Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Σαλαγίσματα

Η συλλογή διηγημάτων Λυκοχαβιά τού πρωτοεμφανιζόμενου Κώστα Μπαρμπάτση ήταν μια αναγνωστική έκπληξη. Ευθύβολες, καλοζυγισμένες αφηγήσεις που ισορροπούν ανάμεσα στο συναίσθημα και τον κυνισμό και βρίσκουν τον στόχο τους με ακρίβεια. Ο Μπαρμπάτσης κατασκευάζει έξι ιστορίες που τις συνδέει η γλώσσα –ένα πολύ στρωτό ηπειρώτικο ιδίωμα– και η εποχή –από τις αρχές της δεκαετίας του ‘40 ως περίπου το 1970– που σε συνδυασμό με τις μυθοπλαστικές ικανότητες του συγγραφέα ικανοποιούν τον αναγνώστη. Τα διηγήματα ξεχωρίζουν για την οικονομία τους και φέρουν όλα, παρόμοια κλιμάκωση με μια (σχεδόν) απρόσμενη εξέλιξη στο τέλος τους. Ο συγγραφέας συμπλέκει με μαεστρία τη σκληρότητα του τόπου όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες με μια τρυφερότητα που άλλοτε εμφανίζεται ίδιον του ζωικού βασιλείου και άλλοτε των έλλογων ηρώων του· ηρώων που παρασύρονται από τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες σε ζωώδεις αντιδράσεις που ενίοτε δοκιμάζουν κάθε έννοια ηθικής. 

Κορυφαίο διήγημα αυτό που ανοίγει τη συλλογή, το «Θα φύγω, ξάδερφε», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υστερούν τα υπόλοιπα. Φτιαγμένο με τα πιο απλά υλικά έχει τη φρεσκάδα μιας ιστορίας που φαντάζει ανέκδοτη –σα να μην βρίσκεται τυπωμένη στο χαρτί. Είναι όμως μεθοδικά κατασκευασμένο – παρατηρήστε πώς και πόσο νωρίς προοικονομείται η σημασία των ονομάτων των ζωντανών: «Και τι είμαστε δηλαδής για να έχουμε νούμερα; Εδώ ακόμη και τα ζωντανά έχνε ονόματα και μ’ αυτά τα φωνιάζουμε, όχι με το δύο και το τρία» (σ. 13). Στο τέλος του διηγήματος, έτσι όπως φτάνουμε στην κορύφωσή του, ο Μπαρμπάτσης καταφέρνει σχεδόν να ρίξει μια γέφυρα επικοινωνίας πάνω από αυτή την τάφρο που μας χωρίζει πάντα από τα ζώα. Και είναι τόσο πηγαίο και αβίαστο αυτό που φαντάζει σαν ο ήρωας, με τα σαλαγίσματά του, καθώς αφήνεται, να γλιστράει στο ζωώδες, και τα ζώα, με τα εκφραστικά ρεκάσματα και τη συμπεριφορά τους, να ανέρχονται στο ύψος του λόγου. 

Επισημαίνω επίσης και το «Λυκοχαβιά», που δίνει και τον τίτλο της συλλογής, ως μια μεστή ιστορία ενηλικίωσης. Αρκεί να παρατηρήσει ο αναγνώστης σε ποια χρονική στιγμή χάνει τη φωνή του ο ήρωας και σε ποια ακριβώς την ξαναβρίσκει, για να συνειδητοποιήσει τον προσανατολισμό της ιστορίας. Όπου η απώλεια της φωνής υποδηλώνει μια άνευ όρων παράδοση στην επικράτεια της (βίαια πρόωρης) ενηλικίωσης, και η στιγμή που επιλέγει ο ήρωας να ξαναμιλήσει σηματοδοτεί τόσο την ανάληψη του βάρους των ευθυνών της πράξης που ακολουθεί όσο και την ενηλικίωσή του – αυτή τη φορά με τους δικούς του όρους. Όλα αυτά όμως είναι δοσμένα αμιγώς μυθοπλαστικά, εν τη ρύμη του λόγου της ιστορίας, που δεν θυσιάζεται πουθενά για άκαιρους διδακτισμούς και περιττές επεξηγήσεις.  

Ο Μπαρμπάτσης, έτσι, καταφέρνει πρώτα και κύρια να κερδίσει τον αναγνώστη που διαβάζει γιατί επιθυμεί να ανακαλύψει πού πηγαίνει η ιστορία, και όχι αν και πώς ελλοχεύουν δεύτερες αναγνώσεις και βαθύτερα νοήματα· τον αναγνώστη που διαβάζει και δεν αποζητά επιχειρήματα που θα πείσουν, πρωτίστως εκείνον, αν αυτό που διαβάζει είναι καλό ή όχι. Προσφέρει έτσι κάτι που σπανίζει: ένα μονομπλόκ αφηγηματικότητας· μια αναγνωστική επιφάνεια που στραφταλίζει αποκρύπτοντας εντέχνως τις ραφές της και αναδεικνύοντας τις αρετές της δουλειάς αλλά και του ταλέντου. 

Είθε ο Κώστας Μπαρμπάτσης να συνεχίσει να μιλάει λιτά και να λέει πολλά.
 

— Κώστας Μπαρμπάτσης, Λυκοχαβιά, Κέδρος : 2022, 184 σελίδες, ISBN : 9789600452624, τιμή : €11.00.