«Ένιωθα κι εγώ πάντα τη λέξη συμπυκνωμένη δύναμη, όπως λένε σήμερα οι σοφοί πως είναι η ύλη· όχι μάζα νεκρή παρά τεράστιες αντίδρομες δυνάμεις που είναι τόσο ισορροπημένες που φαίνουνται ν' ακινητούν. Τέτοιες κι οι λέξεις. Όποιος διαβάζει ένα κείμενο, αν θέλει να το νιώσει, ένα και μόνο έχει να κάνει: να συντρίβει τη φλούδα, σκληρή ή μαλακιά, της κάθε λέξης και ν' αφήνει το νόημά της να ξεσπάει μέσα στην καρδιά του. Όλη η τέχνη του δημιουργού είναι να στριμώγνει μαγικά μέσα στα γράμματα του αλφαβήτου ανθρώπινη ουσία· όλη η τέχνη του αναγνώστη είναι ν' ανοίγει τις μαγικές αυτές παγίδες και να λευτερώνει το φλογερό και γλυκύτατο περιεχόμενό τους» (σ. 100).
Διαβάζουμε αυτό το απόσπασμα και συμβαίνει το εξής: αρχικά ίσως νιώθουμε ότι ο συγγραφέας έχει πει κάτι βαθυστόχαστο και μας έχει παρασύρει σε κάτι αμιγώς λογοτεχνικό· μια παύση όμως και μια επανανάγνωση, μας υποδεικνύουν ότι κάτι δεν πάει καλά. Ποια «φλούδα» της λέξης; Γιατί το νόημα «να ξεσπάει μέσα στην καρδιά»; Πώς στριμώχνεται «ανθρώπινη ουσία» «μαγικά μέσα στα γράμματα»; Τι είναι όλες αυτές οι μεταφορές; Το κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη (εφεξής ΝΚ) βρίθει τέτοιων σχημάτων. Είναι, υποτίθεται, ένας από τους μηχανισμούς που χρησιμοποιεί για να ενσταλάζει ζωή στις λέξεις και να δείχνει στον αναγνώστη του μια έκφανση του μεγάλου καημού του: το πώς η ύλη γίνεται πνεύμα.
Δεν σας κρύβω ότι πλησίασα το βιβλίο με ανάμεικτα συναισθήματα. Τελευταία φορά που διάβασα Καζαντζάκη ήταν περίπου πριν από είκοσι πέντε χρόνια. Οι εντυπώσεις μου τότε ήταν θετικές. Δεν συνέβη το ίδιο και τώρα, όχι μόνο γιατί άλλαξα εγώ αλλά γιατί άλλαξαν και τα κείμενα του ΝΚ – όποιος διατείνεται ότι τα κείμενα δεν αλλάζουν λησμονεί ότι δεν υφίστανται κείμενα καθ’ αυτά, εν κενώ, αλλά μόνο κείμενα που διαβάζονται σε δεδομένες χωροχρονικές στιγμές. Και άλλαξαν λοιπόν, γιατί μέσα σε αυτά τα είκοσι πέντε χρόνια άλλαξε ο κόσμος. Σε ποιο βαθμό είναι Ο Ανήφορος, για τα μέτρα του συγγραφέα, πρωτόλειο μυθιστόρημα, θα σας το πουν οι μελετητές του ΝΚ. Εγώ το διάβασα με την αίσθηση ότι είναι γνήσιος, αλλά βαθιά ελλειμματικός Καζαντζάκης. Το διάβασα όμως με μεγάλο ενδιαφέρον, ενθυμούμενος, παρά τα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει, τα κομμάτια που έχουν βρει τη θέση τους σε μεταγενέστερα βιβλία και μυθιστορήματά του. Το προσμετρώ αυτό στα θετικά του, με μια όμως πιο στενή ερμηνεία του «θετικού» από ό,τι συνήθως. Δεν χαίρουν πάντα αισθητικής αξίας αυτά τα κομμάτια αλλά ο συγγραφέας τους, το αναγνωρίζω αυτό, είναι κατασκευαστής πολύ δυνατών εικόνων που εντυπώνονται στον νου και ξαναζωντανεύουν με την πρώτη σπίθα. Θα εξηγήσω παρακάτω γιατί πιστεύω ότι ο ΝΚ είναι σήμερα ένας συγγραφέας που όχι μόνο δεν έχει νόημα να διαβάζεται αλλά είναι και επιβλαβής για το νεότερο σε ηλικία κοινό. Αμφιβάλλω ότι παρουσιάζει ενδιαφέρον για το νεότερο ηλικιακά κοινό, εξάλλου το κοινό διαβάζει αυτά που του λένε οι διαφημίσεις ότι είναι καλά, αλλά οφείλω να τεκμηριώσω γιατί πιστεύω ότι τουλάχιστον στο συγκεκριμένο βιβλίο ελλοχεύουν στοιχεία που διαιωνίζουν αρνητικά στερεότυπα.
