Ο θείος του ήρωα, ο Μιχάλης, ταγματασφαλίτης/χαφιές/χουντικός, εμφανίζεται μια μέρα στο σπίτι του μικρού ανιψιού του με ένα δώρο: ένα μεγάλο κουτί. Ο μικρός, με προσμονή για το περιεχόμενο, «[...] τρενάκια, ποδήλατο, ένα ακορντεόν», θα σκίσει βιαστικά το περιτύλιγμα:
«Και προς μεγάλη μου έκπληξη το κουτί ήταν άδειο!
“Πού είναι το δώρο μου;” ρώτησα.
“Αυτό είναι, δεν το βλέπεις;”
“Ποιο αυτό;”
“Το τίποτα. Το πολυτιμότερο τίποτα”» (σελ. 100).
Λίγες γραμμές παρακάτω, θα διευκρινίσει ο θείος Μιχάλης: «”Ανιψιέ, αν σου δώριζα όπως οι άλλοι ‘κάτι το ωραίο’, θα ήταν αφόρητα κοινότοπο. Σου χαρίζω ένα σπάνιο πράγμα, το τίποτα, για να βρεις τον εαυτό σου μέσα σ’ αυτό, να τον δημιουργήσεις από το μηδέν”».
Το κουτί θα αποθηκευτεί στο πατάρι από τη μητέρα τού ήρωα. «“Εδώ θα είναι το τίποτα” μου είπε, “αν το χρειαστείς ποτέ να ξέρεις πού θα το βρεις”...». Ο ήρωας τελικά, όπως μαθαίνουμε, το χρειάστηκε για να μεταφέρει «[...] κάποια αγαπημένα βιβλία –ποιητικά, μυθιστορήματα– και τα πανόδετα λεξικά [τ]ου» (σελ. 101) στο Παρίσι, όταν νοίκιασε το πρώτο του δωμάτιο.
Ο Δαββέτας, με την εξιστόρηση τού απλού αυτού σκηνικού δεν μας λέει μόνο ότι ο ήρωας δημιούργησε τον εαυτό του από το μηδέν μέσω των αγαπημένων του βιβλίων και έγινε τελικά επιτυχημένος συγγραφέας, αλλά, μας προσφέρει και μια διακειμενική αναφορά με το εμβληματικό «Το Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου όπου ένα άδειο κιβώτιο συνιστά το αφηγηματικό και νοηματικό κέντρο του. Ιδεολογία τού ήρωα, είναι σα να μας λέει ο Δαββέτας, καθίσταται τελικά η μυθοπλαστική του ικανότητα. Γιατί ο ήρωας (που είναι και συγγραφέας) θα στηριχτεί πάνω σε αυτή την ικανότητά του για να κατασκευάσει την ταυτότητα του πατέρα του που κρύβεται πίσω από τη διαρκή απουσία του· από αυτό το «χωρίς» του τίτλου, αλλά, και αυτό είναι το βασικότερο, θα μας δείξει τον τρόπο με τον οποίο ο ήρωας θα υπερβεί αυτό το κατασκεύασμα.
Έτσι, αυτό το «χωρίς», όπως και το «τίποτα» ο Δαββέτας θα το εμφανίσει και πάλι προς το τέλος του μυθιστορήματος όταν θα αναφερθεί στην έννοια του τραύματος. «[...] [Τ]ο αληθινό τραύμα [...] είναι ασώματο, άυλο, άπιαστο, περνά από γενιά σε γενιά, σαν γενετική ανωμαλία που αναπαράγεται μέσα στο πρώτο κύτταρο» (σελ. 173). Και λίγο παρακάτω: «Εδώ λοιπόν το τίποτα, γιατί πάντα υπάρχει κάτι που δεν μπορείς να το εκφράσεις με λόγια, που αντιστέκεται στη γλώσσα, που το μυαλό αρνείται να του δώσει μορφή, ένα κενό ανάμεσα σε δυο αφηγήσεις που λειτουργεί σαν ηχείο, πολλαπλασιάζοντας τη σιωπή των θυμάτων.[...] Γι’ αυτό, καλέ μου φίλε, ένα κενοτάφιο από λέξεις δεν μου λέει απολύτως τίποτα. Όταν γράφεις, δημιουργείς μια εναλλακτική πραγματικότητα, δραπετεύεις ή κρύβεσαι μες στις ζωές των ηρώων σου» (σελ. 173-74).
