ανοίξουν οι κλάδοι του νου, να ανθίσουν και να καρπίσουν. Διότι πίστευα ότι μόνο εάν όλοι εμείς οι θνητοί καλλιεργήσουμε το πνεύμα μας, μπορούμε να γκρεμίσουμε τα τείχη της φυλακής μας» (σσ. 223-224). 

Ή

«Δεν πένθησα μόνο για τον θάνατό του, αλλά για τη φαγωμάρα ανάμεσα σε αδελφούς γραικούς, όταν θα έπρεπε όλοι μας, γραφιάδες, λογιότατοι, ιεράρχες, κλεφταρματωλοί και λαός, να είμαστε ένα σώμα και μια ψυχή. Αντί τούτου, οι έριδες επέπιπταν ανάμεσά μας, ακόμα και για ασήμαντη αφορμή. Πολλώ μάλλον για τα οφίτσια και τα βιλαέτια» (σσ. 246-7).

Πού εντοπίζεται το ενδιαφέρον σε αυτές τις διαπιστώσεις; Δεν συνιστούν απλώς ευχολόγια, με σκοπό την ομαλή περιήγηση του αναγνώστη στους κοινούς τόπους των απανταχού Γραικών;

Στη συνέχεια, θα επαναλάβω ξανά το άχθος της σύμπτωσης στο μυθιστόρημα. Η Πριοβόλου επιλέγει να εμφανίσει στο τέλος του μύθου της έναν χαρακτήρα, τον Τάκο, ένα θρασίμι που είχε θυματοποιήσει τον Παμπλέκη στα παιδικά του χρόνια στο Ξηρόμερο. Ενώ έχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια, έχουν μεσολαβήσει τα Ορλωφικά, ο Παμπλέκης θα συναντήσει ξανά, τυχαία, τον Τάκο, στη Βιέννη, που τώρα εργάζεται ως υπηρέτης στην οικία του εμπόρου, που χρηματοδοτεί τη σχολή στην οποία καλείται ο Χριστόδουλος να διδάξει. 

Επιπρόσθετα, πάλι προς το τέλος του μυθιστορήματος, σε μια συζήτηση του Παμπλέκη με τον Ιώσηπο Μοισιόδακα, διαβάζουμε: «Ως μελετητές των λαθών της φυλής μας από τους αρχαίους ακόμα χρόνους, βλέπαμε τι θα γινόταν στο μέλλον εάν ο επί αιώνες ραγιάς αποκτούσε πολιτική ύπαρξη χωρίς την κατάλληλη εκπαίδευση» (σ. 317). Τα λόγια αυτά, όμως, ειπωμένα στο τέλος του 18ού αιώνα δεν συνιστούν σοβαρή μυθοπλασία. Αποσκοπούν σε φτηνό εντυπωσιασμό, που επιβάλλεται στον αναγνώστη, υποσκάπτοντας το κύρος των προσωπικοτήτων που τα ξεστομίζουν. 

Ζητάμε, επομένως, από τον συγγραφέα ενός ιστορικού μυθιστορήματος να μας πάρει από το χέρι και να μας ξεναγήσει απλώς στο παρελθόν; Ζητάμε να διαβάσει, δηλαδή, το μάθημά του και να αφηγηθεί με συνέπεια και σεβασμό μια ιστορία στην οποία, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα διανθίσει το κείμενο με πρωθύστερη γνώση; Πολύ φοβάμαι ότι ζητάμε πολύ περισσότερα. Το μυθιστόρημα οφείλει πάντα να είναι το καταφύγιο της μέθης· το παράταιρο και ελαττωματικό γρανάζι που θα μολεύει κάθε εύτακτη, μηχανιστική θεώρηση του κόσμου και θα αναδεικνύει το εγγενές μεγαλείο της ανθρώπινης κωμωδίας. Γιατί; Το μυθιστόρημα οφείλει πάντα να είναι η ένοχη απόλαυση της «αποκάλυψης» ότι «αλήθεια» και «βεβαιότητα» δεν συνιστούν παρά απατηλές ματαιότητες.

— Ελένη Πριοβόλου, Βαθύ το σκοτάδι πριν την αυγή, Καστανιώτης: 2024, 418 σελίδες, ISBN: 9789600372601, τιμή: €18,00.