«Δε σέβουνταν ο Μεφιστοφελής τούτος, δεν αγαπούσε, δεν φοβόταν, χαίρουνταν εωσφορικά να λέει: “Όχι!” Χτυπούσε ό,τι αγαπούσαν και σέβουνταν οι Εγγλέζοι, σήκωνε σκάνταλα, πέρασαν χρόνια κι οι τολμηρές ιδέες του έφτασαν στην ακρότατη επιτυχία: έγιναν κοινοτοπίες» (σ. 207)
Ο ήρωας, ο Κοσμάς, alter ego τού ΝΚ, αναφέρεται, στο απόσπασμα που μόλις διαβάσατε στον Μπέρναρντ Σω, τον οποίο υποτίθεται ότι συναντά στο Λονδίνο. Το αυτό ισχύει σήμερα και για τον ΝΚ: οι «τολμηρές ιδέες του [...] έγιναν κοινοτοπίες». Ναι, μέσω «ακρότατης επιτυχίας», που, όπως ίσως θα έχετε αντιληφθεί παρακολουθώντας τις λίστες των ευπώλητων, ισχύει και για τον Ανήφορο. Ο Καζαντζάκης σήμερα δεν είναι παρά ένας χονδρέμπορος κοινοτοπιών και για αυτό χαίρει, και εικάζω θα χαίρει, «ακρότατης επιτυχίας».
Λίγα λόγια για το έργο – όποιος έχει δυσανεξία στα σπόιλερ, ας προσπεράσει την παράγραφο που ακολουθεί: Έλλην, Κρητικός και διανοούμενος, ο Κοσμάς, παντρεύεται Εβραία, τη Νοεμή. Τη γλιτώνει τελευταία στιγμή από την αυτοκτονία. Την πηγαίνει στην πατρίδα του, στο πατρικό του, στην Κρήτη, τη γνωρίζει στη μητέρα και την ημίτρελη αδερφή του. Μητέρα, κόρη και λοιποί ιθαγενείς την περιλούζουν με τις αντισημιτικές κορόνες τους. Αφού ο Κοσμάς την αφήνει έγκυο, τον πείθει υποτίθεται η Νοεμή που έχει ξεμυαλιστεί από το ταλέντο του να πάει στην Αγγλία να μιλήσει με την υψηλή διανόηση, να στήσουν μια «Πνευματική Διεθνή» και να σώσουν τον μεταπολεμικό κόσμο με τις ιδέες του. Η Νοεμή –εικάζω καταθλιπτική με αυτοκτονικό ιδεασμό, έχει εξάλλου πρόσφατο το Ολοκαύτωμα, περνάει τη μέρα της στον τάφο του πατέρα του Κοσμά, έτερου ημίτρελου, πάτερ φαμίλια που είχε στερήσει κάθε πιθανότητα ευτυχίας από τη θυγατέρα του– καταλήγει να αυτοκτονήσει. Ο Κοσμάς, συντετριμμένος, καταφεύγει στη συγγραφή για να σωθεί ο ίδιος και να σώσει τον κόσμο.