Ο Δαββέτας, θα εγκιβωτίσει μέσα στο μυθιστόρημά του δύο σύντομα διηγήματα: «Το Δυστύχημα», που το υπογράφει ο βασικός ήρωας και διάσημος συγγραφέας, και το «Υπόθεση Ρουτίνας», που ανήκει στον φίλο του και ερασιτέχνη συγγραφέα. Οι δύο αυτοί ήρωες, που είναι και οι «άντρες χωρίς άντρες» του τίτλου, μέσω αυτών των διηγημάτων θα αποπειραθούν να αποτυπώσουν ακριβώς αυτή την «εναλλακτική πραγματικότητα» που συνιστά η συγγραφή. Ο Δαββέτας με τη σειρά του θα μας δείξει τι εστί επινόηση υπό το πρίσμα τόσο του συγγραφέα όσο και του απλού ανθρώπου που γαντζώνεται από το βίωμά του για να το ξεπεράσει· να πλάσει την ταυτότητά του και να επι-βιώσει. Και μάλιστα, χρήζει ιδιαίτερης μνείας η στάση που υιοθετεί ο Δαββέτας απέναντι στο προσωπικό τραύμα (στο βίωμα) του ήρωα συγγραφέα, γιατί αυτό αντιδιαστέλλεται με τη στάση του απλού ανθρώπου, που ο Δαββέτας τον βάζει να έχει συγγραφικές ανησυχίες, αν και όπως είπα, ερασιτεχνικές. «Εσύ περιμένεις από μένα να αυτοβιογραφηθώ. Να επαναλάβω το κλισέ του “επαναστατημένου” γιου, που εναντιώνεται στον συντηρητικό πατέρα αφιερώνοντας τη ζωή του στη “βιωμένη” τέχνη», θα πει ο διάσημος συγγραφέας (σελ.170). Ο Δαββέτας υπογραμμίζει, μέσω του ήρωά του, πόσο βαρετό είναι να εκτίθεται ο αναγνώστης σε αυτές τις εποποιίες που ξεχειλίζουν προσωπική συγκίνηση. Αυτό που εκτίμησα ιδιαιτέρως είναι ότι τελικά ο Δαββέτας κατασκευάζει ένα τέλος που ενέχει συγκίνηση, στις σωστές δόσεις –υπό τον ήχο μιας βιωματικής σειρήνας–, που ξυπνάει στον ήρωα μια αναλαμπή της πατρικής αγάπης που στερήθηκε. Μια αναλαμπή που τελικά ίσως και να καταφέρνει να τον συμφιλιώσει με τον παρελθοντικό εαυτό του: έναν εαυτό με πατέρα, δίχως αυτό το «χωρίς» του τίτλου.
Θα κλείσω με αυτή τη διακειμενική αναφορά ξανά: έχει σημασία που εδώ ο Δαββέτας βάζει τον ταγματασφαλίτη/χαφιέ/χουντικό να προσφέρει το άδειο κιβώτιο, σε αντίθεση με το μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου όπου το κιβώτιο συνιστά φορέα της αντίπαλης ιδεολογίας των αριστερών/αντιστασιακών; Μειώνει αυτή η διαφορά την αξία της διακειμενικής αναφοράς; Κάθε άλλο. Ο Δαββέτας, χτίζει μια καίρια εξισορροπητική θέση προς αυτό το ομιχλώδες και δυσπρόσιτο κέντρο της εθνικής συμφιλίωσης που διαπνέει το μυθιστόρημά του. Και η θέση αυτή είναι καίρια γιατί ο συγγραφέας κατανοεί ότι η δόκιμη κατεύθυνση, της όποιας έννοιας εθνικής συμφιλίωσης, δύναται να κινηθεί μόνο από το ιδιωτικό προς το δημόσιο/κοινωνικό. Οι δύο «άντρες χωρίς άντρες», με τους απόντες πατεράδες τους παραμένουν παρά τις όποιες συγκυριακές συγκρούσεις τους φίλοι, παρότι ανήκουν σε αντίπαλα στρατόπεδα. Μια προσεκτική ανάγνωση των δύο εγκιβωτισμένων διηγημάτων προσφέρει ανάγλυφα τον βαθμό επηρεασμού του ενός από τον άλλο. Παραμένουν φίλοι και συνοδοιπόροι, και κυρίως πομποί αλληλοεπηρεασμού, ο ένας για τον άλλο, καθώς κινούνται ο δεξιός προς την αριστερή ιδεολογία και ο αριστερός προς τη δεξιά (και συντηρητική, βλ. σελ. 148-50). Καθώς το ιδιωτικό –αναζήτηση ταυτότητας αλλά και κάματος της καθημερινότητας για επιβίωση– βρίσκει τον δρόμο του προς το δημόσιο/κοινωνικό έτσι όπως αναβλύζει μέσα από το ιστορικό βίωμα.
— Νίκος Δαββέτας, Άντρες Χωρίς Άντρες, Πατάκης 2021, σελ. 240, τιμή: € 12,70, ISBN: 9789601689937.