«Στέκουνταν ώρες ο Κοσμάς και κοίταζε τους χαμηλούς λόφους της Κνωσός [...]» (σ. 54). Το πιο δύσκολο για τον σύγχρονο αναγνώστη είναι να καταφέρει να αφεθεί σε αυτή τη σοβαροφανή περσόνα του ήρωα/στοχαστή που ταλανίζεται διαρκώς από τα δυσθεώρητα προβλήματα που ορθώνονται μπροστά του. Συνιστά μανιέρα στο καζαντζακικό έργο να εκτίθενται, αρχικά, διάφορα δίπολα: ύλη/πνεύμα, σώμα/ψυχή, καλό/κακό, τρυφερότητα/βαρβαρότητα, θεωρία/πράξη, έρωτας/αγάπη, θέληση/μοίρα. Στην πορεία του έργου υποτίθεται ότι τα όρια και οι διαχωριστικές γραμμές καταλύονται, ή τουλάχιστον μάς υποδεικνύεται πώς θα πρέπει να καταλύονται, και τα ακυρωμένα πλέον δίπολα λάμπουν μέσα στην ενάργεια της λογοτεχνικότητας του έργου. Δεν πείθομαι καθόλου ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο Καζαντζάκης καταπιάνεται με τόσο μεγάλες προβληματικές που οποιαδήποτε “λύση”, εντοπίζεται στην υποκειμενικότητα της πρόσληψης του έργου από τον εκάστοτε αναγνώστη.
«Τι άθλους να ΄καμε και τούτος, από τι δρόμο κι αυτός να ‘καμε το χρέος του, μετουσιώνοντας την ύλη σε πνέμα;» (σ. 54)
Ποιο «χρέος» αλήθεια; Πόσο δέσμιος της ίδιας της λογικής του παραμένει ο συγγραφέας; Πόσο δυναστεύεται από την έννοια του καθήκοντος την οποία αποπειράται διαρκώς να γκρεμίσει για να περάσει στην άλλη πλευρά, της ελευθερίας.
Ο Καζαντζάκης είναι λοιπόν και μέγας διακινητής «χρέους» που οικοδομεί την εμμονή στο σωστό «ανηφορικό» δρόμο. «“Τι έκαμες τόσων χρονών που είσαι;" τον ρωτούσε. Δεν ντρέπεσαι; Τόσο καιρό αγωνίζεσαι, παλεύεις με τον αγέρα, ξεθυμαίνεις με τα λόγια, παρατάς το κρέας, θρέφεσαι με τον ίσκιο, δεν σε θέλω!" Ήταν η Κρήτη που του φώναζε κι αυτός έσκυβε το κεφάλι και σιώπαινε."» (σ. 59). Τύψεις του στοχαστή και διπολικές/μανιχαϊστικές κατασκευές, που δεν αποτυπώνονται σε καμία πραγματικότητα, προσφέρουν ένα εγχειρίδιο για τη συγκρότηση στοιχείων ταυτότητας, όπως και για χειραγώγηση των αναγνωστών με την παράθεση του τρόπου κατασκευής ηρώων.
«Έβγαλαν και μου ‘δωκαν ένα κομμάτι χαρτί που λέει: “Ο Μανολιός από το χωριό Νίμπρο, από τα Σφακιά, κιντύνεψε πολλές φορές τη ζωή του, έπιασε αιχμάλωτο το Γερμανό στρατηγό Κράιπε, έσωσε Εγγλέζους, έδωκε την περιουσία του στον αγώνα. Του δίνουμε αυτό το χαρτί, να το βάλει κορνίζα, να το ‘χει αυτός και τα παιδιά του και τ’ αγγόνια του…” Ο Μανολιός πέταξε το τσιγάρο και έφτυσε.
– Και τι το ‘καμες το χαρτί αυτό; ρωτησε η Νοεμή.
– Τι να το κάμω, κυρά μου; αποκρίθηκε ο Μανολιός. Το ‘σκισα. Για το παλιόχαρτο αυτό εγώ δούλεψα μαθές; Εγώ δούλεψα για την [Ι]στορία» (σ. 63).
Κανένας ανήφορος δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και κανένας κατήφορος. Μόνο ίσιος δρόμος; θα ρωτήσει εύλογα ο αναγνώστης. Κάθε άλλο. Είναι άλλο το ζητούμενο, εντελώς. Ζητώ από τον αναγνώστη να κοιτάξει πέρα και πίσω από την επιφάνεια. Η γραφή του Καζαντζάκη είναι γραφή με ατζέντα. Όπως εξάλλου κάθε ανθρώπου που επιθυμεί να κατασκευάσει και να πουλήσει τον εαυτό του σε οικουμενική κλίμακα – ας μην λησμονούμε τις προσπάθειες του να του απονεμηθεί το βραβείο Νομπέλ.
«Σοβαρό είναι, συλλογίζουνταν, το πρόσωπο της Κρήτης, πολυβασανισμένο. Έχει κάτι το πανάρχαιο, το άγιο, το πικραμένο και περήφανο, που έχουν οι χαροκαμένες μάνες που γέννησαν παλικάρια» (σ. 59).
Ο Καζαντζάκης νοσεί από δέος προς το μεγάλο και το υψηλό. Ως εκ τούτου, σαστίζει μπροστά στο νοητικό μεγαλείο των προγόνων του. Νοσεί, όπως ανέφερα, από το «χρέος» που πιστεύει ότι έχει όποιος δύναται να σκέφτεται. Αυτό όμως εκπηγάζει από ένα άλλο μεγάλο ταλέντο του. Κατασκευάζει ένα παρελθόν, έτσι όπως αποδελτιώνει το δικό του παρελθόν, που πιστεύει ότι έχει οικουμενική εφαρμογή.
«“Μονάχα οι πατριάρχες στην Παλιά Διαθήκη πέθαιναν με τέτοιο μεγαλείο!” συλλογίζουνταν. “Μονάχα οι πρώτοι γέροντες στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας”. Κι ένιωθε ακράτητη περηφάνια, που αποκρατούσε από τέτοιο αίμα» (σ. 57).
Αλλά και «[...] η μεγάλη ψυχή νικάει τον ατομικό πόνο και τον πιο φοβερό, σμίγει, γίνεται ένα με τον κόσμο. Υπάρχει εδώ στην Κρήτη μια αδάμαστη φλόγα, ας την πούμε ψυχή, μια φλόγα πιο πάνω από τη ζωή κι από το θάνατο. Υπερηφάνεια, πείσμα, παλικαριά; Δύσκολο να την ορίσεις, δηλαδή να την περιορίσεις. Όλα αυτά μαζί και κάτι άλλο, ανείπωτο κι αστάθμητο, που σε κάνει να υπερηφανεύεσαι που είσαι άνθρωπος…» (σ. 72).
Ο Καζαντζάκης στήνει στο γιατάκι του μια υποτιθέμενη θεμελιοκρατία που τρέφεται διαρκώς με ανεκδοτολογικές καταστάσεις και διαπιστώσεις που ενίοτε καταλήγουν σε καθαρές σοφιστείες: «Ζηλοτυπίες, έχτρες, εμφύλιοι πόλεμοι σπάραζαν από τα παλιά χρόνια την Ελλάδα, δημοκρατίες, αριστοκρατίες αλληλοεξοντώνουνταν [...] η Ελλάδα βρίσκουνταν στα χείλια του γκρεμού. Κι άξαφνα, το θάμα! Η Ελλάδα άνοιγε απροσδόκητο δρόμο σωτηρίας· σωτηρίας όχι μονάχα δικής της παρά και του κόσμου…» (σ. 201). Το χαρτί του ελληνικού «θαύματος» που διασώζει όλο τον κόσμο συνιστά επινόηση/στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας. Ο Έλληνας μεγαλώνει πιστεύοντας σε αυτό το «θάμα», δήθεν οικουμενικής εμβέλειας, –που καταλήγει να εργαλειοποιείται σήμερα από ξενοφοβικές/εθνοκεντρικές ιδεολογίες– το οποίο και τον αποπροσανατολίζει διαρκώς από κάθε έννοια πραγματικότητας. Το «θάμα» στον ΝΚ ενέχει στάτους μιας προνεωτερικής αυταπόδεικτης αλήθειας που είναι φυσικά έωλη. Ο κόσμος βρίθει «θαυμάτων» όλων των λαών που εξακολουθούν να υφίστανται στον χάρτη. Η ίδια η έννοια της Ιστορίας περιέχει «θαύματα» ως καταστατικά στοιχεία της δημιουργίας εθνών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, οι ανησυχίες, οι αμφιβολίες και οι διαπιστώσεις τού ΝΚ είναι πάντα οι ανησυχίες, οι αμφιβολίες και οι διαπιστώσεις του πιστού, του ήδη προσηλυτισμένου. Όπως ίσως θα γνωρίζουν πολλοί αναγνώστες, ο ΝΚ πείθεται και πιστεύει κατά καιρούς διάφορες αλήθειες: βουδισμό, κομμουνισμό, φασισμό, κλπ. Ο ΝΚ αφήνει το λιμάνι, όχι για να περιπλανηθεί στο πέλαγο αλλά για να εισέλθει σε άλλο λιμάνι.
Ο Καζαντζάκης σωρεύει λοιπόν πλίνθους τιτάνων καθώς κατασκευάζει ένα ασήκωτο παρελθόν. Δέος και τρόμος κυριεύει τους κατιόντες στοχαστές αλλά και τους απλούς ανθρώπους που οφείλουν να γνωρίζουν από πού έρχονται, και που έχουν χρέος να αναρωτιούνται πού πηγαίνουν. Ο Καζαντζάκης, έτσι, συνιστά ειδική περίπτωση συγγραφέα που διαιωνίζει αδικίες με το πρόσχημα του υψηλού και του ενάρετου. Ποιες είναι όμως αυτές οι αδικίες; Οι ακροβατισμοί και οι νοηματικές συνθέσεις που προωθεί στο δεύτερο μέρος του βιβλίου συνιστούν έκφανση της εμμονής του να συνταιριάζει τα αταίριαστα για να βρίσκεται αενάως ελλιμενισμένος. Η μετακομμουνιστική κοινωνία που απεκδύεται το υλιστικό κομμάτι του κομμουνισμού συνδυάζεται λοιπόν, εδώ, με τον εκκοσμικευμένο χριστιανισμό που εξαργυρώνεται στα εγκόσμια. Και ενώ αυτά συνιστούν ασκήσεις επί χάρτου που κάνουν το βιβλίο να φαντάζει γεμάτο μεγάλες ιδέες, που ουδέποτε μέχρι στιγμής γνώρισαν πραγμάτωση και που μυθιστορηματικά ενέχουν μηδαμινή αισθητική αξία, αφήνουν ένα νοσηρό, πέρα ως πέρα αληθινό, κατάλοιπο. Οι μεγαλόπνοες συνθέσεις “επιχειρήματα” που υποτίθεται ότι θα σώσουν τον κόσμο καταλήγουν να υποστηρίζονται από τεράστιες δόσεις σεξισμού και εσωτερικευμένου μισογυνισμού.
«Τι τις θες τις γυναίκες; φώναξε. Είναι μπελάς. Εσύ λες “ομπρός” και αυτές λένε “στάσου”. Ή τις πιάνει το φιλότιμο, κάνουν να τρέξουν οι κακομοίρες μα λαχανιάζουν. Και συ τις λυπάσαι – να τις αφήσεις στο δρόμο είναι αμαρτία· να τις πάρεις μαζί σου, μπελάς. Μα αφεντικό είσαι, κάμε όπως ορίζεις. Εγώ είπα και λάλησα. [...] Έχει δίκιο ο Μανολιός, είπε η μητέρα» (σ. 58, υπογράμμιση δική μου)
«Τίμια να ‘ναι μόνο, νοικοκυρά να ‘ναι, όμορφη να ‘ναι και να κάνει αρσενικά παιδιά – άλλο μη ζητάς από τις γυναίκες. Τι Θεό λατρεύουν; Το Θεό του αντρός τους, αυτόν λατρεύουν. Φέρε να τη δω! [...] Απίθωσε ο παππούς τη χερούκλα του στο κεφάλι της Νοεμής. [...] Κατέβασε τη φούχτα του στο πρόσωπό της, στο λαιμό, πέρασε αργά από το στήθος, στάθηκε στα λαγόνια. Στράφηκε στον Κοσμά. Καλή ‘ναι, είπε, μα λίγο αδύναμη. Έχει ψυχή;» (σ. 81)
«Βαριά, πικραμένη, σηκώθηκε τώρα η φωνή της Νοεμής: – Σάπισε η καρδιά του ανθρώπου, χρειάζεται γρήγορη επέμβαση, άμεση πράξη για να σωθεί. Αχ, να ‘μουν άντρας! Φώναξε πάλι στενάζοντας» (σ. 101).
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, βαθιά κωμικοτραγικό, γιατί εκτός από τους γέρους του έργου που δύνανται να πάρουν συγχωροχάρτι για αυτές τις θέσεις που σας παρέθεσα, έχουμε τον ίδιο τον ήρωα, το alter ego του συγγραφέα, τον Κοσμά, που παρατάει τη Νοεμή, την Εβραία έγκυο σύζυγό του με τη μητέρα του και την αδελφή του, με τα αντισημιτικά αισθήματά τους, στο πατρικό του σπίτι στην Κρήτη και φεύγει για να σώσει τον κόσμο με τις ιδέες που κομίζει. Δεν μπορούμε να μην χαμογελάμε συγκαταβατικά με τις φαντασιώσεις/ενοχές του “διανοούμενου” Καζαντζάκη/Κοσμά που αρέσκεται να αυτομαστιγώνεται για την ενασχόλησή του με τις λέξεις ενώ ο κόσμος κρέμεται στο χείλος του γκρεμού. Διαβάζουμε, στο κλείσιμο μιας από αυτές τις επιστολές του προς τη Νοεμή:
«Βαθιά ντρέπουμαι που υποφέρω λιγότερο από σένα, λιγότερο απ’ όλους τους ανθρώπους που είδα στις μαύρες τούτες πολιτείες· και θα ‘θελα να ‘ταν μπορετό να μοιραστώ τον πόνο του πιο πονεμένου κι όχι να κάθουμαι σαν τον Γραφιά και να τον γράφω. Σκύβω, φιλώ τα γόνατά σου, αγαπημένη, συχώρεσέ με· φιλώ τα χέρια σου, κάνε υπομονή. Σε λίγους μήνες θα κρατάς στον κόρφο σου το γιο και θα γλυκάνει το χείλη σου. Ό,τι δεν μπόρεσα εγώ, ο γιος θα το μπορέσει· αυτός θα γιάνει τις πληγές σου, ω πολυπληγωμένη μου, θα καθαρίσει τη μνήμη, θα κάμει την αγάπη να γελάσει. Κάνε υπομονή, κρατάς τη σωτηρία» (σ. 195).
Όχι μόνο το μελόδραμα του “διανοούμενου” ξεπερνάει τις ανοχές και τις αντοχές μας, αλλά δεν γίνεται ο αναγνώστης να μην αναλογιστεί ότι υπήρχαν και βαθύτεροι λόγοι που το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είχε εκδοθεί, που όμως ο νέος κάτοχoς/εκδότης του αποφάσισε να το τυπώσει και να το προωθήσει ως «πρωτοποριακό μυθιστόρημα» (σ. 272), όπως διαβάζουμε στο επίμετρο των Μαθιουδάκη και Βασιλειάδη που συνοδεύει την έκδοση.
Παρατηρήστε όμως ότι τα προβλήματα του κειμένου είναι βαθύτερα και κατεβαίνουν και σε πιο “λεπτά” ζητήματα αισθητικής. Διαβάζουμε: «Για μπας κι ήταν η θάλασσα κι ακουμπούσε τα στήθια της στον άμμο και στέναζε; Για μπας κι ήταν μια φωνή πιο μυστική, πιο μαυλιστική, πέρα από τη ζωή, γλυκιά θλιμμένη, ερωτεμένη, και ξεκολνούσε την ψυχή μας από τη σάρκα; Μην ήταν ο ίδιος ο Θεός, κρυμμένος μέσα στο σκοτάδι, και μαύλιζε και καλνούσε και συντραβούσε, ξεθηκαρώνοντάς τη απαλά από το χώμα, την αιώνια αγαπημένη του, την ψυχή του ανθρώπου;» (σ. 96), όπως και «Αγαπούσε το λόγο, ένιωθε τη λέξη σαν έναν καρπό, σαν ένα ροδάκινο, γεμάτη χυμό, άρωμα, χνούδι» (σ. 99).
Θα διαβάσει σήμερα κάποιος για γραφή «ροδάκινο, γεμάτη χυμό, άρωμα, χνούδι» και δεν θα γελάσει; Τα τσαλίμια που ενθέτει ο ΝΚ στην αισθητική του συνθήκη, με τη συγκεκριμένη εικονοποιία, τον υφέρποντα ερωτισμό όπου η φύση και η ίδια η γραφή απεικονίζονται ως γυναίκες, εισέρχονται, πολύ φοβάμαι, στην επικράτεια του «κριντζ».
Υπάρχει κάποιος βαθύτερος λόγος που ο μεταμοντερνισμός διαδέχτηκε τον μοντερνισμό και αυτός δεν έχει να κάνει πάντα με μια στείρα εμμονή στην τεχνική ή τη δήθεν κενότητα των φορμαλισμών. Η ίδια η έννοια της αισθητικής υφίσταται μεταλλάξεις και εξελίσσεται, όπως εξελίσσονται και τα απλά, καθημερινά γούστα. Όσο καλλιεπή κι αν βλέπει κανείς τα δύο παραδείγματα που ανέφερα –γούστα είναι αυτά– δεν παύουν, σήμερα, να μην δύνανται να σταθούν αισθητικά. Δεν στηρίζονται εξάλλου σε μια έννοια ύφους που κομίζει κάτι αδιαπραγμάτευτο –κάτι που είναι αδύνατο– αλλά επιδεικνύουν έναν ακκισμό που εγκολπώνεται τη γυναίκα, που εδώ εργαλειοποιείται ως «Μητέρα Φύση», που με τη σειρά της τσιγκλάει ή αποπειράται να τσιγκλήσει τον αναγνώστη, τον «μαυλίζει» με ένα σκέρτσο που φαίνεται ότι ανήκει σε ένα period piece, κάτι ξεπερασμένο, που διαβάζεται όχι για να συνεπάρει με τη λογοτεχνικότητά του αλλά για να βοηθήσει τον αναγνώστη να κατανοήσει, στην καλύτερη των περιπτώσεων, την ιστορικότητα του έργου, τι και πώς έγραφε κάποιος εβδομήντα πέντε χρόνια πριν. Κάτι που μπορεί να το διαβάζαμε και μέχρι τριάντα ή σαράντα χρόνια στο παρελθόν και ίσως, αν ήμασταν σε τρυφερή ηλικία, μπορεί και να νομίζαμε μέσα στην αφέλειά μας ότι είχε να κάνει με το υψηλό στη λογοτεχνία.
Επιπροσθέτως, αρνούμαι να προσμετρήσω στα θετικά του έργου κάτι που βλέπω να διατυπώνουν άλλοι κριτικοί: ότι το βιβλίο αναφέρεται στο Ολοκαύτωμα σε μια χρονική στιγμή που άλλοι συγγραφείς σιωπούσαν. Λυπάμαι που θα σας στεναχωρήσω αλλά το μυθιστόρημα δεν είναι φερέφωνο του πολιτικά ορθού. Το μυθιστόρημα δύναται να εργαλειοποιεί και άκρως προβληματικές πολιτικές θέσεις, αλλά να στέκεται με αξιώσεις λόγω των αισθητικών του αρετών. Ο Ανήφορος, καθώς στερείται αισθητικής αξίας, αποτυγχάνει παρά την παρουσία της πολιτικά ορθής αποτύπωσης του Ολοκαυτώματος, όσο και λόγω της μη πολιτικά ορθής χρήσης του σεξισμού/μισογυνισμού που το διαπνέει. Για να το πω απλά: απουσία λογοτεχνικής αξίας, τα καλά ενός μυθιστορήματος περνούν σε δεύτερη μοίρα, ενώ τα κακά τείνουν να υπερτονίζονται.
Όταν οι εκδόσεις Διόπτρα είχαν ξεκινήσει το πρότζεκτ «Καζαντζάκη» είχα σχολιάσει, χωρίς ίχνος ειρωνείας, το πόσο ταιριάζει το δίδυμο «Διόπτρα/Καζαντζάκης». Μετά την ανάγνωση και του Ανήφορου, είμαι πεπεισμένος ότι ο Καζαντζάκης συντελεί στη διαιώνιση του πατριαρχικού, και όχι μόνο, βλέμματος χωρίς, και αυτό είναι το καθοριστικό, να μας προσφέρει κάποιο αντίβαρο αισθητικής αξίας. Εδώ στηρίζω και τη θέση που διατύπωσα στην αρχή, ότι όχι μόνο δεν προσφέρει, αλλά επιβαρύνει το νέο σε ηλικία κοινό με εικόνες και στερεότυπα απαρχαιωμένα και επικίνδυνα. Η Διόπτρα όμως κερδίζει τα μάλα από τον γάμο αυτο, γιατί η εκ νέου προώθηση του Καζαντζάκη εξυπηρετεί και την προώθηση λογοτεχνίας που συστηματικά κεφαλαιοποιεί τον σεξισμό και τον εσωτερικευμένο μισογυνισμό, στοιχεία που συνιστούν θεμέλια της ευπώλητης/”γυναικείας” λογοτεχνίας τού σήμερα. Αυτό το τελευταίο, κατανοώ ότι στην παρούσα φάση στέκει έωλο. Σκοπεύουμε όμως στο Ιστό να προσφέρουμε και αξιολογήσεις ευπώλητων, που κανένας δεν καταδέχεται να διαβάσει, ώστε να καταστεί διακριτό ότι δεν είναι τόσο αθώα όσο διατείνονται κάποιοι ότι είναι.
Δεν μπορώ όμως, παρά την έκταση του κειμένου, να μην σας παραθέσω ένα τελευταίο απόσπασμα ώστε να δείτε κι εσείς τον βαθμό τύφλωσης του μεγάλου “διανοούμενου”:
«Αγαπημένη, λείπω, δεν είμαι μαζί σου και ξέρω πως κανένας λόγος δεν μπορεί ν’ αγγίξει την ψυχή της γυναίκας όσο το χέρι του αντρός. Μα κάνε υπομονή έρχουμαι. Απόψε να, λίγη ώρα πρι να σου γράψω, πήρα απόφαση. Βρήκα πια το δρόμο, θα τον ακολουθήσω και θα τον φτάσω ως τα άκρα. Μα θέλω να νιώθω το χέρι σου μέσα στη φούχτα μου, να παίρνω κουράγιο, γιατί δύσκολος δρόμος, πολύς ανήφορος, κι άλλη παρηγοριά από σένα δεν έχω. Είμαι κι εγώ γιος σου, έχω κι εγώ ανάγκη από το στήθος σου, αγαπημένη. Μη με αφήσεις!» (σ. 205)
Δηλαδή, οι γυναίκες της εποχής διαβιούν μεν σε μια άτεγκτη πατριαρχία, αλλά μια πατριαρχία που δεν δύναται καν να σταθεί στα πόδια της· μια πατριαρχία που βαδίζει, ασταθώς, κρατώντας το γυναικείο χέρι.
— Νίκος Καζαντζάκης, Ο Ανήφορος, Διόπτρα: 2022, 280 σελίδες, ISBN: 9786182200728, τιμή: €17.70.